ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑348/15

Stadt Wiener Neustadt

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιβαλλοντική πολιτική — Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως ίσχυε τροποποιημένη με την οδηγία 97/11/ΕΚ — Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον — Πεδίο εφαρμογής — Ρύθμιση κράτους μέλους για τη θεραπεία απρόσβλητης άδειας παρά τη μη υποβολή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων — Ασφάλεια δικαίου και προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

I – Εισαγωγή

1.

Από διάφορες διαδικασίες που αφορούν την Αυστρία έχει καταδειχθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος, τουλάχιστον κατά το παρελθόν, αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΕΕΠ ( 2 ) ( 3 ). Είναι δυστυχώς πιθανό ότι πολλά σχέδια έργων τα οποία έπρεπε να έχουν υποβληθεί σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων βάσει της εν λόγω οδηγίας υλοποιήθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί τέτοια εκτίμηση.

2.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο μια ρύθμιση που καθορίζει τις συνέπειες τέτοιων παραβιάσεων της οδηγίας ΕΕΠ. Κατά τη ρύθμιση αυτή, μετά την πάροδο τριών ετών από τη λήψη αδείας η οποία χορηγήθηκε σε σχέδιο κατά παραβίαση των διατάξεων μεταφοράς της οδηγίας στην αυστριακή νομοθεσία τεκμαίρεται ότι η άδεια χορηγήθηκε συμφώνως προς τις διατάξεις αυτές. Η προθεσμία αυτή περιορίζει ταυτοχρόνως την εξουσία των αρμόδιων αρχών να ακυρώνουν τις άδειες που χορηγήθηκαν κατά παραβίαση των αυστριακών κανονιστικών ρυθμίσεων.

3.

Χρήζει, συνεπώς, διευκρινίσεως το ζήτημα κατά πόσον τέτοια κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση νομίμου αδείας συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Η απόφαση του Δικαστηρίου ενδέχεται να έχει σοβαρό πρακτικό αντίκτυπο στην Αυστρία, αλλά και σε άλλα κράτη μέλη.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α – Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο μια εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία θεσπίστηκε αρχικώς με το άρθρο 1, παράγραφος 5 ( 4 ), και εν συνεχεία με το άρθρο 1, παράγραφος 4 ( 5 ), της οδηγίας ΕΕΠ:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα έργα που εγκρίνονται λεπτομερώς με ειδική εθνική νομοθετική πράξη, καθότι οι στόχοι που επιδιώκονται με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών, επιτυγχάνονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας.»

5.

Με ελάχιστες τροποποιήσεις, η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΕΠ.

6.

Παράλληλα, επισημαίνεται η θεμελιώδης υποχρέωση που θεσπίζεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΕΠ, η οποία διατηρήθηκε αμετάβλητη κατά τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, υπόκεινται σε παροχή άδειας και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. […]»

Β – Η αυστριακή νομοθεσία

7.

Στην υπό εξέταση διαδικασία είναι κρίσιμες δύο διατάξεις του αυστριακού Umweltverträglichkeitsprüfungsgesetz (νόμου για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο εξής: UVP-G 2000), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπό εξέταση υπόθεση χρόνο, κατά το έτος 2009. Στο άρθρο 3, παράγραφος 6, τίθεται αποκλειστική προθεσμία για την ακύρωση αδειών οι οποίες χορηγήθηκαν χωρίς να προηγηθεί η απαιτούμενη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων:

«Προκειμένου για σχέδια τα οποία υπόκεινται σε εξέταση κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 ή 4, απαγορεύεται η χορήγηση αδειών πριν από την ολοκλήρωση της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή της κατά περίπτωση εξετάσεώς τους· τυχόν αναγγελίες που έλαβαν χώρα βάσει διοικητικών διατάξεων πριν από την ολοκλήρωση της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Άδειες που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της παρούσας διατάξεως δύνανται να ακυρωθούν από την κατά το άρθρο 39, παράγραφος 3, αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας τριών ετών.»

8.

Το άρθρο 46, παράγραφος 20, σημείο 4, του UVP-G 2000 θεσπίζει την κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας σε παλαιότερα σχέδια, συναρτώντας την εφαρμογή του με το άρθρο 3, παράγραφος 6:

«Άδειες για έργα οι οποίες, κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του ομοσπονδιακού νόμου BGBl. I αριθ. 87/2009, δεν είναι πλέον δυνατό να ακυρωθούν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 6, τεκμαίρεται ότι χορηγήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο αυτόν.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

9.

Βάσει των στοιχείων του φακέλου, η A.S.A. Abfall Service AG (στο εξής: ASA Abfall) εκμεταλλεύεται στον Stadt Wiener Neustadt [Δήμο της Neustadt Βιέννης] μια μονάδα χημικής και φυσικής επεξεργασίας επικίνδυνων αποβλήτων, έναν σταθμό μεταφοράς αποβλήτων, καθώς και μια μονάδα επεξεργασίας εναλλακτικών καυσίμων, η οποία αποτελεί το μόνο αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

10.

Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στην τελευταία ως άνω μονάδα τα συνθετικά, κυρίως, απόβλητα μετατρέπονται μέσω μιας πολυεπίπεδης διεργασίας κονιορτοποιήσεως σε εναλλακτικό καύσιμο βιομηχανικής χρήσεως, το οποίο διατίθεται κυρίως στην τσιμεντοβιομηχανία· στη μονάδα πραγματοποιείται επομένως φυσική επεξεργασία μη επικίνδυνων αποβλήτων.

11.

Η μονάδα διαθέτει επιμέρους άδειες, οι οποίες χορηγήθηκαν σύμφωνα με κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, και συγκεκριμένα άδειες λειτουργίας βιομηχανικών εγκαταστάσεων που χορηγήθηκαν από τον δήμαρχο της Wiener Neustadt κατά τα έτη 1986 και 1993· αντικείμενο των αδειών εκείνων αποτελούσε η επεξεργασία 9990 τόνων ετησίως. Στις 10 Δεκεμβρίου 2002 ο κυβερνήτης του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας χορήγησε, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διαχείριση αποβλήτων, άδεια επεκτάσεως της μονάδας σε 34000 τόνους ετησίως κατ’ ανώτατο. Στην απόφαση αυτή δεν καθορίζεται η μέγιστη επιτρεπόμενη ημερήσια ποσότητα επεξεργασίας. Η εν λόγω μονάδα δεν διαθέτει άδεια σύμφωνα με τον UVP-G 2000, ο οποίος ρυθμίζει την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην Αυστρία.

12.

Όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας, η αύξηση της δυναμικότητας σχεδιάστηκε να επιτευχθεί μέσω της επεκτάσεως της υφιστάμενης γραμμής επεξεργασίας, καθώς και της κατασκευής μιας νέας γραμμής. Επί του παρόντος παράγονται περίπου 17000 έως 21000 τόνοι ετησίως, με αποτέλεσμα να μην εξαντλείται η εγκεκριμένη δυναμικότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κατασκευή της εγκριθείσας δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως δεύτερης γραμμής επεξεργασίας δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί.

13.

Στις 19 Αυγούστου 2009 (ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της τροποποιήσεως του UVP-G 2000) η έγκυρη απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002 έπαψε, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 6, του UVP-G 2000, να υπόκειται σε ακύρωση. Βάσει της διατάξεως αυτής, οι άδειες για έργα υποκείμενα σε υποχρέωση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων οι οποίες είχαν χορηγηθεί δυνάμει ειδικών νόμων, αντί της άδειας που χορηγείται σύμφωνα με τον UVP-G 2000, μπορούσαν να ακυρωθούν εντός προθεσμίας τριών ετών.

14.

Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2014, ο εισαγγελέας περιβαλλοντικών υποθέσεων της Κάτω Αυστρίας ζήτησε από την Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας να διαπιστώσει αν οι μονάδες, δραστηριότητες και ενέργειες της ASA Abfall στη Wiener Neustadt πληρούσαν, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού, τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε κάποια από τις περιπτώσεις του UVP-G 2000 και, ως εκ τούτου, αν υφίστατο υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

15.

Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014, η Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Αυστρίας διαπίστωσε ότι η μονάδα επεξεργασίας εναλλακτικών καυσίμων στη Wiener Neustadt δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η εν λόγω διαπίστωση στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στη διάταξη του άρθρου 46, παράγραφος 20, σημείο 4, του UVP-G 2000, κατά την οποία οι παλαιές μονάδες τεκμαίρεται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον UVP-G 2000 μετά την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας του άρθρου 3, παράγραφος 6, του UVP-G 2000.

16.

Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο Stadt Wiener Neustadt άσκησε προσφυγή. Μετά την απόρριψή της σε πρώτο βαθμό, ο Stadt Wiener Neustadt άσκησε ένδικο μέσο ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία). Το Verwaltungsgerichtshof (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

Απαγορεύουν οι διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 1, παράγραφος 4, της αναδιατυπωμένης οδηγίας ΕΕΠ ή/και το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, ως είχε πριν τροποποιηθεί, εθνική ρύθμιση κατά την οποία τα έργα για τα οποία υφίστατο υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον, όμως δεν διέθεταν άδεια βάσει του εθνικού Umweltverträglichkeitsprüfungsgesetz ([νόμου για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων] UVP-G 2000), αλλά μόνο βάσει κάποιου ειδικού νόμου (π.χ. βάσει του Abfallwirtschaftsgesetz [νόμου περί διαχειρίσεως αποβλήτων]), η άδεια δε αυτή δεν μπορούσε πλέον να ακυρωθεί μετά τις 19 Αυγούστου 2009 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του τροποποιημένου UVP-G 2009) λόγω παρελεύσεως της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία τριετούς προθεσμίας (άρθρο 3, παράγραφος 6, του UVP-G 2000), τεκμαίρεται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον UVP-G 2000, ή συνάδει μια τέτοια ρύθμιση με τις κατοχυρωμένες από το δίκαιο της Ένωσης αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης;

17.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Stadt Wiener Neustadt, η ASA Abfall καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV – Νομική εκτίμηση

18.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο το ζήτημα κατά πόσον συνάδει με την οδηγία ΕΕΠ το να θεραπεύεται η μη υποβολή σχεδίου στην απαιτούμενη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μέσω της κατά πλάσμα δικαίου χορηγήσεως αδείας σύμφωνα με τις διατάξεις με τις οποίες η οδηγία ΕΕΠ μεταφέρθηκε στην εθνική νομοθεσία.

19.

Αντιθέτως, το ζήτημα αν η επίμαχη μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων όφειλε να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ( 6 ) ή το ζήτημα αν όλες οι απαιτήσεις που τίθενται στο πλαίσιο τέτοιας εκτιμήσεως ικανοποιήθηκαν στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας ( 7 ) δεν αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

20.

Για να απαντηθεί το προδικαστικό ερώτημα πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί πώς είχε η οδηγία ΕΕΠ κατά τον κρίσιμο χρόνο (σχετικώς υπό Α), και εν συνεχεία να εξετασθούν η θεμελιώδης υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σχετικώς υπό Β), ακολούθως η ρητώς μνημονευόμενη στο ερώτημα διάταξη η οποία ρυθμίζει τη χορήγηση αδείας σε σχέδια με νομοθετική πράξη, ήτοι το πρώην άρθρο 1, παράγραφος 4 ή 5, νυν άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΕΠ (σχετικώς υπό Γ), και εν τέλει η αρχή της αποτελεσματικότητας η οποία διέπει την πρακτική εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (σχετικώς υπό Δ).

Α – Επί της οδηγίας ΕΕΠ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο

21.

Μολονότι η επίμαχη αίτηση εκδόσεως διαπιστωτικής αποφάσεως υποβλήθηκε το 2014 και η τελική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί πριν από το 2017, εντούτοις η υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κρίνεται δυνάμει των διατάξεων που εφαρμόζονταν επί της σχετικής αδείας. Ως εκ τούτου, κρίσιμη εν προκειμένω μπορεί να λογιστεί μόνο η άδεια επεκτάσεως δυναμικότητας, η οποία χορηγήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2002, καθότι οι υπόλοιπες άδειες χορηγήθηκαν πριν από την ένταξη της Αυστρίας στην Ένωση.

22.

Στις 10 Δεκεμβρίου 2002 η οδηγία 85/337 ίσχυε ως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 97/11. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της τελευταίας ως άνω οδηγίας, οι τροποποιήσεις που επέφερε εφαρμόζονταν σε αιτήσεις αδείας που είχαν υποβληθεί μετά τη 14η Μαρτίου 1999.

23.

Καθότι η ASA Abfall υπέβαλε στις 17 Ιουνίου 2002 την αίτηση για την άδεια που της χορηγήθηκε τελικώς στις 10 Δεκεμβρίου 2002 ( 8 ), η οδηγία 85/337 εφαρμόζεται επομένως ως ίσχυε τροποποιημένη με την οδηγία 97/11.

Β – Επί της υποχρεώσεως υποβολής σε εκτίμηση

24.

Αφετηρία για την απάντηση του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να αποτελέσει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΕΠ. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι, πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

25.

Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί σχετικώς ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους να λάβουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, κάθε αναγκαίο γενικό ή ειδικό μέτρο ώστε τα σχέδια να υποβληθούν σε εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πραγματοποιηθεί μελέτη ως προς τις επιπτώσεις αυτές. Αποτελούν ιδίως τέτοια ειδικά μέτρα, εντός των ορίων της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, η ανάκληση ή η αναστολή ήδη χορηγηθείσας αδείας προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων του οικείου σχεδίου στο περιβάλλον όπως προβλέπεται από την οδηγία ΕΕΠ ( 9 ).

26.

Η προβλεπόμενη στην αυστριακή νομοθεσία κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μη υποβολή σε εκτίμηση έργων στα οποία χορηγήθηκε άδεια κατά παραβίαση της οδηγίας ΕΕΠ. Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας ενδεχομένως στηρίζεται σε προβλεπόμενες εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση.

Γ – Επί των εξαιρέσεων από την υποχρέωση υποβολής σε εκτίμηση

27.

Όπως υποδηλώνεται ήδη στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και όπως τονίζουν ο Stadt Wiener Neustadt καθώς και η Επιτροπή, η κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας σε άγνωστο αριθμό σχεδίων, για τα οποία απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, δεν μπορεί να στηριχθεί στην εξαίρεση που ισχύει για τη χορήγηση αδείας σε επιμέρους σχέδια δυνάμει νομοθετικής πράξεως, την οποία προέβλεπε τότε το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΕΠ (μεταγενέστερο άρθρο 1, παράγραφος 4, νυν άρθρο 2, παράγραφος 5, κατόπιν τροποποιήσεως).

28.

Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής προϋποθέτει, αφενός, το σχέδιο να εγκρίνεται λεπτομερώς με ειδική νομοθετική πράξη· αφετέρου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με την οδηγία, συμπεριλαμβανομένου αυτού της παροχής πληροφοριών, πρέπει να επιτυγχάνονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας ( 10 ). Το τελευταίο προέκυπτε μεν ήδη από το άρθρο 1, παράγραφος 4 ή 5, της οδηγίας, όπως ίσχυε προγενέστερα, αρθρώθηκε όμως κατά τρόπο πιο ρητό κατά την πιο πρόσφατη τροποποίηση της σχετικής διατάξεως, ήτοι στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας ΕΕΠ, όπως ισχύει σήμερα.

29.

Αντιθέτως, η κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας σε σχέδια θεσπίσθηκε στην Αυστρία χωρίς τα οικεία σχέδια ή οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον να έχουν λεπτομερώς καταστεί γνωστά ή –πολλώ δε μάλλον– εξετασθεί. Συνεπώς, ούτε πρόκειται για ειδική νομοθετική πράξη με την οποία εγκρίθηκαν ορισμένα σχέδια, αλλά ούτε και επιτεύχθηκαν οι σκοποί της οδηγίας ΕΕΠ μέσω της νομοθετικής διαδικασίας.

30.

Τούτο δεν πρέπει, ωστόσο, να παρερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εξαίρεση που ισχύει για τη χορήγηση αδείας σε σχέδια δυνάμει νομοθετικής πράξεως αντιτίθεται στη θέσπιση της κατά πλάσμα δικαίου χορηγήσεως αδείας. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή απλώς δεν περιλαμβάνει ρύθμιση σχετικά με τη θέσπιση κατά πλάσμα δικαίου χορηγήσεως αδείας σε σχέδια για τα οποία απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων.

31.

Χάριν πληρότητας, επισημαίνεται ότι το ίδιο ισχύει και για τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στην οδηγία ΕΕΠ: δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, αλλά δεν περιλαμβάνουν επίσης κάποια ρύθμιση περί κατά πλάσμα δικαίου χορηγήσεως αδείας.

Δ – Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας

32.

Πρέπει, εντούτοις, να υπομνηστεί ότι η ανωτέρω ( 11 ) αναφερθείσα υποχρέωση ανακλήσεως ή αναστολής των εν ισχύι αδειών που χορηγήθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ισχύει εντός των ορίων της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών ( 12 ).

33.

Κατά την αρχή αυτή, οι εφαρμοστέες διαδικαστικές λεπτομέρειες, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους. Δεν επιτρέπεται όμως να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 13 ).

34.

Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν προκύπτει ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας.

1. Επί της εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως (θεραπείας) παραβάσεων

35.

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντίκειται μεν σε εθνικούς κανόνες που επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη νομιμοποίηση παράτυπων, κατά το εν λόγω δίκαιο, δραστηριοτήτων ή πράξεων. Μια τέτοια δυνατότητα εξαρτάται, ωστόσο, από την προϋπόθεση ότι δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να παρακάμψουν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να αποφύγουν να τους εφαρμόσουν, καθώς και ότι παρέχεται κατ’ εξαίρεση ( 14 ).

36.

Χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί διεξοδικότερα το ζήτημα ποιες είναι οι «ορισμένες περιπτώσεις» οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τη νομιμοποίηση ή το ζήτημα αν συντρέχει κίνδυνος παρακάμψεως των κανόνων, διαπιστώνεται ότι η κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση άδειας που προβλέπεται στην αυστριακή νομοθεσία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.

37.

Μολονότι το πλάσμα δικαίου αφορά έναν κατ’ αρχήν κλειστό κύκλο σχεδίων, ήτοι τα σχέδια στα οποία χορηγήθηκε άδεια πριν από περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της ρυθμίσεως που θεσπίζει το πλάσμα δικαίου, ωστόσο δεν είναι σαφές ποια σχέδια ωφελούνται πράγματι από τη ρύθμιση αυτή επειδή τους χορηγήθηκε άδεια χωρίς να προηγηθεί εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων παρά τη σχετική υποχρέωση που υπείχαν. Προκειμένου τούτο να διασαφηνιστεί, θα πρέπει να εξεταστούν όλα τα σχέδια στα οποία χορηγήθηκε άδεια στην Αυστρία κατά την επίμαχη χρονική περίοδο και τα οποία είναι δυνατό να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΕΠ, αλλά δεν υποβλήθηκαν σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων.

38.

Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε εσχάτως, σε συνάρτηση με την οδηγία σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων ( 15 ), η οποία έχει πολλές ομοιότητες με την οδηγία ΕΕΠ, ότι ακόμη και η μόνον προσωρινή διατήρηση σε ισχύ σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία καταρτίστηκαν κατά παραβίαση της πρώτης ως άνω οδηγίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την κατά περίπτωση εκτίμηση και υπόκειται σε περαιτέρω αυστηρούς όρους ( 16 ). Λόγω όμως της ρυθμιστικής διαρθρώσεως της κατά πλάσμα δικαίου χορηγήσεως αδείας που προβλέπεται στην αυστριακή νομοθεσία, η κατά περίπτωση εκτίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εν προκειμένω δυνατή.

2. Επί της εγκυρότητας των αποκλειστικών προθεσμιών

39.

Από τα ανωτέρω δεν συνάγεται, ωστόσο, ότι όλες ανεξαιρέτως οι άδειες που χορηγήθηκαν χωρίς να προηγηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παρά τη σχετική υποχρέωση που ίσχυε για τα οικεία σχέδια, πρέπει να ανακληθούν ή να ανασταλούν προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποβολή σε τέτοια εκτίμηση. Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας προσφυγής είναι για λόγους ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί αρχή που προστατεύει ταυτοχρόνως τους πολίτες και τις αρχές, σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες κατά βάση δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης ( 17 )· συνάδουν, συνεπώς, με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

40.

Η προθεσμία τριών ετών για την ακύρωση αδείας που χορηγήθηκε χωρίς να προηγηθεί η απαιτούμενη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων φαίνεται, ως εκ τούτου, ότι είναι κατάλληλη, και μάλιστα ευνοϊκή, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι –όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης ο Stadt Wiener Neustadt– είχαν ή όφειλαν να έχουν λάβει γνώση της αδείας ( 18 ).

41.

Επομένως, χάριν ασφάλειας δικαίου, η οδηγία ΕΕΠ και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ακυρώσουν άδεια που χορηγήθηκε σε σχέδιο έργου κατά παραβίαση της εν λόγω οδηγίας, εφόσον έχουν παρέλθει τρία έτη από τη χορήγηση αυτή.

3. Επί των περαιτέρω υποχρεώσεων εκ της οδηγίας ΕΕΠ

42.

Η καταλληλότητα της ταχθείσας αποκλειστικής προθεσμίας για την προσβολή αδείας δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η άδεια αυτή χορηγήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας ΕΕΠ. Τούτο καταδεικνύεται ήδη από το γεγονός ότι το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ, αφενός, της μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρεπτής νομιμοποιήσεως αδείας και, αφετέρου, των κατάλληλων αποκλειστικών προθεσμιών οι οποίες δεν έχουν χαρακτήρα εξαιρέσεως. Η διάκριση αυτή έχει όμως επίσης πρακτικές συνέπειες, καθότι, όσον αφορά το επίμαχο σχέδιο, είναι δυνατό να εξακολουθούν να ισχύουν, παρά την αποκλειστική προθεσμία, περαιτέρω υποχρεώσεις εκ της οδηγίας ΕΕΠ.

43.

Το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει την ισχύ τέτοιων υποχρεώσεων στις περιπτώσεις που προκύπτει ότι, από της ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας ΕΕΠ, εργασίες ή επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον που πρέπει να θεωρηθούν σχέδιο υπό την έννοια της οδηγίας αυτής πραγματοποιήθηκαν σε συνάρτηση με ορισμένο σχέδιο χωρίς οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους να έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την παράλειψη αυτή στο στάδιο χορηγήσεως μεταγενέστερης άδειας και να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας μέσω της διενέργειας τέτοιας εκτιμήσεως τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας ( 19 ).

44.

Στην περίπτωση της επίμαχης μονάδας δεν αποκλείεται, επί παραδείγματι, για την κατασκευή της δεύτερης γραμμής επεξεργασίας για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διαχείριση αποβλήτων, να απαιτείται περαιτέρω και οικοδομική άδεια. Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως τέτοιας αδείας, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων, εφόσον συνέτρεχε εξ αρχής σχετική υποχρέωση.

45.

Ούτε η ασφάλεια δικαίου, αλλά ούτε και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περί διατηρήσεως της ισχύος της αδείας αντιτίθενται στην υποχρέωση της εκ των υστέρων πραγματοποιήσεως της παραλειφθείσας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

46.

Τούτο, διότι η εκτίμηση καθεαυτή δεν επιφέρει έννομες συνέπειες όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες που διέπουν τη στάθμιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με άλλους παράγοντες και ούτε επιβάλλει απαγόρευση της υλοποιήσεως σχεδίων έργων που ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ( 20 ). Μολονότι σε περίπτωση εντοπισμού σοβαρών περιβαλλοντικών παραβάσεων η ορθή αντιμετώπιση πρέπει να είναι η λήψη αποτρεπτικών μέτρων ή η μη υλοποίηση του σχεδίου έργου, ωστόσο, σε περίπτωση που τούτο δεν συμβεί, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων εξακολουθεί να επιτελεί λειτουργία συλλογής, τεκμηριώσεως και διαβιβάσεως πληροφοριών περί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ( 21 ).

47.

Το μειονέκτημα για τον κύριο του έργου έγκειται κυρίως στη δαπάνη της εκτιμήσεως· ωστόσο την επιβάρυνση αυτή θα την είχε επίσης επωμιστεί και εάν το έργο είχε υποβληθεί σε εκτίμηση κατά τον χρόνο που έπρεπε. Η τυχόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη περί αποφυγής του μειονεκτήματος αυτού, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος για παροχή στους θιγόμενους από το έργο πλήρους πληροφορήσεως περί των επιπτώσεών του στο περιβάλλον καθώς και δυνατότητας να εκφέρουν γνώμη επ’ αυτού.

48.

Η ζητηθείσα στην κύρια δίκη διαπίστωση ότι απαιτείται υποβολή του σχεδίου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποτελεί κατάλληλο μέσο για την επίτευξη της εκ των υστέρων πραγματοποιήσεως της παραλειφθείσας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τούτο, διότι τέτοια διαπίστωση καθιστά περιττή πλέον κάθε αντιδικία στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας χορηγήσεως αδείας σχετικά με το αν για τις εργασίες του παρελθόντος ήταν αναγκαία η εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν εκ των υστέρων.

49.

Αντιθέτως, συντρέχει κίνδυνος η κατά πλάσμα δικαίου χορήγηση αδείας σύμφωνα με την οδηγία ΕΕΠ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επίμαχη άδεια όχι μόνον είναι απρόσβλητη, αλλά πληροί και όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας.

50.

Συμπερασματικώς, το πλάσμα δικαίου κατά το οποίο άδεια για σχέδιο έργου θεωρείται ότι χορηγήθηκε σύμφωνα με την οδηγία ΕΕΠ, εφόσον έχουν παρέλθει τρία έτη από την κατά παραβίαση της οδηγίας χορήγηση της αδείας, δεν συνάδει με την οδηγία και με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

V – Πρόταση

51.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Χάριν ασφάλειας δικαίου, η οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως ίσχυε τροποποιημένη με την οδηγία 97/11/ΕΚ, και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ακυρώσουν άδεια που χορηγήθηκε σε σχέδιο έργου κατά παραβίαση της εν λόγω οδηγίας, εφόσον έχουν παρέλθει τρία έτη από τη χορήγηση αυτή.

2)

Το πλάσμα δικαίου κατά το οποίο άδεια για σχέδιο έργου θεωρείται ότι χορηγήθηκε σύμφωνα με την οδηγία 85/337, όπως ίσχυε τροποποιημένη με την οδηγία 97/11, εφόσον έχουν παρέλθει τρία έτη από την κατά παραβίαση της οδηγίας χορήγηση της αδείας, δεν συνάδει με την οδηγία και με την αρχή της αποτελεσματικότητας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Νυν οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1), η οποία τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 124, σ. 1).

( 3 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Leth (C‑420/11, EU:C:2013:166), της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203), της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Marktgemeinde Straßwalchen κ.λπ. (C‑531/13, EU:C:2015:79), καθώς και της 16ης Απριλίου 2015, Gruber (C‑570/13, EU:C:2015:231).

( 4 ) Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), όπως ίσχυε τροποποιημένη με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ 1997, L 73, σ. 5).

( 5 ) Οδηγία 2011/92 όπως ίσχυε αρχικώς.

( 6 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑486/04 [Massafra], EU:C:2006:732, σκέψεις 40 επ.).

( 7 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Gruber (C‑570/13, EU:C:2014:2374, σημεία 55 έως 59).

( 8 ) Σελίδα 12 της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2002 (παράρτημα στο δικόγραφο της ASA Abfall).

( 9 ) Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 65).

( 10 ) Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Solvay κ.λπ. (C‑182/10, EU:C:2012:82, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ. σημείο 25 ανωτέρω.

( 12 ) Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 65).

( 13 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 67), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψεις 26 και 27).

( 14 ) Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2008, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑215/06, EU:C:2008:380, σκέψη 57), καθώς και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 87).

( 15 ) Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30).

( 16 ) Απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Association France Nature Environnement (C‑379/15, EU:C:2016:603, ιδίως σκέψη 43).

( 17 ) Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), της 17ης Νοεμβρίου 1998, Aprile (C‑228/96, EU:C:1998:544, σκέψη 19), της 30ής Ιουνίου 2011, Meilicke κ.λπ. (C‑262/09, EU:C:2011:438, σκέψη 56), και της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 28).

( 18 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Lesoochranárske zoskupenie VLK (C‑243/15, EU:C:2016:491, σκέψη 108).

( 19 ) Απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (C‑275/09, EU:C:2011:154, σκέψη 37).

( 20 ) Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Leth (C‑420/11, EU:C:2013:166, σκέψη 46).

( 21 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Leth (C‑420/11, EU:C:2012:701, σημεία 49 επ.).