ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 28ης Ιουλίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑131/15 P

Club Hotel Loutraki AE

Vivere Entertainment AE

Theros International Gaming, Inc.

Elliniko Casino Kerkyras

Casino Rodos

Porto Carras AE

Kazino Aigaiou AE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατική ενίσχυση — Παράταση των αποκλειστικών δικαιωμάτων για την εκμετάλλευση 13 τυχηρών παιγνίων — Χορήγηση από την Ελληνική Δημοκρατία αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση τερματικών βιντεολόττο — Άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ — Προκαταρκτική εξέταση — Προϋποθέσεις για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας — Απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως — Σοβαρές δυσχέρειες — Αιτιολογία — Από κοινού αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων»

1. 

Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θέτει ορισμένα ζητήματα όσον αφορά τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Δείχνει ότι τρίτοι, ή μάλλον ενδιαφερόμενα μέρη, που επιδιώκουν να ανατρέψουν μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην κινήσει την κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε «σοβαρές δυσχέρειες» κατά την αξιολόγηση των επίμαχων μέτρων, μπορεί όντως να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι τέτοιες δυσχέρειες.

2. 

Θα μπορέσει η παρούσα υπόθεση να είναι μία από τις λίγες υποθέσεις στις οποίες νίκησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη; Για τους λόγους που εκτίθενται πιο κάτω, δεν θα το έλεγα.

3. 

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι Club Hotel Loutraki AE, Vivere Entertainment AE, Theros International Gaming, Inc., Elliniko Casino Kerkyras, Casino Rodos, Porto Carras AE και Kazino Aigaiou AE (στο εξής: αναιρεσείουσες) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως που το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε στις 8 Ιανουαρίου 2015 στην υπόθεση Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 2 ), με την οποία απέρριψε την προσφυγή τους ακυρώσεως μιας αποφάσεως που η Επιτροπή εξέδωσε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 ( 3 ).

I – Το νομικό πλαίσιο

4.

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 ( 4 ) αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 ( 5 ) του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως εφαρμογή είχε μόνο ο κανονισμός 659/1999 ( 6 ).

5.

Το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 («Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής») ορίζει:

«1.   Η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις την λάβει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 4.

2.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του [άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ], δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης [για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης] που εφαρμόσθηκε.

4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το [άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

5.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης. Η κοινοποίηση θεωρείται πλήρης αν, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της ή από την παραλαβή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας που ζητήθηκε, η Επιτροπή δεν ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται με τη συγκατάθεση τόσο της Επιτροπής όσο και του οικείου κράτους μέλους. Εφόσον είναι απαραίτητο, η Επιτροπή δύναται να καθορίζει πιο περιορισμένα χρονικά περιθώρια […]».

II – Το ιστορικό της διαφοράς

6.

Την 1η Δεκεμβρίου 2011, οι ελληνικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή δύο μέτρα (στο εξής: κοινοποιηθέντα μέτρα) υπέρ του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ (στο εξής: ΟΠΑΠ).

7.

Το πρώτο μέτρο αφορούσε τη χορήγηση στον ΟΠΑΠ, έναντι αντιτίμου 560 εκατομμυρίων ευρώ, αποκλειστικής άδειας εκμεταλλεύσεως 35000 Video Lottery Terminals (τερματικών βιντεολόττο· στο εξής: VLT) για περίοδο 10 ετών, λήγουσα το 2022 (στο εξής: συμφωνία VLT).

8.

Το δεύτερο μέτρο αφορούσε τη δεκαετή παράταση, από το 2020 έως το 2030, των ήδη χορηγηθέντων στον ΟΠΑΠ αποκλειστικών δικαιωμάτων για τη με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση 13 τυχηρών παιγνίων (στο εξής: προσάρτημα). Το προσάρτημα προέβλεπε ότι, σε αντάλλαγμα των δικαιωμάτων αυτών, ο ΟΠΑΠ πρέπει να καταβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο (i) ένα εφάπαξ ποσό 375 εκατομμυρίων ευρώ και (ii) εισφορά 5 % επί των ακαθαρίστων εσόδων από τα συγκεκριμένα τυχηρά παίγνια για την περίοδο από τις 13 Οκτωβρίου 2020 έως τις 12 Οκτωβρίου 2030.

9.

Στις 4 Απριλίου 2012, έξι καζίνο (όλες οι αναιρεσείουσες εκτός από την Kazino Aigaiou AE) υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία VLT συνεπαγόταν τη χορήγηση στον ΟΠΑΠ κρατικής ενισχύσεως ασύμβατης με την εσωτερική αγορά.

10.

Κατά τη διάρκεια συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών στο πλαίσιο της εν λόγω κοινοποιήσεως, συμφωνήθηκε να προστεθούν ανταλλάγματα σε εκείνα που αρχικώς προβλέπονταν για τη συμφωνία VLT. Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2012, οι ελληνικές αρχές διατύπωσαν τη δέσμευσή τους να εισαγάγουν μια συμπληρωματική εισφορά επί των ακαθαρίστων εσόδων από τα τυχηρά παίγνια που ο ΟΠΑΠ θα έχει από την εκμετάλλευση των VLT (στο εξής: συμπληρωματική εισφορά).

11.

Στις 3 Οκτωβρίου 2012 η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση. Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή συνήγαγε, λαμβανομένης υπόψη της συμπληρωματικής εισφοράς που εισήγαγαν οι ελληνικές αρχές, ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν παρέχουν πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

III – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12.

Με προσφυγή που άσκησαν στις 29 Ιανουαρίου 2013, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

13.

Οι αναιρεσείουσες προέβαλαν τέσσερις λόγους ακυρώσεως: (i) παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και κατάχρηση εξουσίας επειδή η Επιτροπή δεν κίνησε την επιβαλλόμενη από την εν λόγω διάταξη επίσημη διαδικασία έρευνας· (ii) και (iii) παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όσον αφορά την απόκρυψη, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως, ουσιωδών οικονομικών στοιχείων· και (iv) παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επειδή η Επιτροπή εξέτασε από κοινού τη συμφωνία VLT και το προσάρτημα, προκειμένου να εξακριβώσει αν παρασχέθηκε οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ.

14.

Με διατάξεις της 12ης Ιουλίου και 12ης Σεπτεμβρίου 2013, επετράπη στην Ελληνική Δημοκρατία και στον ΟΠΑΠ να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

15.

Κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε στο σύνολό της την προσφυγή, όρισε ότι οι αναιρεσείουσες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και τις καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής και του ΟΠΑΠ.

IV – Τα αιτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή και τον ΟΠΑΠ στα δικαστικά έξοδα.

17.

Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

18.

Με το υπόμνημά του επί της αιτήσεως αναιρέσεως, ο ΟΠΑΠ, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

19.

Οι αναιρεσείουσες, ο ΟΠΑΠ και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 2 Ιουνίου 2016.

V – Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Οι λόγοι αναιρέσεως

20.

Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως.

21.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή έκρινε ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Δεχόμενο ότι η Επιτροπή δικαιούνταν να διαπραγματευθεί και να λάβει υπόψη τη συμπληρωματική εισφορά που εισήγαγαν οι ελληνικές αρχές, το Δικαστήριο δεν διέκρινε μεταξύ του σταδίου προκαταρκτικής εξετάσεως και της επίσημης διαδικασίας έρευνας –διάκριση η οποία έχει θεμελιώδη σημασία για την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών. Περαιτέρω, ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή εσφαλμένως συνήγαγε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε «σοβαρές δυσχέρειες» κατά την αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων, οι οποίες επέβαλλαν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

22.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή συνήγαγε ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως και ότι δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα χρηστής διοικήσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που έχουν οι αναιρεσείουσες, έστω και αν ήταν αδύνατον να καθοριστεί, βάσει του μη εμπιστευτικού κειμένου της επίμαχης αποφάσεως, αν οι υπολογισμοί της Επιτροπής ήσαν ορθοί.

23.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή έκρινε ότι η από κοινού αξιολόγηση του προσαρτήματος και της συμφωνίας VLT από την Επιτροπή δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

24.

Πριν εξετάσω λεπτομερώς τους διάφορους λόγους αναιρέσεως, θα αναφερθώ συνοπτικά στην ευρωπαϊκή διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και στον ρόλο που τα ενδιαφερόμενα μέρη –δηλαδή οποιοσδήποτε του οποίου τα συμφέροντα ενδέχεται να επηρεάζονται από τη χορήγηση ενισχύσεως, όπως είναι ο αποδέκτης της ενισχύσεως ή ανταγωνίστριες επιχειρήσεις– ( 7 ) διαδραματίζουν στη διαδικασία αυτή.

2. Η ευρωπαϊκή διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και ο ρόλος των ενδιαφερομένων μερών

25.

Κατά το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει διαρκώς και να ελέγχει τις κρατικές ενισχύσεις. Για να έχει η Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγχει κάθε νέα ενίσχυση την οποία προτίθενται να χορηγήσουν τα κράτη μέλη, αυτά πρέπει να την κοινοποιούν στην Επιτροπή ( 8 ). Δεδομένου ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν δύναται να χορηγήσει τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου, τάσσεται προθεσμία δύο μηνών εντός της οποίας η Επιτροπή πρέπει είτε να εγκρίνει το εν λόγω μέτρο ( 9 ) είτε να κινήσει το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 10 ). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή, εφόσον μετά από προκαταρκτική εξέταση διαπιστώσει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά με την εσωτερική αγορά, οφείλει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

26.

Στη συνέχεια, θα εξετάσω τα όρια του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως και την υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Εδώ, είναι αρκετό να ληφθεί υπόψη ο όρος «αμφιβολίες», ο οποίος στη νομολογία του Δικαστηρίου συχνά αναφέρεται ως «σοβαρές δυσχέρειες» ( 11 )· όρος-κλειδί για την οριοθέτηση του πεδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως.

27.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να τονίσω ότι η διαδικασία ελέγχου κρατικών ενισχύσεων είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο, μια διαδικασία μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοποιούντος κράτους μέλους. Τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι αναιρεσείουσες, δεν είναι μέρη της διαδικασίας και, ως εκ τούτου, διαδραματίζουν περιθωριακό μόνον ρόλο ( 12 ). Μόνον εντός του πλαισίου της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το άρθρο 108, παράγραφος 2, επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτό παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να αναμειχθούν μέχρι το κατάλληλο σημείο στη διοικητική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως ( 13 ), αλλά δεν παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη δικαιώματα άμυνας σε ίση μοίρα με το κοινοποιούν κράτος μέλος, το οποίο είναι μέρος της διαδικασίας και ο αποδέκτης της αποφάσεως ( 14 ). Αυτό είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ανεπάρκεια της αιτιολογίας.

28.

Για να αντισταθμίσει αυτόν τον περιφερειακό ρόλο των ενδιαφερομένων μερών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να προσβάλει την απόφαση εγκρίσεως την οποία η Επιτροπή έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού 659/1999, ή, με άλλα λόγια, την απόφαση να μην κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 15 ). Πάντως, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να στραφούν κατά της ουσίας μιας τέτοιας αποφάσεως χωρίς να έχουν πρώτα αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ότι η απόφαση τα αφορά άμεσα και ατομικά. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως θέτει το ζήτημα αν οι αναιρεσείουσες πληρούν την προϋπόθεση αυτή.

29.

Έχοντας κατά νου αυτά τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και τον ρόλο που διαδραματίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, θα εξετάσω τώρα τα διάφορα ζητήματα που τίθενται με την αίτηση αναιρέσεως.

Β – Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως

30.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ, παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και τα άρθρα 4, παράγραφος 4, 7, παράγραφοι 2 και 3, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

31.

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, όχι μόνον αυτός ο λόγος, αλλά και ολόκληρη η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη. Επιπλέον, ο ΟΠΑΠ θεωρεί ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, τόσο η Επιτροπή όσο και ο ΟΠΑΠ θεωρούν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

1. Επί του παραδεκτού

32.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη στο σύνολό της, επειδή απλώς επαναλαμβάνει ή αναπαράγει τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και, επομένως, ισοδυναμεί με αίτηση προς το Δικαστήριο να επανεξετάσει την προσφυγή ακυρώσεως.

33.

Ασφαλώς, είναι αλήθεια ότι μια αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλονται ειδικά προς στήριξη του αναιρετικού αιτήματος ( 16 ). Αίτηση αναιρέσεως η οποία απλώς και μόνον επαναλαμβάνει ή παραθέτει κατά λέξη τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι απαράδεκτη ( 17 ).

34.

Πάντως, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει η Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες όντως προσδιορίζουν τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και στρέφονται κατά της ερμηνείας που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο στη νομολογία, κατά τρόπο αρκούντως σαφή ώστε η αίτησή τους αναιρέσεως να είναι παραδεκτή. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

35.

Πέραν της γενικής αιτιάσεως της Επιτροπής περί απαραδέκτου, ο ΟΠΑΠ διατείνεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την από το Γενικό Δικαστήριο εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

36.

Κατά την άποψή μου, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν την από το Γενικό Δικαστήριο εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, εξεταζόμενη στο πλαίσιό της, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σαφώς στρέφεται κατά της νομικής αξιολογήσεως στην οποία το Γενικό Δικαστήριο προέβη όσον αφορά τα όρια του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως. Τούτο είναι νομικό ζήτημα, το οποίο παραδεκτώς τίθεται με αίτηση αναιρέσεως.

2. Επί της ουσίας

37.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά τα όρια του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως και την υποχρέωση που έχει η Επιτροπή να κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή συνήγαγε ότι η Επιτροπή, πρώτον, νομίμως μπορούσε να δεχθεί τροποποίηση των ήδη κοινοποιηθέντων μέτρων και, δεύτερον, δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε.

38.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση των αναιρεσειουσών –δηλαδή ότι στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη οποιαδήποτε τροποποίηση οι ελληνικές αρχές επέφεραν στα κοινοποιηθέντα μέτρα– είναι αρκετό να σημειωθούν τα ακόλουθα.

39.

Όπως ορθώς υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, απόφαση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 με την οποία διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει κρατική ενίσχυση, ενώ καταγράφει τις δεσμεύσεις που προτίθεται να αναλάβει το συγκεκριμένο κράτος μέλος ( 18 ).

40.

Πάντως, η ουσία αυτού του πρώτου λόγου αναιρέσεως έγκειται στο να καθοριστεί αν η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση, ικανές να επιβάλουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι τούτο δεν συνέβη, συμπέρασμα το οποίο αμφισβητείται έντονα από τις αναιρεσείουσες.

41.

Πριν εξετάσω τα επιχειρήματα που οι αναιρεσείουσες προβάλλουν προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω ορισμένες αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, την έννοια των «σοβαρών δυσχερειών» και την υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

42.

Πρώτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός της προκαταρκτικής εξετάσεως είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια prima facie άποψη ως προς το αν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και ως προς το συμβατό ενός τέτοιου μέτρου με την εσωτερική αγορά ( 19 ).

43.

Δεύτερον, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 25 των παρουσών προτάσεων, από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας αν, μετά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε η ίδια, διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του κοινοποιηθέντος μέτρου με την εσωτερική αγορά. Το Δικαστήριο εμβάθυνε στο σημείο αυτό και έκρινε ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας είναι ουσιώδης όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες να καθορίσει αν ένα μέτρο ενισχύσεως είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά ( 20 ). Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή πρέπει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και συναφώς δεν έχει διακριτική ευχέρεια ( 21 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οι ίδιες αρχές έχουν εφαρμογή όταν η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του εξεταζόμενου μέτρου ως ενισχύσεως ( 22 ).

44.

Τρίτον, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να προχωρήσει σε διάλογο με το κοινοποιούν κράτος μέλος ή με τρίτους σε μια προσπάθεια να υπερβεί, κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας, δυσχέρειες που ενδέχεται να αντιμετωπίζει. Η εξουσία αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή δύναται να προσαρμόζει τη στάση της σύμφωνα με τα αποτελέσματα του σχετικού διαλόγου, χωρίς αυτή η προσαρμογή να πρέπει να ερμηνεύεται, a priori, ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ( 23 ).

45.

Τέταρτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και ότι η ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών πρέπει να ερευνάται τόσο στις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε το προσβαλλόμενο μέτρο όσο και στο περιεχόμενό του, με το να συγκρίνονται οι αξιολογήσεις, οι οποίες οδήγησαν στην απόφαση της Επιτροπής, με τις πληροφορίες που η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της όταν έλαβε την εν λόγω απόφαση σχετικά με τη συμβατότητα του συγκεκριμένου μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά ( 24 ).

46.

Πέμπτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το μέρος το οποίο αμφισβητεί την εγκριτική απόφαση που η Επιτροπή έλαβε δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 659/1999 είναι αυτό που φέρει το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ( 25 ).

47.

Στην παρούσα υπόθεση, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή έκρινε ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας αφότου είχε συναγάγει ότι η συμφωνία VLT, αξιολογηθείσα από κοινού με το προσάρτημα, παρέσχε στον ΟΠΑΠ πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υποστηρίζουν ότι, σε εκείνο το χρονικό σημείο, έπρεπε να έχει καταστεί σαφές για την Επιτροπή ότι η συμφωνία VLT συνεπαγόταν (πιθανώς ασύμβατη) κρατική ενίσχυση. Με άλλα λόγια, όπως αντιλαμβάνομαι την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, διατείνονται ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων και έπρεπε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε ορισμένα σφάλματα στις σκέψεις 50 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία, κατά τις αναιρεσείουσες, το οδήγησαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες κατά την αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων. Στην ουσία, οι αναιρεσείουσες επιχειρούν να αποδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι οι ελληνικές αρχές δικαιούνταν να επιφέρουν τροποποιήσεις στα αρχικώς κοινοποιηθέντα μέτρα μετά από διάφορους γύρους υπολογισμών και εκ νέου υπολογισμών, στην πραγματικότητα περιόρισε την υποχρέωση της Επιτροπής να κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του κοινοποιούντος κράτους μέλους. Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή αξιολόγησε μεμονωμένα τα πραγματικά στοιχεία που προσκομίστηκαν πρωτοδίκως προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, ενώ έπρεπε να εξετάσει από κοινού τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσει αν υπήρχαν τέτοιου είδους δυσχέρειες.

48.

Μολονότι, αναμφίβολα, μπορούν να υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες η Επιτροπή θα μπορούσε να επικριθεί για τον λόγο ότι επέκτεινε υπερβολικά τα όρια του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως και, έτσι, στέρησε από τα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμά τους να αναμειχθούν στη διαδικασία ελέγχου, παρά ταύτα θεωρώ ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα: δηλαδή ότι κατά την αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε τόσο σοβαρές δυσχέρειες ώστε να απαιτείται η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

49.

Πρώτα απ’ όλα, όπως το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί να ανοίξει διάλογο με το κοινοποιούν κράτος μέλος, δικαίωμα το οποίο, φυσικά, προϋποθέτει ότι η Επιτροπή δύναται να ευθυγραμμίσει τη θέση της με τα αποτελέσματα του διαλόγου αυτού.

50.

Περαιτέρω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 26 ) προκύπτει ότι ο σκοπός των συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών ήταν ο καθορισμός του κατάλληλου ύψους της αντιπαροχής που ο ΟΠΑΠ θα έπρεπε να καταβάλει για τα αποκλειστικά δικαιώματα βάσει της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος και ότι οι δεσμεύσεις τις οποίες οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μετέβαλαν τον χαρακτήρα των αρχικώς κοινοποιηθέντων μέτρων, αλλά απλώς είχαν σκοπό να αυξήσουν το προβλεπόμενο από τη συμφωνία VLT ύψος της αντιπαροχής.

51.

Εξάλλου, αν γινόταν δεκτή η άποψη των αναιρεσειουσών ότι, εφόσον το ύψος της αντιπαροχής που έπρεπε να καταβληθεί από τον ΟΠΑΠ για τα αποκλειστικά δικαιώματα είναι κρίσιμο για να διαπιστωθεί αν υπήρξε ενίσχυση, το αρχικώς γνωστοποιηθέν ύψος της αντιπαροχής δεν μπορούσε να τροποποιηθεί χωρίς τα ενδιαφερόμενα μέρη να αναμειχθούν στην επίσημη διαδικασία έρευνας, τότε θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, στη συγκεκριμένη υπόθεση, ουδόλως έπρεπε να συζητήσει με τις ελληνικές αρχές κατά την προκαταρκτική εξέταση εφόσον, στην πραγματικότητα, το μόνο επίμαχο ζήτημα ήταν ο υπολογισμός του τιμήματος.

52.

Μολονότι δέχομαι ότι η προκαταρκτική εξέταση, όντας ένας πρώτος έλεγχος του κοινοποιηθέντος μέτρου, δεν μπορεί να διαρκεί επ’ αόριστον, παρά ταύτα θεωρώ ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η δεκάμηνη περίοδος ελέγχου δεν φαίνεται να είναι υπερβολική, λαμβανομένου υπόψη του πολιτικού και οικονομικού πλαισίου της υποθέσεως αυτής ( 27 ). Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο χρονικό αυτό σημείο, η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρή χρηματοοικονομική και πολιτική κρίση και ότι υπήρχαν εν εξελίξει συζητήσεις σχετικά με το αν έπρεπε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη, πράγμα που, φυσικά, θα επηρέασε την έκβαση των συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών ως προς την αντιπαροχή που ο ΟΠΑΠ θα έπρεπε να καταβάλει για τα αποκλειστικά δικαιώματα βάσει της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος. Οι πολλοί υπολογισμοί και εκ νέου υπολογισμοί της αντιπαροχής καθώς και η διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να ιδωθούν εντός αυτού του πλαισίου.

53.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι «αμφιβολίες» ή οι «σοβαρές δυσχέρειες» πρέπει να υπάρχουν στο χρονικό σημείο που η Επιτροπή λαμβάνει μια απόφαση σχετικά με ένα κοινοποιηθέν μέτρο. Αυτό είναι το χρονικό σημείο στο οποίο η Επιτροπή έχει καθορίσει οριστικά τη θέση της ή, για να τοποθετηθούν τα πράγματα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το χρονικό σημείο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως από την Επιτροπή ( 28 ).

54.

Επομένως, κατά την άποψή μου, δεν έχει καθοριστική σημασία το αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως η Επιτροπή διαπίστωσε –όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες– ότι τα αρχικώς κοινοποιηθέντα σε αυτήν μέτρα παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ. Αυτό που έχει σημασία είναι αν ίσχυε το ίδιο όταν η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση.

55.

Έχω την άποψη, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικά λίγες περιπτώσεις όπου ενδιαφερόμενο μέρος κατόρθωσε να ανατρέψει την απόφαση της Επιτροπής να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος, για να επιτύχει κάτι τέτοιο, πρέπει –εκτός αν η ίδια η Επιτροπή έχει εκφράσει αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως ή ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά ( 29 )– να μπορέσει να αποδείξει ότι η Επιτροπή, όταν έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να αποκλείσει οποιαδήποτε αμφιβολία είτε ως προς τον χαρακτηρισμό του κοινοποιηθέντος μέτρου ως ενισχύσεως είτε ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά ( 30 ) ή, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή προέβη σε ανεπαρκή ή ακατάλληλη ανάλυση των σχετικών πληροφοριακών στοιχείων ( 31 ).

56.

Τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών ως προς τη διαδικασία ελέγχου δεν είναι ικανά να κλονίσουν το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή, κατά το πέρας του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως, δεν αντιμετώπιζε «σοβαρές δυσχέρειες», ή, με άλλα λόγια, δεν είχε «αμφιβολίες» ως προς τον χαρακτηρισμό των κοινοποιηθέντων μέτρων ή τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, η περί του αντιθέτου αιτίαση των αναιρεσειουσών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

57.

Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή εξέτασε μεμονωμένα τα πραγματικά στοιχεία που προσκομίστηκαν πρωτοδίκως προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, ενώ έπρεπε να τα εξετάσει από κοινού, κατά την άποψή μου η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο, αφότου διαπίστωσε ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείουσες δεν ήταν ενδεικτικό σοβαρών δυσχερειών ( 32 ) και ότι η διάρκεια της διαδικασίας δεν αρκούσε από μόνη της για να συναχθεί ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε σοβαρές δυσχέρειες ( 33 ), έκρινε ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως δεν ήταν παράλογη λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως ( 34 ). Με άλλα λόγια, το Γενικό Δικαστήριο όντως εξέτασε από κοινού όλα τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες και συνήγαγε ότι δεν στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

58.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγω ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως

59.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και προσέβαλε τα κατά τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματά τους χρηστής διοικήσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επειδή έκρινε ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως ήταν επαρκώς αιτιολογημένο παρά την απόκρυψη ουσιωδών οικονομικών στοιχείων.

60.

Η Επιτροπή προβάλλει την ένσταση ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον ΟΠΑΠ, διατείνεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

1. Επί του παραδεκτού

61.

Η ένσταση της Επιτροπής ως προς το παραδεκτό του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι όμοια με τη γενική της ένσταση απαραδέκτου, την οποία έχω ήδη εξετάσει στα σημεία 32 έως 34 των παρουσών προτάσεων.

2. Επί της ουσίας

62.

Το ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το Δικαστήριο είναι αν, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το μη εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως έπρεπε να παράσχει στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να εξακριβώσουν και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει τη βασιμότητα των παρατεθέντων οικονομικών στοιχείων και την ακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής ή αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι τούτο δεν απαιτούνταν για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και των δικαιωμάτων χρηστής διοικήσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που έχουν οι αναιρεσείουσες.

63.

Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, ένα ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να προσβάλει μια εγκριτική απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2 ή 3, του κανονισμού 659/1999, ή, με άλλα λόγια, μια απόφαση μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Για να μπορέσει να ασκηθεί ορθώς αυτό το δικαίωμα δικαστικού ελέγχου, το ενδιαφερόμενο μέρος θα πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση. Η κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εξετάζεται εντός αυτού του πλαισίου και απαιτεί από την Επιτροπή να λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμφέρον που ενδέχεται να έχουν τρίτοι για τη λήψη διευκρινίσεων ( 35 ).

64.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατά το άρθρο 337 ΣΛΕΕ υποχρέωση προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν δύναται να δικαιολογήσει πλημμέλειες στην αιτιολογία καθώς και ότι η υποχρέωση σεβασμού των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν δύναται να ερμηνευθεί τόσο ευρέως ώστε να καταστεί κενή περιεχομένου η υποχρέωση αιτιολογήσεως ( 36 ).

65.

Μολονότι η προαναφερθείσα νομολογία πρέπει να εφαρμοστεί επίσης επί του μη εμπιστευτικού κειμένου της επίμαχης αποφάσεως, στο οποίο τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι αναιρεσείουσες, έχουν πρόσβαση, παρά ταύτα οι αναιρεσείουσες φαίνεται να παρερμηνεύουν την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που έχει η Επιτροπή.

66.

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι κατάλληλη για το επίμαχο μέτρο και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει την εξουσία ελέγχου που έχει ( 37 ).

67.

Η επίμαχη απόφαση είναι απόφαση η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, δηλαδή απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Το συμφέρον τρίτων σχετικά με μια τέτοια απόφαση έγκειται στο γεγονός ότι η Επιτροπή, μη κινώντας την επίσημη διαδικασία έρευνας, αναμφισβήτητα τους στέρησε το δικαίωμα να αναμειχθούν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως (βλ., περαιτέρω, σημείο 27 των παρουσών προτάσεων). Επομένως, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να έχουν ενημερωθεί ως προς τους λόγους εκδόσεως μιας τέτοιας αποφάσεως κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, ο οποίος θα τους παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσουν αν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρών δυσχερειών, ικανές να επιβάλουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, είχαν αποκρυβεί σχεδόν όλα τα οικονομικά στοιχεία. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, για να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, κατά την άποψή μου τόσο η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή όσο και κάθε ένα από τα συστατικά της θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια από το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως.

68.

Στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε λεπτομερώς με ποιον τρόπο το αιτιολογικό του μη εμπιστευτικού κειμένου της επίμαχης αποφάσεως (i) δείχνει με σαφήνεια τη μεθοδολογία που εφάρμοσε η Επιτροπή και (ii) παρέχει στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη συλλογιστική της Επιτροπής και, επομένως, να διατυπώσουν τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν. Το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η επίμαχη απόφαση αναφέρει το κριτήριο που η Επιτροπή σκόπευε να εφαρμόσει για να καθορίσει αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα παρέχουν πλεονέκτημα ( 38 ) και εξηγεί με ποιον τρόπο η Επιτροπή υπολόγισε την καθαρή παρούσα αξία της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος ( 39 ). Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η επίμαχη απόφαση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει από κοινού τα δύο μέτρα. Επίσης, η εν λόγω απόφαση εξηγεί ότι η αύξηση της προβλεπόμενης στη συμφωνία VLT αντιπαροχής, η οποία αύξηση περιλαμβανόταν στη δέσμευση που οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν στις 7 Αυγούστου 2012, διασφάλιζε ότι το ύψος της αντιπαροχής είναι τέτοιο ώστε να αποκλείεται οποιοδήποτε πλεονέκτημα. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε ότι η επίμαχη απόφαση αναφέρει επίσης τη μέθοδο υπολογισμού αυτής της πρόσθετης αντιπαροχής.

69.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόφασή της ούτε έθιξε τα δικαιώματα χρηστής διοικήσεως και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που έχουν οι αναιρεσείουσες, παρά το γεγονός ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της επίμαχης αποφάσεως δεν παρέσχε στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να εξετάσουν τα οικονομικά στοιχεία και την ορθότητα των υπολογισμών της Επιτροπής.

70.

Πάνω σε αυτή τη βάση, θεωρώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

Δ– Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως

71.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν στην ουσία ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όταν έκρινε ότι η Επιτροπή δικαιούνταν να εξετάσει από κοινού τη συμφωνία VLT και το προσάρτημα, παρά το γεγονός ότι, κατά την άποψή τους, οι δύο συμφωνίες αφορούν διαφορετικές αγορές, πράγμα που σαφώς θα είχε δειχθεί από προηγούμενη ανάλυση της αγοράς.

72.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον ΟΠΑΠ, θεωρεί ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

1. Επί του παραδεκτού

73.

Η Επιτροπή προβάλλει, όπως προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι αναιρεσείουσες, οι οποίες στρέφονται κατά της ουσίας της επίμαχης αποφάσεως, δεν απέδειξαν ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα τις αφορούν άμεσα και ατομικά.

74.

Οι αναιρεσείουσες δεν φαίνεται να αμφισβητούν ότι όντως στρέφονται κατά της ουσίας της επίμαχης αποφάσεως, αλλά υποστηρίζουν ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ουσίας του τετάρτου λόγου ακυρώσεως χωρίς πρώτα να εξετάσει το ζήτημα του παραδεκτού και εφόσον η κρίση αυτή δεσμεύει τις αναιρεσείουσες, οι ίδιες έχουν ενεργητική νομιμοποίηση να στραφούν κατά αυτού του μέρους της αποφάσεως. Σε διαφορετική περίπτωση, το δικαίωμά τους ασκήσεως αναιρέσεως θα περιοριζόταν κατά τρόπο δυσανάλογο, απλώς και μόνον επειδή το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, για λόγους οικονομίας της δίκης, να μην εξετάσει το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεώς τους.

75.

Μολονότι, μέχρι ενός σημείου, συμφωνώ με τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών ότι η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο, δηλαδή το ότι προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως χωρίς πρώτα να εξετάσει αν υπάρχει ενεργητική νομιμοποίηση, θα μπορούσε να θέσει τις αναιρεσείουσες σε μειονεκτική θέση, ειδικά αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε επί της ουσίας ενός λόγου ακυρώσεως ( 40 ), παρά ταύτα από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ζήτημα του απαραδέκτου λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο δύναται, και μάλιστα πρέπει, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ( 41 ).

76.

Με όσα προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου, μολονότι τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να απαντήσουν σε όσα προέβαλε η Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες δεν έδειξαν με ποιον τρόπο πληρούται, στην παρούσα υπόθεση, οποιοδήποτε από τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Εδώ, από αυτά που προέβαλε η Επιτροπή προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι ανταγωνίζονται ευθέως τον ΟΠΑΠ, κατά το μέρος που τα παιγνιομηχανήματά τους με κερματοδέκτη φέρεται ότι ανταγωνίζονται τα VLT που καλύπτονται από τη συμφωνία VLT, αλλά δεν κατάφεραν να αποδείξουν την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσεως ούτε ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τη θέση που κάθε αναιρεσείουσα έχει ατομικά στη σχετική αγορά ( 42 ).

77.

Εφόσον συμφωνώ με την Επιτροπή ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι έχουν ενεργητική νομιμοποίηση να στραφούν κατά της ουσίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεωρώ ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος.

78.

Πάντως, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει μαζί μου, θα εξετάσω επί της ουσίας τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.

2. Επί της ουσίας

79.

Το ζήτημα που τίθεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως είναι αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δικαιούνταν να εξετάσει από κοινού τη συμφωνία VLT και το προσάρτημα προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, χωρίς πρώτα να ορίσει την αγορά (ή τις αγορές) την οποία (ή τις οποίες) αφορούν οι συμφωνίες αυτές. Κατά τις αναιρεσείουσες, ο προηγούμενος ορισμός της αγοράς είναι ουσιώδης επειδή το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιτρέπει την από κοινού αξιολόγηση χωριστών μέτρων κρατικής ενισχύσεως μόνον όταν τα μέτρα αυτά αφορούν την ίδια αγορά.

80.

Πριν εξεταστεί το ζήτημα που τίθεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο όρος «πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

81.

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι ως πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ νοείται οποιοδήποτε οικονομικό όφελος του αποδέκτη της ενισχύσεως το οποίο αυτός δεν θα είχε λάβει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς ( 43 ). Για να καθορίζει αν υπάρχει πλεονέκτημα, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει εντός του πλαισίου του κάθε μέτρο που της κοινοποιείται και να λαμβάνει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίμαχης συναλλαγής ( 44 ).

82.

Στις σκέψεις 92 και 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το πλαίσιο εκδόσεως των κοινοποιηθέντων μέτρων. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία VLT και το προσάρτημα ολοκληρώθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο, ότι υπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό (να αυξήσουν την εμπορική αξία του ΟΠΑΠ ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του) και ότι οι εισφορές που έπρεπε να καταβληθούν από τον ΟΠΑΠ σε αντάλλαγμα της παραχωρήσεως των δύο κατηγοριών αποκλειστικών δικαιωμάτων ήσαν απαιτητές ταυτοχρόνως. Λαμβανομένων τούτων υπόψη, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ήταν σκόπιμο και αναγκαίο να εξεταστούν από κοινού τα κοινοποιηθέντα μέτρα, στο πλαίσιο ενιαίας κοινοποιήσεως.

83.

Οι αναιρεσείουσες δεν φαίνεται να αμφισβητούν ότι το οικονομικό πλαίσιο ασκεί επιρροή για την απόδειξη της υπάρξεως πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Διατείνονται όμως ότι, πριν αποφασιστεί αν είναι σκόπιμη η από κοινού αξιολόγηση, είναι αναγκαίο να γίνει ανάλυση της αγοράς. Τούτο επειδή, αν η ανάλυση αυτή δείξει ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα αφορούν δύο διαφορετικές αγορές, τότε θα πρέπει να αποκλειστεί η από κοινού αξιολόγηση των εν λόγω μέτρων, δεδομένου ότι αυτή ενδέχεται να αποκρύψει ένα πλεονέκτημα που παρέχεται από ένα εκ των μέτρων αυτών. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στην παρούσα υπόθεση, η από κοινού αξιολόγηση της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος (τα οποία υποτίθεται ότι αφορούν δύο διαφορετικές αγορές) έδωσε στον ΟΠΑΠ τη δυνατότητα να μειώσει τις τιμές του στην ανταγωνιστική αγορά των VLT χρεώνοντας υπερβολικές τιμές στην αγορά η οποία αφορά τα 13 άλλα τυχηρά παίγνια που καλύπτονται από το προσάρτημα, σχετικά με τα οποία ο ΟΠΑΠ έχει αποκλειστική άδεια.

84.

Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η σημασία του ορισμού μιας αγοράς στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων περιορίζεται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, στο πλαίσιο του καθορισμού αν συγκεκριμένο μέτρο στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ( 45 ). Επιπλέον, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο επίσης όταν το ζήτημα είναι να εξακριβωθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου ( 46 ). Στην επίμαχη απόφαση δεν εξετάζεται κανένα από αυτά τα δύο στοιχεία προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

85.

Επιπλέον, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας ως προς το γιατί στη συγκεκριμένη υπόθεση έχει σημασία μια προηγούμενη ανάλυση της αγοράς, είναι αλυσιτελή.

86.

Αν υποτεθεί ότι ο ΟΠΑΠ μπορούσε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, να προβεί σε διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των δύο υποθετικά χωριστών αγορών, η πρακτική αυτή, κατά την άποψή μου, ουδεμία σχέση θα είχε με τη χωριστή ή από κοινού αξιολόγηση της συμφωνίας VLT και του προσαρτήματος. Αυτό που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την εν λόγω πρακτική, αν αυτή αποδεικνυόταν, είναι το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ ήδη έχει μονοπώλιο όσον αφορά τα 13 τυχηρά παίγνια που καλύπτονται από το προσάρτημα. Για να το πω διαφορετικά, το αντίτιμο για τη συμφωνία VLT δεν συνδέεται με τη δυνατότητα του ΟΠΑΠ να χρεώνει υπερβολικές τιμές για την εκμετάλλευση των 13 τυχηρών παιγνίων που καλύπτονται από το προσάρτημα.

87.

Πάντως, όπως σημείωσε το Γενικό Δικαστήριο, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν την παραδοχή τους ότι ο ΟΠΑΠ είναι ελεύθερος να αυξάνει κατά βούληση τις τιμές σχετικά με τα 13 τυχηρά παίγνια που καλύπτονται από το προσάρτημα. Εφόσον, όπως σημείωσε η Επιτροπή, πρόκειται για πραγματικό ζήτημα, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

88.

Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το οικονομικό πλαίσιο πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να είναι ελεύθερα να ερμηνεύουν το πλαίσιο ενός μέτρου κρατικής ενισχύσεως. Οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι η Ελλάδα κοινοποίησε από κοινού τη συμφωνία VLT και το προσάρτημα για να μεγιστοποιήσει τα δημόσια έσοδά της.

89.

Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο. Όπως σημειώνει η Επιτροπή, ένα κράτος μέλος, εφόσον είναι ο συντάκτης των μέτρων, κατ’ ανάγκην θα επηρεάζει το πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνονται τα εν λόγω μέτρα. Το κράτος μέλος είναι εκείνο που αποφασίζει ποια μέτρα επιθυμεί να λάβει, και κοινοποιεί τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή. Στη συνέχεια, της Επιτροπής έργο είναι να αξιολογήσει τα κοινοποιηθέντα μέτρα λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα χαρακτηριστικά τους.

90.

Οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν άλλα νομικά επιχειρήματα που θα μπορούσαν να κλονίσουν το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την από κοινού αξιολόγηση των κοινοποιηθέντων μέτρων. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι επίσης ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, οπότε η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

VI – Δικαστικά έξοδα

91.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Επιτροπή και ο ΟΠΑΠ υπέβαλαν σχετικό αίτημα και οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν.

VII – Πρόταση

92.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να ορίσει ότι οι Club Hotel Loutraki AE, Vivere Entertainment AE, Theros International Gaming, Inc., Elliniko Casino Kerkyras, Casino Rodos και Porto Carras AE φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως και να τις καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ (ΟΠΑΠ) στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Απόφαση T‑58/13 (EU:T:2015:1, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

( 3 ) Απόφαση της Επιτροπής C(2012) 6777 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33988 (2011/N) – Ελλάδα – Ρυθμίσεις σχετικά με την παράταση του αποκλειστικού δικαιώματος του ΟΠΑΠ για την εκμετάλλευση 13 τυχερών παιγνίων και σχετικά με την παροχή αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση [35000] τερματικών βιντεολόττο [για περίοδο δέκα ετών] (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

( 5 ) ΕΕ 2015, L 248, σ. 9.

( 6 ) Όπως είχε πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999.

( 7 ) Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, ως «ενδιαφερόμενο μέρος» νοείται «[κ]άθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

( 8 ) Βλ. άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Το σύστημα κοινοποιήσεως συμπληρώνεται από τη δυνατότητα που παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταγγέλλουν μέτρα ενισχύσεως που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη.

( 9 ) Η Επιτροπή δύναται είτε να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, όπως στην παρούσα υπόθεση, με την οποία θα διαπιστώνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, είτε να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, με την οποία θα διαπιστώνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστά μεν ενίσχυση, πλην όμως είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

( 10 ) Η εν λόγω δίμηνη προθεσμία απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz (120/73, EU:C:1973:152). Στη συνέχεια, κωδικοποιήθηκε στον διαδικαστικό κανονισμό, βλ. άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999.

( 11 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής (C‑431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 59). Για περιγραφή αυτού του (περιθωριακού) ρόλου, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2010:715, σημεία 27 έως 40).

( 13 ) Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, SIC κατά Επιτροπής (T‑442/03, EU:T:2008:228, σκέψεις 222 έως 225 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 14 ) Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ κατά Επιτροπής (T‑68/03, EU:T:2007:253, σκέψη 43).

( 15 ) Αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής (C‑198/91, EU:C:1993:197), και της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής (C‑225/91, EU:C:1993:239). Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ. άρθρο 256 ΣΛΕΕ, άρθρο 58, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Βλ., επίσης, διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑296/14 P, EU:C:2015:72, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑296/14 P, EU:C:2015:72, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 18 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής (C‑287/12 P, EU:C:2013:395, σκέψεις 67 έως 73).

( 19 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 1993, Cook κατά Επιτροπής (C‑198/91, EU:C:1993:197, σκέψη 22).

( 20 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής (C‑431/07 P, EU:C:2009:223, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 21 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 22 ) Απόφαση της 10ης Μαΐου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑400/99, EU:C:2005:275, σκέψη 47).

( 23 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής (C‑287/12 P, EU:C:2013:395, σκέψη 71).

( 24 ) Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, 3F κατά Επιτροπής (C‑646/11 P, EU:C:2013:36, σκέψη 31). Βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑123/09, EU:T:2012:164, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, 3F κατά Επιτροπής (C‑646/11 P, EU:C:2013:36, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Σκέψεις 49 έως 51.

( 27 ) Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει αποσαφηνιστεί το χρονικό σημείο από το οποίο πρέπει να υπολογίζεται η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999.

( 28 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Ryanair κατά Επιτροπής (C‑287/12 P, EU:C:2013:395, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 29 ) Αποφάσεις της 20ης Μαρτίου 1984, Γερμανία κατά Επιτροπής (84/82, EU:C:1984:117, σκέψη 16), και της 10ης Μαΐου 2000, SIC κατά Επιτροπής (T‑46/97, EU:T:2000:123, σκέψεις 81, 87 και 92).

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Βέλγιο κατά Deutsche Post κ.λπ. (C‑148/09 P, EU:C:2011:603, σκέψεις 83 έως 87)· της 25ης Νοεμβρίου 2014, Ryanair κατά Επιτροπής (T‑512/11, EU:T:2014:989, σκέψη 106), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑359/04, EU:T:2010:366, σκέψη 102).

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑204/97, EU:C:2001:233, σκέψεις 40 και 49)· της 10ης Ιουλίου 2012, Smurfit Kappa Group κατά Επιτροπής (T‑304/08, EU:T:2012:351, σκέψη 97), και της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής (T‑137/10, EU:T:2012:584, σκέψη 309). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, BP Chemicals κατά Επιτροπής (T‑11/95, EU:T:1998:199, σκέψεις 188 έως 193).

( 32 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 45 έως 53).

( 33 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 59).

( 34 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 61 και 62).

( 35 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, Netherlands και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (296/82 και 318/82, EU:C:1985:113, σκέψη 19). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1997:249, σημείο 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 36 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, Netherlands και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (296/82 και 318/82, EU:C:1985:113).

( 37 ) Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 38 ) Το κριτήριο αυτό ήταν να καθοριστεί η «καθαρή παρούσα αξία» των αποκλειστικών δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν με τη συμφωνία VLT και το προσάρτημα, λαμβανομένης υπόψη μιας εύλογης αγοραίας αποδόσεως για τον ΟΠΑΠ, και να συγκριθεί αυτή η αξία με το τίμημα που ο ΟΠΑΠ κατέβαλε για τα χορηγηθέντα αποκλειστικά δικαιώματα.

( 39 ) Η μέθοδος που εφαρμόστηκε εν προκειμένω ήταν αυτή των «προεξοφλημένων ταμειακών ροών» και ο σχετικός υπολογισμός έγινε βάσει των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων που θα απέρρεαν από τη μελλοντική εκμετάλλευση των διαφόρων παιγνίων και τις ελεύθερες ταμειακές ροές που θα δημιουργούνταν από τα εν λόγω παίγνια. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι το ποσό αυτό βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως με το προεξοφλητικό επιτόκιο που επρόκειτο να εφαρμοστεί.

( 40 ) Για κριτική της πρακτικής της αντιστροφής της συνήθους σειράς εξετάσεως των ζητημάτων, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Philips Lighting Poland και Philips Lighting κατά Συμβουλίου (C‑511/13 P, EU:C:2015:206, σημεία 49 έως 67).

( 41 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 45).

( 42 ) Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing (C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψη 31), και Sniace κατά Επιτροπής (C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 43 ) Αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 44 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, EU:T:2010:386, σκέψη 172 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 45 ) Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 46 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke (C‑143/99, EU:C:2001:598, σκέψη 41).