Υπόθεση C-79/15 P

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

κατά

Hamas

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Άρθρο 1, παράγραφοι 4 και 6 – Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Διατήρηση οργανώσεως στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις – Προϋποθέσεις – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Απόφαση ληφθείσα από αρμόδια αρχή – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 26ης Ιουλίου 2017

  1. Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας–Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας–Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Εθνική απόφαση που δεν καθιστά αφεαυτής δυνατό να κριθεί αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως σε τρομοκρατικές πράξεις–Υποχρέωση του Συμβουλίου να λάβει υπόψη πλέον πρόσφατα πραγματικά στοιχεία καταδεικνύοντα ότι ο εν λόγω κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται

    (Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 6)

  2. Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας–Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας–Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Απαίτηση προκειμένου τα νέα στοιχεία που δικαιολογούν τη διατήρηση σε ισχύ να έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εθνικής αποφάσεως εκδοθείσας κατόπιν της εκδόσεως εκείνης στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική καταχώριση–Δεν υφίσταται

    (Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6)

  3. Ευρωπαϊκή Ένωση–Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων–Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας–Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων–Έκταση του ελέγχου–Έλεγχος περιλαμβάνων το σύνολο των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να καταδειχθεί ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως σε τρομοκρατικές πράξεις–Στοιχεία τα οποία δεν αντλούνται άπαντα από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή–Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

  1.  Όσον αφορά τις συνακόλουθες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, κατά την εξέταση του ζητήματος της διατηρήσεως του ονόματος προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων σε βάρος των οποίων ισχύει δέσμευση κεφαλαίων, σημασία έχει κατά πόσον, κατόπιν της καταχωρίσεως του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στον κατάλογο ή κατόπιν της προηγούμενης επανεξετάσεως, μεταβλήθηκε η πραγματική κατάσταση, έτσι ώστε να μην μπορεί πλέον να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα περί αναμείξεως του συγκεκριμένου προσώπου ή της συγκεκριμένης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

    Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, στο πλαίσιο επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το Συμβούλιο δύναται να διατηρήσει στον επίμαχο κατάλογο το οικείο πρόσωπο ή οντότητα εφόσον κρίνει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες λόγω των οποίων είχε αρχικώς καταχωρισθεί στον κατάλογο αυτόν. Η διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον επίμαχο κατάλογο, επομένως, αποτελεί, κατ’ ουσίαν, συνέχεια της αρχικής καταχωρίσεως.

    Στο πλαίσιο του ελέγχου περί του αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η μετέπειτα τύχη της εθνικής αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, ιδίως δε η κατάργηση ή η ανάκληση της εθνικής αποφάσεως αυτής λόγω νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων ή λόγω μεταβολής της εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής εκτιμήσεως.

    Τούτου δοθέντος, εγείρεται εν προκειμένω το ζήτημα αν η διατήρηση σε ισχύ της εθνικής αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση στον επίμαχο κατάλογο δύναται αφεαυτής να αρκεί προκειμένου το οικείο πρόσωπο ή οντότητα να εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό.

    Συναφώς, εφόσον, με γνώμονα το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει και αναλόγως της εξελίξεως των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η εθνική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ δεν καθιστά πλέον δυνατό να συναχθεί ότι υφίσταται πάντα ο κίνδυνος αναμείξεως του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, το Συμβούλιο οφείλει να στηρίξει τη διατήρηση του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στον εν λόγω κατάλογο σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως, λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων πραγματικών στοιχείων, καταδεικνύουσα ότι ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται.

    (βλ. σκέψεις 25, 29-32)

  2.  Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσεως 2001/931, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η αρχική καταχώριση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικής αποφάσεως εκδοθείσας από αρμόδια αρχή ή αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με την οποία διατάσσεται η επιβολή κυρώσεως.

    Αντιθέτως, τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως αυτής.

    Η διάκριση αυτή εξηγείται από το ότι η διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο εκείνων σε βάρος των οποίων ισχύει δέσμευση κεφαλαίων αποτελεί, κατ’ ουσίαν, τη συνέχεια της αρχικής καταχωρίσεως και προϋποθέτει, ως εκ τούτου, ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του συγκεκριμένου προσώπου ή της συγκεκριμένης οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως διαπιστώθηκε αρχικώς από το Συμβούλιο, βάσει της εθνικής αποφάσεως στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική αυτή καταχώριση.

    Επομένως, μολονότι, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, απαιτείται να προβαίνει το Συμβούλιο, τουλάχιστον ανά εξάμηνο, σε «επανεξέταση», προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η «διατήρηση» στον κατάλογο αυτό προσώπου ή οντότητας που έχει ήδη καταχωρισθεί στον εν λόγω κατάλογο, βάσει εθνικής αποφάσεως ληφθείσας από αρμόδια αρχή, εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη, δεν απαιτείται, εντούτοις, κάθε νέο στοιχείο που προβάλλει το Συμβούλιο προς δικαιολόγηση της διατηρήσεως του ονόματος του οικείου προσώπου ή οντότητας στον επίμαχο κατάλογο να έχει αποτελέσει το αντικείμενο εθνικής αποφάσεως εκδοθείσας από αρμόδια αρχή κατόπιν της εκδόσεως εκείνης στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική καταχώριση. Ενδεχόμενη επιβολή τέτοιας απαιτήσεως θα παρέβλεπε τη διάκριση μεταξύ της αποφάσεως περί αρχικής καταχωρίσεως του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον επίμαχο κατάλογο και της συνακόλουθης αποφάσεως περί διατηρήσεως του ονόματος του οικείου προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο αυτό.

    Εν συνεχεία, μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 1 της κοινής θέσεως 2001/931 θα στηριζόταν, τουλάχιστον εμμέσως, στην παραδοχή ότι είτε οι αρμόδιες εθνικές αρχές εκδίδουν σε τακτά διαστήματα αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν τη βάση των επανεξετάσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως 2001/931, είτε το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από τις αρχές αυτές, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έκδοση τέτοιων αποφάσεων.

    Η παραδοχή αυτή, όμως, δεν έχει κανένα έρεισμα στο δίκαιο της Ένωσης.

    Συναφώς, διευκρινίζεται, αφενός, ότι η εκ μέρους των κρατών μελών ενημέρωση του Συμβουλίου σχετικά με τις αποφάσεις που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές τους και η διαβίβαση των εν λόγω αποφάσεων προς αυτό δεν συνεπάγονται ότι οι αρχές αυτές υποχρεούνται να εκδίδουν σε τακτά διαστήματα ή, τουλάχιστον, οσάκις παρίσταται ανάγκη, αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν τη βάση των επανεξετάσεων αυτών.

    Αφετέρου, ελλείψει οποιασδήποτε ειδικής βάσεως στο πλαίσιο του συστήματος περιοριστικών μέτρων που καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/931, η κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δεν επιτρέπει στο Συμβούλιο να υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκδίδουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εθνικές αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν τη βάση των επανεξετάσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσεως αυτής.

    Αντιθέτως, το σύστημα αυτό δεν προβλέπει μηχανισμό ο οποίος θα καθιστούσε δυνατό στο Συμβούλιο να έχει στη διάθεσή του, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εθνικές αποφάσεις εκδοθείσες κατόπιν της αρχικής καταχωρίσεως του οικείου προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, προκειμένου να διενεργεί τις επανεξετάσεις στις οποίες υποχρεούται να προβαίνει βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της εν λόγω κοινής θέσεως και στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να διακριβώνει αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Ελλείψει τέτοιου μηχανισμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το σύστημα αυτό επιβάλλει στο Συμβούλιο να διενεργεί την επανεξέταση αυτή αποκλειστικώς βάσει τέτοιων εθνικών αποφάσεων, άλλως θα περιορίζονταν αδικαιολόγητα τα μέσα τα οποία διαθέτει προς τούτο το Συμβούλιο.

    (βλ. σκέψεις 37-45)

  3.  Όσον αφορά την αρχική καταχώριση σε κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το οικείο πρόσωπο ή οντότητα προστατεύεται, μεταξύ άλλων, από τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τόσο τις εθνικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε η καταχώριση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όσο και την ίδια την καταχώριση ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

    Όσον αφορά τις μεταγενέστερες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, το οικείο πρόσωπο ή οντότητα προστατεύεται, μεταξύ άλλων, από τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατ’ αυτών ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης. Το δικαιοδοτικό όργανο αυτό οφείλει να διακριβώσει, ειδικότερα, αφενός μεν, την τήρηση της κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, ως εκ τούτου, τον επαρκή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των προβληθέντων λόγων, αφετέρου δε, αν οι λόγοι αυτοί είναι τεκμηριωμένοι.

    Στο πλαίσιο αυτό, το οικείο πρόσωπο ή οντότητα δύναται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκεί κατά της διατηρήσεώς του στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο προς κατάδειξη του ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να διακριβώσει το υποστατό τους.

    (βλ. σκέψεις 47-49)