Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑184/15 και C‑197/15

Florentina Martínez Andrés

κατά

Servicio Vasco de Salud

και

Juan Carlos Castrejana López

κατά

Ayuntamiento de Vitoria

(αιτήσεις του Tribunal Superior de Justicia del País Vasco

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Ρήτρες 5 και 8 — Χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Κυρώσεις — Μετατροπή της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε “σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου άνευ μονιμότητας” — Αρχή της αποτελεσματικότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2016

  1. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Προσωπικό που απασχολείται από τη Διοίκηση – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει, στην περίπτωση μιας τέτοιας καταχρήσεως, δικαίωμα διατηρήσεως της σχέσεως εργασίας αποκλειστικώς για τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στους κανόνες του εργατικού δικαίου – Μη χορήγηση τέτοιου δικαιώματος στο προσωπικό που απασχολείται υπό καθεστώς διοικητικού δικαίου – Δεν επιτρέπεται – Εξαίρεση – Ύπαρξη αποτελεσματικού μέτρου για τον κολασμό τέτοιων καταχρήσεων εις βάρος του ως άνω προσωπικού – Επαλήθευση από το εθνικό δικαστήριο

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 3, σημείο 1, και 5, σημείο 1)

  2. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Διαδικασίες για την επιβολή της τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Εθνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα για τον καθορισμό της προσήκουσας κυρώσεως κατόπιν της διαπιστώσεως, από δικαστική αρχή, της καταχρηστικότητας της προσφυγής σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που η εν λόγω νομοθεσία προκαλεί δικονομικές δυσχέρειες ικανές να καταστήσουν υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την έννομη τάξη της Ένωσης – Τήρηση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία – Επαλήθευση από το αιτούν δικαστήριο

    (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα)

  1.  Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας από τα εθνικά δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους κατά τρόπον ώστε, σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, να αναγνωρίζεται δικαίωμα διατηρήσεως της σχέσεως εργασίας στα πρόσωπα που απασχολούνται από τη Διοίκηση με σύμβαση εργασίας του εργατικού δικαίου, αλλά γενικώς να μην αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό στο προσωπικό που απασχολείται από την εν λόγω δημόσια αρχή υπό καθεστώς διοικητικού δικαίου, εκτός αν υπάρχει στην εθνική έννομη τάξη άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την τιμωρία τέτοιων καταχρήσεων που σημειώνονται εις βάρος του εν λόγω προσωπικού, πράγμα το οποίο οφείλει να ελέγξει το εθνικό δικαστήριο.

    Πράγματι, απόκειται στις δικαιοδοτικές αρχές του οικείου κράτους μέλους να εξασφαλίσουν την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, μεριμνώντας ώστε οι εργαζόμενοι εις βάρος των οποίων σημειώθηκαν καταχρήσεις απορρέουσες από την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να μην αποτραπούν, λόγω της ελπίδας τους να εξακολουθήσουν να απασχολούνται στον δημόσιο τομέα, από την επίκληση ενώπιον των εθνικών αρχών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών, των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή από την εθνική νομοθεσία όλων των προληπτικών μέτρων τα οποία προβλέπει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    Ειδικότερα, το επιλαμβανόμενο εθνικό δικαστήριο οφείλει να βεβαιωθεί ότι όλοι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου μπορούν να επιτύχουν την επιβολή στον εργοδότη τους των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία κυρώσεων στην περίπτωση που υπήρξαν θύματα καταχρήσεως προκύπτουσας από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της συμβάσεώς τους βάσει του εσωτερικού δικαίου.

    Στο μέτρο που δεν υφίσταται, για το προσωπικό που εργάζεται στις δημόσιες αρχές υπό καθεστώς διοικητικού δικαίου, κανένα άλλο ισοδύναμο και αποτελεσματικό προστατευτικό μέτρο, η εξομοίωση του προσωπικού αυτού ορισμένου χρόνου προς τους μη μόνιμους εργαζομένους αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομολογία, θα μπορούσε έτσι να αποτελέσει μέτρο ικανό να τιμωρήσει την καταχρηστική προσφυγή σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείψει τις συνέπειες που προκύπτουν από την παράβαση των διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου.

    (βλ. σκέψεις 51-54, διατακτ. 1)

  2.  Οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικούς δικονομικούς κανόνες οι οποίοι υποχρεώνουν τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα για τον καθορισμό της προσήκουσας κυρώσεως σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται από δικαστική αρχή η καταχρηστικότητα της προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κατά το μέτρο που τούτο συνεπάγεται για τον εργαζόμενο αυτό δικονομικές δυσχέρειες, από απόψεως ιδίως κόστους, διάρκειας και κανόνων εκπροσωπήσεως, ικανές να καταστήσουν υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία του απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης.

    Πράγματι, είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου, και όχι του Δικαστηρίου, να ελέγξει αν το κράτος μέλος έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε να εγγυηθεί το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

    Όσον αφορά ειδικότερα την αρχή της αποτελεσματικότητας, η εθνική δικονομική διάταξη πρέπει να εξετασθεί λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας αυτής ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ενδεχομένως οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας.

    (βλ. σκέψεις 60, 61, 64, διατακτ. 2)