Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση T‑826/14 R,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Sampol Pucurull,

αιτούν,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky, C. Urraca Caviedes και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C(2014) 7280 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35550 (2013/C) (πρώην 2013/NN), που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία και που αφορά το καθεστώς σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο εταιρικό κεφάλαιο,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης

Ιστορικό της διαφοράς

1. Το 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε επίσημη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), με σκοπό την εξέταση του ισπανικού φορολογικού καθεστώτος κατά το μέρος που το καθεστώς αυτό επέτρεπε στις φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις οι οποίες απέκτησαν συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης στην αλλοδαπή να εκπέσουν, υπό μορφή αποσβέσεως, από τη βάση υπολογισμού του οφειλόμενου από αυτές φόρου εταιριών την υπεραξία που προέκυψε από την απόκτηση των συμμετοχών αυτών και που ήταν καταχωρισμένη στις λογιστικές τους καταστάσεις ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού. Η Επιτροπή εκτιμούσε ότι το φορολογικό μέτρο αυτό είχε ως σκοπό να προωθήσει την εξαγωγή κεφαλαίου από την Ισπανία, ώστε να ενισχυθεί η θέση των ισπανικών επιχειρήσεων στην αλλοδαπή και, κατά τον τρόπο αυτό, να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους.

2. Η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία, όσον αφορά τις συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιριών που αποκτήθηκαν εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφαση 2011/5/ΕΚ της 28ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07), η οποία εφαρμόσθηκε από την Ισπανία (ΕΕ 2011, L 7, σ. 48, στο εξής: πρώτη απόφαση) και με την οποία χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ασύμβατο με την κοινή αγορά, επιβάλλοντας στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τις χορηγηθείσες ενισχύσεις.

3. Όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων του κεφαλαίου εταιριών εγκατεστημένων εκτός Ένωσης, η επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η οποία είχε παραμείνει σε εξέλιξη, περατώθηκε με την απόφαση 2011/282/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07), η οποία εφαρμόσθηκε από την Ισπανία (ΕΕ L 135, σ. 1, στο εξής: δεύτερη απόφαση). Με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας διατύπωση παρόμοια με εκείνη της πρώτης αποφάσεως, χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ασύμβατο με την κοινή αγορά, καθόσον αυτό εφαρμοζόταν επί της αποκτήσεως μεριδίων κεφαλαίου εκτός Ένωσης, και επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τις χορηγηθείσες ενισχύσεις.

4. Στις 17 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή κίνησε νέα επίσημη διαδικασία εξετάσεως βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με σκοπό την παροχή νέας διοικητικής ερμηνείας από το Βασίλειο της Ισπανίας που να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος αρχικού ισπανικού φορολογικού καθεστώτος στις έμμεσες αποκτήσεις συμμετοχών (ΕΕ C 258, σ. 8, στο εξής: νέο φορολογικό μέτρο). Η ως άνω διαδικασία —στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να αναστείλουν κάθε παράνομη ενίσχυση που απέρρεε από την εφαρμογή του νέου φορολογικού μέτρου— περατώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως C(2014) 7280 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35550 (2013/C) (πρώην 2013/NN), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία και αφορά το καθεστώς σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο εταιρικό κεφάλαιο (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

5. Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνήγαγε ότι το νέο φορολογικό μέτρο, το οποίο κάλυπτε τις έμμεσες αποκτήσεις μεριδίων του κεφαλαίου μη εγχώριων εταιριών που πραγματοποιούνταν μέσω της αποκτήσεως μεριδίων του κεφαλαίου μη εγχώριων εταιριών χαρτοφυλακίου, συνιστούσε και αυτό κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά η οποία, επιπροσθέτως, είχε χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τη χορηγηθείσα ενίσχυση.

6. Με δύο αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, Συλλογή, EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής (T‑399/11, Συλλογή, EU:T:2014:938), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση (βλ. σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω), με την πανομοιότυπη σε αμφότερες τις αποφάσεις αιτιολογία ότι το προαναφερθέν ισπανικό φορολογικό καθεστώς δεν πληρούσε το σύνολο των σωρευτικών προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον δεν συνεπαγόταν ως εκ του περιεχομένου του την ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής». Ειδικότερα, το εν λόγω φορολογικό καθεστώς ήταν εφαρμόσιμο επί κάθε ισπανικής επιχειρήσεως που είχε αποκτήσει μερίδιο τουλάχιστον 5 % του κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρίας και είχε διακρατήσει αδιαλείπτως το μερίδιο αυτό για χρονική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Επομένως, το μέτρο αυτό δεν αφορούσε συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων ή κλάδο παραγωγής, αλλά συγκεκριμένη κατηγορία οικονομικών πράξεων. Το καθεστώς αυτό εφαρμοζόταν, ιδίως, ανεξαρτήτως της φύσεως των δραστηριοτήτων της αποκτώσας επιχειρήσεως και δεν απέκλειε de jure ή de facto από την εφαρμογή του καμία κατηγορία επιχειρήσεων.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής του, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑826/14, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει, μεταξύ άλλων, τον αδιάρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, που ακυρώθηκαν με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όπως ακριβώς το αρχικό ισπανικό φορολογικό καθεστώς που αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, έτσι και το νέο φορολογικό μέτρο το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

8. Με χωριστό έγγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια μέρα, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

– να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως·

– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9. Με διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2015, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως έως την έκδοση διατάξεως που να περατώνει την παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

10. Στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες υπέβαλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

– να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

– να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

11. Το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε στις παρατηρήσεις της Επιτροπής με υπόμνημα της 21ης Ιανουαρίου 2015. Η Επιτροπή έλαβε οριστικώς θέση επί του υπομνήματος αυτού με υπόμνημα της 29ης Ιανουαρίου 2015.

Σκεπτικό

12. Από τον συνδυασμό, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Εντούτοις, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων βοηθημάτων, εφόσον οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ενώσεως απολαύουν του τεκμηρίου νομιμότητας. Επομένως, κατ’ εξαίρεση και μόνον ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως πράξεως που έχει προσβληθεί ενώπιον του δικαστή της ουσίας ή τη λήψη προσωρινών μέτρων (βλ. διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2013, Σλοβενία κατά Επιτροπής, T‑507/12 R, EU:T:2013:25, σκέψη 6 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13. Εξάλλου, το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται όταν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές [διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, C‑268/96 P(R), Συλλογή, EU:C:1996:381, σκέψη 30].

14. Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο διάγραμμα αναλύσεως προκειμένου να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διατάξεις της 19ης Ιουλίου 1995, Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., C‑149/95 P(R), Συλλογή, EU:C:1995:257, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, Vischim κατά Επιτροπής, C‑459/06 P(R), EU:C:2007:209, σκέψη 25]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2001, Αυστρία κατά Συμβουλίου, C‑445/00 R, Συλλογή, EU:C:2001:123, σκέψη 73).

15. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

Επί του fumus boni juris

16. Υπενθυμίζεται ότι διάφορες διατυπώσεις χρησιμοποιούνται στη νομολογία για να καθοριστεί, αναλόγως των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως, η προϋπόθεση fumus boni juris (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 14 ανωτέρω, EU:C:1995:257, σκέψη 26).

17. Ειδικότερα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα προς στήριξη της προσφυγής παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας, η λύση της οποίας δεν είναι προφανής [βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Pilkington Group, C‑278/13 P(R), EU:C:2013:558, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πράγματι, εφόσον σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εκδοθησόμενης οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να περιοριστεί στην «εκ πρώτης όψεως» εκτίμηση του βασίμου των λόγων που προβάλλονται στο πλαίσιο της διαφοράς επί της ουσίας, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται αρκούντως μεγάλη πιθανότητα ευδοκιμήσεως της προσφυγής [διατάξεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑426/13 P(R), EU:C:2013:848, σκέψη 41, και της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά ANKO, C‑78/14 P‑R, EU:C:2014:239, σκέψη 15].

18. Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, της πρώτης και δεύτερης αποφάσεως που μνημονεύονται στις σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω. Ειδικότερα, παραδείγματος χάρη, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 44, 99, 116, 141, 179 και 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτιμά ότι το νέο φορολογικό μέτρο διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής ενός καθεστώτος το οποίο αυτή είχε ήδη χαρακτηρίσει, με την πρώτη και δεύτερη απόφαση, ως ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Προσθέτει ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του σκοπού που επιδιώκει, ήτοι της ενισχύσεως της διεθνούς παρουσίας των ισπανικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι τον ίδιο σκοπό επιδίωκε και το αρχικό φορολογικό καθεστώς το οποίο όμως χαρακτηρίστηκε παράνομο και ασύμβατο. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 92 και 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του αρχικού φορολογικού καθεστώτος, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, και παραπέμπει στη συλλογιστική που παρουσίασε συναφώς με τις ως άνω αποφάσεις, υποστηρίζοντας ότι, προκειμένου να εξετασθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως, η προτεινόμενη διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης κτήσεως στερείται σημασίας.

19. Επιπλέον, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 14 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνδεόταν στενά με την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση που αμφότερες ακυρώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

20. Επομένως, εκ πρώτης όψεως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην προκείμενη ότι το νέο φορολογικό μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα για τους ίδιους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε η Επιτροπή στην πρώτη και στη δεύτερη απόφαση για να χαρακτηρίσει το αρχικό ισπανικό φορολογικό καθεστώς ως ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Πάντως, με τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939, σκέψη 83) και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938, σκέψη 87), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις ως άνω αποφάσεις με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος, τούτο δε κατόπιν επισταμένης εξετάσεως, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα, των τεσσάρων λόγων περί του αντιθέτου που προέβαλε η Επιτροπή.

21. Ως εκ τούτου, στο στάδιο αυτό της παρούσας διαδικασίας, υφίστανται σαφείς ενδείξεις ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας στην υπόθεση T‑826/14, θα ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για τους ίδιους λόγους για τους οποίους ακύρωσε την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση. Συνεπώς, η πιθανότητα ευδοκιμήσεως της προσφυγής προς την οποία συναρτάται η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να θεωρηθεί ως πολύ υψηλή, το δε fumus boni juris παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, ιδιαιτέρως σοβαρό (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P‑R, EU:C:2014:2418, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας στην κύρια υπόθεση εγείρουν προφανώς πολύ σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν άρθηκαν από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η αντίδικος, η οποία, με τις από 14 Ιανουαρίου 2015 παρατηρήσεις της, δεν έλαβε θέση επί της προϋποθέσεως fumus boni juris και αρκέστηκε στη δήλωση ότι θα ασκήσει αναιρέσεις κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939) και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938). Στο μέτρο κατά το οποίο οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση προσωρινού μέτρου τελούν σε αλληλεξάρτηση [διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Vanbreda Risk & Benefits κατά Επιτροπής, T‑199/14 R, EU:T:2014:1024, σκέψη 194], ο κατά το μάλλον ή ήττον σοβαρός χαρακτήρας του fumus boni juris επηρεάζει την εκτίμηση του επείγοντος. Ειδικότερα, το επείγον της υποθέσεως, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών, πρέπει κατά μείζονα λόγο να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων όταν αυτός έχει χαρακτηρίσει το fumus boni juris ιδιαιτέρως σοβαρό (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 12ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P‑R, EU:C:2014:1749, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23. Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι σχετικές με το fumus boni juris και το επείγον της υποθέσεως προϋποθέσεις είναι διαφορετικές και σωρευτικές, οπότε το Βασίλειο της Ισπανίας εξακολουθεί να υποχρεούται να αποδείξει ότι επίκειται σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Επιτροπή κατά Rusal Armenal, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:C:2014:1749, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, με την εξαίρεση της ειδικής δικονομικής μεταχειρίσεως της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (διάταξη Vanbreda Risk & Benefits κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:T:2014:1024, σκέψη 162), το fumus boni juris, όσο ισχυρό και να είναι, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη επείγοντος (βλ. διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2010, Gas Natural Fenosa SDG κατά Επιτροπής, T‑484/10 R, EU:T:2010:486, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Επί του επείγοντος της υποθέσεως

24. Κατά πάγια νομολογία, ο επείγων χαρακτήρας της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον διάδικο που ζητεί τα προσωρινά μέτρα. Στον διάδικο αυτό απόκειται να προσκομίσει σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι αν ανέμενε την έκβαση της διαδικασίας επί της προσφυγής, ενδέχετο να υποστεί προσωπικά μια τέτοια βλάβη (βλ. διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑52/12 R, EU:T:2012:447, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25. Δεδομένου ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει υποβληθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη εκπροσωπούν συμφέροντα θεωρούμενα ως γενικά σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, μπορούν να αναλάβουν την προάσπιση των συμφερόντων αυτών στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και να ζητήσουν τη χορήγηση προσωρινών μέτρων προβάλλοντας ότι το αμφισβητούμενο μέτρο ενδέχεται να διακυβεύσει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων τους και τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2012:447, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επίσης, τα κράτη μέλη δύνανται να προβάλουν τη βλάβη που προκαλείται σε ορισμένο τομέα της οικονομίας τους, ιδίως όταν το αμφισβητούμενο μέτρο είναι ικανό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχολήσεως και στο κόστος ζωής. Αντιθέτως, δεν αρκεί να επικαλεστούν τη βλάβη που θα υφίστατο ένας περιορισμένος αριθμός επιχειρήσεων, όταν αυτές, βάσει μεμονωμένης εξετάσεως, δεν αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο τομέα της εθνικής οικονομίας (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 29 Αυγούστου 2013, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑366/13 R, EU:T:2013:396, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας αποδεικνύει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ενδέχεται να του προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη διότι, μεταξύ άλλων, επηρεάζει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του καθώς και τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως ή τη λειτουργία ενός ολόκληρου τομέα της εθνικής οικονομίας.

27. Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάκτηση των τεκμαιρόμενων ενισχύσεων θα εξανάγκαζε την ισπανική φορολογική διοίκηση να κινητοποιήσει σημαντικό τμήμα του προσωπικού της, χρησιμοποιώντας τους ικανότερους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι, αντί να επικεντρωθούν στα συνήθη καθήκοντά τους, και ειδικότερα στην πάταξη της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να «σπαταλήσουν» πάνω από 3 300 ώρες του χρόνου εργασίας τους για μια περίπτωση η οποία είναι προδήλως αντίθετη προς το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων. Η βλάβη που θα προέκυπτε από την ως άνω υποχρέωση ανακτήσεως θα καθίστατο σοβαρότερη δεδομένης της μειώσεως του αριθμού των υπαλλήλων της ισπανικής δημόσιας διοικήσεως στο πλαίσιο των μέτρων λιτότητας που λήφθηκαν στο τέλος του 2013.

28. Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει το συμφέρον του στη δυνατότητα παροχής προς τους οικονομικούς φορείς ενός νομικού και φορολογικού πλαισίου απαλλαγμένου από αβεβαιότητες. Πάντως, λόγω του εκτελεστού χαρακτήρα της, η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει σε όλες τις δημόσιες αρχές, τόσο σε αυτές της φορολογικής διοικήσεως όσο και στα δικαστήρια, την υποχρέωση να ενεργήσουν στην κατεύθυνση που αυτή ορίζει, έστω και αν στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε ένα στοιχείο το οποίο κρίθηκε άκυρο με τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938). Η νομική αβεβαιότητα που συνεπάγεται η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει επίσης υποθέσεις σχετικές με σοβαρά ποσά των οποίων αναμένεται η καταβολή στο Δημόσιο Ταμείο και αφορά εκατό περίπου επιχειρήσεις που είναι δυνητικοί δικαιούχοι των προβαλλόμενων ενισχύσεων. Αν απαιτηθεί η ανάκτηση ορισμένων ποσών που συνδέονται με τις επίδικες εκπτώσεις, η ισπανική διοίκηση θα πρέπει, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να τα επιστρέψει μετά από ορισμένα έτη, προσαυξημένα με τους αντίστοιχους τόκους. Η βλάβη που θα προέκυπτε για το Βασίλειο της Ισπανίας λόγω της διαφοράς των σχετικών επιβαλλόμενων τόκων (ανακτήσεως, προς τους θιγόμενους δικαιούχους, υπερημερίας σε περίπτωση μεταγενέστερης επιστροφής εκ μέρους της φορολογικής διοικήσεως) είναι προφανής.

29. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει πρόσθετη βλάβη συνδεόμενη με τη δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει να απαιτεί την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηριζόμενη στο τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ειδικότερα, με την εκπνοή της τετράμηνης προθεσμίας που τάσσει η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θα μπορεί να ασκήσει κατά του Βασιλείου της Ισπανίας προσφυγή κατά παραβάσεως και, ενδεχομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλλει πρόστιμο. Ομοίως, η μη εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στις στατιστικές που δημοσιεύει ετησίως η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Ανταγωνισμού της Επιτροπής στην έκθεσή της σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, πράγμα το οποίο θα μπορούσε «να δώσει μια παραμορφωμένη εικόνα των πραγματικών περιστατικών από τα οποία ανέκυψε η υπόθεση αυτή».

30. Αντιθέτως, κατά την άποψη της Επιτροπής, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει το επείγον της υποθέσεως.

31. Συναφώς, επιβάλλεται εξαρχής η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν δύναται να υποστηρίζει λυσιτελώς ότι ένας ολόκληρος τομέας της εθνικής οικονομίας θα υποστεί βλάβη. Πράγματι, στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνεται λόγος μόνο για 94 επιχειρήσεις οι οποίες επηρεάζονται από την προσβαλλόμενη απόφαση ως δυνητικοί δικαιούχοι του νέου φορολογικού μέτρου το οποίο αφορά η εν λόγω απόφαση. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν διατείνεται, ούτε κατά μείζονα λόγο αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω 94 επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν έναν συγκεκριμένο τομέα της ισπανικής οικονομίας και ότι ο επηρεασμός τους είναι ικανός να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχολήσεως και στο κόστος ζωής σε έναν συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε μια συγκεκριμένη ισπανική περιφέρεια. Επί του παρόντος, κάτι τέτοιο ουδόλως ισχύει, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938) το ισπανικό φορολογικό καθεστώς, στο οποίο εντάσσεται το νέο φορολογικό μέτρο, είναι εφαρμόσιμο επί οποιασδήποτε ισπανικής επιχειρήσεως και, επομένως, δεν αφορά μια ιδιαίτερη κατηγορία επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής (βλ. σκέψεις 6 και 18 ανωτέρω).

32. Μένει να εξεταστεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας απέδειξε αρκούντως κατά νόμο ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να επηρεαστεί η εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του και η διασφάλιση της ισπανικής δημοσίας τάξεως.

33. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επείγον υφίσταται μόνον όταν η σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη την οποία επικαλείται ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα επίκειται σε τέτοιο βαθμό ώστε η επέλευσή της να μπορεί να προβλεφθεί ως αρκούντως πιθανή. Εν πάση περιπτώσει, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την πιθανολόγηση μιας τέτοιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, εξυπακουομένου ότι η αμιγώς υποθετική βλάβη, η οποία στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων, δεν δικαιολογεί τη χορήγηση προσωρινών μέτρων (βλ., επ’ αυτού, διατάξεις Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2012:447, σκέψη 36, και της 11ης Μαρτίου 2013, Elan κατά Επιτροπής, T‑27/13 R, EU:T:2013:122, σκέψη 13).

34. Εν προκειμένω όμως, πρώτον, η Επιτροπή επισύναψε, ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της, το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2015 το οποίο απηύθυνε ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμού προς το Βασίλειο της Ισπ ανίας και με το οποίο συμφώνησε με τις ισπανικές αρχές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνδεόταν στενά με την πρώτη και δεύτερη απόφαση, οι οποίες ακυρώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Το εν λόγω έγγραφο συνεχίζει ως εξής:

«Κατά συνέπεια, δεδομένου του στενού αυτού συνδέσμου, έχω την τιμή να σας ανακοινώσω ότι δεν πρόκειται να λάβουμε ενεργώς μέτρα, από κοινού με την Ισπανία, για την ανάκτηση των ενισχύσεων που διαλαμβάνονται στην [προσβαλλόμενη] απόφαση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των [αιτήσεων αναιρέσεως] που αποφάσισε να ασκήσει η Επιτροπή κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.»

35. Δεύτερον, η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ερμήνευσε το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο ως μια de facto παράταση της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως που επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά των δύο ακυρωτικών αποφάσεων. Κατά την Επιτροπή, «οι ισπανικές αρχές μπορούν, επομένως, να αναστείλουν την ανάκτηση χωρίς εξ αυτού να απορρέει παράβαση του δικαίου της Ένωσης από το Βασίλειο της Ισπανίας».

36. Τρίτον, στις 19 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή άσκησε όντως ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρέσεις κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938).

37. Επομένως, από τις τρεις προηγούμενες διαπιστώσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η βλάβη που δύναται να προκληθεί σε βάρος του Βασιλείου της Ισπανίας λόγω της ανακτήσεως των προβαλλόμενων κρατικών ενισχύσεων —η οποία συνίσταται, ιδίως, στην άνευ λόγου απασχόληση σημαντικού τμήματος του προσωπικού της φορολογικής διοικήσεως, στις οικονομικές απώλειες λόγω των διαφορών μεταξύ των εφαρμοστέων επιτοκίων σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και μεταγενέστερης επιστροφής των ανακτηθέντων ποσών, καθώς και στην απειλή κινήσεως από την Επιτροπή διαδικασίας κατά παραβάσεως την οποία μπορεί να ακολουθήσει η επιβολή προστίμου— δεν μπορεί, στο παρόν στάδιο, να θεωρηθεί ότι επίκειται σε τέτοιο βαθμό επάρκειας ώστε να δικαιολογεί τη χορήγηση της ζητηθείσας αναστολής εκτελέσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι απαλλάσσει τις ισπανικές αρχές από την υποχρέωση ανακτήσεως έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων και ότι η αναστολή των μέτρων ανακτήσεως δεν συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να λάβει υπόψη του τα ανωτέρω και να συνεκτιμήσει, κατά την εξέταση του επείγοντος της υποθέσεως, την καλοπροαίρετη συμπεριφορά της Επιτροπής έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας, η οποία αποκλείει το επείγον.

38. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό κανένα από τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας.

39. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο, το οποίο συνέταξε υπηρεσία της Επιτροπής και όχι το σώμα των Επιτρόπων, δεν έχει το νομικό κύρος αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ή πράξεως δυνάμενης να εκδοθεί βάσει του κανονισμού 659/1999. Το έγγραφο αυτό αποτελεί απλώς διατύπωση απόψεως, χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, που δεν συμπληρώνει ούτε τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας ζητείται η αναστολή. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, τούτο σημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και πρέπει, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, να τεθεί σε εφαρμογή από κάθε δημόσια αρχή. Επομένως, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν διατάξει όντως την αναστολή της προσβαλλομένης αποφάσεως, όλες οι ισπανικές διοικητικές και δικαστικές αρχές θα οφείλουν να διασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί με την απόφαση αυτή, ιδίως δε την υποχρέωση ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

40. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση σχετικά με το αν επείγει η λήψη προσωρινών μέτρων από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων είναι συνάρτηση της οικείας πραγματικής καταστάσεως στην οποία τελεί ο διάδικος που ζητεί τα μέτρα αυτά. Με διαφορετική διατύπωση, ο φερόμενος ως επείγων χαρακτήρας αποδεικνύεται μόνον όταν ο εν λόγω διάδικος εκτίθεται πράγματι στον επικείμενο και υπαρκτό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, ενώ ο αμιγώς θεωρητικός και υποθετικός κίνδυνος δεν επαρκεί προς τούτο. Ειδικότερα, η ύπαρξη και μόνο ορισμένης νομικής υποχρεώσεως δεν μπορεί καταρχήν να συνεπάγεται για τον διάδικο κατάσταση επείγοντος που να επιβάλλει τη χορήγηση προσωρινού μέτρου, αφ’ ης στιγμής δεν έχει ακόμη ληφθεί κανένα δεσμευτικό μέτρο εκτελέσεως προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως.

41. Παραδείγματος χάρη, κατά πάγια νομολογία κρίνεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, απόκειται στον δικαιούχο της ενισχύσεως να αποδείξει ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων της Ένωσης ότι τα ένδικα μέσα που διαθέτει βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου προκειμένου να αποτρέψει την άμεση επιστροφή της ενισχύσεως σε εθνικό επίπεδο δεν του παρέχουν τη δυνατότητα, μέσω επικλήσεως ιδίως της οικονομικής του καταστάσεως, να αποφύγει μια σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, και συγκεκριμένα αν ο εν λόγω δικαιούχος δύναται πράγματι να επιτύχει την παροχή δικαστικής προστασίας από τα εθνικά δικαστήρια, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων της Ένωσης συνάγει ότι στην ενώπιόν του διαδικασία δεν υφίσταται επείγον (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Elan κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2013:122, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τούτο δε παρά το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και ανεξαρτήτως του αν η προστασία που έχει χορηγηθεί σε εθνικό επίπεδο είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, για όσο χρόνο οι εθνικές αρχές, στις οποίες έχει επιβληθεί με απόφαση της Επιτροπής η υποχρέωση να ανακτήσουν μια κρατική ενίσχυση, απέχουν εκ των πραγμάτων από τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων για την επιστροφή της, ο κίνδυνος να υποχρεωθεί ο δικαιούχος να επιστρέψει την ενίσχυση δεν επίκειται σε τέτοιο βαθμό επάρκειας ώστε να δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2013:396, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ιδίως να απορριφθεί, ως αλυσιτελής, σε σχέση με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η άποψη του Βασιλείου της Ισπανίας ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της δεσμευτικής νομικής ενέργειας της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία εξέδωσε το σώμα των Επιτρόπων, και της απλής διατυπώσεως απόψεων από υπηρεσία της Επιτροπής, όπως αυτές περιλήφθηκαν στο από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο του γενικού διευθυντή της ΓΔ Ανταγωνισμού και στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι υπάλληλοι της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

43. Πράγματι, αφενός, αναγνωρίζεται ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να παραιτείται, σε κάθε στάδιο ένδικης διαδικασίας με αντικείμενο απόφαση ληφθείσα από το σώμα των Επιτρόπων, από την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2013:396, σκέψη 40), εξυπακουομένου ότι η παραίτηση αυτή μπορεί να ανακοινώνεται από τους υπαλλήλους της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής που έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν στην οικεία ένδικη διαφορά. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν υποστήριξε ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής ενήργησαν καθ’ υπέρβαση της εντολής τους καθόσον, κατά την παρούσα διαδικασία, επισήμαναν ότι το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο συνιστούσε de facto παράταση της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί των προαναφερθεισών αιτήσεων αναιρέσεως και ότι, ως εκ τούτου, οι ισπανικές αρχές μπορούσαν να αναστείλουν την εν λόγω ανάκτηση χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).

44. Αφετέρου, είναι γεγονός ότι αρμόδια να προτείνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τη λήψη των μέτρων που είναι αναγκαία για την κίνηση διαδικασίας με σκοπό να υποχρεωθούν οι εθνικές αρχές να εκτελέσουν μια απόφαση, να κληθούν προς παροχή εξηγήσεων ή να αντιμετωπιστεί τυχόν παράλειψή τους είναι η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής και όχι το σώμα των Επιτρόπων στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης ενέργειας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει επί του παρόντος κανένα λόγο ανησυχίας οφειλόμενο στην Επιτροπή, δεδομένου ότι η αρμόδια υπηρεσία της τελευταίας, ήτοι η ΓΔ Ανταγωνισμού, του παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι η αναστολή των μέτρων ανακτήσεως δεν θα αποτελούσε λόγο κινήσεως διαδικασίας κατά παραβάσεως έναντι κράτους μέλους, της οποίας έπεται ενδεχομένως η επιβολή προστίμου. Λαμβανομένης υπόψη της δεσμεύσεως την οποία ανέλαβε η εν λόγω υπηρεσία, παρίσταται επίσης απίθανο να δώσει αυτή «μια παραμορφωμένη εικόνα των πραγματικών περιστατικών από τα οποία ανέκυψε η υπόθεση αυτή» με την έκθεσή της σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω), εφόσον βεβαίως θεωρηθεί ότι μια τέτοια δημοσίευση είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στο Βασίλειο της Ισπανίας.

45. Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η σχετική με το επείγον προϋπόθεση συντρέχει λόγω των ολέθριων συνεπειών που θα είχε η ανάκτηση των προβαλλόμενων ενισχύσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοικήσεως, ιδίως της φορολογικής.

46. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η Επιτροπή την καλοπροαίρετη συμπεριφορά της έναντι των ισπανικών αρχών και να απαιτήσει από αυτές, σε δεδομένη χρονική στιγμή, να προβούν αμελλητί στην επιβληθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση ανάκτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας θα μπορούσε να επικαλεστεί το νέο αυτό πραγματικό στοιχείο προκειμένου να υποβάλει, δυνάμει του άρθρου 109 του Κανονισμού Διαδικασίας, νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

47. Εντούτοις, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ισπανικά δικαστήρια πρέπει να παράσχουν στους διαδίκους τη διασφάλιση ότι θα εφαρμοστούν όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, όσον αφορά την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, τα δικαστήρια αυτά θα πρέπει να λάβουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της τηρήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως —εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν αναστείλει την εκτέλεσή της— κατά το μέρος που αυτή επιβάλλει την ανάκτηση των παράνομων και ασύμβατων ενισχύσεων. Όσον αφορά το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) και τις δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), πρόκειται απλώς για διατύπωση απόψεων εκ μέρους της Επιτροπής οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C‑69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 28).

48. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αρκεί η υπόμνηση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας οφείλει, εν προκειμένω, να αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρχει κίνδυνος να διακυβεύσει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του και τη διασφάλιση της ισπανικής δημοσίας τάξεως (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν διατείνεται ούτε κατά μείζονα λόγο αποδεικνύει ότι τα ισπανικά δικαστήρια έχουν ήδη κατακλυστεί, ή υπάρχει κίνδυνος να κατακλυστούν, λόγω ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων με σκοπό τη διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως την οποία επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση, σε βαθμό τέτοιο που να μπορεί να διακυβευτεί σοβαρά η λειτουργία του ισπανικού δικαιοδοτικού συστήματος. Δεν κάνει εξάλλου λόγο για άσκηση καταψηφιστικών αγωγών ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων οι οποίες, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου τους, θα μπορούσαν να έχουν ευρείες και ανησυχητικές επιπτώσεις στη δημόσια τάξη.

49. Εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο της Ισπανίας κάνει λόγο μόνο για 94 επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποδέκτριες εντάλματος για την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω). Η εξέταση αντίστοιχου αριθμού ενδίκων βοηθημάτων ουδόλως είναι ικανή να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία του ισπανικού δικαιοδοτικού συστήματος. Κατά τα λοιπά, στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών αυτών, τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να δεσμεύονται νομικά από τις προαναφερθείσες απόψεις που διατύπωσε η Επιτροπή, θα πρέπει, βάσει της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, να τις λάβουν υπόψη ως εκτιμήσεις, στο μέτρο κατά το οποίο τα στοιχεία που περιέχονται στις εν λόγω απόψεις αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εκπληρώσεως του καθήκοντος των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Mediaset, σκέψη 47 ανωτέρω, EU:C:2014:71, σκέψη 31).

50. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει το συμφέρον του στη δυνατότητα παροχής προς τους οικονομικούς φορείς ενός νομικού και φορολογικού πλαισίου απαλλαγμένου από αβεβαιότητες. Φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομικής αβεβαιότητας που προκάλεσε η Επιτροπή, η διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφήνει περιθώρια καθορισμού σαφούς κατευθύνσεως ούτε στη φορολογική διοίκηση ούτε στα εθνικά δικαστήρια ούτε στις επιχειρήσεις, οι οποίες εξαναγκάζονται να προβαίνουν, μέσω εσωτερικών ενεργειών, σε ετήσιο υπολογισμό του ύψους του καταβλητέου από αυτές φόρου εταιριών.

51. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η νομική αβεβαιότητα περί της οποίας κάνει λόγο το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αρθεί με την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, ήδη με την κίνηση, το 2013, επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο το νέο φορολογικό μέτρο, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου και ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, επιβάλλοντας στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να αναστείλουν κάθε παράνομη ενίσχυση που απέρρεε από την εφαρμογή του μέτρου αυτού (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Πάντως, η αβεβαιότητα αυτή θα διαρκέσει τουλάχιστον έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως της Επιτροπής κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938) (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Επιπλέον, η εν λόγω αβεβαιότητα προφανώς δεν δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια για τις επιχειρήσεις, τα εθνικά δικαστήρια και τη φορολογική διοίκηση. Πράγματι, οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν προσωρινά, στο πλαίσιο ίδιων υπολογισμών, το νέο φορολογικό μέτρο με τη ρητή επιφύλαξη της μελλοντικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, ενώ η φορολογική διοίκηση και τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να λάβουν προσωρινές αποφάσεις με την ίδια επιφύλαξη ή να αναστείλουν τις εκκρεμείς ενώπιόν τους διαδικασίες εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

52. Βάσει των ανωτέρω, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπιστώνει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι, αν δεν χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα υποστεί άμεσα σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Επομένως, η προϋπόθεση του επείγοντος δεν συντρέχει.

53. Κατά συνέπεια, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ελλείψει επείγοντος, χωρίς να είναι αναγκαία η στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων [βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1999, DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, C‑364/99 P(R), Συλλογή, EU:C:1999:609, σκέψη 61].

54. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η ανάκληση της διατάξεως της 8ης Ιανουαρίου 2015 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2) Ανακαλεί τη διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2015 που εκδόθηκε στην υπόθεση T‑826/14 R.

3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 27 Φεβρουαρίου 2015.


ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 27ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Ασφαλιστικά μέτρα — Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς φόρου εταιριών που επιτρέπει στις επιχειρήσεις με φορολογική έδρα στην Ισπανία να προβαίνουν σε απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από έμμεσες αποκτήσεις μεριδίων του κεφαλαίου επιχειρήσεων με φορολογική έδρα στην αλλοδαπή — Απόφαση που χαρακτηρίζει την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και επιβάλλει υποχρέωση ανακτήσεώς της — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Fumus boni juris — Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑826/14 R,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Sampol Pucurull,

αιτούν,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky, C. Urraca Caviedes και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C(2014) 7280 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35550 (2013/C) (πρώην 2013/NN), που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία και που αφορά το καθεστώς σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο εταιρικό κεφάλαιο,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

1

Το 2007 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε επίσημη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), με σκοπό την εξέταση του ισπανικού φορολογικού καθεστώτος κατά το μέρος που το καθεστώς αυτό επέτρεπε στις φορολογούμενες στην Ισπανία επιχειρήσεις οι οποίες απέκτησαν συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης στην αλλοδαπή να εκπέσουν, υπό μορφή αποσβέσεως, από τη βάση υπολογισμού του οφειλόμενου από αυτές φόρου εταιριών την υπεραξία που προέκυψε από την απόκτηση των συμμετοχών αυτών και που ήταν καταχωρισμένη στις λογιστικές τους καταστάσεις ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού. Η Επιτροπή εκτιμούσε ότι το φορολογικό μέτρο αυτό είχε ως σκοπό να προωθήσει την εξαγωγή κεφαλαίου από την Ισπανία, ώστε να ενισχυθεί η θέση των ισπανικών επιχειρήσεων στην αλλοδαπή και, κατά τον τρόπο αυτό, να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους.

2

Η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία, όσον αφορά τις συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιριών που αποκτήθηκαν εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφαση 2011/5/ΕΚ της 28ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07), η οποία εφαρμόσθηκε από την Ισπανία (ΕΕ 2011, L 7, σ. 48, στο εξής: πρώτη απόφαση) και με την οποία χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ασύμβατο με την κοινή αγορά, επιβάλλοντας στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τις χορηγηθείσες ενισχύσεις.

3

Όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων του κεφαλαίου εταιριών εγκατεστημένων εκτός Ένωσης, η επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η οποία είχε παραμείνει σε εξέλιξη, περατώθηκε με την απόφαση 2011/282/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφάλαιο C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07), η οποία εφαρμόσθηκε από την Ισπανία (ΕΕ L 135, σ. 1, στο εξής: δεύτερη απόφαση). Με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας διατύπωση παρόμοια με εκείνη της πρώτης αποφάσεως, χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο ασύμβατο με την κοινή αγορά, καθόσον αυτό εφαρμοζόταν επί της αποκτήσεως μεριδίων κεφαλαίου εκτός Ένωσης, και επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τις χορηγηθείσες ενισχύσεις.

4

Στις 17 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή κίνησε νέα επίσημη διαδικασία εξετάσεως βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με σκοπό την παροχή νέας διοικητικής ερμηνείας από το Βασίλειο της Ισπανίας που να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος αρχικού ισπανικού φορολογικού καθεστώτος στις έμμεσες αποκτήσεις συμμετοχών (ΕΕ C 258, σ. 8, στο εξής: νέο φορολογικό μέτρο). Η ως άνω διαδικασία —στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να αναστείλουν κάθε παράνομη ενίσχυση που απέρρεε από την εφαρμογή του νέου φορολογικού μέτρου— περατώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως C(2014) 7280 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35550 (2013/C) (πρώην 2013/NN), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία και αφορά το καθεστώς σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικού εμπορικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή σε ξένο εταιρικό κεφάλαιο (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

5

Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνήγαγε ότι το νέο φορολογικό μέτρο, το οποίο κάλυπτε τις έμμεσες αποκτήσεις μεριδίων του κεφαλαίου μη εγχώριων εταιριών που πραγματοποιούνταν μέσω της αποκτήσεως μεριδίων του κεφαλαίου μη εγχώριων εταιριών χαρτοφυλακίου, συνιστούσε και αυτό κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά η οποία, επιπροσθέτως, είχε χορηγηθεί κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, επέβαλε στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να ανακτήσουν τη χορηγηθείσα ενίσχυση.

6

Με δύο αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2014, Autogrill España κατά Επιτροπής (T‑219/10, Συλλογή, EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής (T‑399/11, Συλλογή, EU:T:2014:938), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση (βλ. σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω), με την πανομοιότυπη σε αμφότερες τις αποφάσεις αιτιολογία ότι το προαναφερθέν ισπανικό φορολογικό καθεστώς δεν πληρούσε το σύνολο των σωρευτικών προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον δεν συνεπαγόταν ως εκ του περιεχομένου του την ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής». Ειδικότερα, το εν λόγω φορολογικό καθεστώς ήταν εφαρμόσιμο επί κάθε ισπανικής επιχειρήσεως που είχε αποκτήσει μερίδιο τουλάχιστον 5 % του κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρίας και είχε διακρατήσει αδιαλείπτως το μερίδιο αυτό για χρονική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Επομένως, το μέτρο αυτό δεν αφορούσε συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων ή κλάδο παραγωγής, αλλά συγκεκριμένη κατηγορία οικονομικών πράξεων. Το καθεστώς αυτό εφαρμοζόταν, ιδίως, ανεξαρτήτως της φύσεως των δραστηριοτήτων της αποκτώσας επιχειρήσεως και δεν απέκλειε de jure ή de facto από την εφαρμογή του καμία κατηγορία επιχειρήσεων.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής του, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑826/14, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει, μεταξύ άλλων, τον αδιάρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, που ακυρώθηκαν με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όπως ακριβώς το αρχικό ισπανικό φορολογικό καθεστώς που αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, έτσι και το νέο φορολογικό μέτρο το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

8

Με χωριστό έγγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια μέρα, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9

Με διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2015, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως έως την έκδοση διατάξεως που να περατώνει την παρούσα διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

10

Στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες υπέβαλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

11

Το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε στις παρατηρήσεις της Επιτροπής με υπόμνημα της 21ης Ιανουαρίου 2015. Η Επιτροπή έλαβε οριστικώς θέση επί του υπομνήματος αυτού με υπόμνημα της 29ης Ιανουαρίου 2015.

Σκεπτικό

12

Από τον συνδυασμό, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Εντούτοις, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων βοηθημάτων, εφόσον οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ενώσεως απολαύουν του τεκμηρίου νομιμότητας. Επομένως, κατ’ εξαίρεση και μόνον ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως πράξεως που έχει προσβληθεί ενώπιον του δικαστή της ουσίας ή τη λήψη προσωρινών μέτρων (βλ. διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 2013, Σλοβενία κατά Επιτροπής, T‑507/12 R, EU:T:2013:25, σκέψη 6 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13

Εξάλλου, το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται όταν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές [διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 1996, SCK και FNK κατά Επιτροπής, C‑268/96 P(R), Συλλογή, EU:C:1996:381, σκέψη 30].

14

Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο διάγραμμα αναλύσεως προκειμένου να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διατάξεις της 19ης Ιουλίου 1995, Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., C‑149/95 P(R), Συλλογή, EU:C:1995:257, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, Vischim κατά Επιτροπής, C‑459/06 P(R), EU:C:2007:209, σκέψη 25]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2001, Αυστρία κατά Συμβουλίου, C‑445/00 R, Συλλογή, EU:C:2001:123, σκέψη 73).

15

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

Επί του fumus boni juris

16

Υπενθυμίζεται ότι διάφορες διατυπώσεις χρησιμοποιούνται στη νομολογία για να καθοριστεί, αναλόγως των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως, η προϋπόθεση fumus boni juris (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 14 ανωτέρω, EU:C:1995:257, σκέψη 26).

17

Ειδικότερα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα προς στήριξη της προσφυγής παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας, η λύση της οποίας δεν είναι προφανής [βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Pilkington Group, C‑278/13 P(R), EU:C:2013:558, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πράγματι, εφόσον σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της εκδοθησόμενης οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να περιοριστεί στην «εκ πρώτης όψεως» εκτίμηση του βασίμου των λόγων που προβάλλονται στο πλαίσιο της διαφοράς επί της ουσίας, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται αρκούντως μεγάλη πιθανότητα ευδοκιμήσεως της προσφυγής [διατάξεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑426/13 P(R), EU:C:2013:848, σκέψη 41, και της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά ANKO, C‑78/14 P‑R, EU:C:2014:239, σκέψη 15].

18

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, της πρώτης και δεύτερης αποφάσεως που μνημονεύονται στις σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω. Ειδικότερα, παραδείγματος χάρη, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 44, 99, 116, 141, 179 και 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτιμά ότι το νέο φορολογικό μέτρο διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής ενός καθεστώτος το οποίο αυτή είχε ήδη χαρακτηρίσει, με την πρώτη και δεύτερη απόφαση, ως ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Προσθέτει ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του σκοπού που επιδιώκει, ήτοι της ενισχύσεως της διεθνούς παρουσίας των ισπανικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι τον ίδιο σκοπό επιδίωκε και το αρχικό φορολογικό καθεστώς το οποίο όμως χαρακτηρίστηκε παράνομο και ασύμβατο. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 92 και 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του αρχικού φορολογικού καθεστώτος, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως, και παραπέμπει στη συλλογιστική που παρουσίασε συναφώς με τις ως άνω αποφάσεις, υποστηρίζοντας ότι, προκειμένου να εξετασθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως, η προτεινόμενη διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης κτήσεως στερείται σημασίας.

19

Επιπλέον, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 14 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνδεόταν στενά με την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση που αμφότερες ακυρώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

20

Επομένως, εκ πρώτης όψεως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην προκείμενη ότι το νέο φορολογικό μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα για τους ίδιους λόγους τους οποίους επικαλέστηκε η Επιτροπή στην πρώτη και στη δεύτερη απόφαση για να χαρακτηρίσει το αρχικό ισπανικό φορολογικό καθεστώς ως ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Πάντως, με τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939, σκέψη 83) και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938, σκέψη 87), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις ως άνω αποφάσεις με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος, τούτο δε κατόπιν επισταμένης εξετάσεως, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα, των τεσσάρων λόγων περί του αντιθέτου που προέβαλε η Επιτροπή.

21

Ως εκ τούτου, στο στάδιο αυτό της παρούσας διαδικασίας, υφίστανται σαφείς ενδείξεις ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας στην υπόθεση T‑826/14, θα ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για τους ίδιους λόγους για τους οποίους ακύρωσε την πρώτη και τη δεύτερη απόφαση. Συνεπώς, η πιθανότητα ευδοκιμήσεως της προσφυγής προς την οποία συναρτάται η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να θεωρηθεί ως πολύ υψηλή, το δε fumus boni juris παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, ιδιαιτέρως σοβαρό (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P‑R, EU:C:2014:2418, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22

Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας στην κύρια υπόθεση εγείρουν προφανώς πολύ σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, δεν άρθηκαν από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η αντίδικος, η οποία, με τις από 14 Ιανουαρίου 2015 παρατηρήσεις της, δεν έλαβε θέση επί της προϋποθέσεως fumus boni juris και αρκέστηκε στη δήλωση ότι θα ασκήσει αναιρέσεις κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939) και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938). Στο μέτρο κατά το οποίο οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση προσωρινού μέτρου τελούν σε αλληλεξάρτηση [διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Vanbreda Risk & Benefits κατά Επιτροπής, T‑199/14 R, EU:T:2014:1024, σκέψη 194], ο κατά το μάλλον ή ήττον σοβαρός χαρακτήρας του fumus boni juris επηρεάζει την εκτίμηση του επείγοντος. Ειδικότερα, το επείγον της υποθέσεως, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών, πρέπει κατά μείζονα λόγο να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων όταν αυτός έχει χαρακτηρίσει το fumus boni juris ιδιαιτέρως σοβαρό (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 12ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P‑R, EU:C:2014:1749, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι σχετικές με το fumus boni juris και το επείγον της υποθέσεως προϋποθέσεις είναι διαφορετικές και σωρευτικές, οπότε το Βασίλειο της Ισπανίας εξακολουθεί να υποχρεούται να αποδείξει ότι επίκειται σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Επιτροπή κατά Rusal Armenal, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:C:2014:1749, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, με την εξαίρεση της ειδικής δικονομικής μεταχειρίσεως της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (διάταξη Vanbreda Risk & Benefits κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, EU:T:2014:1024, σκέψη 162), το fumus boni juris, όσο ισχυρό και να είναι, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη επείγοντος (βλ. διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2010, Gas Natural Fenosa SDG κατά Επιτροπής, T‑484/10 R, EU:T:2010:486, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Επί του επείγοντος της υποθέσεως

24

Κατά πάγια νομολογία, ο επείγων χαρακτήρας της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως, προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον διάδικο που ζητεί τα προσωρινά μέτρα. Στον διάδικο αυτό απόκειται να προσκομίσει σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι αν ανέμενε την έκβαση της διαδικασίας επί της προσφυγής, ενδέχετο να υποστεί προσωπικά μια τέτοια βλάβη (βλ. διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑52/12 R, EU:T:2012:447, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25

Δεδομένου ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει υποβληθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη εκπροσωπούν συμφέροντα θεωρούμενα ως γενικά σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, μπορούν να αναλάβουν την προάσπιση των συμφερόντων αυτών στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και να ζητήσουν τη χορήγηση προσωρινών μέτρων προβάλλοντας ότι το αμφισβητούμενο μέτρο ενδέχεται να διακυβεύσει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων τους και τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2012:447, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επίσης, τα κράτη μέλη δύνανται να προβάλουν τη βλάβη που προκαλείται σε ορισμένο τομέα της οικονομίας τους, ιδίως όταν το αμφισβητούμενο μέτρο είναι ικανό να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχολήσεως και στο κόστος ζωής. Αντιθέτως, δεν αρκεί να επικαλεστούν τη βλάβη που θα υφίστατο ένας περιορισμένος αριθμός επιχειρήσεων, όταν αυτές, βάσει μεμονωμένης εξετάσεως, δεν αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο τομέα της εθνικής οικονομίας (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 29 Αυγούστου 2013, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑366/13 R, EU:T:2013:396, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας αποδεικνύει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ενδέχεται να του προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη διότι, μεταξύ άλλων, επηρεάζει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του καθώς και τη διασφάλιση της δημοσίας τάξεως ή τη λειτουργία ενός ολόκληρου τομέα της εθνικής οικονομίας.

27

Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάκτηση των τεκμαιρόμενων ενισχύσεων θα εξανάγκαζε την ισπανική φορολογική διοίκηση να κινητοποιήσει σημαντικό τμήμα του προσωπικού της, χρησιμοποιώντας τους ικανότερους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι, αντί να επικεντρωθούν στα συνήθη καθήκοντά τους, και ειδικότερα στην πάταξη της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να «σπαταλήσουν» πάνω από 3300 ώρες του χρόνου εργασίας τους για μια περίπτωση η οποία είναι προδήλως αντίθετη προς το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων. Η βλάβη που θα προέκυπτε από την ως άνω υποχρέωση ανακτήσεως θα καθίστατο σοβαρότερη δεδομένης της μειώσεως του αριθμού των υπαλλήλων της ισπανικής δημόσιας διοικήσεως στο πλαίσιο των μέτρων λιτότητας που λήφθηκαν στο τέλος του 2013.

28

Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει το συμφέρον του στη δυνατότητα παροχής προς τους οικονομικούς φορείς ενός νομικού και φορολογικού πλαισίου απαλλαγμένου από αβεβαιότητες. Πάντως, λόγω του εκτελεστού χαρακτήρα της, η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει σε όλες τις δημόσιες αρχές, τόσο σε αυτές της φορολογικής διοικήσεως όσο και στα δικαστήρια, την υποχρέωση να ενεργήσουν στην κατεύθυνση που αυτή ορίζει, έστω και αν στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε ένα στοιχείο το οποίο κρίθηκε άκυρο με τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938). Η νομική αβεβαιότητα που συνεπάγεται η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει επίσης υποθέσεις σχετικές με σοβαρά ποσά των οποίων αναμένεται η καταβολή στο Δημόσιο Ταμείο και αφορά εκατό περίπου επιχειρήσεις που είναι δυνητικοί δικαιούχοι των προβαλλόμενων ενισχύσεων. Αν απαιτηθεί η ανάκτηση ορισμένων ποσών που συνδέονται με τις επίδικες εκπτώσεις, η ισπανική διοίκηση θα πρέπει, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να τα επιστρέψει μετά από ορισμένα έτη, προσαυξημένα με τους αντίστοιχους τόκους. Η βλάβη που θα προέκυπτε για το Βασίλειο της Ισπανίας λόγω της διαφοράς των σχετικών επιβαλλόμενων τόκων (ανακτήσεως, προς τους θιγόμενους δικαιούχους, υπερημερίας σε περίπτωση μεταγενέστερης επιστροφής εκ μέρους της φορολογικής διοικήσεως) είναι προφανής.

29

Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει πρόσθετη βλάβη συνδεόμενη με τη δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει να απαιτεί την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηριζόμενη στο τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ειδικότερα, με την εκπνοή της τετράμηνης προθεσμίας που τάσσει η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή θα μπορεί να ασκήσει κατά του Βασιλείου της Ισπανίας προσφυγή κατά παραβάσεως και, ενδεχομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλλει πρόστιμο. Ομοίως, η μη εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στις στατιστικές που δημοσιεύει ετησίως η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Ανταγωνισμού της Επιτροπής στην έκθεσή της σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, πράγμα το οποίο θα μπορούσε «να δώσει μια παραμορφωμένη εικόνα των πραγματικών περιστατικών από τα οποία ανέκυψε η υπόθεση αυτή».

30

Αντιθέτως, κατά την άποψη της Επιτροπής, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει το επείγον της υποθέσεως.

31

Συναφώς, επιβάλλεται εξαρχής η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν δύναται να υποστηρίζει λυσιτελώς ότι ένας ολόκληρος τομέας της εθνικής οικονομίας θα υποστεί βλάβη. Πράγματι, στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων γίνεται λόγος μόνο για 94 επιχειρήσεις οι οποίες επηρεάζονται από την προσβαλλόμενη απόφαση ως δυνητικοί δικαιούχοι του νέου φορολογικού μέτρου το οποίο αφορά η εν λόγω απόφαση. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν διατείνεται, ούτε κατά μείζονα λόγο αποδεικνύει, ότι οι εν λόγω 94 επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν έναν συγκεκριμένο τομέα της ισπανικής οικονομίας και ότι ο επηρεασμός τους είναι ικανός να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχολήσεως και στο κόστος ζωής σε έναν συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε μια συγκεκριμένη ισπανική περιφέρεια. Επί του παρόντος, κάτι τέτοιο ουδόλως ισχύει, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938) το ισπανικό φορολογικό καθεστώς, στο οποίο εντάσσεται το νέο φορολογικό μέτρο, είναι εφαρμόσιμο επί οποιασδήποτε ισπανικής επιχειρήσεως και, επομένως, δεν αφορά μια ιδιαίτερη κατηγορία επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής (βλ. σκέψεις 6 και 18 ανωτέρω).

32

Μένει να εξεταστεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας απέδειξε αρκούντως κατά νόμο ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να επηρεαστεί η εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του και η διασφάλιση της ισπανικής δημοσίας τάξεως.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επείγον υφίσταται μόνον όταν η σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη την οποία επικαλείται ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα επίκειται σε τέτοιο βαθμό ώστε η επέλευσή της να μπορεί να προβλεφθεί ως αρκούντως πιθανή. Εν πάση περιπτώσει, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την πιθανολόγηση μιας τέτοιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, εξυπακουομένου ότι η αμιγώς υποθετική βλάβη, η οποία στηρίζεται στην επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων, δεν δικαιολογεί τη χορήγηση προσωρινών μέτρων (βλ., επ’ αυτού, διατάξεις Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2012:447, σκέψη 36, και της 11ης Μαρτίου 2013, Elan κατά Επιτροπής, T‑27/13 R, EU:T:2013:122, σκέψη 13).

34

Εν προκειμένω όμως, πρώτον, η Επιτροπή επισύναψε, ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της, το έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2015 το οποίο απηύθυνε ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμού προς το Βασίλειο της Ισπανίας και με το οποίο συμφώνησε με τις ισπανικές αρχές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνδεόταν στενά με την πρώτη και δεύτερη απόφαση, οι οποίες ακυρώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Το εν λόγω έγγραφο συνεχίζει ως εξής:

«Κατά συνέπεια, δεδομένου του στενού αυτού συνδέσμου, έχω την τιμή να σας ανακοινώσω ότι δεν πρόκειται να λάβουμε ενεργώς μέτρα, από κοινού με την Ισπανία, για την ανάκτηση των ενισχύσεων που διαλαμβάνονται στην [προσβαλλόμενη] απόφαση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των [αιτήσεων αναιρέσεως] που αποφάσισε να ασκήσει η Επιτροπή κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.»

35

Δεύτερον, η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ερμήνευσε το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο ως μια de facto παράταση της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως που επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά των δύο ακυρωτικών αποφάσεων. Κατά την Επιτροπή, «οι ισπανικές αρχές μπορούν, επομένως, να αναστείλουν την ανάκτηση χωρίς εξ αυτού να απορρέει παράβαση του δικαίου της Ένωσης από το Βασίλειο της Ισπανίας».

36

Τρίτον, στις 19 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή άσκησε όντως ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρέσεις κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938).

37

Επομένως, από τις τρεις προηγούμενες διαπιστώσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η βλάβη που δύναται να προκληθεί σε βάρος του Βασιλείου της Ισπανίας λόγω της ανακτήσεως των προβαλλόμενων κρατικών ενισχύσεων —η οποία συνίσταται, ιδίως, στην άνευ λόγου απασχόληση σημαντικού τμήματος του προσωπικού της φορολογικής διοικήσεως, στις οικονομικές απώλειες λόγω των διαφορών μεταξύ των εφαρμοστέων επιτοκίων σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και μεταγενέστερης επιστροφής των ανακτηθέντων ποσών, καθώς και στην απειλή κινήσεως από την Επιτροπή διαδικασίας κατά παραβάσεως την οποία μπορεί να ακολουθήσει η επιβολή προστίμου— δεν μπορεί, στο παρόν στάδιο, να θεωρηθεί ότι επίκειται σε τέτοιο βαθμό επάρκειας ώστε να δικαιολογεί τη χορήγηση της ζητηθείσας αναστολής εκτελέσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δήλωσε ρητώς ότι απαλλάσσει τις ισπανικές αρχές από την υποχρέωση ανακτήσεως έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων και ότι η αναστολή των μέτρων ανακτήσεως δεν συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να λάβει υπόψη του τα ανωτέρω και να συνεκτιμήσει, κατά την εξέταση του επείγοντος της υποθέσεως, την καλοπροαίρετη συμπεριφορά της Επιτροπής έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας, η οποία αποκλείει το επείγον.

38

Δεν μπορεί να γίνει δεκτό κανένα από τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας.

39

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο, το οποίο συνέταξε υπηρεσία της Επιτροπής και όχι το σώμα των Επιτρόπων, δεν έχει το νομικό κύρος αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ή πράξεως δυνάμενης να εκδοθεί βάσει του κανονισμού 659/1999. Το έγγραφο αυτό αποτελεί απλώς διατύπωση απόψεως, χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, που δεν συμπληρώνει ούτε τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας ζητείται η αναστολή. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, τούτο σημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και πρέπει, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, να τεθεί σε εφαρμογή από κάθε δημόσια αρχή. Επομένως, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν διατάξει όντως την αναστολή της προσβαλλομένης αποφάσεως, όλες οι ισπανικές διοικητικές και δικαστικές αρχές θα οφείλουν να διασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί με την απόφαση αυτή, ιδίως δε την υποχρέωση ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

40

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση σχετικά με το αν επείγει η λήψη προσωρινών μέτρων από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων είναι συνάρτηση της οικείας πραγματικής καταστάσεως στην οποία τελεί ο διάδικος που ζητεί τα μέτρα αυτά. Με διαφορετική διατύπωση, ο φερόμενος ως επείγων χαρακτήρας αποδεικνύεται μόνον όταν ο εν λόγω διάδικος εκτίθεται πράγματι στον επικείμενο και υπαρκτό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, ενώ ο αμιγώς θεωρητικός και υποθετικός κίνδυνος δεν επαρκεί προς τούτο. Ειδικότερα, η ύπαρξη και μόνο ορισμένης νομικής υποχρεώσεως δεν μπορεί καταρχήν να συνεπάγεται για τον διάδικο κατάσταση επείγοντος που να επιβάλλει τη χορήγηση προσωρινού μέτρου, αφ’ ης στιγμής δεν έχει ακόμη ληφθεί κανένα δεσμευτικό μέτρο εκτελέσεως προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως.

41

Παραδείγματος χάρη, κατά πάγια νομολογία κρίνεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, απόκειται στον δικαιούχο της ενισχύσεως να αποδείξει ενώπιον του δικαστή ασφαλιστικών μέτρων της Ένωσης ότι τα ένδικα μέσα που διαθέτει βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου προκειμένου να αποτρέψει την άμεση επιστροφή της ενισχύσεως σε εθνικό επίπεδο δεν του παρέχουν τη δυνατότητα, μέσω επικλήσεως ιδίως της οικονομικής του καταστάσεως, να αποφύγει μια σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, και συγκεκριμένα αν ο εν λόγω δικαιούχος δύναται πράγματι να επιτύχει την παροχή δικαστικής προστασίας από τα εθνικά δικαστήρια, ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων της Ένωσης συνάγει ότι στην ενώπιόν του διαδικασία δεν υφίσταται επείγον (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Elan κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2013:122, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τούτο δε παρά το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και ανεξαρτήτως του αν η προστασία που έχει χορηγηθεί σε εθνικό επίπεδο είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, για όσο χρόνο οι εθνικές αρχές, στις οποίες έχει επιβληθεί με απόφαση της Επιτροπής η υποχρέωση να ανακτήσουν μια κρατική ενίσχυση, απέχουν εκ των πραγμάτων από τη λήψη καταναγκαστικών μέτρων για την επιστροφή της, ο κίνδυνος να υποχρεωθεί ο δικαιούχος να επιστρέψει την ενίσχυση δεν επίκειται σε τέτοιο βαθμό επάρκειας ώστε να δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2013:396, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ιδίως να απορριφθεί, ως αλυσιτελής, σε σχέση με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η άποψη του Βασιλείου της Ισπανίας ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της δεσμευτικής νομικής ενέργειας της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία εξέδωσε το σώμα των Επιτρόπων, και της απλής διατυπώσεως απόψεων από υπηρεσία της Επιτροπής, όπως αυτές περιλήφθηκαν στο από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο του γενικού διευθυντή της ΓΔ Ανταγωνισμού και στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι υπάλληλοι της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

43

Πράγματι, αφενός, αναγνωρίζεται ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να παραιτείται, σε κάθε στάδιο ένδικης διαδικασίας με αντικείμενο απόφαση ληφθείσα από το σώμα των Επιτρόπων, από την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2013:396, σκέψη 40), εξυπακουομένου ότι η παραίτηση αυτή μπορεί να ανακοινώνεται από τους υπαλλήλους της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής που έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν στην οικεία ένδικη διαφορά. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν υποστήριξε ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής ενήργησαν καθ’ υπέρβαση της εντολής τους καθόσον, κατά την παρούσα διαδικασία, επισήμαναν ότι το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο συνιστούσε de facto παράταση της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί των προαναφερθεισών αιτήσεων αναιρέσεως και ότι, ως εκ τούτου, οι ισπανικές αρχές μπορούσαν να αναστείλουν την εν λόγω ανάκτηση χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).

44

Αφετέρου, είναι γεγονός ότι αρμόδια να προτείνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τη λήψη των μέτρων που είναι αναγκαία για την κίνηση διαδικασίας με σκοπό να υποχρεωθούν οι εθνικές αρχές να εκτελέσουν μια απόφαση, να κληθούν προς παροχή εξηγήσεων ή να αντιμετωπιστεί τυχόν παράλειψή τους είναι η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής και όχι το σώμα των Επιτρόπων στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης ενέργειας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει επί του παρόντος κανένα λόγο ανησυχίας οφειλόμενο στην Επιτροπή, δεδομένου ότι η αρμόδια υπηρεσία της τελευταίας, ήτοι η ΓΔ Ανταγωνισμού, του παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι η αναστολή των μέτρων ανακτήσεως δεν θα αποτελούσε λόγο κινήσεως διαδικασίας κατά παραβάσεως έναντι κράτους μέλους, της οποίας έπεται ενδεχομένως η επιβολή προστίμου. Λαμβανομένης υπόψη της δεσμεύσεως την οποία ανέλαβε η εν λόγω υπηρεσία, παρίσταται επίσης απίθανο να δώσει αυτή «μια παραμορφωμένη εικόνα των πραγματικών περιστατικών από τα οποία ανέκυψε η υπόθεση αυτή» με την έκθεσή της σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω), εφόσον βεβαίως θεωρηθεί ότι μια τέτοια δημοσίευση είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στο Βασίλειο της Ισπανίας.

45

Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η σχετική με το επείγον προϋπόθεση συντρέχει λόγω των ολέθριων συνεπειών που θα είχε η ανάκτηση των προβαλλόμενων ενισχύσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοικήσεως, ιδίως της φορολογικής.

46

Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η Επιτροπή την καλοπροαίρετη συμπεριφορά της έναντι των ισπανικών αρχών και να απαιτήσει από αυτές, σε δεδομένη χρονική στιγμή, να προβούν αμελλητί στην επιβληθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση ανάκτηση, το Βασίλειο της Ισπανίας θα μπορούσε να επικαλεστεί το νέο αυτό πραγματικό στοιχείο προκειμένου να υποβάλει, δυνάμει του άρθρου 109 του Κανονισμού Διαδικασίας, νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

47

Εντούτοις, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ισπανικά δικαστήρια πρέπει να παράσχουν στους διαδίκους τη διασφάλιση ότι θα εφαρμοστούν όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, όσον αφορά την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Ειδικότερα, τα δικαστήρια αυτά θα πρέπει να λάβουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της τηρήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως —εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν αναστείλει την εκτέλεσή της— κατά το μέρος που αυτή επιβάλλει την ανάκτηση των παράνομων και ασύμβατων ενισχύσεων. Όσον αφορά το από 9 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) και τις δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), πρόκειται απλώς για διατύπωση απόψεων εκ μέρους της Επιτροπής οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C‑69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 28).

48

Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, αρκεί η υπόμνηση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας οφείλει, εν προκειμένω, να αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρχει κίνδυνος να διακυβεύσει σοβαρά την εκπλήρωση των κρατικών καθηκόντων του και τη διασφάλιση της ισπανικής δημοσίας τάξεως (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν διατείνεται ούτε κατά μείζονα λόγο αποδεικνύει ότι τα ισπανικά δικαστήρια έχουν ήδη κατακλυστεί, ή υπάρχει κίνδυνος να κατακλυστούν, λόγω ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων με σκοπό τη διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την υποχρέωση ανακτήσεως την οποία επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση, σε βαθμό τέτοιο που να μπορεί να διακυβευτεί σοβαρά η λειτουργία του ισπανικού δικαιοδοτικού συστήματος. Δεν κάνει εξάλλου λόγο για άσκηση καταψηφιστικών αγωγών ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων οι οποίες, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου τους, θα μπορούσαν να έχουν ευρείες και ανησυχητικές επιπτώσεις στη δημόσια τάξη.

49

Εν πάση περιπτώσει, το Βασίλειο της Ισπανίας κάνει λόγο μόνο για 94 επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποδέκτριες εντάλματος για την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω). Η εξέταση αντίστοιχου αριθμού ενδίκων βοηθημάτων ουδόλως είναι ικανή να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία του ισπανικού δικαιοδοτικού συστήματος. Κατά τα λοιπά, στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών αυτών, τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς να δεσμεύονται νομικά από τις προαναφερθείσες απόψεις που διατύπωσε η Επιτροπή, θα πρέπει, βάσει της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, να τις λάβουν υπόψη ως εκτιμήσεις, στο μέτρο κατά το οποίο τα στοιχεία που περιέχονται στις εν λόγω απόψεις αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εκπληρώσεως του καθήκοντος των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Mediaset, σκέψη 47 ανωτέρω, EU:C:2014:71, σκέψη 31).

50

Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει το συμφέρον του στη δυνατότητα παροχής προς τους οικονομικούς φορείς ενός νομικού και φορολογικού πλαισίου απαλλαγμένου από αβεβαιότητες. Φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομικής αβεβαιότητας που προκάλεσε η Επιτροπή, η διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφήνει περιθώρια καθορισμού σαφούς κατευθύνσεως ούτε στη φορολογική διοίκηση ούτε στα εθνικά δικαστήρια ούτε στις επιχειρήσεις, οι οποίες εξαναγκάζονται να προβαίνουν, μέσω εσωτερικών ενεργειών, σε ετήσιο υπολογισμό του ύψους του καταβλητέου από αυτές φόρου εταιριών.

51

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η νομική αβεβαιότητα περί της οποίας κάνει λόγο το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αρθεί με την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, ήδη με την κίνηση, το 2013, επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο το νέο φορολογικό μέτρο, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα του εν λόγω μέτρου και ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, επιβάλλοντας στις ισπανικές αρχές την υποχρέωση να αναστείλουν κάθε παράνομη ενίσχυση που απέρρεε από την εφαρμογή του μέτρου αυτού (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Πάντως, η αβεβαιότητα αυτή θα διαρκέσει τουλάχιστον έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως της Επιτροπής κατά των αποφάσεων Autogrill España κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:939), και Banco Santander και Santusa κατά Επιτροπής, σκέψη 6 ανωτέρω (EU:T:2014:938) (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Επιπλέον, η εν λόγω αβεβαιότητα προφανώς δεν δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια για τις επιχειρήσεις, τα εθνικά δικαστήρια και τη φορολογική διοίκηση. Πράγματι, οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν προσωρινά, στο πλαίσιο ίδιων υπολογισμών, το νέο φορολογικό μέτρο με τη ρητή επιφύλαξη της μελλοντικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, ενώ η φορολογική διοίκηση και τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούν να λάβουν προσωρινές αποφάσεις με την ίδια επιφύλαξη ή να αναστείλουν τις εκκρεμείς ενώπιόν τους διαδικασίες εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

52

Βάσει των ανωτέρω, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπιστώνει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι, αν δεν χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα υποστεί άμεσα σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Επομένως, η προϋπόθεση του επείγοντος δεν συντρέχει.

53

Κατά συνέπεια, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ελλείψει επείγοντος, χωρίς να είναι αναγκαία η στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων [βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 1999, DSR-Senator Lines κατά Επιτροπής, C‑364/99 P(R), Συλλογή, EU:C:1999:609, σκέψη 61].

54

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η ανάκληση της διατάξεως της 8ης Ιανουαρίου 2015 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

 

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

 

2)

Ανακαλεί τη διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2015 που εκδόθηκε στην υπόθεση T‑826/14 R.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 27 Φεβρουαρίου 2015.

 

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

M. Jaeger


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.