Υπόθεση C‑218/15
Ποινική δίκη
κατά
Gianpaolo Paoletti κ.λπ.
(αίτηση του Tribunale ordinario di Campobasso
«για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 6 ΣΕΕ — Άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου — Ιταλοί υπήκοοι οι οποίοι οργάνωσαν την παράνομη είσοδο Ρουμάνων υπηκόων στην ιταλική επικράτεια — Γεγονότα συντελεσθέντα πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση — Αποτέλεσμα της προσχωρήσεως της Ρουμανίας επί του αδικήματος της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως — Εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2016
Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Αίτηση περί ερμηνείας του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εθνική νομική κατάσταση συνδεόμενη με το δίκαιο της Ένωσης – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 51 § 1)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης ποινής – Αρχή η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης
(Άρθρο 6 § 3 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης ποινής – Όροι εφαρμογής
(Άρθρο 6 § 3 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1)
Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Πρόληψη της υποβοηθήσεως της παράνομης εισόδου, διελεύσεως και διαμονής – Ποινική κύρωση επιβληθείσα σε πρόσωπα τα οποία διέπραξαν το αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως υπέρ υπηκόων κράτους μέλους – Γεγονότα συντελεσθέντα πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 6 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49· οδηγία 2002/90 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 3· απόφαση-πλαίσιο 2002/946 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 13-20)
Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης ποινής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μέρος του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Ακόμα και πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία προσέδωσε στον Χάρτη την ίδια νομική αξία με τις Συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης τις οποίες ο εθνικός δικαστής πρέπει να σέβεται κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου.
(βλ. σκέψη 25)
Η εφαρμογή του ηπιότερου ποινικού νόμου συνεπάγεται κατ’ ανάγκην διαχρονική διαδοχή νόμων και βασίζεται στη διαπίστωση ότι ο νομοθέτης άλλαξε γνώμη είτε ως προς τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων είτε ως προς την ποινή η οποία πρέπει να επιβληθεί σε μια αξιόποινη πράξη.
(βλ. σκέψη 27)
Το άρθρο 6 ΣΕΕ και το άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι η προσχώρηση κράτους στην Ένωση δεν εμποδίζει άλλο κράτος μέλος να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις στα άτομα τα οποία διέπραξαν, πριν από την προσχώρηση αυτή, το αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως υπηκόων του πρώτου κράτους.
Πράγματι, εθνική ποινική νομοθεσία επιβάλλουσα στη διευκόλυνση της παράνομης μεταναστεύσεως ποινή φυλακίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/90, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής, και το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής, τα οποία προβλέπουν ότι το αδίκημα αυτό πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αποτελεσματικής, αναλογικής και αποτρεπτικής ποινής, δεν αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι εισέρχονται παρανόμως στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και διαμένουν εκεί χωρίς άδεια διαμονής, αλλά τα άτομα τα οποία διευκολύνουν την παράνομη είσοδο και διαμονή των εν λόγω υπηκόων στο κράτος αυτό. Το γεγονός και μόνον ότι, μετά την παράνομη είσοδό τους, οι εν λόγω υπήκοοι κατέστησαν πολίτες της Ένωσης λόγω της προσχωρήσεως του κράτους καταγωγής τους στην Ένωση δεν μπορεί να επηρεάσει τη διεξαγωγή των ποινικών διώξεων που έχουν κινηθεί κατά των ως άνω ατόμων που διευκολύνουν την παράνομη μετανάστευση.
Η εν λόγω απόκτηση της ιθαγένειας της Ένωσης συνιστά πραγματική κατάσταση η οποία δεν μπορεί να μεταβάλει τα στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως.
Βάσει ουδεμίας διατάξεως της προαναφερθείσας οδηγίας ή άλλου κειμένου του δικαίου της Ένωσης μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόκτηση της ιθαγένειας της Ένωσης πρέπει να συνεπιφέρει την εξάλειψη της παραβάσεως που διέπραξαν κατηγορούμενοι, οι οποίοι επιδόθηκαν σε παράνομη διακίνηση εργατικού δυναμικού. Η αντίθετη άποψη θα είχε ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει το εν λόγω είδος παράνομης διακινήσεως αμέσως μετά την κίνηση της οριστικής διαδικασίας προσχωρήσεως κράτους στην Ένωση, δεδομένου ότι οι διακινητές θα ήταν βέβαιοι ότι, στη συνέχεια, θα τύχουν απαλλαγής. Ο επιτευχθείς σκοπός θα ήταν, στην περίπτωση αυτή, ο ακριβώς αντίθετος προς τον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη της Ένωσης.
(βλ. σκέψεις 32-34, 36, 42 και διατακτ.)