Υπόθεση C‑231/15

Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej

και

Petrotel sp. z o.o. w Płocku

κατά

Polkomtel sp. z o.o.

(αίτηση του Sąd Najwyższy για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών — Οδηγία 2002/21/ΕΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 1 — Δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεως εθνικής ρυθμιστικής αρχής — Αποτελεσματικός μηχανισμός προσφυγής — Διατήρηση της ισχύος της αποφάσεως εθνικής ρυθμιστικής αρχής έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσφυγής — Διαχρονικά αποτελέσματα αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου που κηρύσσει άκυρη απόφαση εθνικής ρυθμιστικής αρχής — Δυνατότητα αναδρομικής ακυρώσεως αποφάσεως εθνικής ρυθμιστικής αρχής — Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Οκτωβρίου 2016

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Τομέας των τηλεπικοινωνιών – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Κανονιστικό πλαίσιο – Οδηγία 2002/21 – Δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεως εθνικής ρυθμιστικής αρχής – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων – Ακύρωση αποφάσεως της εν λόγω αρχής με αναδρομική ισχύ – Παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Δεν υφίσταται

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2002/21 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140, άρθρο 4 § 1, εδ. 1 και 2)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 16)

  2.  Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη και τρίτη περίοδος, και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/21, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 2009/140, (οδηγία‑πλαίσιο), σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο επιλαμβανόμενο προσφυγής κατά αποφάσεως της εθνικής ρυθμιστικής αρχής πρέπει να μπορεί να την ακυρώσει αναδρομικώς, εάν κρίνει ότι τούτο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων της επιχειρήσεως η οποία άσκησε την προσφυγή.

    Πράγματι, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση διασφαλίσεως αποτελεσματικού μηχανισμού προσφυγής, αποτελεί έκφραση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας-πλαισίου ουδόλως αποκλείει ή περιορίζει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να ακυρώσει αναδρομικώς απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει απλώς ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως της εν λόγω αρχής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός εάν ληφθούν προσωρινά μέτρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, η απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής έχει εφαρμογή, κατ’ αρχήν, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη όμως της δυνατότητας, μετά το πέρας της διαδικασίας, να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση αναδρομικώς, εάν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων της επιχειρήσεως η οποία άσκησε την προσφυγή.

    Εξάλλου, η δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να ακυρώσει απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής αναδρομικώς δεν είναι αντίθετη με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας-πλαισίου, η απόφαση της εν λόγω αρχής κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή ισχύει βάσει της διατάξεως αυτής μόνον έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επιχειρηματίες που είναι διάδικοι σε διαδικασία προσφυγής, όπως αυτή του άρθρου 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, η ακύρωση αυτή δεν θα παραγάγει αποτελέσματα ex tunc.

    (βλ. σκέψεις 24-28, 30, 31 και διατακτ.)