Υπόθεση C‑225/15

Ποινική δίκη

κατά

Domenico Politanò

(αίτηση του Tribunale di Reggio Calabria

για την έκδοση προδικαστικής απόφασης)

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 49 ΣΛΕΕ — Ελευθερία εγκατάστασης — Τυχερά παίγνια — Περιορισμοί — Υπέρτεροι λόγοι γενικού συμφέροντος — Αναλογικότητα — Δημόσιες συμβάσεις — Όροι συμμετοχής σε διαγωνισμό και αξιολόγηση της οικονομικής χρηματοοικονομικής επάρκειας — Αποκλεισμός διαγωνιζομένου επειδή δεν προσκόμισε βεβαιώσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής του επάρκειας από δύο διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 47 — Δυνατότητα εφαρμογής του»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 8ης Σεπτεμβρίου 2016

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Υποχρέωση παροχής στο Δικαστήριο επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και νομικό πλαίσιο

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 94)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Πεδίο εφαρμογής – Παραχώρηση δημοσίων υπηρεσιών – Δεν εμπίπτει – Κριτήρια διάκρισης μεταξύ, αφενός, δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών και, αφετέρου, παραχώρησης υπηρεσιών

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, στοιχεία αʹ και βʹ, 17 και 47)

  3. Ελευθερία εγκατάστασης – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Τυχερά παίγνια – Εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη συμμετοχή σε διαδικασία παραχώρησης αδειών για την αποδοχή στοιχημάτων από τον όρο της προσκόμισης τραπεζικών βεβαιώσεων που να πιστοποιούν την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του επιχειρηματία – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Υπέρτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος – Σκοπός της πάταξης της εγκληματικότητας – Υποχρέωση να πληρούται η προϋπόθεση της αναλογικότητας – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο

    (Άρθρο 49 ΣΛΕΕ)

  1.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 22-24)

  2.  Η οδηγία 2004/18/ΕΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, και ειδικότερα το άρθρο 47, έχουν την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία διέπει τη χορήγηση αδειών παραχώρησης στον τομέα των τυχερών παιγνίων.

    Πιο συγκεκριμένα, η οδηγία 2004/18 αφορά τις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και όχι τις διαδικασίες με αντικείμενο την παραχώρηση υπηρεσιών, δεδομένου ότι οι τελευταίες αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δυνάμει του άρθρου 17 αυτής. Συναφώς, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ, αφενός, δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών και, αφετέρου, παραχώρησης υπηρεσιών, μολονότι ο τρόπος αμοιβής αποτελεί ένα από τα κρίσιμα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών, ο χαρακτηρισμός αυτός προϋποθέτει την ανάληψη, από τον παραχωρησιούχο, του κινδύνου που συνδέεται με την εκμετάλλευση των οικείων υπηρεσιών, ενώ αν δεν μετακυλίεται στον πάροχο ο κίνδυνος ο οποίος συνδέεται με την παροχή των υπηρεσιών, τούτο συνιστά ένδειξη ότι πρόκειται για δημόσια σύμβαση υπηρεσιών και όχι για σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών. Επομένως, στην περίπτωση όπου ο πάροχος των υπηρεσιών, αφενός, δεν εισπράττει αμοιβή από την αναθέτουσα αρχή και, αφετέρου, αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τον κίνδυνο που συνδέεται με την άσκηση των δραστηριοτήτων της αποδοχής και της διαβίβασης των στοιχημάτων, γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για δημόσια σύμβαση υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2004/18.

    (βλ. σκέψεις 29, 31-34, διατακτ. 1)

  3.  Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι επιτρέπει εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, που επιβάλλει σε όσους επιχειρηματίες προτίθενται να μετάσχουν σε διαγωνισμό για τη χορήγηση αδειών παραχώρησης στον τομέα των τυχερών παιγνίων και των στοιχημάτων την υποχρέωση να αποδείξουν την οικονομική και χρηματοοικονομική τους επάρκεια μέσω βεβαιώσεων από δύο τουλάχιστον χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα να αποδειχθεί η εν λόγω επάρκεια με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, εφόσον όμως η διάταξη αυτή πληροί τις περί αναλογικότητας προϋποθέσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

    Ειδικότερα, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα των τυχερών παιγνίων και, ενδεχομένως, να προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τη δημόσια τάξη. Εντούτοις, τυχόν περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως ως προς τη δικαιολόγησή τους από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και ως προς την αναλογικότητά τους. Συναφώς, στην περίπτωση εθνικής διάταξης δικαιολογούμενης, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εγκληματικότητας που συνδέεται με τα τυχερά παίγνια, από το συμφέρον για διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης της νόμιμης δραστηριότητας αποδοχής στοιχημάτων ώστε να αναχαιτιστεί η ανάπτυξη παράλληλης παράνομης δραστηριότητας, καθώς και από το συμφέρον για καλύτερη προστασία των καταναλωτών, γίνεται δεκτό ότι ο σκοπός αυτός μπορεί όντως να θεωρηθεί υπέρτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών.

    Ως προς το ζήτημα αν ο περιορισμός αυτός είναι κατάλληλος να εξασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι προφανές ότι η υποχρέωση προσκόμισης βεβαιώσεων από δύο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρέχει τα εχέγγυα ότι ο επιχειρηματίας θα διαθέτει την απαιτούμενη οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια για να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του έναντι όσων κερδίζουν στοιχήματα. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στον τομέα των τυχερών παιγνίων, δεν φαίνεται πάντως να βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού η επιβολή σε όσους διαγωνιζομένους έχουν συσταθεί ως νομικά πρόσωπα εντός της τελευταίας διετίας και έχουν συνολικά έσοδα, από τη δραστηριότητά τους ως φορέων εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων, χαμηλότερα των δύο εκατομμυρίων ευρώ κατά τις δύο τελευταίες οικονομικές χρήσεις να προσκομίσουν κατάλληλες βεβαιώσεις από δύο τουλάχιστον χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

    (βλ. σκέψεις 40, 42, 43, 45, 46, 48, 50, διατακτ. 2)