ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 30ής Μαΐου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑657/15 P

Viasat Broadcasting UK Ltd

κατά

TV2/Danmark A/S,

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία – Μέτρα τα οποία ελήφθησαν από τις δανικές αρχές υπέρ του δανικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού TV2/Danmark – Έννοια των “ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη ή ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους” – Απόφαση Altmark»

1.

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Viasat Broadcasting UK Ltd (στο εξής: Viasat) ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως TV2/Danmark κατά Επιτροπής του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 2 ), με την οποία το τελευταίο, αφενός, ακύρωσε την απόφαση 2011/839/ΕΕ της Επιτροπής ( 3 ), καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποφανθεί με αυτήν ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που καταβλήθηκαν στην TV2/Danmark μέσω του Ταμείου TV2 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή του TV2/Danmark A/S (στο εξής: TV2 A/S) που είχε ως αίτημα τη μερική ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (ο TV2 A/S είναι δανική ανώνυμη εταιρία ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών που δημιουργήθηκε προκειμένου να αντικαταστήσει, με λογιστικά και φορολογικά αποτελέσματα από 1ης Ιανουαρίου 2003, την αυτοτελή κρατική επιχείρηση TV2/Danmark, στο εξής: TV2). Η υπό κρίση υπόθεση συνδέεται με τις υποθέσεις C‑649/15 P και C‑656/15 P, οι οποίες αφορούν επίσης αιτήσεις αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις οποίες διατυπώνω σήμερα επίσης τις προτάσεις μου. Είναι επίσης συναφής με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε προσφάτως η απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής (C‑660/15 P, EU:C:2017:178).

I. Το ιστορικό της διαφοράς

2.

Δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως είναι πανομοιότυπα με εκείνα της υποθέσεως C‑656/15 P, παραπέμπω στα σημεία 2 έως 15 των σημερινών μου προτάσεων στην εν λόγω υπόθεση.

II. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3.

Για τους ίδιους λόγους, παραπέμπω στα σημεία 16 έως 19 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑656/15 P.

III. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

4.

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Viasat προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, καθόσον έκρινε ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που μεταφέρθηκαν από την TV2 Reklame στην TV2, μέσω του Ταμείου TV2, δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση και, αφετέρου, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα τον δεύτερο όρο που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415, και όσον αφορά τους όρους που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή, τους όρους Altmark).

5.

Το Δικαστήριο έκρινε, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι είχε επαρκώς διαφωτιστεί μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

1. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.  Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

6.

Η Viasat υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι, στη σκέψη 220 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε στην επίδικη απόφαση να χαρακτηρίσει ως «κρατική ενίσχυση» τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996, διότι τα έσοδα αυτά δεν συνιστούσαν «κρατικούς πόρους», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

7.

Υπέρ της Viasat παρεμβαίνει η Επιτροπή.

8.

Ο TV2 A/S και το Βασίλειο της Δανίας αμφισβητούν το ανωτέρω επιχείρημα. Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι τα επίμαχα έσοδα δεν συνιστούσαν κρατικούς πόρους ούτε, κατά συνέπεια, κρατική ενίσχυση, εφόσον δεν προέρχονταν από το Δανικό Δημόσιο, αλλά από τη δραστηριότητα της TV2. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η TV2 Reklame και το Ταμείο TV2 αποτελούσαν κρατικές οντότητες, οι οποίες ανήκαν στο Δανικό Δημόσιο και τελούσαν υπό τον έλεγχό του, δεν ασκούσε επιρροή συναφώς και, τρίτον, ότι οι ισχυρισμοί της Viasat και της Επιτροπής σε σχέση με τον έλεγχο που ασκούσε το Δανικό Δημόσιο στους πόρους των εν λόγω οντοτήτων βασίζονταν σε παρανόηση του δανικού δικαίου. Ο TV2 A/S διατείνεται, επίσης, ότι τα προμνησθέντα έσοδα δεν απέφεραν κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην TV2.

2.  Εκτίμηση

9.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Viasat παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑656/15 P, Επιτροπή κατά TV2/Danmark, δεδομένου ότι αμφότεροι οι διάδικοι αμφισβητούν την ερμηνεία του όρου «κρατικοί πόροι», υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και την εφαρμογή του εν προκειμένω εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου.

10.

Η ανάλυση στην οποία προέβην στις σημερινές μου προτάσεις σε σχέση με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση C‑656/15 P ισχύει mutatis mutandis και ως προς τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Viasat στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, θα περιορισθώ σε μια σύνοψη της εκτιμήσεώς μου. Για πληρέστερη παρουσίαση της εν λόγω αναλύσεως, παραπέμπω στα σημεία 24 έως 97 των προμνησθεισών προτάσεων.

11.

Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τον καταλογισμό του μέτρου, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι οι δημόσιες αρχές συμμετείχαν στη λήψη του μέτρου αυτού ( 4 ).

12.

Σε ό,τι αφορά, δεύτερον, την απαίτηση να χορηγείται το πλεονέκτημα άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικών πόρων, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τούτο δεν συνεπάγεται ότι είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων, προκειμένου το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρείται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 5 ).

13.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων θα εξετάσω κατά πόσον, κρίνοντας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε ως κρατικούς πόρους, στην επίδικη απόφαση, τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που μεταφέρθηκαν από την TV2 Reklame στην TV2, μέσω του Ταμείου TV2, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τον όρο «κρατικοί πόροι», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

14.

Υπενθυμίζω ότι στη γνωστή και ως «Stardust Marine» απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37), το Δικαστήριο έκρινε ότι «κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, [το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία οι δημόσιες αρχές μπορούν όντως να χρησιμοποιούν προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να έχει σημασία συναφώς αν τα μέσα αυτά ανήκουν διαρκώς στην περιουσία του Δημοσίου. Κατά συνέπεια, έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο δεν είναι διαρκώς στην κατοχή του Δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι» ( 6 ).

15.

Στη δε σκέψη 38 της ίδιας αποφάσεως το Δικαστήριο έκρινε ότι «η Επιτροπή, δεχόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι πόροι ορισμένων δημόσιων επιχειρήσεων, όπως της Crédit Lyonnais και των θυγατρικών της, υπέκειντο στον έλεγχο του Δημοσίου και επομένως βρίσκονταν στη διάθεσή του, δεν ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια “κρατικοί πόροι”, όπως αυτή χρησιμοποιείται [στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ]. Πράγματι, το Δημόσιο έχει κάλλιστα τη δυνατότητα, ασκώντας αποφασιστική επιρροή επί των επιχειρήσεων αυτών, να κατευθύνει τη χρησιμοποίηση των πόρων τους προς τη χρηματοδότηση π.χ. της παροχής ειδικών οφελών σε άλλες επιχειρήσεις».

16.

Δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι το Δημόσιο (το Βασίλειο της Δανίας) ήταν ο μοναδικός μέτοχος της ανώνυμης εταιρίας TV2 Reklame, δεδομένου ότι το κεφάλαιο της εταιρίας είχε καταβληθεί από το Δημόσιο, το δε καταστατικό της εταιρίας και οι τροποποιήσεις του υπέκειντο σε έγκριση εκ μέρους του Υπουργού Πολιτισμού. Επομένως, η TV2 Reklame τελούσε υπό πλήρη κρατικό έλεγχο ( 7 ).

17.

Συμφωνώ με τη Viasat ότι η μεταφορά των οικείων πόρων μέσω του Ταμείου TV2 ουδόλως αναιρεί τον χαρακτηρισμό τους ως «κρατικών πόρων», δεδομένου ότι το Ταμείο TV2 αποτελεί επίσης δημόσια επιχείρηση, τελούσα υπό τον έλεγχο του Δανικού Δημοσίου.

18.

Το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μόλις παρέθεσα, οι πόροι μιας δημόσιας εταιρείας, ανήκουσας εξ ολοκλήρου στο κράτος και τελούσας υπό τον πλήρη έλεγχό του, συνιστούν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι, κατά την άποψή μου, επαρκής λόγος ώστε να προτείνω την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για λόγους πληρότητας, θα αναλύσω και άλλους λόγους για τους οποίους καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα.

1)  Η προέλευση των κεφαλαίων δεν είναι καθοριστικής σημασίας

19.

Στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε παραδόξως από την παρατεθείσα στη σκέψη 201 της ίδιας αποφάσεως νομολογία ( 8 ), σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής (T‑358/94, EU:T:1996:194), και της 16ης Μαΐου 2000, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:2000:248), ότι οι κρατικοί πόροι μπορούσαν να συνίστανται σε πόρους που προέρχονται από τρίτους, υπό την προϋπόθεση είτε ότι έχουν τεθεί εκουσίως στη διάθεση του Δημοσίου από τους έχοντες την κυριότητα αυτών (όπως το έπραξαν οι καταθέτες του Caisse des dépôts et consignations-participations [Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων] στην υπόθεση Air France κατά Επιτροπής) είτε ότι εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους (όπως τα κέρδη που δεν αναζητήθηκαν από τους στοιχηματίζοντες στην υπόθεση Ladbroke Racing κατά Επιτροπής), πριν συναγάγει, στις σκέψεις 211 και 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα εν προκειμένω έσοδα από διαφημίσεις προέρχονταν από διαφημιζόμενους που είχαν αγοράσει τηλεοπτικό χρόνο διαφημίσεων στην TV2 και ότι οι πόροι αυτοί δεν ήταν δυνατόν, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν ως εμπίπτοντες στον έλεγχο του Δανικού Δημοσίου, δεδομένου ότι δεν είχαν τεθεί εκουσίως στη διάθεση του Δημοσίου από τους ιδιοκτήτες τους ούτε είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους με αποτέλεσμα να τελούν στην πράξη υπό κρατική διαχείριση.

20.

Δεν συμμερίζομαι το ανωτέρω συμπέρασμα το οποίο συνήχθη από την παρατεθείσα στις σκέψεις 202 έως 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συλλογιστική, τούτο δε για δύο λόγους.

21.

Αφενός, αντιθέτως προς ό,τι αναφέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η προέλευση ενός ειδικού πόρου και ο αρχικώς ιδιωτικός του χαρακτήρας (εν προκειμένω, τα χρήματα που κατέβαλαν οι επιχειρήσεις με σκοπό να διαφημιστούν μέσω της TV2) δεν έχουν σημασία για την εξέταση του νομικού ζητήματος κατά πόσον τα κεφάλαια τα οποία διακινηθήκαν και βρίσκονται υπό την κατοχή και τον έλεγχο μιας οντότητας ανήκουσας πλήρως στο Δημόσιο είναι ή όχι «κρατικοί» πόροι. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επομένως σε πλάνη περί το δίκαιο (ιδίως στις σκέψεις 208, 211 και 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), καθόσον εστίασε σε άλλα στοιχεία και όχι στους ίδιους τους πόρους (και ειδικότερα την προέλευσή τους) ( 9 ).

22.

Αφετέρου, εσφαλμένα επιχειρεί το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να συναγάγει από δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου ότι υφίστανται δύο «νέες» και συμπληρωματικές προϋποθέσεις, εκ των οποίων πρέπει να πληρούται μία (βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων), προκειμένου οι προερχόμενοι από τρίτους πόροι να θεωρούνται «κρατικοί πόροι».

23.

Πράγματι, η παρατεθείσα νομολογία δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί –όπως υποδηλώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση– ότι οι πόροι των δημοσίων επιχειρήσεων πρέπει να θεωρούνται «κρατικοί πόροι» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον είτε έχουν τεθεί εκουσίως στη διάθεση του Δημοσίου από τους ιδιοκτήτες τους είτε έχουν εγκαταλειφθεί εκουσίως από τους ιδιοκτήτες τους και τελούν στην πράξη υπό κρατική διαχείριση.

24.

Τούτο δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση από τη συναφή με τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως νομολογία, ήτοι την απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη Stardust Marine (C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 37 και 38), που είναι εξάλλου μεταγενέστερη των δύο αποφάσεων στις οποίες ατελέσφορα επιχειρεί να βασισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

25.

Επιπλέον, ενώ η δεύτερη από τις προϋποθέσεις που προτείνει το Γενικό Δικαστήριο (αυτή των εγκαταλελειμμένων πόρων) δεν έχει προδήλως καμία σχέση με τις περιστάσεις εν προκειμένω, η πρώτη (το να έχουν τεθεί οι πόροι εκουσίως στη διάθεση του Δημοσίου) προσκρούει στην πιο πρόσφατη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑139/09, EU:T:2012:496, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, σκέψεις 63 και 64) ( 10 ).

2)  Ο έλεγχος εκ μέρους των δημοσίων αρχών είναι καθοριστικός

26.

Ως προς τούτο, φρονώ ότι, στις σκέψεις 212, 214 και 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι προέβη σε υπέρμετρα συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του «ελέγχου» στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος κατά πόσον το Δανικό Δημόσιο ασκούσε, μέσω του Ταμείου TV2, έλεγχο επί των πόρων που μεταφέρθηκαν από την TV2 Reklame στην TV2.

27.

Συγκεκριμένα, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναφέρει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 182) ότι από το άρθρο 29, παράγραφος 2, του νόμου του 1994 προκύπτει ότι το Ταμείο TV2 τροφοδοτούνταν από τα έσοδα που απέφεραν οι διαφημίσεις στην TV2. Από το ίδιο άρθρο προκύπτει, επίσης, ότι ο Δανός Υπουργός Πολιτισμού ήταν εκείνος που αποφάσιζε ποιο μέρος των εσόδων της TV2 Reklame έπρεπε να καταβληθεί στο Ταμείο TV2. Όπως εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 81 της επίδικης αποφάσεως, το τμήμα εκείνο των εσόδων της TV2 Reklame που δεν είχε καταβληθεί στο Ταμείο TV2 μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον Υπουργό Πολιτισμού –με τη συγκατάθεση της επιτροπής οικονομικών του Folketing (Δανικού Κοινοβουλίου)– για την αποπληρωμή μιας ήδη απαιτητής κρατικής εγγυήσεως ή για κάθε άλλον πολιτιστικό σκοπό (βλ. άρθρο 33 του νόμου του 1994 ( 11 )).

28.

Ως εκ τούτου, το Δημόσιο είχε κάθε δικαίωμα και πλήρη έλεγχο επί των εσόδων της TV2 Reklame, ενώ προέκυπτε άμεσα από τη νομοθεσία ότι οι πόροι αυτοί μπορούσαν να χρησιμεύσουν για άλλους σκοπούς πέραν της μεταφοράς τους στο Ταμείο TV2.

29.

Στο μέτρο που ο Υπουργός Πολιτισμού είχε τη δυνατότητα να αποφασίσει ότι οι πόροι θα χρησίμευαν για σκοπό διαφορετικό από τη μεταφορά στο Ταμείο TV2, συνάγεται ότι το Δημόσιο ήλεγχε τους πόρους αυτούς, οποιοσδήποτε και αν ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Υπουργός Πολιτισμού αποφάσιζε στην πράξη να τους χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια ενός δεδομένου έτους.

30.

Επιπλέον, μόνον ο Υπουργός Πολιτισμού μπορούσε να αποφασίσει σε σχέση με το ποσό που θα μεταφερόταν, για κάποιο συγκεκριμένο έτος, από το Ταμείο TV2 στην TV2, δεδομένου ότι η μεταφορά πόρων από το Ταμείο TV2 στην TV2 μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνον σύμφωνα με το δημοσιονομικό πλαίσιο της τελευταίας, το οποίο ορίζει ο Υπουργός Πολιτισμού ( 12 ).

31.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, καθότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκ μέρους του εκτίμηση της υπάρξεως ή μη κρατικών πόρων, το γεγονός ότι το Δημόσιο είχε κάθε δικαίωμα και πλήρη έλεγχο επί των εσόδων της TV2 Reklame και μπορούσε να αποφασίσει αν οι πόροι αυτοί έπρεπε να μεταφερθούν στο Ταμείο TV2 ή να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, πολιτιστικούς παραδείγματος χάριν, και, αφετέρου, καθότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το Δημόσιο ασκούσε πλήρη έλεγχο επί των πόρων του Ταμείου TV2 και μπορούσε επομένως να αποφασίσει μονομερώς για το πότε οι πόροι αυτοί θα έπρεπε να μεταφερθούν στην TV2, όπως και για το ύψος του προς μεταφορά ποσού.

3)  Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160)

32.

Προς τεκμηρίωση του σκεπτικού του, κατά το οποίο ο κρατικός έλεγχος που ασκούσαν οι δανικές αρχές δεν επαρκούσε ώστε να μπορούν οι επίμαχοι πόροι να χαρακτηριστούν «κρατικοί πόροι», το Γενικό Δικαστήριο συσχέτισε την υπό κρίση υπόθεση με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160).

33.

Φρονώ, αντιθέτως ( 13 ) (όπως και η Viasat), ότι οι δύο υποθέσεις διαφέρουν πλήρως, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως.

34.

Πράγματι, στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), το Δικαστήριο απέρριψε τον χαρακτηρισμό «κρατικής ενισχύσεως», διότι τα πλεονεκτήματα που χορηγούνταν στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας χρηματοδοτούνταν αποκλειστικώς από ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω κεφαλαίων τα οποία το Δημόσιο ουδέποτε ήλεγχε και τα οποία, κατά συνέπεια, «ουδέποτε εξέρχονται του ιδιωτικού τομέα» (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2000:585, σημείο 166). Στο ίδιο πνεύμα, η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009, UTECA (C‑222/07, EU:C:2009:124, την οποία επίσης μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), αφορούσε, όπως και η υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160) περίπτωση στην οποία οι οικείοι πόροι ουδέποτε εξήλθαν της ιδιωτικής σφαίρας.

35.

Δύο περαιτέρω στοιχεία καταδεικνύουν τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160).

36.

Αφενός, η υπό κρίση υπόθεση αφορά μεταφορές πόρων από δημόσια επιχείρηση κατόπιν αποφάσεως που λαμβάνει κάθε χρόνο ο Υπουργός Πολιτισμού, ενώ η υπόθεση επί της οποία εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), αφορά γενική νομοθετική διάταξη σε σχέση με μεταφορές που επιβάλλονταν σε ορισμένες επιχειρήσεις εις όφελος άλλης κατηγορίας επιχειρηματικών φορέων (κατά βάση ιδιωτικών).

37.

Αφετέρου, όπως αναφέρει η Επιτροπή, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), η οικεία εταιρία (PreussenElektra) δεν είχε ως αποστολή να διαχειρίζεται κάποιο μέτρο ενισχύσεως, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για αντισταθμιστικό μηχανισμό μέσω του οποίου οι φέρουσες το επιπλέον έξοδο εταιρίες ελάμβαναν σχετική αντιστάθμιση.

38.

Η λύση που προκρίθηκε στην εν λόγω απόφαση δεν μπορεί επομένως να εφαρμοστεί στην περίπτωση στην οποία το Δημόσιο σύστησε μια χωριστή νομική οντότητα, όπως την TV2 Reklame, και της ανέθεσε να διαχειρίζεται κάποιο μέτρο ενισχύσεως ( 14 ).

39.

Αντιθέτως, τα πραγματικά περιστατικά εν προκειμένω είναι εντελώς παρεμφερή με εκείνα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413) ( 15 ).

40.

Σε δημόσια εταιρία (SEP) είχε ανατεθεί να εισπράττει τα ποσά που προέκυπταν από προσαύξηση τιμής την οποία το Ολλανδικό Δημόσιο είχε διά νόμου επιβάλλει στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη των μη συναδουσών με την αγορά δαπανών. Στην πράξη, η εν λόγω προσαύξηση τιμής καταβαλλόταν στον διαχειριστή δικτύου ο οποίος όφειλε κάθε χρόνο να μεταβιβάσει το αποκομισθέν ποσό στην SEP. Η τελευταία παρακρατούσε εν συνεχεία 400 εκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια (NLG) (181512086,40 ευρώ) για την κάλυψη των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2000 και κατέβαλλε το υπόλοιπο ποσό στο υπουργείο.

41.

Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι δεν είχε σημασία το ότι η ορισθείσα αυτή εταιρία (SEP) αποτελούσε ταυτόχρονα τον φορέα που συγκέντρωνε την εισπραττόμενη φορολογική επιβάρυνση, τον διαχειριστή των συλλεγομένων χρηματικών ποσών και τον δικαιούχο τμήματος των ποσών αυτών, διότι ήταν δυνατόν να διακριθούν οι διάφοροι ρόλοι της SEP και να ελεγχθεί η χρήση των κεφαλαίων, με αποτέλεσμα, κατά το Δικαστήριο, «ενόσω η ως άνω καθορισθείσα εταιρία δεν [έχει λάβει] το ποσό των 400 εκατομμυρίων NLG [181512086,40 ευρώ], οπότε θα είχε τη δυνατότητα να το διαθέσει ελεύθερα, το ποσό αυτό παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των εθνικών αρχών, πράγμα που αρκεί για να χαρακτηρισθεί ως κρατικός πόρος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη Stardust Marine, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37).»

42.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ακολούθως, ότι το επίμαχο στην υπόθεση αυτή μέτρο ήταν διαφορετικό από εκείνο στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), «με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 59, ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες ελάχιστες τιμές την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταφορά κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις παραγωγής αυτού του είδους της ηλεκτρικής ενέργειας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το κράτος δεν είχε αναθέσει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται έναν κρατικό πόρο, αλλά οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρέωση αγοράς μέσω των δικών τους χρηματικών πόρων» (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ.,C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74).

43.

Κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413), η TV2 Reklame αποτελεί αυτοτελή δημόσιο φορέα που συστάθηκε με σκοπό να συλλέγει πόρους από την πώληση διαφημιστικού χρόνου στην TV2 και να διαχειρίζεται τους πόρους αυτούς.

44.

Η ίδια συλλογιστική έχει κατά τα λοιπά εφαρμογή και ως προς το Ταμείο TV2, δεδομένου ότι πρόκειται περί δημοσίου οργανισμού και ότι οι πόροι του ταμείου βρίσκονταν, επιπλέον, στη διάθεση του υπουργού.

45.

Όπως και στις αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στην υποσημείωση 14 των παρουσών προτάσεων, ο νομοθέτης εγκαθίδρυσε ένα σύστημα δυνάμει του οποίου η δημόσια εταιρία (η TV2 Reklame εν προκειμένω) λαμβάνει αντιστάθμιση για την ενίσχυση που διαχειρίζεται, στην προκειμένη περίπτωση υπό τη μορφή του δικαιώματος να εμπορεύεται τον διαφημιστικό χρόνο της TV2.

46.

Επιπλέον, η TV2 Reklame δεν υπείχε υποχρέωση αγοράς από την TV2 μέσω ιδίων οικονομικών πόρων, αντιθέτως προς ό,τι συνέβαινε στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160). Τουναντίον, από τη δανική νομοθεσία προκύπτει ότι η TV2 έπρεπε να θέτει τον διαφημιστικό χρόνο στη διάθεση της ΤV2 Reklame και ότι η TV2 Reklame δεν όφειλε επομένως να αγοράζει τον διαφημιστικό αυτό χρόνο από την TV2 σε προκαθορισμένη τιμή, όπως συνέβαινε στην υπόθεση της προμνησθείσας αποφάσεως.

47.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η υπό κρίση υπόθεση ήταν παρόμοια με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), κάτι που συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία που επηρέασε ουσιωδώς την αιτιολογία την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο για να ακυρώσει την επίδικη απόφαση.

4)  Δεν υφίσταται διαφορά ως προς την προέλευση των αντλούμενων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη πόρων και των εσόδων από τις διαφημίσεις

48.

Όπως αναφέρει η Viasat, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι καθοριστική σημασία για τον ορθό χαρακτηρισμό των πόρων του Ταμείου TV2 έχει το να χαρακτηρισθούν ως «κρατικοί» οι πόροι της TV2 Reklame, διότι παραμένουν κρατικοί πόροι μετά την μεταφορά στο Ταμείο TV2, ακριβώς όπως και τα έσοδα από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη. Κατά συνέπεια, οι πόροι του Ταμείου TV2 μπορούν να χαρακτηριστούν συλλήβδην «κρατικοί πόροι».

49.

Πράγματι, η διάκριση στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ της προελεύσεως των διαφημιστικών εσόδων που μεταφέρονταν από την TV2 Reklame στην TV2 μέσω του Ταμείου TV2 και της προελεύσεως των αντλούμενων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη πόρων που μεταφέρονταν από το Ταμείο TV2 στην TV2 δεν ευσταθεί από λογικής απόψεως ούτε δικαιολογείται εν προκειμένω.

50.

Δύσκολα γίνεται αντιληπτό πώς οι πόροι, οι οποίοι προέρχονται από την καταβολή που διά νόμου επιβάλλεται στους ιδιώτες χρήστες για την πρόσβαση στους σταθμούς δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, διακρίνονται από την καταβολή την οποία πραγματοποιούν ιδιώτες διαφημιζόμενοι για την αγορά διαφημιστικού χρόνου στα μέσα αυτά. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρόκειται για προερχόμενους από τρίτους πόρους οι οποίοι καταβλήθηκαν σε δημόσια επιχείρηση, είτε στην Danmarks Radio είτε στην TV2 Reklame, έναντι αντιπαροχής.

51.

Από την πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο που διαπίστωσα καταδεικνύεται για ποιους λόγους το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά είδη πόρων έπρεπε να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, καίτοι πρόκειται για όμοια περίπτωση όσον αφορά την προέλευσή τους.

52.

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

2. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1.  Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

53.

Η Viasat υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθότι στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ενέχει νομικό σφάλμα όσον αφορά το περιεχόμενο του δευτέρου όρου Altmark.

54.

Κατά τη Viasat, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε, όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, να περιοριστεί στην εξέταση της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, και όχι να στηρίξει την εκτίμησή του στην ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης. Επ’ αυτού, η Viasat υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 97, 99 και 104 έως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι σχετικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως ουδόλως υποδηλώνουν ότι ο δεύτερος όρος Altmark «συμπεριλαμβάνει την έννοια της αποδοτικότητας του δικαιούχου της αντισταθμίσεως». Η Viasat φρονεί ότι ο όρος αυτός, που επιβάλλει οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση να έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή, αποσκοπεί στο να αποτρέπεται κάθε καταχρηστική επίκληση της έννοιας της «δημόσιας υπηρεσίας». Πλην όμως, η Viasat εκτιμά ότι η παρέμβαση του Δανικού Κοινοβουλίου δεν επαρκεί για την πλήρωση του όρου αυτού.

55.

Την άποψή της συμμερίζεται η Επιτροπή.

56.

Ο TV2 A/S και το Βασίλειο της Δανίας αμφισβητούν το παραδεκτό του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

57.

Επί της ουσίας, ο TV2 A/S αμφισβητεί ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την σχετική με το περιεχόμενο του δεύτερου όρου Altmark εκτίμησή του μόνον στην ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως την οποία παρέσχε η Επιτροπή κατά την έγγραφη διαδικασία. Διατείνεται, αντιθέτως, ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την εκτίμησή του τόσο στην αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως όσο και στην εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε κάθε περίπτωση, ο ΤV2 A/S φρονεί ότι οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως είχαν προσδιοριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή, όπως επιτάσσει ο δεύτερος όρος Altmark.

2.  Εκτίμηση

58.

Συμφωνώ με τον TV2 A/S και το Βασίλειο της Δανίας ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.

59.

Η Viasat δηλώνει ότι θίγεται ατομικά και άμεσα από τα συμπεράσματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τον δεύτερο όρο Altmark.

60.

Ωστόσο, παραδέχεται ταυτόχρονα ότι, εξεταζόμενο μεμονωμένα, το τμήμα αυτό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν επηρεάζει το διατακτικό της (σημεία 30 και 31 της αιτήσεως αναιρέσεως).

61.

Πράγματι, στο μέτρο που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δικαιώνει τη Viasat και δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο σε σχέση με τον δεύτερο όρο Altmark, η Viasat στερείται του αναγκαίου συμφέροντος ώστε να δικαιολογείται ο εκ μέρους του Δικαστηρίου έλεγχος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με τον δεύτερο αυτόν όρο.

62.

Αρκεί η διαπίστωση ότι, εκτός του ότι δεν σκοπεί στην –εν μέρει ή εν όλω– αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή παρατίθεται στο διατακτικό της, και πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί απαράδεκτος για αυτόν τον λόγο και μόνον, ένας τέτοιος λόγος αναιρέσεως θα εδικαιολογείτο μόνον εάν γινόταν δεκτός ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της TV2 A/S στην υπόθεση C‑649/15 P, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, σε σχέση με την εφαρμογή του τετάρτου όρου Altmark –κάτι που δεν συντρέχει σύμφωνα με τις σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση αυτή–, με αποτέλεσμα να πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να κριθεί αλυσιτελής.

63.

Πράγματι, η ανωτέρω εκτίμηση δεν επηρεάζεται από το επιχείρημα της Viasat, κατά το οποίο ο προμνησθείς λόγος αναιρέσεως μπορεί να εξετασθεί επί της ουσίας από το Δικαστήριο, επειδή η σχετική με τον δεύτερο όρο Altmark αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την αφορά ατομικά και άμεσα, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο τη δικαίωσε στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

64.

Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και, σε κάθε περίπτωση, ως αλυσιτελής.

65.

Επικουρικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην υπόθεση C‑660/15 P, η Viasat είχε επίσης υποστηρίξει στην αίτησή της αναιρέσεως ότι δεν είχε τηρηθεί ο δεύτερος όρος Altmark.

66.

Εν τω μεταξύ, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής (C‑660/15 P, EU:C:2017:178). Κατά το Δικαστήριο, «το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark προκειμένου να κρίνει αν ορισμένη κρατική ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά δυνάμει της διατάξεως αυτής».

67.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

3. Επί του αποτελέσματος της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

68.

Στο μέτρο που με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως πρωτοδίκως, τον οποίο προέβαλε προς στήριξη του τρίτου επικουρικού της αιτήματος, η προσφεύγουσα πρωτοδίκως υποστήριζε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον είχε εκλάβει ως κρατική ενίσχυση τα ποσά των εσόδων από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που είχαν μεταφερθεί σ’ αυτήν μέσω του Ταμείου TV2, και λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεώς μου στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, είναι σαφές ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί και να απορρίψει επί της ουσίας το τρίτο αίτημα που προέβαλε επικουρικώς η προσφεύγουσα πρωτοδίκως.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

69.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Viasat έγινε δεκτός ενώ ο δεύτερος όχι, φρονώ ότι ο TV2 A/S πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικαστεί στο 50 % των εξόδων της Viasat και ότι, κατά τα λοιπά, οι διάδικοι πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

70.

Δυνάμει του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Το Βασίλειο της Δανίας, ως παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

V. Πρόταση

71.

Για τους ανωτέρω λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, TV2/Danmark κατά Επιτροπής (T‑674/11, EU:T:2015:684), καθόσον με αυτήν ακυρώθηκε η απόφαση 2011/839/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2011, σχετικά με τα μέτρα που εφήρμοσε η Δανία (C 2/03) υπέρ του TV2/Danmark, για τον μοναδικό λόγο ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που καταβλήθηκαν στον TV2/Danmark μέσω του Ταμείου TV2 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση·

να απορρίψει επί της ουσίας το τρίτο αίτημα που προέβαλε επικουρικώς η προσφεύγουσα πρωτοδίκως·

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά, και

να καταδικάσει τον TV2 Danmark A/S στο 50 % των δικαστικών εξόδων της Viasat Broadcasting UK Ltd και να αποφανθεί ότι, κατά τα λοιπά, οι λοιποί διάδικοι φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2015 (T‑674/11, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:684).

( 3 ) Απόφαση της 20ής Απριλίου 2011, σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφήρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark (ΕΕ 2011, L 340, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση).

( 4 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη Stardust Marine (C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 52), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ. (C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 17), καθώς και διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Elcogás (C‑275/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2314, σκέψη 22).

( 5 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη Stardust Marine (C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 36), της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage et Coopérative agricole UKL-ARREE (C‑677/11, EU:C:2013:348, σκέψη 34), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ. (C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 19).

( 6 ) Το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 50). Βλ., επίσης, υποσημείωση 15 των σημερινών μου προτάσεων στην υπόθεση C‑656/15 P.

( 7 ) Τούτο προκύπτει από το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Bekendtgørelse af lov om radio- og fjernsynsvirksomhed (δανικού κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 578 περί ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών), της 24ης Ιουνίου 1994 (στο εξής: νόμος του 1994). Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 80, 89 και 90 της επίδικης αποφάσεως.

( 8 ) Αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage et Coopérative agricole UKL‑ARREE (C‑677/11, EU:C:2013:348, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Aiscat κατά Επιτροπής (T‑182/10, EU:T:2013:9, σκέψη 104).

( 9 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στη σημερινή υπόθεση C‑656/15 P (σημεία 46 επ.).

( 10 ) Βλ. σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση C‑656/15 P (σημείο 59).

( 11 ) Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 81 και 84 της επίδικης αποφάσεως.

( 12 ) Βλ. άρθρο 30 του Νόμου του 1994, το οποίο παρατέθηκε στην υποσημείωση 28 των σημερινών μου προτάσεων στην υπόθεση C‑656/15 P.

( 13 ) Όπως η Κ. Bacon, European Union Law of State Aid, Oxford University Press, 2017, η οποία μετά τον σχολιασμό της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), συνεχίζει με την εκτίμηση ότι «[a] rather different example of the analysis of payments from private parties was the advertising revenues paid to the Danish broadcaster TV2, which the [General] Court held were not State resources despite the fact that the Danish authorities could restrict the percentage of those revenues that was transferred to TV2» (η υπογράμμιση δική μου).

( 14 ) Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent de Colère (C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 35), καθώς και διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Elcogás (C‑275/13, EU:C:2014:2314, σκέψη 32).

( 15 ) Βλ., ιδίως, σκέψη 74. Βλ. επίσης, διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Elcogás (C‑275/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2314, σκέψη 32).