ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 19ης Ιανουαρίου 2017 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑680/15 και C‑681/15

Asklepios Kliniken Langen-Seligenstadt GmbH (C‑680/15),

Asklepios Dienstleistungsgesellschaft mbH (C‑681/15)

κατά

Ivan Felja,

Vittoria Graf

[αιτήσεις του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακού δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2001/23/ΕΚ — Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3 — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως — Ρήτρα συμβάσεως εργασίας παραπέμπουσα στους όρους εργασίας που προβλέπονται σε συλλογική σύμβαση και στις μεταγενέστερες της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως τροποποιήσεις των όρων αυτών»

1. 

Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων ( 2 ), και του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2. 

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, του Ivan Felja και της Vittoria Graf (στο εξής: ενάγοντες) και, αφετέρου, των Asklepios Kliniken Langen-Seligenstadt GmbH και Asklepios Dienstleistungsgesellschaft mbH (στο εξής: Asklepios), σχετικά με την εφαρμογή συλλογικής συμβάσεως.

3. 

Κατόπιν της εκδόσεως των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου 2006, Werhof (C‑499/04, EU:C:2006:168, στο εξής: απόφαση Werhof), και της 18ης Ιουλίου 2013, Alemo-Herron κ.λπ. (C‑426/11, EU:C:2013:521, στο εξής: απόφαση Alemo-Herron κ.λπ.), η γενική προβληματική την οποία εγείρει η παρούσα υπόθεση έγκειται στο κατά πόσον είναι δυνατόν ο διάδοχος εργοδότης, κατόπιν της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, να υποχρεωθεί να εφαρμόσει τους όρους εργασίας που απορρέουν από συλλογικές συμβάσεις οι οποίες συνομολογήθηκαν μετά τη μεταβίβαση αυτή.

4. 

Η ιδιομορφία των προμνημονευθεισών αποφάσεων καθώς και της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο ότι η εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων στις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδότη και των μισθωτών του είναι το αποτέλεσμα παραπομπής στις εν λόγω συμβάσεις την οποία περιέχουν οι συμβάσεις εργασίας.

5. 

Οι συμβάσεις εργασίας μπορούν, πράγματι, να περιλαμβάνουν δύο τύπους ρητρών παραπομπής, είτε στατικού είτε δυναμικού χαρακτήρα.

6. 

Οι ρήτρες αυτές λειτουργούν στατικά ή δυναμικά, αναλόγως του αν παραπέμπουν μόνο σε συγκεκριμένη ισχύουσα συλλογική σύμβαση ή και στις μελλοντικές τροποποιήσεις της συμβάσεως αυτής.

7. 

Οι στατικές ρήτρες παραπέμπουν, επομένως, σε συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση, μόνον στην εκδοχή που ισχύει κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

8. 

Αντιθέτως, όταν εντάσσουν στη σύμβαση εργασίας δυναμική ρήτρα, τα συμβαλλόμενα μέρη συνομολογούν ότι ορισμένες ουσιαστικές διατάξεις στη σχέση εργασίας που υφίσταται μεταξύ τους πρέπει να προκύπτουν κατά δυναμικό τρόπο από εξωτερικό νομικό πλαίσιο και να συνεχίσουν να εξελίσσονται. Επομένως, οι εφαρμοστέοι όροι εργασίας αντιστοιχούν στις συλλογικές συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο περιοδικής διαπραγματεύσεως από τις αρμόδιες οργανώσεις.

9. 

Η ένταξη ρητρών αυτού του τύπου στις συμβάσεις εργασίας εξηγείται, στο πλαίσιο του γερμανικού δικαίου, από τη μέριμνα να διασφαλιστούν δικαιώματα στους μισθωτούς, ανεξαρτήτως του αν αυτοί ανήκουν σε συνδικαλιστική οργάνωση.

10. 

Αυτές οι ρήτρες παραπομπής παρέχουν επομένως τη δυνατότητα στους εργοδότες που ανήκουν σε εργοδοτική ένωση η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε κλαδική συλλογική σύμβαση να την εφαρμόσει και στους μισθωτούς που δεν είναι μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως.

11. 

Αυτές οι ρήτρες παραπομπής καθιστούν επίσης δυνατή στους εργοδότες οι οποίοι δεν ανήκουν σε εργοδοτική ένωση που διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε συλλογική σύμβαση την οικειοθελή εφαρμογή της στους μισθωτούς (είτε είναι μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως είτε όχι).

12. 

Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι η τελευταία αυτή κατηγορία περιπτώσεων: μεταβιβάζων ο οποίος δεν ανήκει σε εργοδοτική ένωση που διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε συλλογική σύμβαση επέλεξε να εντάξει σε συμβάσεις εργασίας των μισθωτών του ρήτρα παραπομπής σε αυτή τη συλλογική σύμβαση. Η εν λόγω ρήτρα παραπομπής έχει δυναμικό χαρακτήρα, στο μέτρο που αφορά τις μελλοντικές τροποποιήσεις της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως.

13. 

Κατόπιν της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως του μεταβιβάζοντος, ο διάδοχος εργοδότης φρονεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει τους όρους εργασίας που απορρέουν από τις μεταγενέστερες της μεταβιβάσεως τροποποιήσεις της συλλογικής συμβάσεως.

14. 

Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν, υπό τις συνθήκες αυτές, ο δυναμικός χαρακτήρας της ρήτρας παραπομπής αντιβαίνει προς την οδηγία 2001/23. Με άλλα λόγια, απαγορεύει η οδηγία αυτή να υποχρεούται ο διάδοχος εργοδότης να εφαρμόσει τους όρους εργασίας που απορρέουν από τις μελλοντικές τροποποιήσεις της συλλογικής συμβάσεως στην οποία παραπέμπουν οι συμβάσεις εργασίας;

15. 

Με τις προτάσεις αυτές θα δώσω καταφατική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

16.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 2001/23, η οποία αντικαθιστά και κωδικοποιεί την οδηγία 77/187/ΕΟΚ ( 3 ), προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα [συμφωνίας περί μεταβίβασης] ή συγχώνευσης.»

17.

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο εργοδότη].

[…]

3.   Μετά τη μεταβίβαση, ο [διάδοχος εργοδότης] εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του [μεταβιβάζοντος], σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.

[…]»

18.

Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμό[ζ]ουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή να προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των [κοινωνικών] εταίρων.»

Β – Το γερμανικό δίκαιο

19.

Στη Γερμανία, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως ρυθμίζονται από το άρθρο 613a του Bürgerliches Gesetzbuch (Αστικού Κώδικα, στο εξής: BGB), του οποίου η παράγραφος 1 ορίζει τα εξής:

«Όταν μια εγκατάσταση ή μέρος της εγκαταστάσεως μεταβιβάζεται βάσει σχετικής δικαιοπραξίας σε άλλον κύριο, ο δεύτερος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος εκ των συμβάσεων εργασίας που ισχύουν κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία αυτά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις διέπονται από τους νομικούς κανόνες συλλογικής συμβάσεως ή συμφωνίας με επιχείρηση, καθίστανται αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως εργασίας μεταξύ του νέου κυρίου και των εργαζομένων και δεν μπορούν να τροποποιηθούν σε βάρος των δευτέρων πριν από το πέρας ενός έτους υπολογιζομένου από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως. Η δεύτερη φράση δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του νέου κυρίου διέπονται από τις διατάξεις άλλης συλλογικής συμβάσεως ή από άλλη συμφωνία με επιχείρηση. Πριν από την εκπνοή της προβλεπομένης στη δεύτερη φράση προθεσμίας, αυτά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μπορούν να τροποποιηθούν εάν η συλλογική σύμβαση ή η συμφωνία με επιχείρηση έχει πλέον παύσει να τυγχάνει εφαρμογής ή ελλείψει αμοιβαίας υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς άλλη συλλογική σύμβαση της οποίας η εφαρμογή έχει συμφωνηθεί μεταξύ του νέου κυρίου και των εργαζομένων.»

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20.

Οι ενάγοντες απασχολούνται στο νοσοκομείο του Dreieich-Lange (Γερμανία) ως επιστάτης/κηπουρός από το 1978 και ως νοσηλεύτρια από το 1986, αντιστοίχως. Μετά τη μεταβίβαση, το 1995, του νοσοκομείου από το διαμέρισμα του Offenbach (Γερμανία), που είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως (δήμος), σε μια GmbH (εταιρία περιορισμένης ευθύνης) ιδιωτικού δικαίου, το τμήμα της εγκαταστάσεως στο οποίο απασχολούνται οι ενάγοντες μεταβιβάσθηκε το 1997 στην επιχείρηση KLS Facility Management GmbH (στο εξής: KLS FM).

21.

Η KLS FM, η οποία δεν ήταν μέλος εργοδοτικής ενώσεως, συνομολόγησε, με ατομική σύμβαση εργασίας, με τους ενάγοντες ότι η εργασιακή σχέση θα ρυθμιζόταν –όπως και πριν από τη μεταβίβαση– από την Bundesmanteltarifvertrag für Arbeiter gemeindlicher Verwaltungen und Betriebe (συλλογική σύμβαση εργασίας συναφθείσα για τον δημόσιο τομέα, στο εξής: BMT‑G II) καθώς και από τις συλλογικές συμβάσεις που θα την συμπλήρωναν, τροποποιούσαν και αντικαθιστούσαν.

22.

Στη συνέχεια, η KLS FM εντάχθηκε στον όμιλο Asklepios. Στον όμιλο αυτό ανήκουν πολλές επιχειρήσεις του νοσοκομειακού τομέα.

23.

Την 1η Ιουλίου 2008 το τμήμα εγκαταστάσεως στο οποίο απασχολούνταν οι ενάγοντες μεταβιβάσθηκε από την KLS FM σε άλλη εταιρία του ομίλου, συγκεκριμένα δε την Asklepios. Η εταιρία αυτή επίσης δεν δεσμευόταν ούτε δεσμεύεται μέχρι σήμερα διά της συμμετοχής σε εργοδοτική ένωση από την BMT‑G II ούτε από την Tarifvertrag für den öffentlichen Dienst (συλλογική σύμβαση για τους δημοσίους υπαλλήλους, στο εξής: TVöD), η οποία την αντικαθιστά από την 1η Οκτωβρίου 2005, ούτε από την Tarifvertrag zur Überleitung der Beschäftigten der kommunalen Arbeitgeber in den TVöD und zur Regelung des Übergangsrechts (συλλογική σύμβαση περί των όρων μεταβάσεως στο νέο σύστημα αμοιβών των συμβασιούχων υπαλλήλων των οργανισμων τοπικής αυτοδιοικήσεως σύμφωνα με την TVöD και περί μεταβατικών διατάξεων, στο εξής: TVÜ‑VKA).

24.

Οι ενάγοντες ζήτησαν από τα δικαστήρια να αναγνωρίσουν ότι οι διατάξεις της TVöD και των συλλογικών συμβάσεων που τη συμπληρώνουν, όπως αυτές της TVÜ‑VKA, εφαρμόζονται στη εργασιακή σχέση τους, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντιστοίχως, δηλαδή τυγχάνουν δυναμικής εφαρμογής.

25.

Η Asklepios υποστήριξε ότι η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο έννομη συνέπεια της δυναμικής εφαρμογής των κανόνων των συλλογικών συμβάσεων των δημοσίων υπαλλήλων στις οποίες παραπέμπει η σύμβαση εργασίας αντιβαίνει στην οδηγία 2001/23 και στο άρθρο 16 του Χάρτη. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, κατά την ίδια, μετά τη μεταβίβαση, στη στατική και μόνον εφαρμογή στην εργασιακή σχέση των όρων εργασίας που συνομολογήθηκαν με τη σύμβαση εργασίας και αντλούνται από τις συλλογικές συμβάσεις που παρατίθενται στην εν λόγω σύμβαση.

26.

Τα κατώτερα δικαστήρια δέχθηκαν τις αγωγές που άσκησαν οι ενάγοντες.

27.

Το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία), το οποίο επελήφθη αιτήσεως αναιρέσεως, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«Ι.

1.

Αντιβαίνει στο άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23 εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, όλοι οι όροι εργασίας που ο μεταβιβάζων και ο εργαζόμενος έχουν συμφωνήσει με ατομική σύμβαση και στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας μεταφέρονται αμετάβλητοι στον διάδοχο εργοδότη, ως εάν να είχε συνάψει ο ίδιος ατομική σύμβαση με τον εργαζόμενο, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει για τον διάδοχο δυνατότητες προσαρμογής των όρων εργασίας, τόσο από κοινού με τον εργαζόμενο, όσο και μονομερώς;

2.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος εν γένει ή εν μέρει για συγκεκριμένη ομάδα ατομικώς συμφωνηθέντων όρων εργασίας από τη σύμβαση εργασίας μεταξύ μεταβιβάζοντος και εργαζομένου:

Προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23 ότι συγκεκριμένοι όροι εργασίας που μεταβιβάζων και εργαζόμενος έχουν συμφωνήσει στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας πρέπει να εξαιρούνται από την αμετάβλητη μεταβίβαση στον διάδοχο και να υπόκεινται σε προσαρμογή εκ μόνης της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως;

3.

Εάν, με γνώμονα τις απαντήσεις του Δικαστηρίου επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος, προκύπτει ότι στον διάδοχο δεν μεταφέρεται αμετάβλητη συμφωνηθείσα με ατομική σύμβαση ρήτρα παραπομπής, δυνάμει της οποίας συγκεκριμένες ρυθμίσεις συλλογικής συμβάσεως καθίστανται κατά τρόπο δυναμικό, στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως:

α)

Ισχύει το ανωτέρω και σε περίπτωση που ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος είναι ή ανήκουν στους συμβαλλομένους συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ήτοι εάν οι απορρέουσες από συλλογική σύμβαση ρυθμίσεις δεν θα εφαρμόζονταν στη σχέση εργασίας με τον μεταβιβάζοντα ούτε προ της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως χωρίς τη συνομολόγηση ρήτρας παραπομπής με ατομική σύμβαση στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του ερωτήματος αυτού:

Ισχύει το ανωτέρω και σε περίπτωση που μεταβιβάζων και διάδοχος εργοδότης αποτελούν επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου;

II.

Αντιβαίνει στο άρθρο 16 του [Χάρτη] εθνική ρύθμιση που έχει θεσπιστεί για τη μεταφορά της οδηγίας 77/187 ή 2001/23 στην εσωτερική έννομη τάξη, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, ο διάδοχος εξακολουθεί να δεσμεύεται από τους όρους εργασίας που μεταβιβάζων και εργαζόμενος είχαν συνομολογήσει προ της εν λόγω μεταβιβάσεως με ατομική σύμβαση και στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, ως εάν να τους είχε συμφωνήσει ο ίδιος ο διάδοχος, όταν οι εν λόγω όροι ενσωματώνουν στη σύμβαση εργασίας κατά δυναμικό τρόπο συγκεκριμένες ρυθμίσεις συλλογικής συμβάσεως, οι οποίες ειδάλλως δεν θα είχαν ισχύ στη σχέση εργασίας, λαμβανομένου υπόψη ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει δυνατότητες προσαρμογής των όρων εργασίας για τον διάδοχο, τόσο από κοινού με τον εργαζόμενο, όσο και μονομερώς;»

III – Η ανάλυσή μου

28.

Με τα ερωτήματά του, τα οποία προσήκει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως, η διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν για τον μεταβιβάζοντα από σύμβαση εργασίας επεκτείνεται στη ρήτρα τέτοιας συμβάσεως, η οποία παραπέμπει κατά τρόπο δυναμικό στους όρους εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει, υπέρ του διαδόχου εργοδότη, δυνατότητες προσαρμογής τόσο συναινετικής όσο και μονομερούς. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει το γεγονός ότι, αφενός, ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος είναι, άμεσα ή έμμεσα, συμβαλλόμενα μέρη στην επίμαχη συλλογική σύμβαση και, αφετέρου, ο μεταβιβάζων και ο διάδοχος είναι επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου.

Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.

Θεωρώ αναγκαίο, εκ προοιμίου, να επανέλθω στα δύο νομολογιακά προηγούμενα που συνιστούν οι αποφάσεις Werhof και Alemo-Herron κ.λπ.

1. Η απόφαση Werhof

30.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση είχε ως αντικείμενο σύμβαση εργασίας, η οποία, όσον αφορά τη μισθολογική εξέλιξη, παρέπεμπε σε ισχύουσα συλλογική σύμβαση, την οποία είχε διαπραγματευθεί και υπογράψει εργοδοτική ένωση στην οποία ήταν μέλος η μεταβιβάζουσα επιχείρηση, όχι όμως ο διάδοχος εργοδότης. Η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη συμβατική ρήτρα ήταν στατικής φύσεως, δηλαδή παρέπεμπε στην τότε ισχύουσα ειδική συλλογική σύμβαση και όχι στις συλλογικές συμβάσεις που θα τη διαδέχονταν στο μέλλον.

31.

Μετά τη μεταβίβαση του τμήματος της εγκαταστάσεως στο οποίο εργαζόταν ο H. Werhof, συνήφθη νέα συλλογική σύμβαση. Δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή προέβλεπε μισθολογική αύξηση, ο H. Werhof ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εργοδότης του ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει στην περίπτωσή του την εν λόγω μισθολογική αύξηση.

32.

Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι, όταν μια ατομική σύμβαση εργασίας περιλαμβάνει ρήτρα παραπομπής στις συλλογικές συμβάσεις οι οποίες συνομολογούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένου κλάδου, η ρήτρα αυτή έχει οπωσδήποτε «δυναμικό» χαρακτήρα και παραπέμπει, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, στις συλλογικές συμβάσεις οι οποίες συνομολογούνται μετά την ημερομηνία μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

33.

Το Δικαστήριο δεν ακολούθησε την προσέγγιση αυτή. Έκρινε, αντιθέτως, ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι, όταν η σύμβαση εργασίας παραπέμπει σε συλλογική σύμβαση δεσμεύουσα τον μεταβιβάζοντα, δεν απαγορεύει να μη δεσμεύεται ο διάδοχος, ο οποίος δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε τέτοια συλλογική σύμβαση, από συλλογικές συμβάσεις μεταγενέστερες εκείνης που ίσχυε κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της εγκαταστάσεως.

34.

Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο υιοθέτησε την ακόλουθη συλλογιστική.

35.

Το Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι συμβατική ρήτρα παραπομπής όπως η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187. Επομένως, δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συλλογική σύμβαση στην οποία παραπέμπει η σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον νέο κύριο της επιχειρήσεως, έστω και αν […] ο τελευταίος δεν μετέχει σε καμία συλλογική σύμβαση. Συνεπώς, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συλλογική σύμβαση εξακολουθούν να δεσμεύουν τον νέο κύριο της εγκαταστάσεως μετά τη μεταβίβασή της» ( 4 ).

36.

Επομένως, είναι σαφές ότι, κατά το Δικαστήριο, επί τη βάσει ακριβώς του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συλλογική σύμβαση στην οποία παραπέμπει ρήτρα που περιλαμβάνεται σε σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται στον διάδοχο εργοδότη.

37.

Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, το Δικαστήριο έπρεπε, στη συνέχεια, να καθορίσει αν, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που περιλαμβάνονταν στην οδηγία 77/187, αυτό το είδος ρητρών έπρεπε να ερμηνευθεί ως παραπέμπον στη συλλογική σύμβαση που ίσχυε για τον μεταβιβάζοντα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, ή, ευρύτερα, στις μεταγενέστερες εξελίξεις της συμβάσεως αυτής.

38.

Το Δικαστήριο διατύπωσε τότε πλείονες κανόνες, οι οποίοι, όπως θα δούμε, είναι απολύτως πρόσφοροι για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

39.

Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι, «[γ]ια την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [77/187], ρήτρα παραπέμπουσα σε συλλογική σύμβαση δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο ευρύτερο εκείνου της συμβάσεως στην οποία παραπέμπει. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί υπόψη η παράγραφος 2 του άρθρου 3 της οδηγίας, που προβλέπει περιορισμούς στην αρχή της δυνατότητας εφαρμογής [αυτής] της συλλογικής συμβάσεως στην οποία παραπέμπει η σύμβαση εργασίας» ( 5 ).

40.

Επομένως, το Δικαστήριο διατυπώνει τον κανόνα ότι, όταν ανακύπτει ζήτημα συμβατικής ρήτρας παραπομπής στους όρους εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 συνιστά σαφώς το έρεισμα της μεταβιβάσεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων στον διάδοχο εργοδότη, η διάταξη αυτή, πάντως, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23. Υπενθυμίζω συναφώς ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την προσωρινή διατήρηση των όρων εργασίας που απορρέουν από τις συλλογικές συμβάσεις σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως.

41.

Βάσει του γράμματος του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187, συνάγεται, κατά το Δικαστήριο, αφενός, ότι οι όροι εργασίας που διέπονται από συλλογική σύμβαση «διατηρούνται μόνον έως την ημερομηνία καταγγελίας της ή λήξεως της ισχύος της, ή έως την έναρξη της ισχύος ή την εφαρμογή άλλης συλλογικής συμβάσεως. Επομένως, ουδόλως προκύπτει από το κείμενο της οδηγίας ότι ο νομοθέτης [της Ένωσης] θέλησε να δεσμεύσει τον [διάδοχο εργοδότη] με άλλες συλλογικές συμβάσεις πέραν αυτής που ίσχυε κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως και, κατά συνέπεια, να επιβάλει μεταγενέστερη τροποποίηση των όρων εργασίας διά της εφαρμογής νέας συλλογικής συμβάσεως συναφθείσας μετά τη μεταβίβαση» ( 6 ).

42.

Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «[α]υτή η εκτίμηση είναι, εξάλλου, σύμφωνη προς τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, που περιορίζεται στη διατήρηση των υφισταμένων κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων. Αντιθέτως, πρόθεση της οδηγίας [77/187] δεν ήταν να προστατεύσει απλές προσδοκίες και, ως εκ τούτου, τα υποθετικά οφέλη που προκύπτουν από τις μεταγενέστερες εξελίξεις των συλλογικών συμβάσεων» ( 7 ).

43.

Αφετέρου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όπως μνημονεύεται στο ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187, «τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τον χρόνο διατηρήσεως των όρων εργασίας που απορρέουν από τη συλλογική σύμβαση, υπό τον όρο ότι ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να είναι βραχύτερος του έτους» ( 8 ).

44.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε, επιπλέον, ότι «ναι μεν, σύμφωνα προς τον σκοπό της οδηγίας, πρέπει να προστατεύονται τα συμφέροντα των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, δεν μπορούν όμως να αγνοηθούν και τα συμφέροντα του [διαδόχου εργοδότη], ο οποίος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στις αλλαγές και τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του» ( 9 ).

45.

Το Δικαστήριο αντιμετώπισε, στη συνέχεια, το αίτημα του εφεσείοντος να ερμηνευθεί η συμβατική ρήτρα κατά δυναμικό τρόπο σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι του διαδόχου εργοδότη.

46.

Το Δικαστήριο έκρινε, συναφώς, ότι «η “στατική” ερμηνεία της εν λόγω ρήτρας […] καθιστά δυνατή την αποφυγή της δεσμεύσεως του [διαδόχου κυρίου] της εγκαταστάσεως, ο οποίος δεν μετέχει στη συλλογική σύμβαση, από τις μελλοντικές εξελίξεις της συμβάσεως αυτής. Έτσι, διασφαλίζεται πλήρως το δικαίωμά του του μη συνεταιρίζεσθαι» ( 10 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, «ο [εκκαλών] δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι μια ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ατομική σύμβαση εργασίας και παραπέμπει στις συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται σε ορισμένο κλάδο είναι αναγκαστικά “δυναμικής φύσεως” και παραπέμπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [77/187], στις συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται μετά την ημερομηνία μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως» ( 11 ).

47.

Επί τη βάσει της συλλογιστικής αυτής, το Δικαστήριο κατέληξε στη λύση της οποίας γίνεται μνεία στο σημείο 33 των προτάσεων αυτών.

48.

Μολονότι το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου ερωτήθηκε, δεν έφτασε μέχρι του σημείου να αποφανθεί ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 77/187 απαγορεύει να μπορούν μεταγενέστερες της μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως συλλογικές συμβάσεις να αντιταχθούν στον διάδοχο, το σκεπτικό που αναπτύσσει περιέχει ψήγματα της λύσεως αυτής, η οποία, άλλωστε, θα υιοθετηθεί αργότερα με την απόφαση Alemo-Herron κ.λπ. Πάντως, όπως θα εκθέσω, το Δικαστήριο, για να καταλήξει στη λύση αυτή, αναπτύσσει διαφορετική συλλογιστική.

2. Η απόφαση Alemo-Herron κ.λπ.

49.

Στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ένα από τα τοπικά συμβούλια του Λονδίνου μεταβίβασε την υπηρεσία «ψυχαγωγίας» σε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, η οποία ενσωμάτωσε τους εργαζομένους στην υπηρεσία αυτή στο προσωπικό της. Στη συνέχεια, η επιχείρηση αυτή μεταβίβασε με τη σειρά της την εν λόγω υπηρεσία σε άλλη επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα.

50.

Κατά τον χρόνο που η υπηρεσία «ψυχαγωγίας» ανήκε στον δημόσιο τομέα, στους εργαζομένους της υπηρεσίας αυτής εφαρμόζονταν οι όροι εργασίας που προέκυπταν από την περιοδική διαπραγμάτευση στο πλαίσιο του NJC, το οποίο είναι όργανο συλλογικής διαπραγματεύσεως για τον τομέα της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Η υποχρέωση εφαρμογής των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαπραγμάτευση στο πλαίσιο του NJC δεν απέρρεε από τον νόμο, αλλά από ρήτρα των συμβάσεων εργασίας.

51.

Κατόπιν της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, συνήφθη νέα συμφωνία στο πλαίσιο της NJC. Η επιχείρηση προς την οποία έγινε η μεταβίβαση έκρινε ότι η νέα αυτή συμφωνία δεν τη δέσμευε, λόγω του ότι είναι μεταγενέστερη της μεταβιβάσεως, και, κατά συνέπεια, αρνήθηκε να χορηγήσει στους εργαζομένους τις μισθολογικές αυξήσεις που απέρρεαν από αυτή, με το αιτιολογικό ότι η συμφωνία συνήφθη μετά τη μεταβίβαση.

52.

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εργαζομένων και της επιχειρήσεως προς την οποία έγινε η μεταβίβαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα ότι, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, ισχύουν έναντι του διαδόχου εργοδότη οι ρήτρες δυναμικής παραπομπής σε συλλογικές συμβάσεις των οποίων η διαπραγμάτευση και η σύναψη είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως, στην περίπτωση που αυτός δεν έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία διαπραγματεύσεως αυτών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται μετά τη μεταβίβαση.

53.

Για να καταλήξει στη λύση αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι από την απόφασή του Werhof προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 έχει την έννοια ότι, όταν η σύμβαση εργασίας παραπέμπει σε συλλογική σύμβαση δεσμεύουσα τον μεταβιβάζοντα, δεν απαγορεύει να μη δεσμεύεται ο διάδοχος εργοδότης, ο οποίος δεν μετέχει σε τέτοια συλλογική σύμβαση, από συλλογικές συμβάσεις μεταγενέστερες εκείνης που ίσχυε κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

54.

Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει να προβλέπει το εθνικό δίκαιο ότι ρήτρα παραπομπής έχει αποκλειστικά στατικό χαρακτήρα, το Δικαστήριο εξέτασε, στη συνέχεια, αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23 μπορούσε να παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να υιοθετήσουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εθνικές διατάξεις. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή «δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμό[ζ]ουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των [κοινωνικών] εταίρων». Ο έλεγχος αυτός ήταν δικαιολογημένος, κατά το Δικαστήριο, για τον λόγο ότι οι ρήτρες δυναμικής παραπομπής αποδεικνύονται ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους από τις στατικές ρήτρες.

55.

Για να εκτιμήσει τη διακριτική ευχέρεια που καταλείπει στα κράτη μέλη το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23 υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, το Δικαστήριο τόνισε τα ακόλουθα στοιχεία.

56.

Πρώτον, κατά το Δικαστήριο, η οδηγία 2001/23 «δεν έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαφύλαξη, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά επιδιώκει τη διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων τους, αφενός, και των συμφερόντων του [διαδόχου εργοδότη], αφετέρου. Ειδικότερα, διευκρινίζει ότι ο [διάδοχος εργοδότης] θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει στις αλλαγές και τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του» ( 12 ).

57.

Τούτο είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαίο όταν πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό τομέα ( 13 ). Όμως, κατά το Δικαστήριο, «οι ρήτρες δυναμικής παραπομπής σε συλλογικές συμβάσεις των οποίων η διαπραγμάτευση και η σύναψη είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως της οικείας επιχειρήσεως, οι οποίες προορίζονται να ρυθμίσουν την εξέλιξη των όρων εργασίας στον δημόσιο τομέα, ενδέχεται να περιορίσουν ουσιωδώς το περιθώριο κινήσεων που είναι αναγκαίο για τη λήψη των εν λόγω μέτρων διευθετήσεως και προσαρμογής από ιδιώτη [διάδοχο]» ( 14 ). Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι ρήτρες αυτές μπορεί να θίξουν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του [διαδόχου κυρίου] ως εργοδότη, αφενός, και των συμφερόντων των εργαζομένων, αφετέρου» ( 15 ).

58.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23 έπρεπε να είναι σύμφωνη με το άρθρο 16 του Χάρτη, το οποίο αναγνωρίζει την επιχειρηματική ελευθερία και του οποίου μια συνιστώσα είναι η ελευθερία των συμβάσεων ( 16 ).

59.

Κατά το Δικαστήριο, «[ό]σον αφορά το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, βάσει της επιχειρηματικής ελευθερίας, ο [διάδοχος εργοδότης] πρέπει να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής προασπίσεως των συμφερόντων του στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως στην οποία μετέχει και διαπραγματεύσεως των στοιχείων που καθορίζουν την εξέλιξη των όρων εργασίας των εργαζομένων του ενόψει της μελλοντικής οικονομικής του δραστηριότητας» ( 17 ).

60.

Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο διάδοχος εργοδότης στην υπόθεση εκείνη δεν είχε καμία δυνατότητα συμμετοχής στον οργανισμό συλλογικής διαπραγματεύσεως, πράγμα που του στερούσε τη δυνατότητα να προασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά του ( 18 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμβατική ελευθερία του διαδόχου εργοδότη περιοριζόταν σοβαρά, ώστε ο περιορισμός αυτός να μπορεί να θίξει την ίδια την ουσία του δικαιώματός του στην επιχειρηματική ελευθερία ( 19 ).

61.

Στο μέτρο που «το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα τα οποία, παρότι είναι ευνοϊκότερα για τους εργαζομένους, ενδέχεται να θίξουν την ίδια την ουσία του δικαιώματος του [διαδόχου εργοδότη] στην επιχειρηματική ελευθερία» ( 20 ), το Δικαστήριο κατέληξε στη λύση που παρατίθεται στο σημείο 52 των προτάσεων αυτών.

62.

Επομένως, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ αρχήν, εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23, να επιλέξουν τον δυναμικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών παραπομπής στις συλλογικές συμβάσεις, η εφαρμογή της δυνατότητας αυτής εξαρτάται, πάντως, από τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως της επιχειρηματικής ελευθερίας του διαδόχου εργοδότη. Πάντως, η επιχειρηματική ελευθερία του διαδόχου δεν προστατεύεται όταν αυτός δεν έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία διαπραγματεύσεως των συλλογικών συμβάσεων που συνάπτονται μετά τη μεταβίβαση.

Β – Η εκτίμησή μου

63.

Φρονώ ότι, για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών), το Δικαστήριο θα πρέπει να στηρίξει το σκεπτικό του σε εκείνο το οποίο ανέπτυξε στην απόφαση Werhof. Τούτο δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο καθόσον, και στις δύο υποθέσεις, αντιπαρατίθεται το γερμανικό δίκαιο στους κανόνες σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, οι οποίοι διατυπώνονται με την οδηγία 2001/23. Βασικότερα δε, θεωρώ αναγκαίο να αξιοποιήσει το Δικαστήριο την ευκαιρία της υπό κρίση υποθέσεως για να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συνδυαστούν το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής.

1. Το σημείο αφετηρίας: η συμβατική ρήτρα παραπομπής σε συλλογική σύμβαση εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23

64.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, «[τ]α δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος] που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο]». Όπως έχει ήδη διευκρινίσει το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή «παραπέμπει γενικά και χωρίς καμία επιφύλαξη στα [προαναφερθέντα] δικαιώματα και υποχρεώσεις» ( 21 ). Κατά συνέπεια, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταβιβάζονται στον διάδοχο, εφόσον απορρέουν από σύμβαση εργασίας που συνήφθη μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων τους οποίους αφορά μεταβίβαση επιχειρήσεως.

65.

Κατά πάγια νομολογία, η οδηγία 2001/23 αποσκοπεί στη διασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματικού φορέα, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου φορέα υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που είχαν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα εργοδότη ( 22 ).

66.

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, ο προς ον η μεταβίβαση υποκαθιστά τον μεταβιβάζοντα όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εργασιακή σχέση ( 23 ).

67.

Το Δικαστήριο έκρινε, άλλωστε, ότι οι κανόνες της οδηγίας 2001/23 πρέπει να θεωρηθούν ως επιτακτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργαζομένους παρέκκλιση από αυτούς. Επομένως, οι υφιστάμενες κατά την ημερομηνία τη μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως συμβάσεις και σχέσεις εργασίας μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων που απασχολούνται στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση μεταβιβάζονται αυτοδικαίως από τον μεταβιβάζοντα στον διάδοχο συνεπεία του γεγονότος και μόνον της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως ( 24 ).

68.

Κατά τη Νορβηγική Κυβέρνηση, η γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 θα πρέπει να έχει ως συνέπεια ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από σύμβαση εργασίας δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος και ο μεταβιβάζων συμφώνησαν να τηρήσουν τους όρους εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση στην εφαρμοστέα δυναμική εκδοχή της, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, μεταβιβάζονται στον διάδοχο.

69.

Η προσέγγιση που προκρίνει τη διατήρηση σε ισχύ των όρων εργασίας που προβλέπουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και υιοθετήθηκαν μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως στηρίζεται στην ιδέα ότι ο μεταβιβάζων και οι εργαζόμενοι δέχθηκαν οικειοθελώς, με την ενσωμάτωση στη σύμβαση εργασίας τους ρήτρας παραπομπής σε συλλογική σύμβαση, ότι οι διατάξεις της συλλογικής αυτής συμβάσεως διέπουν την εργασιακή σχέση τους. Επομένως, ο εργαζόμενος έχει αναγνωρισμένο συμβατικό δικαίωμα να εφαρμόζονται στην περίπτωσή του οι περιοδικώς συνομολογούμενοι σε συλλογικό επίπεδο όροι. Η πηγή της υποχρεώσεως είναι η ατομική σύμβαση εργασίας και όχι η συλλογική σύμβαση. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται την άνευ όρων και επιφυλάξεων εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, υπέρ της διατηρήσεως της ισχύος των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στη σύμβαση εργασίας. Δεδομένου ότι το δικαίωμα του εργαζομένου να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του οι περιοδικώς συνομολογούμενοι σε συλλογικό επίπεδο όροι εργασίας μπορεί να αντιταχθεί στον μεταβιβάζοντα, θα πρέπει, μετά τη μεταβίβαση, να μπορεί να αντιταχθεί στον διάδοχο, διότι η σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη εξ αρχής με τον διάδοχο.

70.

Φρονώ, πάντως, ότι, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 δεν μπορεί να εξετασθεί μεμονωμένα, αλλά πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

2. Ο περιορισμός: όταν υπάρχει συμβατική ρήτρα παραπομπής σε συλλογική σύμβαση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής

71.

Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

«Μετά τη μεταβίβαση, ο [διάδοχος] εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του [μεταβιβάζοντος], σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.»

72.

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/23 συνδέει δύο κανόνες. Κατ’ αρχάς, τον γενικό κανόνα ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από υφιστάμενη κατά την ημερομηνία μεταβιβάσεως υπό την έννοια της οδηγίας αυτής σύμβαση εργασίας πρέπει να μεταβιβασθούν στον διάδοχο. Στη συνέχεια, την έκταση κατά την οποία ο διάδοχος εργοδότης εξακολουθεί να δεσμεύεται από όρους που συνομολογήθηκαν στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως η οποία ίσχυε έναντι του μεταβιβάζοντος κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

73.

Όταν ρήτρα της συμβάσεως εργασίας η οποία συνήφθη μεταξύ του μεταβιβάζοντος εργοδότη και του προσωπικού του περιλαμβάνει παραπομπή στους όρους εργασίας που συνομολογούνται περιοδικώς με συλλογικές διαπραγματεύσεις, η περίπτωση διέπεται, κατά τη γνώμη μου, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

74.

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, η ρήτρα συμβάσεως εργασίας η οποία περιέχει παραπομπή στους όρους εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση μεταβιβάζεται στον διάδοχο εργοδότη συνεπεία της μεταβιβάσεως της εγκαταστάσεως.

75.

Εντούτοις, στο μέτρο που πρόκειται για όρους εργασίας οι οποίοι προβλέπονται από συλλογική σύμβαση, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής περιορίζει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχει ο διάδοχος δυνάμει της ρήτρας αυτής. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι μόνον οι όροι εργασίας που προβλέπονται στην ισχύουσα κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως συλλογική σύμβαση πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ από τον διάδοχο. Πράγματι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η υποχρέωση τηρήσεως των όρων εργασίας διαρκεί για όσο διάστημα η ισχύουσα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως συλλογική σύμβαση παραμένει η ίδια σε ισχύ, δηλαδή «μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως».

76.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν την περίοδο διατηρήσεως σε ισχύ των όρων εργασίας υπό την επιφύλαξη ότι αυτή δεν είναι κατώτερη του έτους. Επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι το γερμανικό δίκαιο προβλέπει ρητώς τον εν λόγω χρονικό περιορισμό.

77.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 αποτυπώνει μια συμβιβαστική λύση, η οποία αποσκοπεί στον συμβιβασμό των συμφερόντων του διαδόχου εργοδότη και των συμφερόντων των εργαζομένων που αποτελούν το αντικείμενο της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

78.

Πρέπει να επισημανθεί ότι, με την πρόταση οδηγίας που υπέβαλε στις 29 Μαΐου 1974, η Επιτροπή είχε ήδη εξετάσει την περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως στο πλαίσιο της οποίας ο διάδοχος δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συλλογική σύμβαση που δεσμεύει τον μεταβιβάζοντα και η σύμβαση αυτή δεν κατέστη υποχρεωτική ( 25 ). Κατά την Επιτροπή, «η επιβολή στον διάδοχο της υποχρεώσεως να προσχωρήσει, χωρίς τη βούλησή του, σε συλλογική σύμβαση θα αντέβαινε, στην περίπτωση αυτή, στην αρχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Πάντως, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να παύσουν οι εργαζόμενοι να τυγχάνουν της προστασίας των όρων εργασίας τους που προβλέπονται από τη σύμβαση, επιδιώχθηκε, στην παράγραφο 3, να δοθεί μια συμβιβαστική λύση: χωρίς να δεσμεύεται από τις συλλογικές συμβάσεις, ο διάδοχος θα είναι, πάντως, υποχρεωμένος να τηρήσει τους όρους που αυτές καθορίζουν, μέχρι τη λήξη της συμβάσεως στην περίπτωση συμβάσεως ορισμένης διάρκειας και κατά τη διάρκεια ενός έτους στην περίπτωση συμβάσεως αόριστης διάρκειας» ( 26 ).

79.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 εξασφαλίζει επομένως ισορροπία μεταξύ αντικρουομένων συμφερόντων: αφενός, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του οι ειδικοί όροι που συνομολογήθηκαν προηγουμένως με τον μεταβιβάζοντα, αλλά, αφετέρου, ο διάδοχος εργοδότης έχει θεμιτό δικαίωμα να γνωρίζει την έκταση των μελλοντικών του υποχρεώσεων και, κατά συνέπεια, να μη δεσμεύεται από νέους όρους εργασίας που καθορίζονται κατά τη λήξη μιας διαδικασίας συλλογικής διαπραγματεύσεως στην οποία δεν θέλει ή δεν μπορεί να συμμετάσχει.

80.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 παρέχει μάλιστα στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίσουν, προς το συμφέρον του διαδόχου, τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία αυτός θα δεσμεύεται από τους όρους εργασίας που προβλέπονται στη συλλογική σύμβαση η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, υπό την επιφύλαξη ότι η διάρκεια αυτή δεν είναι κατώτερη του έτους. Η διάταξη αυτή αντικατοπτρίζει επίσης την ισορροπία που επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ των συμφερόντων των εργαζομένων και του διαδόχου εργοδότη, αντιστοίχως, σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

81.

Φρονώ ότι η ρήτρα δυναμικής παραπομπής παύει να παράγει τα αποτελέσματά της στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23: εκπνοή, καταγγελία ή αντικατάσταση καθώς και, όταν το κράτος μέλος το έχει προβλέψει, πάροδο τουλάχιστον ενός έτους από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, οι ρήτρες αυτές δεν καλύπτουν τις συλλογικές συμβάσεις που συνομολογούνται μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, εκτός αν ο νέος εργοδότης εκφράζει διαφορετική βούληση.

82.

Φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα που εγείρει η διαφορά της κύριας δίκης με τη μεμονωμένη εξέταση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Μια τέτοια εξέταση θα κατέληγε, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής, στο ότι ο διάδοχος δεσμεύεται από το σύνολο των συμβατικών ρητρών οι οποίες δέσμευαν τον μεταβιβάζοντα, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους. Μολονότι, βεβαίως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ουδόλως διακρίνει αναλόγως του περιεχομένου των συμβατικών ρητρών, η περίπτωση κατά την οποία συμβατική ρήτρα παραπέμπει σε όρους εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση έχει ιδιαίτερη φύση. Πράγματι, μια τέτοια παραπομπή στους όρους εργασίας τους οποίους προβλέπει συλλογική σύμβαση συνιστά περίπτωση η οποία συνδέει, αφενός, τη διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση εργασίας και, αφετέρου, τη διατήρηση των όρων εργασίας που απορρέουν από συλλογική σύμβαση.

83.

Η μικτή αυτή κατάσταση με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, το οποίο επιβεβαιώνει τον προσωρινό χαρακτήρα των όρων εργασίας τους οποίους προβλέπει συλλογική σύμβαση.

84.

Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι η εφαρμογή στους εργαζομένους των όρων εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση απορρέει άμεσα από τη συλλογική σύμβαση, λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα της για την επίμαχη επιχείρηση ή τον επίμαχο τομέα, ή έμμεσα από τη σύμβαση αυτή λόγω παραπομπής την οποία περιέχει ρήτρα της συμβάσεως εργασίας.

85.

Προσήκει συναφώς να γίνει μνεία της συμβολής της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Österreichischer Gewerkschaftsbund (C‑328/13, EU:C:2014:2197, στο εξής: απόφαση Österreichischer Gewerkschaftsbund). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο πράγματι διευκρίνισε ότι «το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 δεν έχει ως αντικείμενο τη συνέχιση της εφαρμογής της συλλογικής συμβάσεως αυτής καθαυτήν, αλλά τη συνέχιση της εφαρμογής των συμφωνηθέντων με τέτοια συλλογική σύμβαση “όρων εργασίας”» ( 27 ). Συνεπώς, «το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιτάσσει την τήρηση των συμφωνηθέντων με συλλογική σύμβαση όρων εργασίας, χωρίς να είναι καθοριστική η συγκεκριμένη πηγή της ισχύος τους» ( 28 ). Επομένως, κατά το Δικαστήριο, «οι όροι εργασίας που συμφωνούνται με συλλογική σύμβαση εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιουμένης μεθόδου για να ισχύσουν οι όροι αυτοί εργασίας ως προς τους ενδιαφερομένους. Αρκεί ως προς το σημείο αυτό οι ως άνω όροι να έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση και να δεσμεύουν πράγματι τον [μεταβιβάζοντα] και τους εργαζομένους των οποίων οι σχέσεις εργασίας μεταβιβάστηκαν» ( 29 ). Εφαρμόζοντας τη συλλογιστική αυτή στην επίμαχη υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι όροι εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής απλώς και μόνον επειδή η ισχύς τους ως προς τους ενδιαφερομένους στηρίζεται σε κανόνα περί μετενέργειας συλλογικής συμβάσεως, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη» ( 30 ).

86.

Βεβαίως η απόφαση εκείνη δεν αφορούσε ρήτρα παραπομπής που περιλαμβάνεται σε σύμβαση εργασίας, αλλά εκτιμώ ότι μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στο πλαίσιο της υποθέσεώς μας.

87.

Πράγματι, ο λόγος υπάρξεως ρήτρας παραπομπής είναι να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που θα προέκυπτε εάν η συλλογική σύμβαση εφαρμοζόταν ευθέως στην επιχείρηση ή στον επίμαχο τομέα, για παράδειγμα λόγω της προσχωρήσεως της επιχειρήσεως αυτής στην εργοδοτική ένωση που διαπραγματεύθηκε αυτή τη συλλογική σύμβαση ή λόγω του ότι η εν λόγω σύμβαση κηρύχθηκε ως γενικώς υποχρεωτική, δηλαδή το κράτος της συμβάσεως της προσέδωσε γενική ισχύ έναντι όλων των εργοδοτών και, επομένως, όλων των μισθωτών του κλάδου. Η ρήτρα παραπομπής συμπληρώνει, έτσι, το κενό που προκύπτει από το γεγονός ότι ο εργοδότης δεν δεσμεύεται από το κανονιστικό αποτέλεσμα συλλογικής συμβάσεως.

88.

Επομένως, η ρήτρα παραπομπής παρέχει τη δυνατότητα στους εργοδότες, οι οποίοι δεν είναι μέλη εργοδοτικής ενώσεως η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε κλαδική συλλογική σύμβαση, να εφαρμόσουν τη σύμβαση αυτή και στους μισθωτούς που δεν είναι μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως.

89.

Η ρήτρα αυτή παρέχει επίσης τη δυνατότητα στους εργοδότες, οι οποίοι δεν είναι μέλη εργοδοτικής ενώσεως η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε συλλογική σύμβαση, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, να την εφαρμόσουν οικειοθελώς στους μισθωτούς (μέλη συνδικαλιστικής οργανώσεως και μη).

90.

Φρονώ ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, ρυθμίζει τις δύο αυτές κατηγορίες περιπτώσεων. Επομένως, κατ’ εμέ, δεν έχει σημασία το ότι ο μεταβιβάζων δεν είναι μέλος της εργοδοτικής ενώσεως η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε την επίμαχη συλλογική σύμβαση.

91.

Βεβαίως, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 προβλέπει ότι οι όροι εργασίας πρέπει να διατηρούνται σε ισχύ «ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του [μεταβιβάζοντος], σύμφωνα με τη [συλλογική] σύμβαση». Η διάταξη αυτή σκοπεί έτσι να εξασφαλίσει, παρά τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως, τη διατήρηση των όρων εργασίας «σύμφωνα με τη βούληση των συμβαλλομένων μερών στη συλλογική σύμβαση» ( 31 ). Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξαν το αιτούν δικαστήριο και η Νορβηγική Κυβέρνηση, δεν πιστεύω ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, απαιτεί για την εφαρμογή του να ανήκει ο μεταβιβάζων στην εργοδοτική ένωση η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε την επίμαχη συλλογική σύμβαση. Αυτό που έχει σημασία είναι να δεσμεύεται πράγματι ο μεταβιβάζων από τη συλλογική αυτή σύμβαση, όπως τόνισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 25 της αποφάσεως Österreichischer Gewerkschaftsbund. Επομένως, η επίμαχη συλλογική σύμβαση μπορεί να αντιταχθεί στον μεταβιβάζοντα κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μεταβιβάζων έχει, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκφράσει τη βούλησή του να δεσμευθεί από την εν λόγω συλλογική σύμβαση.

92.

Επιπλέον, εκτιμώ ότι η εξάρτηση της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 από τη θέση του μεταβιβάζοντος έναντι της επίμαχης συλλογικής συμβάσεως θα κατέληγε σε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μισθωτών σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, ανάλογα με το αν ο μεταβιβάζων ανήκει ή όχι στην εργοδοτική ένωση η οποία διαπραγματεύθηκε και υιοθέτησε την εν λόγω συλλογική σύμβαση.

93.

Προσθέτω ότι οι εκτιμήσεις τις οποίες ανέπτυξε το Δικαστήριο με την απόφαση Werhof σε σχέση με τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3 της οδηγίας 77/187 διατυπώνονται γενικώς και δεν φαίνεται να περιορίζονται στην περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων είναι μέλος εργοδοτικής ενώσεως η οποία έχει διαπραγματευθεί και υιοθετήσει την επίμαχη συλλογική σύμβαση.

94.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ, επομένως, ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης και βάσει συνδυασμένης ερμηνείας των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23, οι συλλογικές συμβάσεις οι οποίες δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως αλλά αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και υιοθετήθηκαν μετά τη μεταβίβαση δεν μπορούν να δεσμεύουν τον διάδοχο εργοδότη απεριόριστα.

95.

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στη σκέψη 29 της αποφάσεως Werhof, ο σκοπός της οδηγίας «περιορίζεται στη διατήρηση των υφισταμένων κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εργαζομένων» ( 32 ), και τίποτα περισσότερο. Έτσι, η οδηγία 2001/23 δεν εγγυάται στον εργαζόμενο ότι θα απολαύει στην υπηρεσία του διαδόχου των ιδίων όρων εργασίας με αυτούς που θα μπορούσε να απολαύει μέσω της ρήτρας δυναμικής παραπομπής, εάν εξακολουθούσε να απασχολείται στον μεταβιβάζοντα.

96.

Άλλωστε, καθόσον έκρινε με την ίδια αυτή απόφαση ότι «πρόθεση της οδηγίας δεν ήταν να προστατεύσει απλές προσδοκίες και, ως εκ τούτου, τα υποθετικά οφέλη που προκύπτουν από τις μεταγενέστερες εξελίξεις των συλλογικών συμβάσεων» ( 33 ), το Δικαστήριο έλαβε προφανώς υπόψη τον αβέβαιο και απρόβλεπτο χαρακτήρα των όρων εργασίας που απορρέουν από τη μελλοντική εξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων, και τα αρνητικά αποτελέσματα που αυτό μπορεί να έχει για τον διάδοχο εργοδότη.

97.

Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Ruiz‑Jarabo Colomer με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Werhof ( 34 ), «αν οι μελλοντικές συλλογικές συμβάσεις μπορούσαν να επηρεάζουν μονίμως έναν εργοδότη που δεν μετέχει στη διαπραγμάτευσή τους, […] [α]υτό θα είχε […] ως αποτέλεσμα να υπέχει ο εργοδότης που δεν έχει υπογράψει μια συλλογική σύμβαση περισσότερες υποχρεώσεις από τον εργοδότη που την έχει υπογράψει, καθόσον θα τελούσε σε αβεβαιότητα, εκτεθειμένος σε τυχόν συμφωνίες που θα συνάπτονταν εν αγνοία του».

98.

Το Δικαστήριο φαίνεται να δέχθηκε ότι, σε ορισμένο στάδιο, τα συμφέροντα του διαδόχου απαιτούν να τίθενται κάποια όρια στην προστασία που παρέχεται στους εργαζομένους κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεως. Συναφώς, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητώς στους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187, το οποίο, υπενθυμίζω, αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23.

99.

Στη σκέψη 28 της αποφάσεως Werhof, η διάταξη αυτή περιγράφεται ως προβλέπουσα «περιορισμούς στην αρχή της δυνατότητας εφαρμογής της συλλογικής συμβάσεως στην οποία παραπέμπει η σύμβαση εργασίας». Ο ένας από τους περιορισμούς αυτούς έγκειται στο ότι «οι όροι εργασίας που διέπονται από αυτή τη συλλογική σύμβαση διατηρούνται μόνον έως την ημερομηνία καταγγελίας της ή λήξεως της ισχύος της, ή έως την έναρξη της ισχύος ή την εφαρμογή άλλης συλλογικής συμβάσεως», όπως διευκρινίζει η σκέψη 29 της αποφάσεως.

100.

Εάν το αποτέλεσμα της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 συνίστατο στο να καθιστά υποχρεωτικές για τον διάδοχο εργοδότη τις συλλογικές συμβάσεις που υιοθετούνται μετά τη μεταβίβαση και στις οποίες παραπέμπει ρήτρα που περιλαμβάνεται στη σύμβαση εργασίας, θα ήταν μη συμβατό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23, διότι κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε υπέρβαση του ρητού περιορισμού τον οποίο προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

101.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, όπου ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συλλογική σύμβαση, μια ρήτρα παραπομπής στη σύμβαση αυτή μπορεί να αντιταχθεί στον διάδοχο μόνον εντός των ορίων που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23.

102.

Φρονώ ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υιοθετηθεί διαφορετική λύση όταν η μεταβίβαση εγκαταστάσεως λαμβάνει χώρα εντός του ιδίου ομίλου. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η οδηγία 77/187 έχει ως σκοπό να διέπει μεταβιβάσεις μεταξύ δύο θυγατρικών εταιριών του ιδίου ομίλου ( 35 ). Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η ρήτρα παραπομπής περιελήφθη στις συμβάσεις εργασίας από την KLS FM σε μια εποχή κατά την οποία η εταιρία αυτή δεν είχε ακόμη ενταχθεί στον όμιλο Asklepios. Υπό το πρίσμα της προμνημονευθείσας νομολογίας, το γεγονός ότι η αμφισβήτηση του δυναμικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής ήταν μεταγενέστερη της εντάξεως της KLS FM στον όμιλο αυτόν και, ακριβέστερα, εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της μεταβιβάσεως στον όμιλο Asklepios του τμήματος εγκαταστάσεως στο οποίο απασχολούνται οι ενάγοντες δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπει η οδηγία 2001/23.

103.

Τέλος, η Νορβηγική Κυβέρνηση υπογράμμισε τη διαφορά πλαισίου μεταξύ της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Werhof και της παρούσας υποθέσεως.

104.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Werhof αφορούσε ρήτρα παραπομπής συνταχθείσα κατά στατικό τρόπο και την αξίωση των εργαζομένων να ερμηνευθεί η ρήτρα αυτή ως έχουσα δυναμικό χαρακτήρα. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία 77/187 δεν επέβαλλε τον δυναμικό χαρακτήρα της ρήτρας, το Δικαστήριο ανέπτυξε συλλογιστική η οποία ανέλυε διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, αυτής, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσδίδει στον τύπο αυτό ρητρών παραπομπής στατικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι ο διάδοχος εργοδότης ήταν υποχρεωμένος να εφαρμόσει τις μισθολογικές αυξήσεις που απέρρεαν από μεταγενέστερες της μεταβιβάσεως συλλογικές συμβάσεις.

105.

Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση εμφανίζεται υπό την αντίστροφη προοπτική. Πράγματι, η ρήτρα παραπομπής έχει συνταχθεί κατά δυναμικό τρόπο. Ενόψει της αξιώσεως των εργαζομένων να αντιταχθούν στον διάδοχο οι επελθούσες μετά τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως τροποποιήσεις της συλλογικής συμβάσεως την οποία αφορά η ρήτρα αυτή, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν αντιβαίνει στην οδηγία 2001/23 ο δυναμικός χαρακτήρας της εν λόγω ρήτρας.

106.

Το διαφορετικό αυτό πλαίσιο των δύο υποθέσεων δεν πρέπει, πάντως, να αναιρέσει το ότι πρόκειται σε κάθε περίπτωση για το ίδιο νομικό πρόβλημα, δηλαδή το συμβατό του δυναμικού χαρακτήρα ρήτρας παραπομπής με τους κανόνες του παραγώγου δικαίου της Ένωσης στον τομέα της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.

107.

Επομένως, παρά το διαφορετικό πλαίσιο μεταξύ των δύο υποθέσεων, οι λόγοι τους οποίους εξέθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Werhof για να εξηγήσει γιατί μια στατική ρήτρα δεν μπορούσε, υπό το πρίσμα της ρυθμίσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, εξεταζόμενης υπό το φως του άρθρου 3, παράγραφος 2, αυτής, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι έχει δυναμικό χαρακτήρα είναι οι ίδιοι με αυτούς που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, αυτής, η αναγνώριση, σε περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως, του δυναμικού χαρακτήρα ρήτρας παραπομπής σε συλλογική σύμβαση.

3. Η ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη να υιοθετούν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους διατάξεις: το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23

108.

Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/23, αυτή «δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμό[ζ]ουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή να προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για του εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των [κοινωνικών] εταίρων».

109.

Όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφασή του Alemo-Herron κ.λπ., η ερμηνεία ότι οι συμβατικές ρήτρες παραπομπής σε συλλογική σύμβαση έχουν δυναμικό χαρακτήρα μπορεί να είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους, εάν ληφθεί ως αφετηρία η υπόθεση ότι οι μελλοντικές εξελίξεις της συλλογικής συμβάσεως θα περιέχουν βελτιώσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων.

110.

Φρονώ, πάντως, ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, υπό το πρόσχημα της υιοθετήσεως ευνοϊκότερης λύσεως για τους εργαζομένους επί τη βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 2001/23, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, ακολουθώντας την ερμηνεία ότι οι ρήτρες παραπομπής έχουν δυναμικό χαρακτήρα, να παρακάμψουν τους κανόνες του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/23, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το άρθρο 613a του BGB.

111.

Πράγματι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σαφώς προέκρινε, μεταφέροντας την οδηγία 2001/23 στο εθνικό δίκαιο, την προσωρινή διατήρηση των όρων εργασίας που προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις, καθόσον επέλεξε, ειδικότερα, να περιορίσει τον χρόνο της διατηρήσεως των όρων αυτών εργασίας σε ένα έτος. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν νομίζω ότι το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να υιοθετήσουν λύση η οποία θα ήταν αντίθετη προς την επιλογή του Γερμανού νομοθέτη.

112.

Άλλωστε, όπως προκύπτει από την απόφαση Alemo-Herron κ.λπ., η εφαρμογή από τα κράτη μέλη του άρθρου 8 της οδηγίας 2001/23 πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από τον Χάρτη.

113.

Πάντως, δεν διακρίνω την ανάγκη να εξετασθούν τα προβλήματα που εγείρει η παρούσα υπόθεση υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται από τον Χάρτη, στο μέτρο που τα προβλήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν με την εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/23. Διευκρινίζω, συναφώς, ότι, καθόσον αποτρέπει την επιβάρυνση του διαδόχου εργοδότη κατά τρόπο απεριόριστο και αβέβαιο με υποχρεώσεις που απορρέουν από μελλοντικές συλλογικές συμβάσεις τις οποίες δεν μπορεί να επηρεάσει, η λύση που προτείνω μπορεί να συνδυαστεί με τη μέριμνα διασφαλίσεως της επιχειρηματικής ελευθερίας του διαδόχου την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Alemo-Herron κ.λπ.

114.

Επιπλέον, στο μέτρο που, κατά την ανάλυσή μου, ο κανόνας δυνάμει του οποίου οι όροι εργασίας που προβλέπει συλλογική σύμβαση πρέπει, σε περίπτωση μεταβιβάσεως, να διατηρηθούν σε ισχύ από τον διάδοχο προσωρινώς και μόνον, τούτο δε και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση εργασίας παραπέμπει στην εν λόγω συλλογική σύμβαση, απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2001/23, όπως μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 613a του BGB, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η εξέταση του ζητήματος αν ο διάδοχος όντως διαθέτει, στοιχείο το οποίο αμφισβητεί ο όμιλος Asklepios, τις δυνατότητες που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο των συμβάσεων να τροποποιήσει μονομερώς ή βάσει συναινέσεως τη ρήτρα παραπομπής που έχει ενσωματωθεί σε σύμβαση εργασίας.

IV – Πρόταση

115.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) ως εξής:

Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, όπου η σύμβαση εργασίας η οποία συνήφθη μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων περιέχει ρήτρα παραπομπής στους όρους εργασίας τους οποίους καθορίζει συλλογική σύμβαση εργασίας και όπου ούτε ο μεταβιβάζων ούτε ο διάδοχος εργοδότης μπορούν να μετάσχουν στη διαδικασία διαπραγματεύσεως της συλλογικής αυτής συμβάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι απαγορεύει να έχει μια τέτοια ρήτρα, μετά τη μεταβίβαση εγκαταστάσεως, δυναμικό χαρακτήρα, δηλαδή να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει και στις μελλοντικές προσαρμογές της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως. Αντιθέτως, ο συνδυασμός των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/23 απαιτεί να υπόκειται η παραπομπή που περιέχει η ρήτρα η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση εργασίας στους χρονικούς περιορισμούς του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, οι οποίοι εφαρμόζονται στους όρους εργασίας που συμφωνήθηκαν με συλλογική σύμβαση.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2001, L 82, σ. 16.

( 3 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).

( 4 ) Σκέψη 27 της αποφάσεως Werhof.

( 5 ) Σκέψη 28 της αποφάσεως Werhof.

( 6 ) Σκέψη 29 της αποφάσεως Werhof.

( 7 ) Σκέψη 29 της αποφάσεως Werhof.

( 8 ) Σκέψη 30 της αποφάσεως Werhof.

( 9 ) Σκέψη 31 της αποφάσεως Werhof.

( 10 ) Σκέψη 35 της αποφάσεως Werhof.

( 11 ) Σκέψη 36 της αποφάσεως Werhof.

( 12 ) Σκέψη 25 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 13 ) Σκέψεις 26 και 27 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 14 ) Σκέψη 28 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 15 ) Σκέψη 29 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 16 ) Σκέψεις 31 και 32 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 17 ) Σκέψη 33 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 18 ) Σκέψη 34 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 19 ) Σκέψη 35 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 20 ) Σκέψη 36 της αποφάσεως Alemo-Herron κ.λπ.

( 21 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels (135/83, EU:C:1985:55, σκέψη 36).

( 22 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, Juuri (C‑396/07, EU:C:2008:656, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2014, Amatori κ.λπ. (C‑458/12, EU:C:2014:124, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 23 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, Collino και Chiappero (C‑343/98, EU:C:2000:441, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ., ιδίως, απόφαση Werhof (σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) Βλ. πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, για την εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των πλεονεκτημάτων σε περίπτωση συγχωνεύσεων εταιρειών, εξαγορών εγκαταστάσεων και ενοποιήσεων επιχειρήσεων [COM(74) 351 τελικό].

( 26 ) Βλ. σημείο 6 της εν λόγω προτάσεως οδηγίας.

( 27 ) Σκέψη 23 της αποφάσεως Österreichischer Gewerkschaftsbund.

( 28 ) Σκέψη 24 της αποφάσεως Österreichischer Gewerkschaftsbund.

( 29 ) Σκέψη 25 της αποφάσεως Österreichischer Gewerkschaftsbund. Η επισήμανση δική μου.

( 30 ) Σκέψη 26 της αποφάσεως Österreichischer Gewerkschaftsbund.

( 31 ) Βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, Juuri (C‑396/07, EU:C:2008:656, σκέψη 33).

( 32 ) Η επισήμανση δική μου.

( 33 ) Σκέψη 29 της αποφάσεως Werhof.

( 34 ) C‑499/04, EU:C:2005:686, σημείο 52.

( 35 ) Βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Amatori κ.λπ. (C‑458/12, EU:C:2014:124, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).