ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 45 — Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ — Δημόσιες συμβάσεις — Προϋποθέσεις αποκλεισμού από διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως έργου, προμηθειών ή υπηρεσιών — Υποχρεώσεις καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών — Ενιαία βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας — Θεραπεία παρατυπιών»

Στην υπόθεση C‑199/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Ciclat Soc. coop.

κατά

Consip SpA,

Autorità per la Vigilanza sui Contratti Pubblici di lavori, servizi e forniture,

παρισταμένων των:

Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL),

Team Service SCARL, ως αντιπρόσωπος της ATI-Snam Lazio Sud Srl και της Ati-Linda Srl,

Consorzio Servizi Integrati,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Vajda (εισηγητή), προεδρεύοντα τμήματος, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ciclat Soc. coop., εκπροσωπούμενη από τον S. Sticchi Damiani, avvocato,

η Consip SpA, εκπροσωπούμενη από τον A. Clarizia, avvocato,

το Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL), εκπροσωπούμενο από τους L. Frasconà και G. Catalano, avvocati,

η Consorzio Servizi Integrati, εκπροσωπούμενη από τον G. Viglione, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone και την C. Colelli, avvocati dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114), καθώς και των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Ciclat Soc. coop. (στο εξής: Ciclat) και, αφετέρου, της Consip SpA και της Autorità per la vigilanza sui contratti pubblici di lavori, servizi e forniture (εθνικής αρχής για την εποπτεία των δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών), με αντικείμενο διαδικασία για την ανάθεση συμβάσεως παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και λοιπών υπηρεσιών συντηρήσεως κτιριακών υποδομών, σχολικών κτιρίων και κέντρων καταρτίσεως της δημόσιας διοικήσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Στην αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2004/18 εκτίθενται τα ακόλουθα:

«Η ανάθεση των συμβάσεων που συνάπτονται στα κράτη μέλη για λογαριασμό του κράτους, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή περιφερειακής διοίκησης και άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου, υπόκειται στην τήρηση των αρχών της Συνθήκης, ιδίως στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, στην αρχή της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και στις αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. Εντούτοις, για δημόσιες συμβάσεις που υπερβαίνουν κάποια αξία, είναι σκόπιμο να εκπονούνται διατάξεις κοινοτικού συντονισμού των εθνικών διαδικασιών για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων, οι οποίες να βασίζονται σε αυτές τις αρχές προκειμένου να διασφαλίζουν τα αποτελέσματά τους και να εγγυώνται το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Συνεπώς, αυτές οι διατάξεις συντονισμού θα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που αναφέρονται ανωτέρω καθώς και σύμφωνα με τους άλλους κανόνες της Συνθήκης.»

4

Το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 αφορά τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής σχετικά με την προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου αυτού προβλέπουν τα εξής:

«2.   Κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν:

[…]

ε)

δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας της αναθέτουσας αρχής·

[…]

Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρουμένου του [δικαίου της Ένωσης], τους όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

3.   Οι αναθέτουσες αρχές δέχονται ως επαρκή απόδειξη του ότι ο οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και στην παράγραφο 2, [στοιχεία] αʹ, βʹ, γʹ, εʹ και στʹ:

α)

[…]

β)

για την παράγραφο 2, [στοιχεία] εʹ ή στʹ, πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους.

[…]»

5

Το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18 έχει ως ακολούθως:

«Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 45 έως 50.»

6

Η οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18 (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65), προβλέπει, στο άρθρο 93, τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Το ιταλικό δίκαιο

7

Το decreto legislativo n. 163 – Codice dei contratti pubblici relativi a lavori, servizi e forniture in attuazione delle direttive 2004/17/CE e 2004/18/CE (νομοθετικό διάταγμα 163, για τη θέσπιση κώδικα δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών κατ’ εφαρμογήν των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ), της 12ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 100, της 2ας Μαΐου 2006), όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 70 της 13ης Μαΐου 2011 (GURI αριθ. 110, της 13ης Μαΐου 2011, σ. 1), και απέκτησε ισχύ νόμου δυνάμει του νόμου 106 της 12ης Ιουλίου 2011 (GURI αριθ. 160, της 12ης Ιουλίου 2011, σ. 1, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 163/2006), διέπει στην Ιταλία το σύνολο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στους τομείς των έργων, των υπηρεσιών και των προμηθειών.

8

Το τμήμα II του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 περιλαμβάνει το άρθρο 38, το οποίο ορίζει τις γενικές προϋποθέσεις συμμετοχής στις διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως και δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο i, του διατάγματος αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Αποκλείονται από τη συμμετοχή στις διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως και δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και από τη σύναψη συμβάσεων υπεργολαβίας ή συμφωνιών σχετικών με τέτοιες συμβάσεις:

[…]

i)

όποιοι έχουν διαπράξει σοβαρές και οριστικά αποδεδειγμένες παραβάσεις των κανόνων περί ασφαλιστικών εισφορών κατά την ιταλική νομοθεσία ή κατά τη νομοθεσία του κράτους εγκαταστάσεώς τους».

9

Κατά το άρθρο 38, παράγραφοι 2, 4 και 5, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006:

«2.   Ο υποψήφιος ή ο προσφέρων βεβαιώνει ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προσκομίζοντας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κωδικοποιημένο κείμενο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων περί διοικητικών εγγράφων, σχετική δήλωση του διατάγματος 445 του προέδρου της Δημοκρατίας της 28ης Δεκεμβρίου 2000, με την οποία δηλώνει υπεύθυνα όλες τις ποινές που του έχουν επιβληθεί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν έχουν καταχωριστεί στο ποινικό μητρώο.

[…] Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο i), ως σοβαρές χαρακτηρίζονται οι παραβάσεις που έχουν ως συνέπεια την άρνηση χορηγήσεως της ενιαίας βεβαιώσεως ασφαλιστικής ενημερότητας [documento unico di regolarità contributiva] […].

4.   Για τους σκοπούς των ελέγχων που αφορούν τους διαλαμβανόμενους στο παρόν άρθρο λόγους αποκλεισμού, οι αναθέτουσες αρχές, όπου απαιτείται, ζητούν από τους υποψηφίους ή τους προσφέροντες που δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ιταλία να προσκομίσουν τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα και μπορούν, επιπλέον, να ζητήσουν τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών.

5.   Εάν το οικείο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εκδίδει τέτοιου είδους έγγραφο ή πιστοποιητικό, θεωρούνται ως επαρκείς αποδείξεις η ένορκη δήλωση ή, στα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχει τέτοιου είδους δήλωση, η δήλωση που γίνεται από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή πιστοποιημένου επαγγελματικού οργανισμού της χώρας καταγωγής ή προελεύσεως.»

10

Οι παραβάσεις που έχουν ως συνέπεια την άρνηση χορηγήσεως της ενιαίας βεβαιώσεως ασφαλιστικής ενημερότητας (στο εξής: DURC) καθορίζονται με την decreto del ministero del lavoro e della previdenza sociale — che disciplina il documento unico di regolarità contributiva (απόφαση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με τις ρυθμίσεις περί ενιαίας βεβαιώσεως ασφαλιστικής ενημερότητας), της 24ης Οκτωβρίου 2007 (GURI αριθ. 279, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 11).

11

Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της ως άνω υπουργικής αποφάσεως έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς και μόνον της συμμετοχής σε δημόσιους διαγωνισμούς, τυχόν αμελητέα απόκλιση μεταξύ των οφειλόμενων και των καταβληθέντων ποσών σε οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως και σε ταμείο εργοληπτών δεν συνεπάγεται άρνηση χορήγησης της DURC. Μη σημαντική θεωρείται η απόκλιση που είναι μικρότερη ή ίση με ποσοστό 5 % μεταξύ των οφειλόμενων και των καταβληθέντων ποσών για κάθε περίοδο καταβολής αποδοχών ή εισφορών ή, εν πάση περιπτώσει, μικρότερη από 100 ευρώ, υπό τον όρο καταβολής του οφειλόμενου ποσού εντός τριάντα ημερών από τη χορήγηση του DURC.»

12

Η DURC που χορηγείται στην επιχείρηση έχει διάρκεια ισχύος τριών μηνών.

13

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, προβλέπεται επίσης ότι, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του τις σχετικές με την καταβολή των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, οι εμπλεκόμενοι οργανισμοί «τον καλούν να τακτοποιήσει την κατάστασή του εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες». Η εθνική νομολογία έχει πάντως διευκρινίσει ότι πρόσκληση προς τακτοποίηση δεν αποστέλλεται όταν η DURC ζητείται από την αναθέτουσα αρχή.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14

Στις 14 Ιουλίου 2012 η Consip δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση υπηρεσιών καθαριότητας και λοιπών υπηρεσιών διακοσμητικής και τεχνικής συντηρήσεως κτιριακών υποδομών, σχολικών κτιρίων και κέντρων καταρτίσεως της δημόσιας διοικήσεως. Στον διαγωνισμό αυτό, ο οποίος περιλάμβανε 13 τμήματα, οι επιχειρήσεις μπορούσαν να μετάσχουν με την υποβολή αυτοτελών προσφορών. Όπως προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η προθεσμία για την υποβολή των προσφορών έληγε στις 26 Σεπτεμβρίου 2012.

15

Η προκήρυξη επέβαλλε ρητώς σε καθέναν από τους διαγωνιζομένους, επί ποινή αποκλεισμού από τη διαδικασία, την υποχρέωση να υποβάλει δήλωση ότι πληροί τις γενικές προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό, οι οποίες προβλέπονται με το άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006.

16

Η Ciclat, κοινοπραξία συσταθείσα από εργατικές συνεταιριστικές οργανώσεις, υπέβαλε προσφορά για το τμήμα υπ’ αριθ. 7, το οποίο, κατά την προκήρυξη, είχε κατώτατο προϋπολογισμό 91200000 ευρώ, και για το τμήμα υπ’ αριθ. 12, το οποίο, κατά την προκήρυξη, είχε κατώτατο προϋπολογισμό 89800000 ευρώ, καταθέτοντας εγγυητικές επιστολές ύψους 912000 ευρώ όσον αφορά το τμήμα υπ’ αριθ. 7 και ύψους 898000 ευρώ όσον αφορά το τμήμα υπ’ αριθ. 12.

17

Δεδομένου ότι η Ciclat είχε τη μορφή κοινοπραξίας, κατονόμασε στην προσφορά της τις συνεταιριστικές οργανώσεις που θα παρείχαν τις επίμαχες υπηρεσίες σε περίπτωση που η σύμβαση της ανετίθετο, μεταξύ των οποίων ιδίως την Ancora Soc. coop. arl. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2012 η συνεταιριστική οργάνωση αυτή δήλωσε, βάσει του σχετικού χωρίου του άρθρου 38 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006, ότι «δεν έχει διαπράξει σοβαρές και οριστικά αποδεδειγμένες παραβάσεις των κανόνων περί ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες έχουν ως συνέπεια την άρνηση χορηγήσεως της DURC […]».

18

Μετά το πέρας της διαδικασίας του διαγωνισμού, η Ciclat κατετάγη στην πρώτη θέση του πίνακα προσωρινής κατατάξεως για το τμήμα υπ’ αριθ. 7 και στη δεύτερη θέση για το τμήμα υπ’ αριθ. 12.

19

Στις 12 Ιουνίου 2013, κατόπιν αιτήματος της Consip υποβληθέντος στο πλαίσιο του συνήθους ελέγχου, το Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL) εξέδωσε πιστοποιητικό με το οποίο διαπιστωνόταν ότι η Ancora, κατά την ημερομηνία υποβολής της από 10 Σεπτεμβρίου 2012 δηλώσεώς της, δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της τις σχετικές με την καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, και συγκεκριμένα την πληρωμή ορισμένου ποσού, διότι, όσον αφορά την περίοδο που έληγε στις 16 Αυγούστου 2012, δεν είχε καταβάλει, στο πλαίσιο του συστήματος αυτόματης εκκαθαρίσεως, την τρίτη δόση του ποσού αυτού, η οποία ανερχόταν σε33148,28 ευρώ. Η τρίτη αυτή δόση καταβλήθηκε μαζί με την τέταρτη και τελευταία δόση, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, ήτοι πριν από τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου και πριν καταστεί γνωστό το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας.

20

Στη συνέχεια, η Consip αποφάσισε να αποκλείσει τη Ciclat από τη διαδικασία του διαγωνισμού και η δεύτερη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Λατίου, Ιταλία) κατά της αποφάσεως περί αποκλεισμού και κατά της συνακόλουθης καταπτώσεως των εγγυητικών επιστολών. Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή.

21

Η Ciclat άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι η μη καταβολή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, μιας από τις δόσεις των αυτόματα εκκαθαριζόμενων εισφορών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή και οριστικά αποδεδειγμένη παράβαση», δεδομένου ότι η δόση αυτή καταβλήθηκε οικειοθελώς μαζί με την τέταρτη και τελευταία δόση. Επισήμανε επίσης ότι το INAIL δεν τήρησε την υποχρέωσή του να της κοινοποιήσει ότι δεν ήταν ασφαλιστικά ενήμερη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της υπουργικής αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2007, λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως ισχύει και στην περίπτωση που η DURC ζητείται αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο ελέγχου που αυτή αποφασίσει να διενεργήσει.

22

Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) διατυπώνει αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή των επίμαχων ιταλικών διατάξεων. Φρονεί ότι οι διατάξεις αυτές ενδέχεται να είναι αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε προς το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 και προς τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, ερμηνευόμενο ιδίως με γνώμονα την αρχή της ορθολογικότητας, και στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, στο πλαίσιο διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεως αξίας μεγαλύτερης από το σχετικό κατώτατο όριο, αφενός, το χορηγούμενο από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως πιστοποιητικό (DURC) μπορεί να ζητείται αυτεπαγγέλτως και, αφετέρου, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία πιστοποιητικό από το οποίο προκύπτει προγενέστερη παράβαση –και, πιο συγκεκριμένα, παράβαση υφιστάμενη κατά τον χρόνο της συμμετοχής στον διαγωνισμό– των υποχρεώσεων καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, μολονότι ο οικονομικός φορέας, οποίος έλαβε μέρος στον διαγωνισμό βάσει έγκυρου πιστοποιητικού DURC περί της ασφαλιστικής του ενημερότητας, δεν είχε γνώση της παραβάσεως αυτής και, εν πάση περιπτώσει, η παράβαση αυτή είχε πάψει να υφίσταται κατά τον χρόνο αναθέσεως της συμβάσεως ή κατά τον χρόνο διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 καθώς και τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και βεβαιούμενη με πιστοποιητικό που έχει ζητηθεί αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή και έχει εκδοθεί από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η παράβαση αυτή υφίστατο μεν κατά την ημερομηνία συμμετοχής σε διαγωνισμό, πλην όμως έπαψε να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως ή κατά τον χρόνο διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου από την αναθέτουσα αρχή.

25

Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, εφαρμοστέα επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι η οδηγία 2004/18. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική της σκέψη 2, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα τις αρχές της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και τους λοιπούς κανόνες που προκύπτουν από τη Συνθήκη. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση να εξεταστεί χωριστά υπό το πρίσμα των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ.

26

Εξάλλου, παρατηρείται ότι η οδηγία 2014/24, περί της οποίας κάνει λόγο η απόφαση περί παραπομπής, δεν είχε ακόμη αρχίσει να ισχύει κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από το άρθρο 93 της οδηγίας αυτής και, συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis.

27

Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία συνιστά λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, η οποία υφίστατο κατά την ημερομηνία της συμμετοχής στον διαγωνισμό, έστω και αν η σχετική οφειλή τακτοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί αναθέσεως ή πριν από τη διενέργεια αυτεπάγγελτου ελέγχου από την αναθέτουσα αρχή.

28

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18 προβλέπει ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να ορίζουν εντός ποιας προθεσμίας οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους τις σχετικές με την καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και μπορούν να τακτοποιούν εκ των υστέρων τις οφειλές τους, εξυπακουομένου ότι η προθεσμία αυτή πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο σύμφωνο προς τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, La Cascina κ.λπ., C‑226/04 και C‑228/04, EU:C:2006:94, σκέψεις 31 και 32).

29

Αφετέρου, μολονότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να ζητεί τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση, ως προς συγκεκριμένα σημεία, των στοιχείων που περιλαμβάνει ορισμένη προσφορά, εντούτοις τέτοιες διορθώσεις ή συμπληρώσεις επιτρέπονται μόνον εφόσον αφορούν στοιχεία τα οποία μπορεί αντικειμενικώς να εξακριβωθεί ότι ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της λήξεως της ορισθείσας προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιοτήτων, και όχι όταν αφορούν πληροφορίες των οποίων η υποβολή είναι υποχρεωτική επί ποινή αποκλεισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψεις 39 και 40).

30

Επιπλέον, το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, το οποίο ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και τα έγγραφα που υποβάλλουν κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 45 έως 50 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην ανωτέρω αρχή να δέχεται οποιαδήποτε διόρθωση παραλείψεων οι οποίες, κατά τις ρητές διατάξεις των εγγράφων του διαγωνισμού, συνεπάγονται υποχρεωτικώς τον αποκλεισμό του ενδιαφερόμενου προσφέροντος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda, C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 46).

31

Από τα ανωτέρω έπεται ότι το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία συνιστά λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, η οποία υφίστατο κατά την ημερομηνία της συμμετοχής στον διαγωνισμό, έστω και αν η σχετική οφειλή τακτοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί αναθέσεως ή πριν από τη διενέργεια αυτεπάγγελτου ελέγχου από την αναθέτουσα αρχή.

32

Πρέπει να εξεταστεί αν η ίδια διαπίστωση ισχύει και όταν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προβλέπει ότι η ασφαλιστική ενημερότητα οικονομικού φορέα κατά την ημερομηνία συμμετοχής του στον διαγωνισμό εκτιμάται με βάση πιστοποιητικό το οποίο εκδίδεται από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και ζητείται αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της υπουργικής αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2007, οι οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως, πριν εκδώσουν το πιστοποιητικό αυτό, δεν είναι υποχρεωμένοι να ειδοποιούν τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ότι δεν είναι ασφαλιστικά ενήμερος.

33

Επισημαίνεται, αφενός, ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2004/18 επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων οποιονδήποτε οικονομικό φορέα δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του τις σχετικές με την καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18, οι αναθέτουσες αρχές δέχονται ως επαρκή απόδειξη του ότι ο οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει στην περίπτωση που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, πιστοποιητικό εκδοθέν από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους και από το οποίο προκύπτει ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις. Από το γράμμα των εν λόγω διατάξεων ουδόλως προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές απαγορεύεται να ζητούν αυτεπαγγέλτως από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως το απαιτούμενο πιστοποιητικό.

34

Αφετέρου, δεν έχει σημασία αν ο οικονομικός φορέας δεν ειδοποιήθηκε σχετικά με την έλλειψη ασφαλιστικής ενημερότητας, αρκεί αυτός να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει ανά πάσα στιγμή, από τον αρμόδιο οργανισμό, κατά πόσον είναι ενήμερος ή όχι. Εφόσον η δυνατότητα αυτή υφίσταται, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει, ο οικονομικός φορέας δεν μπορεί να στηριχτεί σε πιστοποιητικό εκδοθέν από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως πριν από την υποβολή της προσφοράς του, με το οποίο βεβαιώνεται ότι, κατά τον χρόνο που προηγείται της υποβολής αυτής, είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του τις σχετικές με την καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, εφόσον γνωρίζει, ενδεχομένως κατόπιν ενημερώσεως από τον αρμόδιο οργανισμό, ότι έχει πάψει να είναι ασφαλιστικά ενήμερος κατά την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς του.

35

Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και βεβαιούμενη με πιστοποιητικό που έχει ζητηθεί αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή και έχει εκδοθεί από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η παράβαση αυτή υφίστατο κατά την ημερομηνία της συμμετοχής σε διαγωνισμό, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να αφαιρεί από την αναθέτουσα αρχή οποιαδήποτε ευχέρεια εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

36

Διαπιστώνεται ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18 δεν επιχειρεί να επιβάλει ομοιομορφία σε επίπεδο Ένωσης ως προς την εφαρμογή των διαλαμβανομένων σε αυτό λόγων αποκλεισμού, στο μέτρο κατά το οποίο τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην εφαρμόσουν καθόλου αυτούς τους λόγους αποκλεισμού ή, αντιθέτως, να τους ενσωματώσουν στην εθνική νομοθεσία με βαθμό αυστηρότητας που μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση, αναλόγως εκτιμήσεων νομικής, οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως που υπερισχύουν σε εθνικό επίπεδο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Consorzio Stabile Libor Lavori Pubblici, C‑358/12, EU:C:2014:2063, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές ευχέρεια εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

37

Από τα ανωτέρω έπεται ότι το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και βεβαιούμενη με πιστοποιητικό που έχει ζητηθεί αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή και έχει εκδοθεί από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η παράβαση αυτή υφίστατο κατά την ημερομηνία της συμμετοχής σε διαγωνισμό, με αποτέλεσμα η ρύθμιση αυτή να αφαιρεί από την αναθέτουσα αρχή οποιαδήποτε ευχέρεια εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

38

Τρίτον και τελευταίο, πρέπει να εξεταστεί το εγειρόμενο από το αιτούν δικαστήριο ζήτημα του αν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ιταλία και των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις, το άρθρο 38, παράγραφοι 4 και 5, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 προβλέπει ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να τους ζητήσει να προσκομίσουν οι ίδιες τα απαιτούμενα αποδεικτικά έγγραφα και ότι, αν το οικείο κράτος μέλος δεν εκδίδει τέτοιου είδους έγγραφα ή πιστοποιητικά, ως επαρκές αποδεικτικό στοιχείο θεωρούνται η ένορκη δήλωση ή η υπεύθυνη δήλωση.

39

Επισημαίνεται συναφώς ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης υποβλήθηκαν προσφορές από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, το ζήτημα του αν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ιταλία και των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

40

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και βεβαιούμενη με πιστοποιητικό που έχει ζητηθεί αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή και έχει εκδοθεί από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η παράβαση αυτή υφίστατο μεν κατά την ημερομηνία συμμετοχής σε διαγωνισμό, πλην όμως έπαψε να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως ή κατά τον χρόνο διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου από την αναθέτουσα αρχή.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να θεωρεί ως λόγο αποκλεισμού από τη διαδικασία παράβαση συνιστάμενη στη μη καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και βεβαιούμενη με πιστοποιητικό που έχει ζητηθεί αυτεπαγγέλτως από την αναθέτουσα αρχή και έχει εκδοθεί από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, στην περίπτωση που η παράβαση αυτή υφίστατο μεν κατά την ημερομηνία συμμετοχής σε διαγωνισμό, πλην όμως έπαψε να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως ή κατά τον χρόνο διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου από την αναθέτουσα αρχή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.