ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 20ής Απριλίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑135/15

Republik Griechenland

κατά

Γρηγορίου Νικηφορίδη

[αίτηση του Bundessozialgericht (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση εργασίας — Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι) — Άρθρο 28 — Πεδίο εφαρμογής ratione temporis — Άρθρο 9, παράγραφος 3 — Διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου — Διάταξη κράτους μέλους περί μείωσης των αποδοχών εργαζομένων του δημοσίου τομέα εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης»

Εισαγωγή

1.

Η προβληματική των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου αποτελεί ένα από τα ζητήματα που απασχολούν επί σειρά ετών το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι δύσκολο ακόμη και να εκτιμηθεί ο αριθμός των μονογραφιών και άλλων επιστημονικών μελετών που είναι αφιερωμένες στο ζήτημα αυτό. Ταυτοχρόνως, ο αριθμός δικαστικών υποθέσεων —περιλαμβανομένων και διαιτητικών διαδικασιών— στις οποίες τίθεται άμεσα η προβληματική αυτή είναι σχετικά μικρός.

2.

Στις 19 Ιουνίου 1980 τα κράτη μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας υπέγραψαν τη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές ( 2 ). Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης αυτής —το σχετικό με τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου— υπήρξε διάταξη όχι μόνο ρηξικέλευθη αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

3.

Η σύμβαση αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1991. Την 1η Αυγούστου 2004 τέθηκε σε ισχύ το πρωτόκολλο αριθ. 1, δυνάμει του οποίου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέκτησε αρμοδιότητα να ερμηνεύει τις διατάξεις της εν λόγω σύμβασης.

4.

Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει ορισμένα από τα αμφισβητούμενα ζητήματα που συνδέονται με την προβληματική των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, υπό το πρίσμα της διάταξης που αντικατέστησε το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης, δηλαδή του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι. Το ζήτημα αυτό, το οποίο αποτελεί διαρκώς πηγή έντονων συζητήσεων στην θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εγγράφεται για πρώτη φορά στο πινάκιο του Δικαστηρίου 36 χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης της Ρώμης. Ταιριάζει επομένως το ρητό «Κάλλιο αργά παρά ποτέ»!

Νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση της Ρώμης

5.

Το άρθρο 7 της σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, με τίτλο «Κανόνες αναγκαστικού δικαίου [άμεσης εφαρμογής]», έχει ως εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του δικαίου μιας συγκεκριμένης χώρας σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις [...] διατάξεις [άμεσης εφαρμογής] άλλης χώρας με την οποία η περίπτωση παρουσιάζει στενό σύνδεσμο, αν και στο μέτρο που, σύμφωνα με το δίκαιο της τελευταίας αυτής χώρας, οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέες οποιοδήποτε δίκαιο κι αν διέπει τη σύμβαση. Για να αποφασισθεί αν θα δοθεί ισχύς σ’ αυτές τις [...] διατάξεις [άμεσης εφαρμογής], θα ληφθεί υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή μη εφαρμογής τους.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.»

6.

Σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης, κάθε συμβαλλόμενο κράτος μπορεί κατά την υπογραφή, την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση να επιφυλαχθεί να μην εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 1.

7.

Η Σύμβαση της Ρώμης αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) ( 3 ).

Το δίκαιο της Ένωσης

8.

Το άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη Ι, με τίτλο «Υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου [διατάξεις άμεσης εφαρμογής] είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των [διατάξεων άμεσης εφαρμογής] του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.

3.   Είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις [διατάξεις άμεσης εφαρμογής] της χώρας όπου πρέπει να εκπληρωθούν ή έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, στο μέτρο που οι εν λόγω [διατάξεις άμεσης εφαρμογής] καθιστούν παράνομη την εκτέλεση της σύμβασης. Προκειμένου να κριθεί αν θα δοθεί ισχύς στις συγκεκριμένες διατάξεις, λαμβάνονται υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή της μη εφαρμογής τους.»

9.

Το άρθρο 28 του κανονισμού Ρώμη Ι, με τίτλο «Διαχρονική εφαρμογή», ορίζει τα κατωτέρω:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009.»

Το γερμανικό δίκαιο

10.

Η παράγραφος 34 του Einführungsgesetz zum Bürgerlichen Gesetzbuch (EGBGB) (εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα), η οποία καταργήθηκε με ισχύ από τις 17 Δεκεμβρίου 2009, είχε ως ακολούθως:

«Οι διατάξεις της παρούσας υποενότητας δεν θίγουν την εφαρμογή των γερμανικών κανόνων δικαίου οι οποίοι ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση.»

11.

Υπό το πρίσμα της νομολογίας και της θεωρίας του γερμανικού δικαίου, η ανωτέρω διάταξη δεν απέκλειε την εφαρμογή των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους, ή τουλάχιστον τη συνεκτίμηση των διατάξεων αυτών ως πραγματικό στοιχείο στο πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων του εφαρμοστέου δικαίου που περιέχουν αόριστες νομικές έννοιες (ausfüllungsbedürftige Rechtsnormen).

12.

Η παράγραφος 241.2 του Bürgerliches Gesetzbuch (BGB) (γερμανικού Αστικού Κώδικα) έχει ως εξής:

«Αναλόγως του περιεχομένου της, η ενοχή μπορεί να συνεπάγεται την υποχρέωση καθενός από τους αντισυμβαλλομένους να λάβει υπόψη τα δικαιώματα, τα έννομα αγαθά και τα συμφέροντα του έτερου μέρους.»

Διαδικασία της κύριας δίκης

13.

Ο Γρηγόριος Νικηφορίδης, ενάγων της κύριας δίκης, είναι δάσκαλος απασχολούμενος σε δημοτικό σχολείο το οποίο λειτουργεί υπ’ ευθύνη της Republik Griechenland (Ελληνικής Δημοκρατίας) και βρίσκεται στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας.

14.

Στις αρχές του 2010, λόγω της κρίσης χρέους, το Ελληνικό Κοινοβούλιο θέσπισε τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 ( 4 ) με αντικείμενο τη μείωση των δημοσίων δαπανών. Με τους εν λόγω νόμους μειώθηκαν οι αποδοχές των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, περιλαμβανομένων των δασκάλων των απασχολούμενων στα δημόσια σχολεία.

15.

Επικαλούμενη τους προαναφερθέντες νόμους, η Republik Griechenland μείωσε τις αποδοχές του Γ. Νικηφορίδη.

16.

Ο Γρηγόριος Νικηφορίδης προσέφυγε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων κατά του εργοδότη του, της Republik Griechenland, εκπροσωπούμενης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σε σχέση με τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2010 έως τον Δεκέμβριο του 2012.

17.

Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2012, το Arbeitsgericht Nürnberg (δικαστήριο εργατικών διαφορών της Νυρεμβέργης) απέρριψε την αγωγή επικαλούμενο ετεροδικία του ελληνικού κράτους. Με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2013, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίστηκε από το Landesarbeitsgericht Nürnberg (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών της Νυρεμβέργης), το οποίο αποφάνθηκε υπέρ του Γ. Νικηφορίδη. Κατά της απόφασης του Landesarbeitsgericht, η Republik Griechenland άσκησε αίτηση αναίρεσης (Revision) ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών της Γερμανίας).

18.

Στην αναιρετική διαδικασία (Revision), το Bundesarbeitsgericht διαπίστωσε ότι τα μέρη συνδέονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μη καλυπτόμενη από την ετεροδικία του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, επιβεβαίωσε τη διεθνή δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 5 ).

19.

Επιπλέον, το Bundesarbeitsgericht έκρινε ότι η σχέση εργασίας διέπεται από το γερμανικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο για τη μείωση των αποδοχών απαιτείται τροποποίηση της σύμβασης εργασίας (Änderungsvertrag) ή ειδοποίηση μονομερούς τροποποίησης (Änderungskündigung). Ως εκ τούτου, για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς καθοριστική σημασία έχει το ζήτημα αν στη σχέση εργασίας μεταξύ των μερών είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι διατάξεις των ελληνικών νόμων 3833/2010 και 3845/2010 ή, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, να δοθεί ισχύς στις διατάξεις αυτές.

Προδικαστικά ερωτήματα και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesarbeitsgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 28 του κανονισμού Ρώμη Ι την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται επί εργασιακών σχέσεων αποκλειστικώς και μόνον όταν η έννομη σχέση στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας η οποία έχει συναφθεί μετά τις 16 Δεκεμβρίου 2009, ή μήπως κάθε μεταγενέστερη συναίνεση των συμβαλλομένων για την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης υπό την ίδια ή υπό τροποποιημένη μορφή έχει ως αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω κανονισμός;

2)

Αποκλείει το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I μόνον την άμεση εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου [διατάξεων άμεσης εφαρμογής] τρίτης χώρας στην οποία δεν πρέπει να εκπληρωθούν ή δεν έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση ή μήπως και την έμμεση συνεκτίμηση των διατάξεων αυτών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της χώρας της οποίας το δίκαιο διέπει τη σύμβαση;

3)

Έχει σημασία από νομικής απόψεως η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, όταν τα εθνικά δικαστήρια αποφασίζουν αν θα εφαρμόσουν κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου [διατάξεις άμεσης εφαρμογής] τρίτης χώρας;»

21.

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2015.

22.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική και η Ελληνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ανωτέρω, όπως και ο Γ. Νικηφορίδης, παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Φεβρουαρίου 2016.

Ανάλυση

23.

Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εγείρει ορισμένα ζητήματα σχετικά με την προβληματική των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου. Η προβληματική αυτή είναι οικεία στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και αποτελεί ταυτοχρόνως αντικείμενο πολυάριθμων αντιπαραθέσεων —κυρίως στη θεωρία.

24.

Οι δυσχέρειες κατανόησης των ζητημάτων που συναρτώνται με τις εν λόγω διατάξεις ανακύπτουν σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο από τη σύμβαση της Ρώμης, από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των κρατών μελών και από τον κανονισμό Ρώμη Ι.

25.

Κατ’ αντιδιαστολή προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι εξαρτά την αναγνώριση ισχύος στις διατάξεις αλλοδαπού δικαίου από αυστηρώς καθοριζόμενες προϋποθέσεις. Η εν λόγω αναγνώριση ισχύος επιφυλάσσεται μόνο στις περιπτώσεις διατάξεων του κράτους στο οποίο έχουν εκπληρωθεί ή πρέπει να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση. Εκτός αυτού, η αναγνώριση ισχύος τέτοιων διατάξεων γίνεται δεκτή μόνο στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις καθιστούν παράνομη την εκτέλεση της σύμβασης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η πρώτη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν στην υπό κρίση υπόθεση πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση.

26.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς είναι καθοριστικής σημασίας να διευκρινιστεί αν, στο πλαίσιο καθορισμού των υποχρεώσεων των μερών μιας σύμβασης εργασίας διεπόμενης από το γερμανικό δίκαιο, επιτρέπεται η συνεκτίμηση των διατάξεων περί μείωσης των αποδοχών οι οποίες περιλαμβάνονται στους ελληνικούς νόμους 3833/2010 και 3845/2010. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι ανωτέρω διατάξεις —οι οποίες είναι αναγκαστικού δικαίου, η δε τήρησή τους αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ελλάδας— συνιστούν δίχως άλλο διατάξεις άμεσης εφαρμογής υπό την έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

27.

Το δικαστήριο αυτό εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν ο κανονισμός Ρώμη Ι έχει εφαρμογή ratione temporis για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε έννομη σχέση που δημιουργήθηκε με σύμβαση εργασίας συναφθείσα πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2009 ( 6 ) (πρώτο προδικαστικό ερώτημα).

28.

Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κανονισμός Ρώμη Ι εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία ratione temporis, αντίκειται προς το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού η μέχρι τούδε πρακτική των γερμανικών δικαστηρίων η οποία συνίσταται όχι στην άμεση εφαρμογή, αλλά μόνο στην έμμεση συνεκτίμηση των διατάξεων αλλοδαπού δικαίου στο πλαίσιο εφαρμογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα).

29.

Επίσης, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αν, προκειμένου να αποφασιστεί αν θα ληφθούν υπόψη οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής άλλου κράτους μέλους, ασκεί επιρροή η κατοχυρούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (τρίτο προδικαστικό ερώτημα).

30.

Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα αναλύσω διαδοχικά τα τρία αυτά ερωτήματα.

Δυνατότητα εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού Ρώμη Ι (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

31.

Θέτοντας το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού Ρώμη Ι, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν στην υπό κρίση διαφορά, η οποία αφορά σύμβαση εργασίας συναφθείσα πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2009, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του κανονισμού αυτού ή αν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ίσχυσαν προτού τεθεί σε ισχύ ο εν λόγω κανονισμός.

32.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο νομοθέτης ρύθμισε ρητώς το χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι ως προς τις ήδη υφιστάμενες έννομες σχέσεις, ορίζοντας, με το άρθρο 28, ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται στις «συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009» ( 7 ).

33.

Δεδομένου ότι ο νομοθέτης ρύθμισε ρητώς το ζήτημα της διαχρονικής εφαρμογής, αποκλείεται η δυνατότητα προσφυγής στις γενικές αρχές, και ειδικότερα στην αρχή της άμεσης ισχύος νέου νόμου σε έννομη σχέση όσον αφορά τα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος προϊσχύσαντος δικαίου ( 8 ).

34.

Κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω γενική αρχή, η ρύθμιση που περιέχει το άρθρο 28 «παγώνει» το έννομο καθεστώς που διέπει συγκεκριμένη σύμβαση στην ημερομηνία της σύναψής της ( 9 ).

35.

Για την ερμηνεία του άρθρου 28 πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το ζήτημα αν η διάταξη αυτή, στο μέτρο που συναρτά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι με το γεγονός της σύναψης σύμβασης, εισάγει στο δίκαιο της Ένωσης την αυτοτελή έννοια της «σύναψης σύμβασης» ή παραπέμπει στις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

36.

Είμαι της γνώμης ότι η συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 28 αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα να γίνει αντιληπτή η «σύναψη σύμβασης» ως αυτοτελής έννοια.

37.

Είναι αληθές ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στις πράξεις της Ένωσης πρέπει —καταρχήν— να ερμηνεύονται αυτοτελώς. Τούτο ισχύει και ως προς τις έννοιες οι οποίες περιλαμβάνονται στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της Ένωσης ( 10 ).

38.

Κατά την πεποίθησή μου όμως, η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται στην ερμηνεία της έννοιας «σύναψη σύμβασης» του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι.

39.

Όπως ορθώς επισημαίνουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, κατά το άρθρο 10 του κανονισμού Ρώμη Ι, η ύπαρξη και το κύρος σύμβασης διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση σύμφωνα με τον κανονισμό, εφόσον η σύμβαση αυτή ήταν έγκυρη.

40.

Φρονώ ότι, προκειμένου να καθοριστεί το χρονικό σημείο της σύναψης της σύμβασης για τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό ( 11 ).

41.

Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν καταρχάς λόγοι πρακτικής φύσης. Η σύναψη σύμβασης αποτελεί πράξη άρρηκτα συνδεδεμένη με το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται η συγκεκριμένη σύμβαση. Στο δίκαιο της Ένωσης, δεν υπάρχει καμία απολύτως διάταξη η οποία να διέπει το ζήτημα της σύναψης σύμβασης ( 12 ). Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί στο δίκαιο της Ένωσης αυτόνομη έννοια της σύναψης σύμβασης.

42.

Ακόμα όμως και αν αναπτυσσόταν τέτοια έννοια, η εφαρμογή της θα προσέκρουε σε σημαντικά πρακτικά προβλήματα. Δεν θα ήταν σαφές ποια λύση πρέπει να ακολουθηθεί στην περίπτωση που υπό το πρίσμα της αυτόνομης έννοιας η σύμβαση θα λογιζόταν ότι έχει συναφθεί, ενώ υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου σε αυτήν δικαίου η σύμβαση δεν θα είχε αρχίσει να παράγει αποτελέσματα. Ανάλογες αμφιβολίες θα δημιουργούνταν στην περίπτωση που θα αντιμετωπίζαμε την αντίστροφη κατάσταση.

43.

Θεωρητικώς, θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει δεκτή η λύση σύμφωνα με την οποία η αυτοτελής έννοια του «χρονικού σημείου σύναψης της σύμβασης» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι η σύμβαση έχει συναφθεί εγκύρως σύμφωνα με το δίκαιο που τη διέπει. Κατά τη γνώμη μου όμως η λύση αυτή θα ήταν υπερβολικά περίπλοκη και μη πρακτική. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση σχετικά με το χρονικό σημείο σύναψης της σύμβασης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το εφαρμοστέο δίκαιο βάσει του οποίου καθορίζονται οι πράξεις των υποκειμένων δικαίου οι οποίες οδηγούν σε έγκυρη σύναψη σύμβασης.

44.

Υπέρ της λύσης που προτείνω συνηγορούν επίσης εκτιμήσεις τελολογικής φύσης. Μέσω της εναρμόνισης των κανόνων σύγκρουσης ο νομοθέτης της Ένωσης απέβλεπε μεταξύ άλλων στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου στο πλαίσιο καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου ( 13 ). Σε περίπτωση που η έννοια «σύναψη της σύμβασης» του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι γινόταν αντιληπτή ως αυτοτελής έννοια, μη συνδεόμενη με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει άλλες πτυχές σχετικές με τη σύναψη και το κύρος της ίδιας αυτής σύμβασης, η λύση αυτή θα μείωνε την προβλεψιμότητα του δικαίου.

45.

Επομένως, δεν έχω αμφιβολία ότι η εκτίμηση σχετικά με το χρονικό σημείο σύναψης της σύμβασης υπό την έννοια του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τη lex causae.

46.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα αν η σύμβαση εργασίας μεταξύ των μερών συνάφθηκε κατά την περίοδο μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και, ως εκ τούτου, αν η συμβατική σχέση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι, πρέπει νε επιλυθεί βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, στην υπό κρίση υπόθεση το δίκαιο αυτό είναι το γερμανικό.

47.

Το δίκαιο αυτό καθορίζει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα αν κατά την περίοδο μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009 επήλθε τροποποίηση της συναφθείσας μεταξύ των μερών σύμβασης εργασίας δυνάμενη να θεωρηθεί ως σύναψη νέας σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω σύμβαση διέπεται από τους κανόνες σύγκρουσης που περιέχονται στον κανονισμό Ρώμη Ι ( 14 ).

48.

Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις που εκτίθενται με την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, τούτο δεν φαίνεται πολύ πιθανό. Η σχέση εργασίας μεταξύ των μερών συστάθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1996, και μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2009, οπότε και επήλθε η επίμαχη μονομερής μείωση των αποδοχών, η σύμβαση εργασίας δεν υπέστη τροποποιήσεις.

49.

Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ότι η λύση την οποία προτείνω ενδέχεται να δημιουργήσει ορισμένες αμφιβολίες ως προς τις μακροπρόθεσμες συμβατικές σχέσεις. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, όσον αφορά συμβατικές σχέσεις όπως η σύμβαση μίσθωσης, ή ακόμα, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, η σύμβαση εργασίας. Έννομες σχέσεις τέτοιου είδους ενδέχεται να διαρκούν ακόμα και δεκαετίες. Ήταν πράγματι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης οι τέτοιου είδους έννομες σχέσεις να εξακολουθούν να διέπονται από τους προϊσχύσαντες κανόνες σύγκρουσης τόσα έτη μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού Ρώμη Ι;

50.

Οι κανόνες σύγκρουσης οι οποίοι έχουν ως αποτέλεσμα να εξαιρούνται οι υφιστάμενες συμβάσεις από το πεδίο εφαρμογής νέων κανόνων και να εξακολουθούν να διέπονται από το προϊσχύσαν δίκαιο αποτελεί κατάσταση σχετικά συνήθη στο ιδιωτικό δίκαιο η οποία αναλύεται και από τη θεωρία, ιδιαιτέρως ως προς τα αποτελέσματά της για τις μακροπρόθεσμες συμβατικές υποχρεώσεις. Στην πολωνική θεωρία περί διαχρονικού ιδιωτικού δικαίου, η οποία αναπτύχθηκε έχοντας υπόψη τον νόμο του 1964 (Ustawa z dnia 23 kwietnia 1964 r. Przepisy wprowadzające kodeks cywilny — νόμο της 23ης Απριλίου 1964, εισαγωγικό νόμο του Αστικού Κώδικα) ( 15 ), υποστηρίχθηκε η άποψη ότι οι εν λόγω κανόνες σύγκρουσης δεν μπορούν να εφαρμόζονται μηχανικά, δεν δύνανται δε να καλύπτουν ιδίως τις μακροπρόθεσμες συμβατικές υποχρεώσεις ( 16 ). Κατά την κρατούσα άποψη στη σύγχρονη πολωνική θεωρία, στην περίπτωση μακροπρόθεσμων συμβατικών σχέσεων, δηλαδή εκείνων στο πλαίσιο των οποίων η παροχή έχει διαρκή ή περιοδικό χαρακτήρα, πρέπει να προτιμάται η εφαρμογή του νέου νόμου. Η προσέγγιση αυτή καθιστά δυνατή την αποτροπή του ενδεχομένου ένας σημαντικός αριθμός έννομων σχέσεων να διέπεται για μεγάλο χρονικό διάστημα από διάφορα έννομα καθεστώτα ( 17 ).

51.

Επομένως, δεδομένου του σαφούς γράμματος του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι, δεν ευσταθεί η θέση ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται αναγκαστικά στις μακροπρόθεσμες συμβατικές σχέσεις, εφόσον αυτές έχουν συσταθεί πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2009. Η θέση ότι οι εν λόγω έννομες σχέσεις διέπονται από τον κανονισμό Ρώμη Ι μπορεί να γίνει δεκτή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι επελθούσες μετά την ημερομηνία αυτή τροποποιήσεις της σύμβασης είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν —κατά το εφαρμοστέο δίκαιο— ως σύναψη νέας σύμβασης. Ο καθορισμός του ζητήματος αν στην υπό κρίση υπόθεση συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

52.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, θεωρώ ότι η εκτίμηση σχετικά με το χρονικό σημείο σύναψης της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 28 του κανονισμού Ρώμη Ι πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει του δικαίου από το οποίο θα διεπόταν η συγκεκριμένη σύμβαση αν είχε εφαρμογή ο κανονισμός αυτός.

Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, σημείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης

53.

Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι, η σύμβαση αυτή διέπεται από το σύστημα κανόνων σύγκρουσης που καθιερώνει η σύμβαση της Ρώμης ( 18 ).

54.

Επομένως, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον παρίσταται ανάγκη να προβεί το Δικαστήριο σε ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης, από την οποία διεπόταν το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου προτού η σύμβαση αυτή αντικατασταθεί από τον κανονισμό Ρώμη Ι.

55.

Μολονότι η σύμβαση της Ρώμης δεν αποτελεί πράξη της Ένωσης, εντούτοις, βάσει των άρθρων 1 και 2, στοιχείο αʹ, του πρώτου πρωτοκόλλου της σύμβασης αυτής, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να την ερμηνεύει, μεταξύ άλλων, κατόπιν αίτησης υποβαλλόμενης από ένα εκ των ανώτατων ομοσπονδιακών δικαστηρίων της Γερμανίας.

56.

Δεδομένου ότι, βάσει του προμνησθέντος πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τη σύμβαση της Ρώμης κατόπιν αίτησης του Bundesarbeitsgericht, κατά τη γνώμη μου είναι επίσης αρμόδιο να ερμηνεύσει την εν λόγω σύμβαση κατόπιν και της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής απόφασης, η οποία αφορά τον κανονισμό Ρώμη Ι. Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ρητώς του δικαιώματός του να διευρύνει το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, υπό τον όρο ότι διατηρείται η ουσία του αρχικού προδικαστικού ερωτήματος ( 19 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, η συνεκτίμηση της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης δεν αλλοιώνει την ουσία του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, καθόσον αμφότερες οι διατάξεις διέπουν το ίδιο ζήτημα.

57.

Εντούτοις, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο —αν και διατηρεί αμφιβολίες ως προς το πεδίο εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού Ρώμη Ι— δεν ζητεί την ερμηνεία της σύμβασης της Ρώμης. Σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή ο κανονισμός Ρώμη Ι, το ζήτημα της εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου πρέπει να επιλυθεί, όπως επισημαίνει κατά τα λοιπά και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, βάσει κανόνων του εθνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

58.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιφυλάχθηκε, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης, να μην εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 1. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις, λόγω της ανωτέρω επιφύλαξης, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης που εκκρεμεί ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου.

59.

Είναι όντως αληθές ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τίθεται το ερώτημα αν το γεγονός και μόνον ότι η Γερμανία εξέφρασε επιφύλαξη υπό την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης, είχε ως συνέπεια να μην μπορεί πλέον να συνεχιστεί η πρακτική των γερμανικών δικαστηρίων βάσει της οποίας επιτρέπεται —δυνάμει του εθνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου— η έμμεση συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου.

60.

Η απάντηση όμως στο ερώτημα αυτό απαιτεί ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης. Πρέπει επομένως να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη επιφύλαξης όσον αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1. Κατά τη γνώμη μου, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα αυτό από το Δικαστήριο, καθόσον η διεύρυνση των προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης θα αλλοίωνε την ουσία της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής απόφασης. Ανεξαρτήτως αυτού, σημειώνω —προκαταλαμβάνοντας ελαφρώς την ανάλυση που ακολουθεί— ότι η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι σε θέση να συμβάλει επίσης στην άρση των αμφιβολιών στις οποίες επέστησε την προσοχή η Επιτροπή.

61.

Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, θεωρώ ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν παρίσταται ανάγκη να προβεί το Δικαστήριο σε ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης σχετικά με τον αποκλεισμό εφαρμογής του άρθρου της 7, παράγραφος 1.

Ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

Εισαγωγικές σημειώσεις

62.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι. Η διάταξη αυτή διέπει το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής του δικαίου τρίτου κράτους. Αφορά δηλαδή διατάξεις οι οποίες δεν ανήκουν ούτε στο εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο (lex causae) ούτε στο δίκαιο του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία της κύριας δίκης (lex fori).

63.

Από το περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής απόφασης δύναται να συναχθεί ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει σημασία για το αιτούν δικαστήριο μόνον στην περίπτωση που —βάσει των αντλούμενων από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα κριτηρίων— το δικαστήριο αυτό διαπιστώσει ότι στη διαδικασία της κύριας δίκης έχει εφαρμογή ratione temporis ο κανονισμός Ρώμη Ι.

64.

Όπως όμως προκύπτει, το ζήτημα που θίγει το ερώτημα αυτό έχει ευρύτερο πλαίσιο, η δε εξέτασή του είναι χρήσιμη για την επίλυση της εκκρεμούσας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφοράς λαμβανομένου υπόψη του ισχύοντος δικαίου πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού αυτού.

Η έννοια των διατάξεων άμεσης εφαρμογής

65.

Η έννοια των διατάξεων άμεσης εφαρμογής απαντά στη θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και στη νομολογία πολλών κρατών ( 20 ). Πρόκειται για διατάξεις οι οποίες αποβλέπουν στην προώθηση των ειδικών συμφερόντων ορισμένου κράτους και οι οποίες, λόγω του σκοπού τους, τυγχάνουν εφαρμογής ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου δικαίου στην εξεταζόμενη έννομη σχέση. Με άλλα λόγια, οι ίδιες οι διατάξεις αυτές προσδιορίζουν το πεδίο εφαρμογής τους, το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί ακόμα και όταν οι κανόνες σύγκρουσης παραπέμπουν σε άλλο δίκαιο ως εφαρμοστέο για την εκτίμηση συγκεκριμένης έννομης σχέσης.

66.

Οι διατάξεις αυτού του είδους οφείλουν την ύπαρξή τους στην ολοένα αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στις έννομες σχέσεις. Η εξ ολοκλήρου υπαγωγή ορισμένων έννομων σχέσεων σε αλλοδαπό δίκαιο θεωρήθηκε απαράδεκτη από πλευράς επίτευξης των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων του κάθε κράτους. Συγκεκριμένα, τα κράτη καταβάλλουν προσπάθεια ώστε να προωθούν στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα τα συμφέροντα που προστατεύουν οι εν λόγω διατάξεις, ανεξαρτήτως του δικαίου στο οποίο υπάγεται —δυνάμει των κανόνων σύγκρουσης— η εκάστοτε εξεταζόμενη έννομη σχέση. Το φαινόμενο αυτό είχε παρατηρηθεί και περιγραφεί από τους νομικούς ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα ( 21 ).

67.

Η προβληματική των διατάξεων άμεσης εφαρμογής ελήφθη υπόψη με το άρθρο 7 της σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, την οποία συνήψαν τα κράτη μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η διάταξη αυτή —αρκετά ρηξικέλευθη για την εποχή της— διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο η θεωρία και η δικαστηριακή νομολογία αντιλαμβάνονταν τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής, τούτο δε όχι μόνο στα ευρωπαϊκά κράτη. Το ζήτημα των διατάξεων άμεσης εφαρμογής ρυθμίζεται, αν και όχι ομοιόμορφα, από τη συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων κωδικοποιήσεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στις οποίες έχουν προβεί τα επιμέρους κράτη μέλη ( 22 ).

Διατάξεις άμεσης εφαρμογής και δημόσια τάξη

68.

Αν εξεταστεί λεπτομερέστερα το ιστορικό θέσπισης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής, θα διαπιστωθεί ότι αυτές συνδέονται πολύ στενά με την ιδέα της προστασίας της δημόσιας τάξης. Αρκεί συναφώς η παραπομπή στη διαπίστωση του Friedrich von Savigny ότι η δημόσια τάξη προστατεύεται —ανεξαρτήτως της γενικής ρήτρας δημόσιας τάξης, η οποία διορθώνει τα αποτελέσματα της εφαρμογής συγκεκριμένου εφαρμοστέου δικαίου— και μέσω ειδικών κανόνων «αυστηρά θετικής, επιτακτικής φύσης» (Gesetze von streng positiver, zwingender Natur) ( 23 ). Υπέρ της σύνδεσης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής με τη δημόσια τάξη συνηγορεί και η αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού Ρώμη Ι, η οποία έχει ως εξής: «Για λόγους δημοσίου συμφέροντος δικαιολογείται να δίνεται στα δικαστήρια των κρατών μελών, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δυνατότητα να εφαρμόζουν εξαιρέσεις για λόγους δημοσίας τάξης και λόγω υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου [διατάξεων άμεσης εφαρμογής].» (η υπογράμμιση δική μου).

69.

Μολονότι αμφότερα τα νομικά μέσα οφείλουν τη δημιουργία τους στην προστασία της δημόσιας τάξης, ο αντίκτυπός τους δεν είναι πανομοιότυπος. Η ρήτρα δημόσιας τάξης —η οποία θεσπίζεται, επί παραδείγματι, με το άρθρο 21 του κανονισμού Ρώμη Ι— στηρίζεται στην ιδέα του αποκλεισμού εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου σε περίπτωση που τούτο θα οδηγούσε σε πρόδηλη προσβολή της δημόσιας τάξης του κράτους του forum. Συνεπώς, η ρήτρα αυτή αποβλέπει στην εξάλειψη ορισμένων —ανεπιθύμητων υπό το πρίσμα της ανάγκης προστασίας της δημόσιας τάξης— αποτελεσμάτων τα οποία συνεπάγεται η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου.

70.

Οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής όμως προστατεύουν τη δημόσια τάξη με άλλο τρόπο. Έχουν άμεσο αντίκτυπο στην οικεία έννομη σχέση. Συγκεκριμένα, διαμορφώνουν το περιεχόμενό της, ανεξαρτήτως των όσων ορίζει το αλλοδαπό δίκαιο που διέπει την έννομη αυτή σχέση.

Διατάξεις άμεσης εφαρμογής στο δίκαιο της Ένωσης

71.

Με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι, ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής [υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου] ως τους «κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό». Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται στη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο με την απόφαση Arblade κ.λπ., με την οποία εξετάστηκαν οι βελγικές διατάξεις εργατικού δικαίου οι οποίες και χαρακτηρίστηκαν, δυνάμει του βελγικού δικαίου, ως «lois de police et de sûreté» ( 24 ) .

72.

Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής προσδιορίζουν οι ίδιες το πεδίο εφαρμογής τους, ανεξαρτήτως του δικαίου το οποίο διέπει την εξεταζόμενη έννομη σχέση. Επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, ως επί το πλείστον, το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών δεν προκύπτει ρητώς από το περιεχόμενό τους. Για την εφαρμογή τους επί ορισμένης υπόθεσης αποφασίζει το εκάστοτε επιλαμβανόμενο δικαστήριο. Αποφαινόμενο επί της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, το δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και, με την ευκαιρία αυτή, να αξιολογήσει τη ratio και τους σκοπούς που εκφράζει η οικεία διάταξη. Το δικαστήριο λοιπόν πρέπει να θέσει στον εαυτό του και να απαντήσει στο ερώτημα αν η πραγματική πρόθεση του νομοθέτη που θέσπισε τη διάταξη αυτή ήταν να της προσδώσει χαρακτήρα διάταξης άμεσης εφαρμογής. Συνηγορούν όντως τα πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά συμφέροντα του κράτους που θέσπισε την εν λόγω διάταξη υπέρ της διαπίστωσης ότι η διάταξη αυτή επηρεάζει την κρινόμενη έννομη σχέση, μολονότι οι κανόνες σύγκρουσης παραπέμπουν σε αλλοδαπό δίκαιο ως εφαρμοστέο στην έννομη αυτή σχέση;

73.

Για τον λόγο αυτό επίσης δεν μπορεί να καταρτιστεί κατάλογος διατάξεων χαρακτηριζόμενων εκ των προτέρων ως προνομιακών. Ο νομοθέτης της Ένωσης και η θεωρία μπορούν απλώς να περιγράψουν αυτό καθαυτό το φαινόμενο των «διατάξεων άμεσης εφαρμογής», η απόφαση όμως ως προς το αν μια διάταξη θα χαρακτηριστεί ως «άμεσης εφαρμογής» απόκειται στο επιληφθέν της οικείας υπόθεσης δικαστήριο.

74.

Κατά τη γνώμη μου, η ανάλυση στην οποία επιδίδεται το δικαστήριο έχει λειτουργικό χαρακτήρα. Το δικαστήριο αξιολογεί κατά πόσο η συνεκτίμηση των νόμιμων και δικαιολογημένων συμφερόντων του κράτους το δίκαιο του οποίου δεν είναι εφαρμοστέο στην οικεία έννομη σχέση είναι αναγκαία, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να εκδώσει δίκαιη απόφαση. Μπορεί επομένως να ειπωθεί ότι η ίδια η έννοια των διατάξεων άμεσης εφαρμογής επιτρέπει στο δικαστήριο να εκδώσει δίκαιη απόφαση η οποία να λαμβάνει ταυτοχρόνως υπόψη την ανάγκη στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων των εμπλεκόμενων κρατών.

Η προέλευση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής

75.

Τα περισσότερα συστήματα σύγκρουσης νόμων των μεμονωμένων κρατών διαφοροποιούνται ως προς το αν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η εφαρμογή διατάξεων άμεσης εφαρμογής, με κριτήριο το κράτος μέλος θέσπισής των εν λόγω διατάξεων.

76.

Αν οι διατάξεις αυτές έχουν θεσπιστεί από το κράτος το δίκαιο του οποίου διέπει την συγκεκριμένη έννομη σχέση (lex causae), τότε δεν ανακύπτει, κατά γενικό κανόνα, ζήτημα αν επιτρέπεται η εφαρμογή τους. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή αν η lex causae συμπίπτει με το δίκαιο του επιληφθέντος της υπόθεσης δικαστηρίου (lex fori). Οι διατάξεις αυτές αποτελούν άλλωστε τμήμα του νομικού συστήματος στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.

77.

Λιγότερο αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα αν επιτρέπεται η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εφόσον έχουν θεσπιστεί από το κράτος τα δικαστήρια του οποίου έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν συγκεκριμένης διαφοράς (lex fori), μολονότι η έννομη σχέση διέπεται από το αλλοδαπό δίκαιο. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται για παράδειγμα στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της σύμβασης της Ρώμης και στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι. Ορθώς λοιπόν θεωρείται ότι τα δικαστήρια συγκεκριμένου κράτους φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να προστατεύουν τα πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά συμφέροντα του κράτους αυτού. Επιπροσθέτως, τα εν λόγω δικαστήρια είναι σε θέση να προσδιορίσουν ευχερέστερα το εύρος της προστασίας των συμφερόντων αυτών και να αξιολογήσουν τη ratio και τους σκοπούς που εκφράζει η οικεία διάταξη.

78.

Περισσότερο αμφιλεγόμενο είναι ασφαλώς το ζήτημα το οποίο συνιστά αντικείμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος που υποβάλλει το Bundesarbeitsgericht στην υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους. Η προβληματική αυτή —ιδιαιτέρως μετά τη θέσπιση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης— έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων αναλύσεων στη θεωρία σχεδόν όλων των κρατών μελών. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον της θεωρίας για το ζήτημα αυτό υπήρξε προδήλως δυσανάλογο σε σχέση με τη μάλλον μικρή πρακτική του σημασία.

79.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης υπήρξε αρκετά ρηξικέλευθο κατά τον χρόνο θέσπισής του ( 25 ). Από τη μία πλευρά ενέπνευσε πολλούς εθνικούς νομοθέτες και όχι μόνο στα κράτη μέλη. Από την άλλη όμως πλευρά αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβητήσεων. Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι η εφαρμογή των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους θα οδηγούσε στο να αναγνωριστεί υπέρμετρη διακριτική ευχέρεια υπέρ των επιφορτισμένων με την εφαρμογή του δικαίου οργάνων. Επισημάνθηκε ότι η στάθμιση των συμφερόντων που απορρέουν από διατάξεις περιλαμβανόμενες στη lex causae, στη lex fori και στο δίκαιο τρίτου κράτους συνιστά έργο εξαιρετικό πολύπλοκο, για τον λόγο μεταξύ άλλων ότι είναι ασαφείς οι κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής. Ως εκ τούτου, υπονομεύεται η ασφάλεια των εννόμων σχέσεων και η απαίτηση προβλεψιμότητας των δικαιοδοτικών λύσεων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης προέβλεψε τη δυνατότητα των κρατών-μερών της συμφωνίας αυτής να εκφράσουν επιφυλάξεις ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1. Τέτοια επιφύλαξη εξέφρασαν η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

80.

Οι υποστηρικτές του άρθρου 7, παράγραφος 1, επισήμαναν καταρχάς ότι η αναγνώριση ισχύος σε ορισμένες υποχρεωτικές διατάξεις του δικαίου τρίτου κράτους δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να εκδοθεί δίκαιη δικαστική απόφαση η οποία να συνεκτιμά τα νόμιμα συμφέροντα του άλλου κράτους ( 26 ). Με τον τρόπο αυτό, μπορούν να αρθούν ενδεχόμενα εμπόδια όσον αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων στο άλλο κράτος. Η δυνατότητα να συνεκτιμώνται οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους ενισχύει τη διεθνή εναρμόνιση των δικαιοδοτικών λύσεων, καθόσον, ανεξαρτήτως του κράτους τα δικαστήρια του οποίου έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς, δημιουργείται ένα μέσο που παρέχει τη δυνατότητα να δίδεται ομοιόμορφη δικαιοδοτική λύση ( 27 ). Με τον τρόπο αυτό, περιορίζεται το φαινόμενο του forum shopping. Κατά τα λοιπά, η δυνατότητα να συνεκτιμώνται οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους προάγει τη διεθνή συνεργασία και αλληλεγγύη, πράγμα που παρίσταται αναγκαίο σε μία εποχή αλληλεξάρτησης των κρατών ( 28 ).

Οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους στον κανονισμό Ρώμη Ι

– Εισαγωγικές σημειώσεις

81.

Οι διαφωνίες σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης αντικατοπτρίστηκαν στις νομοπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού Ρώμη Ι ( 29 ). Η διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα της αναγνώρισης ισχύος στις διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων εντός του Συμβουλίου ( 30 ). Η διατύπωση που τελικώς επελέγη για τη διάταξη αυτή υποδηλώνει ότι η δυνατότητα της αναγνώρισης ισχύος στις διατάξεις άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους είναι περιορισμένη σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης.

82.

Οι ουσιώδεις περιορισμοί αφορούν δύο ζητήματα. Πρώτον, είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις διατάξεις του κράτους όπου πρέπει να εκπληρωθούν ή έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση. Δεύτερον, τούτο επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνον στο μέτρο που οι εν λόγω [...] διατάξεις [...] καθιστούν παράνομη την εκτέλεση της σύμβασης.

83.

Η διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι ενδέχεται να δημιουργήσει ακόμη περισσότερες ερμηνευτικές αμφιβολίες. Οι αμφιβολίες αυτές αφορούν, για παράδειγμα, την έκταση στην οποία το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να απαγορεύει την εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων άμεσης εφαρμογής, να περιορίζει την εφαρμογή αυτή ή να την καθιστά υποχρεωτική. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς το άρθρο 7 της σύμβασης της Ρώμης, το άρθρο 9, παράγραφος 1, περιλαμβάνει ορισμό των διατάξεων άμεσης εφαρμογής, πράγμα το οποίο επηρεάζει οπωσδήποτε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Δεν είναι επίσης σαφείς οι συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός ότι, όσον αφορά τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής του κράτους του forum, το άρθρο 9, παράγραφος 2 προβλέπει την εφαρμογή τους, ενώ όσον αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις τρίτου κράτους, το άρθρο 9, παράγραφος 3, προβλέπει την αναγνώριση ισχύος στις διατάξεις αυτές. Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης, δεν θα τα θίξω.

84.

Η αμφιβολία που εκφράζει το αιτούν δικαστήριο με το δεύτερο ερώτημα αφορά καταρχήν ένα και μόνο ζήτημα. Συγκεκριμένα, ζητείται να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 9, παράγραφος 3, το δικαστήριο μπορεί να λάβει έμμεσα υπόψη τις διατάξεις τρίτου κράτους, ήτοι, βάσει του ιστορικού της υπό κρίση υπόθεσης, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά την πεποίθησή του, η συμβατική υποχρέωση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης εκπληρώνεται όχι στην Ελλάδα, αλλά στη Γερμανία.

85.

Θα μπορούσα να υπεισέλθω αμέσως στην εξέταση του ζητήματος αυτού, πλην όμως η απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου απαιτεί την ανάλυσή του εντός ευρύτερου πλαισίου.

– Ο περιορισμός της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι

86.

Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στην υπό κρίση υπόθεση, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή προτείνουν συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι. Κατά την άποψή τους, η δυνατότητα συνεκτίμησης τέτοιων διατάξεων τρίτου κράτους είναι σήμερα περιορισμένη σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης. Οι σχετικοί περιορισμοί είναι καταρχάς αυτοί που επισήμανα με το σημείο 82 των παρουσών προτάσεων. Αν γίνει δεκτή η θέση αυτή, τούτο σημαίνει ότι, αφενός, η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων άμεσης εφαρμογής του κράτους του forum είναι σχεδόν απεριόριστη, και, αφετέρου, η συνεκτίμηση των αντίστοιχων διατάξεων τρίτου κράτους είναι επιτρεπτή μόνον υπό αυστηρά καθοριζόμενες προϋποθέσεις.

87.

Κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή δεν είναι σύμφωνη ούτε με τον σκοπό του κανονισμού Ρώμη Ι ούτε με τη λειτουργία που πρέπει να επιτελεί η δυνατότητα συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής.

88.

Πρώτον, όπως επισήμανα ανωτέρω ( 31 ), η ανάλυση που προηγείται της απόφασης σχετικά με το αν πρέπει, σε συγκεκριμένη διαδικασία, να ληφθεί υπόψη ορισμένη διάταξη άμεσης εφαρμογής έχει λειτουργικό χαρακτήρα. Το δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση αυτή προβαίνει σε αξιολόγηση της ratio και των σκοπών που εκφράζει η οικεία διάταξη και εκτιμά επίσης τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η διάταξη αυτή στην εξεταζόμενη έννομη σχέση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η δικαιοδοτική λύση που θα δοθεί θα είναι δίκαιη και θα λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον του άλλου κράτους. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να πρόκειται επίσης για συμφέρον άλλου κράτους μέλους. Δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι η δυνατότητα αυτή προάγει την —εν ευρεία εννοία— αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ( 32 ). Ούτε μπορεί επίσης να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το κράτος του οποίου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης έχει συμφέρον να συνεκτιμηθούν οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους ( 33 ). Το κράτος αυτό ενδέχεται να έχει νόμιμο συμφέρον να λαμβάνονται υπόψη και οι δικές του υποχρεωτικές διατάξεις από τα δικαστήρια άλλων κρατών.

89.

Δεύτερον, η καθιέρωση τόσο διαφορετικής αντιμετώπισης μεταξύ των διατάξεων άμεσης εφαρμογής του κράτους του forum και των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους ευνοεί το φαινόμενο του forum shopping. Στην περίπτωση που ο ενάγων έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ δικαστηρίων περισσοτέρων κρατών για την κίνηση ένδικης διαδικασίας, μπορεί με την επιλογή του αυτή να αποφασίσει αν θα συνεκτιμηθούν ή όχι στην υπόθεσή του συγκεκριμένες διατάξεις άμεσης εφαρμογής. Ακόμη και στην περίπτωση της κύριας δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να υποτεθεί ότι αν εκκρεμούσε ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου διαδικασία σχετική με το ίδιο αντικείμενο διαφοράς, το δικαστήριο αυτό θα εφάρμοζε αναμφίβολα τις διατάξεις άμεσης εφαρμογής του δικού του δικαίου στηριζόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι.

90.

Τέλος, τρίτον, δεν με πείθουν τα επιχειρήματα ότι η συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους υπονομεύει την ασφάλεια των εννόμων σχέσεων και συνεπάγεται έλλειψη προβλεψιμότητας των δικαιοδοτικών λύσεων. Ο λόγος αυτός θα μπορούσε να προβληθεί εξίσου επιτυχώς και σε σχέση με την εφαρμογή της ρήτρας δημόσιας τάξης (άρθρο 21 του κανονισμού Ρώμη Ι) ή των διατάξεων άμεσης εφαρμογής του κράτους του forum (άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι). Και στις περιπτώσεις αυτές βρισκόμαστε ενώπιον μιας μορφής παρέμβασης στο πεδίο εφαρμογής του εφαρμοστέου δικαίου. Η παρέμβαση αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη σεβασμού των θεμελιωδών αξιών ορισμένης έννομης τάξης ή από την προστασία βασικών συμφερόντων ορισμένου κράτους. Εν πάση περιπτώσει, και ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για εφαρμογή των άρθρων 21, 9, παράγραφος 2, ή 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, οι παρεμβάσεις τέτοιου είδους πρέπει να γίνονται δεκτές μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις και να στηρίζονται σε ιδιαίτερα σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος.

91.

Για τους ανωτέρω λόγους φρονώ ότι, στο πλαίσιο ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, η έννοια της «χώρας όπου πρέπει να εκπληρωθούν ή έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις» δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά ( 34 ). Καταρχάς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά η ερμηνεία που γίνεται δεκτή στην περίπτωση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι, ο οποίος επίσης χρησιμοποιεί τον όρο «τόπος εκπλήρωσης της παροχής» ως βάση δωσιδικίας των δικαστηρίων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 35 ). Οι σκοποί των δύο διατάξεων είναι εντελώς διαφορετικοί. Στη μεν περίπτωση του κανονισμού Βρυξέλλες Ι το ζήτημα έγκειται στο να προσδιοριστεί συγκεκριμένος τόπος εντός του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια είναι κατά τόπον αρμόδια. Ο τόπος αυτός πρέπει να παρουσιάζει τόσο ισχυρό δεσμό με την εκπλήρωση της παροχής [υποχρέωσης] ώστε —λαμβανομένης υπόψη της εύρυθμης οργάνωσης της δίκης— να δικαιολογείται η κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων, η οποία εκτός των άλλων εισάγει παρέκκλιση από τη γενική δωσιδικία που προβλέπει το άρθρο 2 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Ως εκ τούτου, η έννοια «τόπος εκπλήρωσης της παροχής» του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού Βρυξέλλες Ι πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

92.

Δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της «χώρας όπου πρέπει να εκπληρωθούν ή έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις» δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι. Η ερμηνεία της διάταξης αυτής ( 36 ) δεν αποβλέπει στον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας βάσει συγκεκριμένου τόπου, αλλά στον προσδιορισμό του κράτους στο έδαφος του οποίου εκπληρώνονται ή πρέπει να εκπληρωθούν οι συμβατικές υποχρεώσεις. Επομένως, η περίπτωση αυτή αφορά όχι μόνο την υλική (πραγματική) διενέργεια πράξεων από τον συμβαλλόμενο σε καθορισμένο γεωγραφικό τόπο, αλλά επίσης τη σύνδεση με την περιοχή δικαιοδοσίας συγκεκριμένου κράτους και το νομικό του σύστημα.

93.

Επιπλέον, η περίπτωση αυτή δεν αφορά αποκλειστικά την εκπλήρωση υποχρέωσης υπό την έννοια της εκπλήρωσης της χαρακτηριστικής παροχής ( 37 ) της συγκεκριμένης σύμβασης. Για τον σκοπό καθορισμού των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, μπορεί να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στη σύμβαση υποχρεώσεις.

94.

Επιπλέον, δεν πρέπει να πρόκειται αποκλειστικά για υποχρέωση η οποία καθορίστηκε ρητώς από τους αντισυμβαλλόμενους ( 38 ). Το δίκαιο που διέπει ορισμένη σύμβαση μπορεί να διαμορφώνει διαφορετικά ή να συμπληρώνει τις υποχρεώσεις των μερών σε σχέση με τα όσα ρητώς συνομολόγησαν οι αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση.

95.

Για τους ανωτέρω λόγους, πιστεύω ότι δεν μπορεί να προεξοφληθεί δίχως άλλο ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης είναι αποκλειστικά η Γερμανία. Σε μια περίπτωση σχέσης εργασίας στην οποία ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το ελληνικό κράτος, το οποίο εκπληρώνει —στο πλαίσιο εκτέλεσης της δημόσιας αποστολής του— υποχρέωση παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών χρηματοδοτούμενων από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί ότι η Ελλάδα ενδέχεται επίσης να συνιστά τόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης. Τίποτε δεν εμποδίζει να θεωρηθεί, σε σχέση με ορισμένες συμβατικές σχέσεις, ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις σχέσεις αυτές πραγματοποιείται, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3 του κανονισμού Ρώμη Ι, σε περισσότερους του ενός τόπους ( 39 ).

96.

Επειδή όμως το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης είναι αποκλειστικά η Γερμανία, και δεν υπέβαλε ρητό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι σχετικά με αυτό το θέμα, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει αποκλειστικά το ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος.

– Εφαρμογή και ουσιαστική συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής

97.

Το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην προκείμενη ότι άλλο πράγμα είναι η εφαρμογή των διατάξεων άμεσης εφαρμογής και άλλο η ουσιαστική συνεκτίμηση διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου (materiell-rechtliche Berücksichtigung ausländischer Eingriffsnormen). Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στη γερμανική νομολογία και θεωρία, οι οποίες δέχονται ότι οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου —στο πλαίσιο εφαρμογής του γερμανικού δικαίου ως lex causae— μπορούν να συνεκτιμώνται ως πραγματικό στοιχείο ( 40 ). Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης θα μπορούσε να λάβει υπόψη τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου δυνάμει της § 241, παράγραφος 2, BGB (σημείο 13) ( 41 ).

98.

Δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν στην υπό κρίση υπόθεση οι δικαιολογητικοί λόγοι που προτείνει η θεωρία για να στηρίξει τη δυνατότητα της ουσιαστικής συνεκτίμησης διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου. Κρίσιμο είναι ένα και μόνο ζήτημα, και η επίλυσή του μπορεί να έχει σημασία για το αιτούν δικαστήριο.

99.

Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου χρησιμοποιώντας άλλα μέσα πλην της προαναφερθείσας διάταξης. Επίσης σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι το κράτος το οποίο εκφράζει επιφύλαξη δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης, αποστερεί το ίδιο από τον αυτό του τη νομική βάση στην οποία στηρίζεται η συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου.

100.

Αν γίνει δεκτή η θέση αυτή, τούτο σημαίνει, όπως κατά τα λοιπά υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ακόμη και στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι στην υπόθεση έχει εφαρμογή rationae temporis η σύμβαση της Ρώμης, εντούτοις το δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί την μέχρι τούδε πρακτική των γερμανικών δικαστηρίων η οποία έγκειται στην ουσιαστική συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου.

101.

Είναι αλήθεια ότι η πρακτική διαφορά μεταξύ της εφαρμογής και της ουσιαστικής συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου είναι σχεδόν ανεπαίσθητη. Η διαφορά παρατηρείται μόνο σε σχέση με τη δικαιολόγηση της διάκρισης αυτής από τη νομική θεωρία. Υπό την έννοια αυτή, κατανοώ τις ανησυχίες της Επιτροπής ότι η δυνατότητα ουσιαστικής συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την παράκαμψη των περιορισμών που επιβάλλει το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι ή επίσης την παράκαμψη της επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της σύμβασης της Ρώμης. Παρά ταύτα, πιστεύω ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3 —σύμφωνα με την οποία αποκλείεται οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής τρίτου κράτους— είναι υπερβολικά αυστηρή.

102.

Πρώτον, θεωρώ ότι ο κανονισμός Ρώμη Ι —ως ρύθμιση περιέχουσα κανόνες σύγκρουσης— αποβλέπει στον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε ορισμένη έννομη σχέση (lex causae). Εφόσον, στο πλαίσιο εφαρμογής του προσδιοριζόμενου δικαίου και βάσει αυτού του δικαίου, κρίνεται ότι πρέπει να συνεκτιμηθεί διάταξη άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, τότε πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής αποκλειστικά της lex causae. Επομένως, η εν λόγω συνεκτίμηση διάταξης άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου βρίσκεται εκτός πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι ( 42 ).

103.

Ο κανονισμός Ρώμη Ι αποβλέπει στον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε ορισμένη συμβατική σχέση και, κατά περίπτωση, συνιστά βάση για τη «διόρθωση» του προσδιορισμού αυτού, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα τη ρήτρα δημόσιας τάξης ή τον θεσμό των διατάξεων άμεσης εφαρμογής. Θέμα εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι τίθεται στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει σκοπό να συνεκτιμήσει διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου ανεξαρτήτως του περιεχομένου της lex causae. Με άλλα λόγια, τίθεται ζήτημα βέβαιης παρέμβασης στο πεδίο εφαρμογής της lex causae μέσω της συνεκτίμησης διάταξης προερχόμενης από διαφορετική έννομη τάξη.

104.

Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όταν η συνεκτίμηση διάταξης άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου πραγματοποιείται στο πλαίσιο εφαρμογής της lex causae ( 43 ).

105.

Δεύτερον, αν γίνει δεκτή η θέση της Επιτροπής, τούτο θα έχει ως συνέπεια ότι ο κανονισμός Ρώμη Ι όχι μόνον αποβλέπει στον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε συμβατική σχέση, αλλά ενδέχεται και να παρεμβαίνει στην ίδια την εφαρμογή του προσδιοριζόμενου δικαίου. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, η μέχρι τούδε πρακτική των γερμανικών δικαστηρίων, η οποία συνίσταται στην ουσιαστική συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του γερμανικού δικαίου, θα πρέπει να χαρακτηριστεί αντίθετη με το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι;

106.

Σε κάθε νομικό σύστημα υπάρχουν διατάξεις οι οποίες περιέχουν αόριστες έννοιες. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα «χρηστά ήθη», η «καλή πίστη», το «νόμιμο συμφέρον του συμβαλλόμενου μέρους» ή «οι κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης». Οι έννοιες αυτές χρησιμεύουν ώστε να εξασφαλιστεί κατάλληλη διακριτική ευχέρεια στα δικαστήρια. Δεν έχω αμφιβολία ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη —ως πραγματικό στοιχείο— νομοθετικές ρυθμίσεις που ισχύουν σε άλλα κράτη. Τούτο αφορά καταρχάς τις νομοθετικές εκείνες ρυθμίσεις οι οποίες οφείλονται στην ανάγκη προστασίας αντικειμενικώς δικαιολογημένων συμφερόντων και οι οποίες παρουσιάζουν επαρκή συνάφεια με την εξεταζόμενη συμβατική σχέση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι στις περιπτώσεις αυτές έχουμε να κάνουμε με εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου το οποίο διέπει την οικεία σύμβαση. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για παρέκκλιση από την εφαρμογή της lex causae.

107.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η αποδοχή της θέσης της Επιτροπής θα δημιουργούσε ζητήματα δικαιοδοσίας. Ο κανονισμός Ρώμη Ι εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης, με σκοπό την προώθηση «της συμβατότητας των κανόνων [...] όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων» (πρώην άρθρο 65 ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 61, στοιχείο γʹ, ΣΕΕ). Επομένως, ο εν λόγω κανονισμός δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην πρακτική της εφαρμογής των διατάξεων του προσδιοριζόμενου ως εφαρμοστέου δικαίου, κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για κανόνες δικαίου —κυρίως του ιδιωτικού δικαίου— οι οποίοι αφήνουν ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα δικαιοδοτικά όργανα.

108.

Τέλος, τρίτον, ο αποκλεισμός της δυνατότητας συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου στο πλαίσιο της εφαρμογής της lex causae θα ευνοούσε την εδραίωση του φαινομένου του forum shopping ( 44 ).

109.

Συνοψίζοντας το μέρος αυτό των προτάσεων, θα ήθελα να επισημάνω ότι η δυνατότητα συνεκτίμησης των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου —και τούτο ανεξαρτήτως του ζητήματος αν πρόκειται για εφαρμογή ή ουσιαστική συνεκτίμηση— δεν πραγματοποιείται μηχανικά. Το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να εκδώσει δίκαιη απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των μερών καθώς και τα συμφέροντα των κρατών το δίκαιο των οποίων επηρεάζει την οικεία έννομη σχέση.

110.

Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση το αιτούν δικαστήριο δεν θα συνεκτιμήσει πλήρως τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου και ότι θα κρίνει νόμιμη τη μείωση των αποδοχών του Γ. Νικηφορίδη μόνον εν μέρει. Το δικαστήριο αυτό ενδέχεται επίσης να κρίνει —όπως έπραξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση (το Landesarbeitsgericht)— ότι η συνεκτίμηση των διατάξεων του ελληνικού δικαίου προσκρούει σε βασικές αρχές του γερμανικού εργατικού δικαίου.

111.

Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι δεν περιορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και τον τρόπο εφαρμογής του γερμανικού δικαίου —ως εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβαση εργασίας.

Συμπέρασμα επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

112.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ως εξής: Το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι δεν αποκλείει την έμμεση, δηλαδή ουσιαστική, συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, εφόσον τούτο επιτρέπεται δυνάμει του εθνικού δικαίου που διέπει τη σύμβαση.

Σημασία της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ) για τη συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής άλλου κράτους μέλους (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

113.

Με την αίτηση προδικαστικής απόφασης το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι νόμοι 3833/2010 και 3845/2010 αποβλέπουν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει η Republik Griechenland από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ όσον αφορά την οικονομική πολιτική, και ειδικότερα της προβλεπόμενης στο άρθρο 126, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ υποχρέωσης αποφυγής υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Σε σχέση με τη δημιονομική κρίση και τη συνδρομή που παρείχαν στην Ελλάδα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, η υποχρέωση αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση 2010/320/ΕΕ ( 45 ). Η απόφαση αυτή προβλέπει ότι η Ελλάδα θα λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος.

114.

Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η κατοχυρούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επιτάσσει να δοθεί ισχύς στους προαναφερθέντες ελληνικούς νόμους.

115.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα μεταξύ των θεμελιωδών αρχών του πυρήνα του δικαίου της Ένωσης.

116.

Για την εφαρμογή όμως της αρχής αυτής πρέπει να ληφθεί υπόψη το πεδίο εφαρμογής της. Η αρχή αυτή δεσμεύει τα όργανα —συμπεριλαμβανομένων και των δικαστηρίων— των κρατών μελών μόνο στο μέτρο που εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

117.

Θα ήθελα να τονίσω ότι η εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη Ι περιορίζεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σε ορισμένη σύμβαση. Η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς δεν πραγματοποιείται βάσει του κανονισμού Ρώμη Ι αλλά βάσει του εφαρμοστέου δικαίου (lex causae).

118.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι κατά τη γνώμη μου αδιάφορο κατά πόσον ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου σε σύμβαση εργασίας έγινε βάσει των κανόνων σύγκρουσης του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, για την απάντηση στο τρίτο ερώτημα δεν έχει ουσιαστική σημασία το ζήτημα αν ο προσδιορισμός του γερμανικού δικαίου ως εφαρμοστέου στη σύμβαση αυτή απορρέει από τον κανονισμό Ρώμη Ι ή από τους γερμανικούς κανόνες σύγκρουσης που θέτουν σε εφαρμογή τη σύμβαση της Ρώμης.

119.

Το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί διαφοράς σχετικής με σύμβαση εργασίας διεπόμενη από το γερμανικό δίκαιο.

120.

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί μέρος της έννομης τάξης του κάθε κράτους μέλους. Επομένως, όταν ένα δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται επί συγκεκριμένης διαφοράς, θα εφαρμοστούν, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι, οι διατάξεις άμεσης εφαρμογής που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης ( 46 ). Οι διατάξεις αυτές αποτελούν μέρος του ισχύοντος νομικού συστήματος στον τόπο όπου έχει την έδρα του το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο (lex fori) ( 47 ).

121.

Το ζήτημα της συνεκτίμησης των ελληνικών νόμων 3833/2010 και 3845/2010 αποτελεί ουσιώδες στοιχείο που υποδηλώνει ενδεχόμενη σύνδεση της διαδικασίας της κύριας δίκης με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

122.

Πρώτον, θα ήθελα να επισημάνω ότι η απόφαση 2010/320, προς εκτέλεση της οποίας θεσπίστηκαν οι δύο ελληνικοί νόμοι, απευθύνεται στην Ελλάδα, όχι στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή δεν μπορεί —ακόμα και υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ— να επιβάλει στο γερμανικό δικαστήριο την υποχρέωση μη εφαρμογής των διατάξεων του γερμανικού δικαίου, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην έννομη σχέση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς.

123.

Δεύτερον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η υποχρέωση μείωσης των αποδοχών των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα, εξαιρουμένων ορισμένων πρόσθετων στοιχείων των αποδοχών ( 48 ), δεν προκύπτει ρητώς από τις διατάξεις της απόφασης 2010/320.

124.

Τρίτον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής απόφασης, οι διατάξεις του γερμανικού εργατικού δικαίου δεν απαγορεύουν τη μείωση των αμοιβών των εργαζόμενων σε ελληνικούς δημόσιους φορείς στη Γερμανία, αλλά απαιτούν απλώς την εκ μέρους του εργοδότη τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων εφαρμοζόμενων στην τροποποίηση της σύμβασης εργασίας ή στην ειδοποίηση μονομερούς τροποποίησης.

125.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θεωρώ ότι από την κατοχυρούμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δεν δύναται να συναχθεί υποχρέωση αναγνώρισης ισχύος στις διατάξεις άλλου κράτους μέλους, ακόμη και όταν κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην εκ μέρους του κράτους αυτού συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπέχει έναντι της Ένωσης. Τούτο ισχύει τόσο στην περίπτωση που το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της συνεκτίμησης τέτοιων διατάξεων ως πραγματικό στοιχείο στο πλαίσιο εφαρμογής της lex causae όσο και στην περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο εφαρμόζει τον κανονισμό Ρώμη Ι.

126.

Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, in fine, του κανονισμού Ρώμη Ι προβλέπει ρητώς ότι, προκειμένου να κριθεί αν θα δοθεί ισχύς στις συγκεκριμένες διατάξεις, λαμβάνονται υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή της μη εφαρμογής τους. Κατά τη γνώμη μου, τούτο σημαίνει ότι όταν το δικαστήριο εκδίδει, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, απόφαση περί της ενδεχόμενης αναγνώρισης ισχύος στις εν λόγω διατάξεις πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ότι αυτές θεσπίστηκαν από άλλο κράτος μέλος με σκοπό τη συμμόρφωση του τελευταίου προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γεγονός ότι αποτελεί μέλος της Ένωσης. Τούτο όμως δεν προδικάζει την τελική απόφαση που θα λάβει συναφώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η σχετική διαδικασία.

Πρόταση

127.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Bundesarbeitsgericht ως εξής:

1.

Η εκτίμηση σχετικά με το χρονικό σημείο σύναψης της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), πρέπει να πραγματοποιείται βάσει του δικαίου από το οποίο θα διεπόταν η συγκεκριμένη σύμβαση αν είχε εφαρμογή ο κανονισμός αυτός.

2.

Το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι δεν αποκλείει την έμμεση, δηλαδή ουσιαστική, συνεκτίμηση των διατάξεων άμεσης εφαρμογής άλλου κράτους, εφόσον τούτο επιτρέπεται δυνάμει του εθνικού δικαίου που διέπει τη σύμβαση.

3.

Υπό το πρίσμα της κατοχυρούμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, όταν δικαστήριο κράτους μέλους εκδίδει, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, απόφαση περί της ενδεχόμενης αναγνώρισης ισχύος στις διατάξεις άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ότι οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν από άλλο κράτος μέλος με σκοπό τη συμμόρφωση του τελευταίου προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γεγονός ότι αποτελεί μέλος της Ένωσης. Τούτο όμως δεν προδικάζει την τελική απόφαση που θα λάβει συναφώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η σχετική διαδικασία.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πολωνική.

( 2 ) ΕΕ L 266, σ. 1 (στο εξής: σύμβαση της Ρώμης).

( 3 ) ΕΕ L 177, σ. 6· διορθωτικό ΕΕ 2009, L 309, σ. 87 (στο εξής: κανονισμός Ρώμη I).

( 4 ) Νόμος 3833/2010 για την προστασία της εθνικής οικονομίας με επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης (ΦΕΚ Αʹ 40 της 15ης Μαρτίου 2010) και νόμος 3845/2010 σχετικά με τα μεʹτρα για την εφαρμογηʹ του μηχανισμουʹ στηʹριξης της ελληνικηʹς οικονομιʹας αποʹ τα κραʹτη μεʹλη της Ζωʹνης του ευρωʹ και το Διεθνεʹς Νομισματικοʹ Ταμειʹο (ΦΕΚ Αʹ 65 της 6ης Μαΐου 2010).

( 5 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1· διορθωτικά στην ΕΕ 2007, L 174, σ. 28, και στην ΕΕ 2009, L 311, σ. 35 (στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες Ι).

( 6 ) Το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009.

( 7 ) Αντίστοιχη ρύθμιση περιλαμβάνεται και στο άρθρο 17 της σύμβασης της Ρώμης.

( 8 ) Βλ. αποφάσεις Licata κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (270/84, EU:C:1986:304, σκέψη 31), Pokrzeptowicz-Meyer (C‑162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 50) και Bruno κ.λπ. (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 53).

( 9 ) Σύμφωνα με την αρχή της άμεσης ισχύος, οι νέες διατάξεις έχουν εφαρμογή στα μελλοντικά έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από τέτοια σύμβαση. Βλ. απόφαση Pokrzeptowicz-Meyer (C‑162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 52).

( 10 ) Βλ. Ancel, Μ. Ε., Le Règlement Rome I à l’épreuve du temps, στο: La justice civile européenne en marche, M. Douchy — Oudot, Guinchard, E. (επιμ.), Dalloz 2012, σ. 60.

( 11 ) Βλ. Calliess, G. P., Hofmann, Η., «Αrticle 28, Application in Time», Rome Regulations, Calliess, G. P. (επιμ.), 2η έκδοση, Wolters Kluwer 2015, σ. 438.

( 12 ) Στο πλαίσιο αυτό, κρίνω σκόπιμο να παραπέμψω στα αποτελέσματα των μελετών —που έχει διεξαγάγει η ακαδημαϊκή κοινότητα— στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Την προβληματική της σύναψης σύμβασης θίγουν, για παράδειγμα, τα άρθρα 4:101 έως 4:110 του προγράμματος «Principles of the Existing EC Contract Law (Acquis Principles)», βλ. Research Group on the Existing EC Contract Law (Acquis Group), Principles of the Existing EC Contract Law (Acquis Principles), Contract II — General Provisions, Delivery of Goods, Package Travel and Payement Services, Sellier, European Law Publishers, Μόναχο 2009, σ.181 έως 221. Η έννοια της σύμβασης ορίστηκε με το Δεύτερο Βιβλίο, στο άρθρο 1:101 του προγράμματος «Draft Common Frame of Reference», βλ. von Bar, C., Clive, E. και Schulte Nölte, H. (επιμ.), Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law, Draft Common Frame of Reference (DCFR)Outline Edition [prepared by the Study Group on a European Civil Code and the Research Group on EC Private Law (Acquis Group)], Sellier, European Law Publishers, Μόναχο 2009, σ.181.

( 13 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού Ρώμη Ι.

( 14 ) Για παράδειγμα, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει ότι το αγγλικό δίκαιο θεσπίζει νόμιμο τεκμήριο εξακολούθησης της σύμβασης εργασίας, η νομολογία όμως επιτρέπει να αποδειχθεί ότι συνάφθηκε νέα σύμβαση στην περίπτωση που ο εργοδότης προέβη σε μονομερή τροποποίηση ουσιωδών όρων της οικείας σύμβασης.

( 15 ) Dz. U. z 1964, αριθ. 16, θέση 94.

( 16 ) Βλ. Gwiazdomorski, J., Międzyczasowe prawo prywatne (Διαχρονικό ιδιωτικό δίκαιο), Nowe Prawo 1962, αριθ. 6-7, σ. 761.

( 17 ) Βλ. Pietrzykowski, Τ., Obowiązywanie i stosowanie prawa cywilnego w czasie, στο: System prawa prywatnego, τόμος 1, Prawo cywilne — część ogólna, Βαρσοβία, C. H. Beck, Instytut Nauk Prawnych PAN 2012, σ. 769.

( 18 ) Σύμφωνα με το άρθρο 17 της σύμβασης της Ρώμης, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τη θέση της σε ισχύ ως προς το οικείο κράτος, επομένως, όσον αφορά τη Γερμανία, μετά την 1η Απριλίου 1991. Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννομη σχέση από την οποία ανέκυψε η διαφορά ανατρέχει στο έτος 1996.

( 19 ) Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρμοδιότητά του να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις, η οποία απορρέει τόσο από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ όσο και από τα πρωτόκολλα της σύμβασης μεταξύ των κρατών μελών, θέτει συγκεκριμένα όρια όσον αφορά τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να τροποποιεί την αίτηση προδικαστικής απόφασης. Η αυτεπάγγελτη τροποποίηση του προδικαστικού ερωτήματος από το Δικαστήριο δεν δύναται να συνεπάγεται αλλοίωση της ουσίας του ερωτήματος αυτού, καθόσον τούτο θα προσέβαλλε το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν συναφώς παρατηρήσεις. Βλ. αποφάσεις Phytheron International (C‑352/95, EU:C:1997:170, σκέψη 14) και Leathertex (C‑420/97, EU:C:1999:483, σκέψη 22).

( 20 ) Στις παρούσες προτάσεις, οι οποίες έχουν συνταχθεί στην πολωνική γλώσσα, χρησιμοποιείται καταρχήν ο όρος «przepisy wymuszające swoje zastosowanie» (διατάξεις άμεσης εφαρμογής). Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ενίοτε εναλλακτικά με τον όρο «przepisy imperatywne» (υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου). Υπό την τελευταία αυτή έννοια όμως, ο όρος «υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια των διατάξεων η εφαρμογή των οποίων δεν δύναται να αποκλειστεί με σύμβαση (βλ. άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι).

( 21 ) Ιδιαίτερα σημαντική είναι στον τομέα αυτό η συνεισφορά του Φ. Φραντζεσκάκη, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο «lois d’application immediate» στο: «Quelques précisions sur les lois d’application immédiate et leurs rapports avec les règles de conflits de lois», R.C.D.I.P 1966, σ. 1 επ.

( 22 ) Για παράδειγμα το άρθρο 8 του πολωνικού νόμου του 2011 για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το άρθρο 1.11, παράγραφος 2, του λιθουανικού αστικού κώδικα του 2000, το άρθρο 20 του βελγικού νόμου του 2004 για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το άρθρο 17 του ιταλικού νόμου του 1995 για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το άρθρο 7 του βιβλίου 10 του ολλανδικού αστικού κώδικα του 1992, οι § 3 και § 25 του τσεχικού νόμου του 2012 για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Μεταξύ των κρατών εκτός της Ένωσης πρέπει καταρχάς να υπομνησθούν τα άρθρα 18 και 19 του ελβετικού νόμου του 1987 για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

( 23 ) Βλ. von Savigny, F. C., System des heutigen Römischen Rechts. Achter Band, Berlin 1849, 36 I 276.

( 24 ) Βλ. απόφαση Arblade κ.λπ. (C‑369/96 και C‑376/96, EU:C:1999:575, σκέψη 30). Βλ. Nuyts, Α., «Les lois de police et dispositions impératives dans le Règlement Rome I», Revue de droit commercial belge, τεύχος 6, 2009.

( 25 ) Όσον αφορά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της σύμβασης της Ρώμης, βλ. Popiołek, W., «Konwencja EWG o prawie właściwym dla zobowiązań», Państwo i Prawo 9/1982, σ. 105-115· Fuchs, Β., Statut kontraktowy a przepisy wymuszające swoje zastosowanie, Wydawnictwo Uniwersytetu Śląskiego, Katowice 2003, σ. 126 επ.

( 26 ) Wojewoda, Μ., Mandatory Rules in Private International Law, Maastricht Journal of European and Comparative Law (7) 2000, αριθ. 2, σ. 212.

( 27 ) Bonomi, Α., «Le regime des règles impératives et des lois de police dans le Règlement “Rome I” sur la loi applicable aux contrats», στο: Bonomi, Α., Cashin Ritaine, Ε., (επιμ.), Le nouveau règlement européen «Rome I» relatif à la loi applicable aux obligations contractuelles, Γενεύη 2008, σ. 235.

( 28 ) Βλ. Zachariasiewicz, Μ.Α., Przepisy wymuszające swoje zastosowanie, στο: System prawa prywatnego, τεύχος 20A, Prawo prywatne międzynarodowe, Pazdan, Μ. (επιμ.), Βαρσοβία, C. H. Beck, Instytut Nauk Prawnych PAN 2014, σ. 455.

( 29 ) Οι διαφωνίες αυτές σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώθηκαν κατά την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στα κράτη που δεν είχαν εκφράσει επιφύλαξη σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της σύμβασης της Ρώμης, βλ. Zachariasiewicz, Μ. Α., Rozwój nauki prawa prywatnego międzynarodowego, στο: System prawa prywatnego, τεύχος 20A, Prawo prywatne międzynarodowe, Pazdan, Μ. (επιμ.), Βαρσοβία, C. H. Beck, Instytut Nauk Prawnych PAN 2014, σ. 81.

( 30 ) Βλ., επί του ζητήματος αυτού, Hellner, Μ., «Third Country Overriding Mandatory Rules in the Rome I Regulation: Old Wine in New Bottles?», Journal of Private International Law, 2009, αριθ. 5 (3), σ. 451 έως 454· McParland, Μ., The Rome I Regulation on the Law Applicable to Contractual Obligations, Oxford University Press 2015, σ. 697 έως 705.

( 31 ) Βλ. το σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Βλ. Bonomi, Α., Cashin Ritaine, Ε., όπ.π. (υποσημείωση 27), σ. 235

( 33 ) Συναφώς, θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω στη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (για παράδειγμα, απόφαση Foster κατά Driscoll [1929] 1 KB 470), η οποία στηρίζεται στην προκείμενη ότι η μη συνεκτίμηση διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου μπορεί ενίοτε να συνεπάγεται προσβολή της βασιζόμενης στην comity of nations δημόσιας τάξης του κράτους του forum. Βλ. McParland, Μ., όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 711, 715, 716· Harris, J., «Mandatory Rules and Public policy under the Rome I Regulation», στο: Ferrari, F., Leible, S., (επιμ.), Rome I Regulation, The Law Applicable to Contractual Obligations in Europe, Sellier, Μόναχο 2009, σ. 298 επ.

( 34 ) Υπό την έννοια αυτή, βλ. Schmidt-Kessel, Μ., Article 9, σε: Ferrari, F., (επιμ.), Rome I Regulation, Sellier, Μόναχο 2015, σ. 350. Επιπλέον, θεωρώ ότι αναλόγως ευρεία ερμηνεία πρέπει να εφαρμοστεί και σε σχέση με την έτερη προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 3, ότι δηλαδή οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στο μέτρο που «καθιστούν παράνομη την εκτέλεση της σύμβασης». Βλ. Schmidt-Kessel, Μ., όπ.π., Harris, J., όπ.π. (υποσημείωση 33), σ. 322· Μ. Hellner, όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 461.

( 35 ) Βλ. A. Nuyts, όπ.π. (υποσημείωση 24), σ. 563 έως 564.

( 36 ) Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ερμηνεία της έννοιας αυτής πρέπει να έχει αυτοτελή χαρακτήρα — βλ. Harris, J., όπ.π (υποσημείωση 33), σ. 315, Μαραζοπούλου, Β., «Overriding Mandatory Provisions of Article 9 § 3 of the Rome I Regulation», Revue Hellénique de Droit International 2/2011, σ. 787.

( 37 ) Στην έννοια της χαρακτηριστικής παροχής της σύμβασης στηρίζεται για παράδειγμα το άρθρο 4 του κανονισμού Ρώμη Ι, βάσει του οποίου προσδιορίζεται το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο σε περίπτωση που ο συμβαλλόμενος δεν έχει επιλέξει εφαρμοστέο δίκαιο δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού.

( 38 ) M. McParland, όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 706· M. Hellner, όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 466.

( 39 ) βλ., συναφώς, Renner, M., Rome I Article 9, Overriding Mandatory Provisions, στο: Rome Regulations, όπ.π. (υποσημείωση 11), σ. 258, M.A. Zachariasiewicz, όπ.π. (υποσημείωση 28), σ. 459, A. Nuyts, όπ.π. (υποσημείωση 24), σ. 564.

( 40 ) Για τη δυνατότητα συνεκτίμησης διατάξεων άμεσης εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου στο πλαίσιο εφαρμογής της lex causae παραπέμπω και στην πολωνική θεωρία, βλ. Popiołek, W., Wykonanie zobowiązania umownego a prawo miejsca wykonania: zagadnienia kolizyjnoprawne, Katowice 1989, σ. 163 επ.· Mataczyński, M., Przepisy wymuszające swoje zastosowanie w prawie prywatnym międzynarodowym, Zakamycze 2005, σ. 181 επ.

( 41 ) Βάσει της Schuldstatuttheorie. Επί του ζητήματος αυτού, βλ. Harris, J., όπ.π. (υποσημείωση 33), σ. 302.

( 42 ) Βλ. επίσης Martiny, D., Art. 9 Rom I-VO, σε Münchener Kommentar zum BGB, C. H. Beck, 6. Aufl., Μόναχο 2015, σημεία 114-114b· Remien, Ο., Art. 9 ROM I‑VO, σε BGB Kommentar, Prütting, H., Wegen, G., Weinreich, G., (επιμ.), 2015, σημείο 45. Οι προμνησθέντες συγγραφείς υπογραμμίζουν ωστόσο ότι στη γερμανική θεωρία υπάρχει διαφορετική γνώμη κατά την οποία η ουσιαστική συνεκτίμηση διατάξεων αλλοδαπού δικαίου εμπίπτει στην έννοια της «αναγνώρισης ισχύος» του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, και ότι επομένως υπόκειται στους περιορισμούς που απορρέουν από τη διάταξη αυτή.

( 43 ) Βλ. συναφώς, Renner, M., όπ.π. (υποσημείωση 39), σ. 261· Schmidt-Kessel, Μ., όπ.π. (υποσημείωση 34), σ. 353, και Μαραζοπούλου, Β., όπ.π. (υποσημείωση 36), σ. 792.

( 44 ) Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.

( 45 ) Απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2010 απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 145, σ. 6).

( 46 ) Schmidt-Kessel, Μ., όπ.π. (υποσημείωση 34), σ. 329· S. Sánchez Lorenzo, «Choice of Law and Overriding Mandatory Rules in International Contracts after Rome I», Yearbook of Private International Law, τόμος 12, 2010, σ. 78.

( 47 ) Επιπλέον, ο κανονισμός Ρώμη Ι περιέχει διάταξη η οποία εξασφαλίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε περίπτωση που έχει επιλεγεί η εφαρμογή του δικαίου τρίτου κράτους (άρθρο 3, παράγραφος 4).

( 48 ) Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω απόφασης προβλέπει ότι η Ελλάδα υποχρεούται να προβεί, πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010, σε μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και των επιδομάτων αδείας που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους.