Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-248/15 P, C-254/15 P και C-260/15 P

Maxcom Ltd κ.λπ.

κατά

City Cycle Industries

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 501/2013 – Εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Σρι Λάνκα και την Τυνησία – Επέκταση στις ανωτέρω εισαγωγές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που έχει επιβληθεί στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 13 – Καταστρατήγηση – Άρθρο 18 – Άρνηση συνεργασίας – Απόδειξη – Δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων – Αντιφατική αιτιολογία – Έλλειψη αιτιολογίας – Προσβολή δικονομικών δικαιωμάτων»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 26ης Ιανουαρίου 2017

  1. Αναίρεση–Λόγοι–Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων–Απαράδεκτο–Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων–Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους–Παραβίαση των κανόνων περί αποδείξεως–Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  2. Κοινή εμπορική πολιτική–Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ–Διακριτική ευχέρεια των οργάνων–Δικαστικός έλεγχος–Όρια

  3. Κοινή εμπορική πολιτική–Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ–Καταστρατήγηση–Διαπίστωση καταστρατηγήσεως–Βάρος αποδείξεως–Απόδειξη καταστρατηγήσεως βάσει δέσμης ενδείξεων–Επιτρέπεται

    (Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 13 και 18)

  4. Ένδικη διαδικασία–Αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων–Περιεχόμενο

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36)

  5. Αναίρεση–Λόγοι–Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον ήταν αναγκαίο να συμπληρωθούν τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του–Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 52, 53)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 56, 89)

  3.  Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης φέρουν το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως καταστρατηγήσεως. Περαιτέρω, από το γράμμα και την οικονομία του εν λόγω άρθρου 13 προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταστρατηγήσεως, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν σε σφαιρική ανάλυση ως προς την τρίτη χώρα την οποία αφορά η έρευνα σχετικά με καταστρατήγηση στο σύνολό της. Αντιθέτως, δεν απόκειται σε αυτά, προκειμένου να αποδείξουν την εν λόγω καταστρατήγηση, να προβαίνουν σε ανάλυση της καταστάσεως κάθε μεμονωμένου παραγωγού-εξαγωγέα, καθώς η ανάλυση αυτή βαρύνει τους εν λόγω μεμονωμένους παραγωγούς-εξαγωγείς στο πλαίσιο των αιτήσεων που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του ανωτέρω κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η ύπαρξη καταστρατηγήσεως μέτρων αντιντάμπινγκ αποδεικνύεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης συνολικά για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, ενώ σε κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα απόκειται να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση υπό την οποία τελεί δικαιολογεί να του χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού.

    Όσον αφορά τον αναγκαίο βαθμό αποδείξεως της υπάρξεως καταστρατηγήσεως σε περίπτωση ανεπαρκούς ή ανύπαρκτης συνεργασίας εκ μέρους τμήματος των παραγωγών-εξαγωγέων, καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία, στο πλαίσιο έρευνας για την ύπαρξη καταστρατηγήσεως, να υποχρεώσει τους παραγωγούς ή τους εξαγωγείς τους οποίους αφορά η καταγγελία να συμμετάσχουν στην έρευνα ή να παράσχουν πληροφορίες. Επομένως, η Επιτροπή στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες. Για τον λόγο αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ότι, όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή για το συγκεκριμένο μέρος απ’ ό,τι θα ήταν αν αυτό είχε συνεργασθεί.

    Σε περίπτωση συνολικής ή μερικής αρνήσεως συνεργασίας των παραγωγών-εξαγωγέων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το άρθρο 18 του προαναφερθέντος κανονισμού προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να καθιερώσει νόμιμο τεκμήριο που να επιτρέπει την ευθεία συναγωγή καταστρατηγήσεως από την άρνηση συνεργασίας των ενδιαφερομένων ή εμπλεκόμενων μερών και, συνεπώς, να απαλλάξει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης από κάθε υποχρέωση αποδείξεως. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη της δυνατότητας συναγωγής ακόμη και τελικών συμπερασμάτων βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και της μεταχειρίσεως του ενδιαφερομένου ο οποίος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι αν είχε συνεργασθεί, είναι εξίσου προφανές ότι επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να στηρίζονται σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί η καταστρατήγηση κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009. Κάθε άλλη λύση εγκυμονεί τον κίνδυνο υπονομεύσεως της αποτελεσματικότητας των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έρχονται αντιμέτωπα με άρνηση συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας για τη διαπίστωση καταστρατηγήσεως.

    Όταν η άρνηση συνεργασίας δεν αφορά το σύνολο των παραγωγών-εξαγωγέων αλλά μόνον ορισμένους εξ αυτών, το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού δεν εμποδίζει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να διαπιστώνουν την ύπαρξη καταστρατηγήσεως μέτρων αντιντάμπινγκ στηριζόμενα σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων σε περίπτωση που παραγωγοί-εξαγωγείς που εκπροσωπούν σημαντικό τμήμα των εισαγωγών του οικείου προϊόντος στην Ένωση δεν συνεργάστηκαν καθόλου ή δεν συνεργάστηκαν επαρκώς στην έρευνα. Περαιτέρω, η ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των μέτρων εμπορικής άμυνας δικαιολογεί επίσης, υπό τέτοιες περιστάσεις, να επιτρέπεται τα εν λόγω θεσμικά όργανα να στηριχθούν σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται καταστρατήγηση, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

    Ακόμη, όμως, και αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επιτρέπεται να στηρίζονται σε δέσμη ενδείξεων, βάσει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 3, του εν λόγω κανονισμού, οι ενδείξεις αυτές πρέπει πάντως να τείνουν να αποδείξουν ότι πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή. Όσον αφορά, συνεπώς, τη δεύτερη εκ των προϋποθέσεων αυτών, ήτοι ότι η μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ των εταιριών της χώρας που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης πρέπει να απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, τα θεσμικά όργανα πρέπει να διαθέτουν στοιχεία τα οποία τείνουν να αποδείξουν ότι η μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής των συναλλαγών απορρέει από τέτοια πρακτική, διαδικασία ή εργασία.

    (βλ. σκέψεις 58, 59, 61-64, 66-69)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 87)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 106)