Υπόθεση C‑156/15

«Private Equity Insurance Group» SIA

κατά

«Swedbank» AS

(αίτηση του Augstākā tiesa Civillietu departaments
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2002/47/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοιες της “χρηματοοικονομικής ασφάλειας”, των “σχετικών οικονομικών υποχρεώσεων” και της “παροχής” χρηματοοικονομικής ασφάλειας – Δυνατότητα εκτελέσεως χρηματοοικονομικής ασφάλειας ανεξαρτήτως της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας – Σύμβαση τρεχούμενου λογαριασμού προβλέπουσα ρήτρα χρηματοοικονομικής ασφάλειας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 10ης Νοεμβρίου 2016

  1. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Οδηγία 2002/47–Πεδίο εφαρμογής–Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Έννοια

    (Οδηγία 2002/47 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 1, στοιχείο στʹ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Οδηγία 2002/47–Πεδίο εφαρμογής–Περιορισμός μόνον στα ποσά που κατατίθενται σε λογαριασμούς χρησιμοποιούμενους στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων για τα οποία γίνεται λόγος στην οδηγία 98/26–Αποκλείεται

    (Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/26 και 2002/47, αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Οδηγία 2002/47–Πεδίο εφαρμογής–Παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Έννοια

    (Οδηγία 2002/47 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 2)

  4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Ερμηνεία–Μέθοδοι–Γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία–Συνεκτίμηση του σκοπού και της όλης οικονομίας της επίμαχης πράξεως

  5. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Οδηγία 2002/47–Εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Σύμβαση τρεχούμενου λογαριασμού προβλέπουσα ρήτρα χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Δυνατότητα εκτελέσεως της ασφάλειας αυτής ανεξαρτήτως της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ασφαλειοδότη–Προϋποθέσεις

    (Οδηγία 2002/47 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 8 §§ 1 έως 3)

  6. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης–Αρχές–Ίση μεταχείριση–Έννοια

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 20)

  7. Προσέγγιση των νομοθεσιών–Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Οδηγία 2002/47–Εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας–Διαφορετική μεταχείριση των ληπτών χρηματοοικονομικών ασφαλειών και των ληπτών άλλων ειδών ασφαλειών ως προς τα αποτελέσματα της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ασφαλειοδότη–Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως–Δεν συντρέχει

    (Οδηγία 2002/47 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 §§ 2, στοιχείο εʹ, και 3, 4 § 1 και 8 § 2)

  8. Προδικαστικά ερωτήματα–Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου–Όρια–Γενικά ή υποθετικά ερωτήματα–Ερώτημα το οποίο είναι θεωρητικό και εντελώς υποθετικό σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης–Απαράδεκτο

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  9. Προδικαστικά ερωτήματα–Παραδεκτό–Αίτηση η οποία ουδόλως διευκρινίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο και δεν εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την παραπομπή στο Δικαστήριο–Απαράδεκτο

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο94, στοιχείο γʹ)

  1.  Ο ορισμός των «σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων» του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2002/47, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, καλύπτει μια κατάσταση κατά την οποία η χρηματοοικονομική ασφάλεια καλύπτει όλες τις απαιτήσεις της τράπεζας κατά του δικαιούχου του λογαριασμού. Πράγματι, αφενός, εφόσον δεν προβλέπεται ρητός περιορισμός στο κείμενο της οδηγίας 2002/47, οι όροι «υποχρεώσεις οι οποίες παρέχουν δικαίωμα διακανονισμού τοις μετρητοίς» που περιλαμβάνεται στον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2002/47, πρέπει να νοηθούν ως αφορώντες κάθε υποχρέωση δημιουργούσα δικαίωμα διακανονισμού τοις μετρητοίς και, επομένως, και τις συνήθεις χρηματικές οφειλές δικαιούχου τραπεζικού λογαριασμού έναντι της τράπεζάς του, όπως τα έξοδα τηρήσεως λογαριασμού.

    Αφετέρου, καθόσον οι σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις μπορούν, κατά το γράμμα του ορισμού του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2002/47, να συνίστανται εν όλω ή εν μέρει σε ή να περιλαμβάνουν παρούσες ή μελλοντικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από μια γενική συμφωνία ή παρόμοιο διακανονισμό, ο ορισμός αυτός αφορά επίσης καταστάσεις κατά τις οποίες η ασφάλεια δεν καλύπτει μόνον μια μεμονωμένη υποχρέωση, αλλά το σύνολο των απαιτήσεων της τράπεζας κατά του δικαιούχου του λογαριασμού.

    (βλ. σκέψεις 30-32)

  2.  Καίτοι είναι αληθές, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 4 της οδηγίας 2002/47, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ότι η οδηγία εκδόθηκε εντός πλαισίου το οποίο αποτελείται, μεταξύ άλλων, από την οδηγία 98/26, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, και ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι έχει πλεονεκτήματα η υπαγωγή σε κοινή κανονιστική ρύθμιση των ασφαλειών που παρέχονται στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού τα οποία αφορά η τελευταία αυτή οδηγία, εντούτοις η οδηγία 2002/47, όπως υπενθυμίζει και η αιτιολογική της σκέψη 4, συμπληρώνει τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις προσφέροντας λύσεις σε περαιτέρω ζητήματα και υπερβαίνοντας τα όρια των νομοθετικών αυτών πράξεων. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ratione materiae πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/47 περιορίζεται στα ποσά που έχουν κατατεθεί σε λογαριασμούς χρησιμοποιούμενους στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων για τα οποία γίνεται λόγος στην οδηγία 98/26.

    (βλ. σκέψεις 34, 35)

  3.  Κατά τον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/47, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, νοείται ότι η χρηματοοικονομική ασφάλεια παραδίδεται, μεταβιβάζεται, κατακρατείται, καταχωρίζεται ή άλλως καθορίζεται, ούτως ώστε να βρίσκεται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του ασφαλειολήπτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη. Συναφώς, ο λήπτης ασφάλειας η οποία αφορά ποσά που κατατίθενται σε τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την κατοχή ή τον έλεγχο των ποσών αυτών μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλειοδότης εμποδίζεται να τα χρησιμοποιεί ελευθέρως.

    (βλ. σκέψεις 37, 44)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 39)

  5.  Η οδηγία 2002/47, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, έχει την έννοια ότι παρέχει στον ασφαλειολήπτη χρηματοοικονομικής ασφάλειας, σύμφωνα με την οποία τα ποσά που κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό δεσμεύονται από την τράπεζα ως εγγύηση προς διασφάλιση όλων των απαιτήσεών της έναντι του δικαιούχου του λογαριασμού, το δικαίωμα εκτελέσεως της ως άνω ασφάλειας ανεξαρτήτως της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ασφαλειοδότη μόνον αν, αφενός, τα ποσά που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω ασφάλειας είχαν κατατεθεί στον επίμαχο λογαριασμό πριν από την κίνηση της ως άνω διαδικασίας ή αν τα ποσά αυτά κατατέθηκαν κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας αυτής, εφόσον η τράπεζα αποδεικνύει ότι δεν ήταν ενήμερη για την κίνηση της ως άνω διαδικασίας ή ότι δεν μπορούσε ευλόγως να τη γνωρίζει, και αν, αφετέρου, ο δικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί τα ως άνω ποσά μετά την κατάθεσή τους στον λογαριασμό αυτόν.

    Συγκεκριμένα, χρηματοοικονομική ασφάλεια δεν εμπίπτει, καταρχήν, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/47, αν έχει παρασχεθεί μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, της εν λόγω οδηγίας αποκλείει κατ’ ουσίαν τυχόν αναδρομικό αποτέλεσμα διαδικασίας αφερεγγυότητας σε χρηματοοικονομικές ασφάλειες παρασχεθείσες πριν από την κίνηση της διαδικασίας αυτής. Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας όταν ασφάλεια παρασχεθεί μετά την κίνηση τέτοιας διαδικασίας, η συμφωνία παροχής της ασφάλειας παράγει αποτελέσματα και είναι αντιτάξιμη σε τρίτους μόνον εξαιρετικώς, ήτοι μόνον αν η ασφάλεια είχε παρασχεθεί κατά την ημερομηνία της κινήσεως της ως άνω διαδικασίας και ο ασφαλειολήπτης μπορεί να αποδείξει ότι δεν ήταν ενήμερος για την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας ή ότι δεν μπορούσε ευλόγως να τη γνωρίζει. Επομένως, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, η οδηγία δεν καλύπτει τις παρασχεθείσες μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας ασφάλειες.

    (βλ. σκέψεις 45, 46, 54 και διατακτ.)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 49)

  7.  Το θεσπισθέν με την οδηγία 2002/47 καθεστώς, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, αποκλείοντας την εξάρτηση της παροχής χρηματοοικονομικών ασφαλειών από την εκπλήρωση τυπικών πράξεων, παρέχει στους ασφαλειολήπτες το δικαίωμα εκτελέσεως των εν λόγω ασφαλειών ανεξαρτήτως της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ασφαλειοδότη. Επομένως, το σύστημα αυτό ευνοεί τις χρηματοοικονομικές ασφάλειες σε σχέση με τα άλλα είδη ασφαλειών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, η διαφορετική αυτή μεταχείριση βασίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο το οποίο σχετίζεται με τον θεμιτό σκοπό της οδηγίας 2002/47, ο οποίος έγκειται στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας των χρηματοοικονομικών ασφαλειών προς διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού τομέα.

    Εξάλλου, η δυνατότητα εφαρμογής ratione materiae της οδηγίας 2002/47 εξαρτάται από την παροχή της ασφάλειας και απαιτεί, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, η εν λόγω παροχή της ασφάλειας να έχει πραγματοποιηθεί πριν από την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επομένως, τα ποσά που κατατίθενται στον λογαριασμό του ασφαλειοδότη μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μπορούν, καταρχήν, να καλύπτονται από το θεσπισθέν με την οδηγία 2002/47 καθεστώς. Περαιτέρω, όσον αφορά τη ratione personae εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο της 1, παράγραφος 3, επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείουν τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας στις οποίες ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της ίδιας οδηγίας. Τέλος, το θεσπισθέν με την οδηγία 2002/47 καθεστώς αφορά μόνον ένα μέρος των στοιχείων του ενεργητικού του ασφαλειοδότη, ως προς το οποίο ο ασφαλειοδότης αποδέχθηκε κάποια μορφή περιουσιακής απώλειας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος της οδηγίας 2002/47 από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    (βλ. σκέψεις 50-53)

  8.  Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν δικαιολογείται από τη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά από την αδήριτη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς που αφορά το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, εφόσον το αιτούν δικαστήριο παραδέχεται ότι τα ερωτήματά του είναι αμιγώς υποθετικής φύσεως στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το γεγονός ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα θα μπορούσαν να ανακύψουν στο πλαίσιο ενδεχόμενης εξετάσεως της συνταγματικότητας του επίδικου εθνικού νόμου από το Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν δύναται να άρει τον υποθετικό τους χαρακτήρα στην υπό κρίση υπόθεση.

    (βλ. σκέψεις 56-58)

  9.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 61-63)