ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 27ης Οκτωβρίου 2015 ( *1 )

«Προσφυγή ακύρωσης — Υπηρεσίες διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών — Προστασία των καταναλωτών και των παικτών και πρόληψη της συμμετοχής ανηλίκων στα παιχνίδια αυτά — Σύσταση της Επιτροπής — Πράξη που δεν υπόκειται σε προσφυγή — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑721/14,

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις L. Van den Broeck και M. Jacobs, επικουρούμενες από τους P. Vlaemminck και B. Van Vooren, δικηγόρους`,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον F. Wilman,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακύρωσης της σύστασης 2014/478/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις αρχές για την προστασία καταναλωτών και παικτών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, καθώς και για την αποτροπή των ανηλίκων από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση (ΕΕ L 214, σ. 38),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 14 Ιουλίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2014/478/ΕΕ, σχετικά με τις αρχές για την προστασία καταναλωτών και παικτών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση, καθώς και για την αποτροπή των ανηλίκων από τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση (ΕΕ L 214, σ. 38, στο εξής: επίδικη σύσταση).

2

Η Επιτροπή, αφού οριοθέτησε συνοπτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 7 της επίδικης σύστασης το πλαίσιο αυτής, με σημεία αναφοράς, αφενός, μια δημόσια διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε το 2011, την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2012, με τίτλο «Προς ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση», καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση στην εσωτερική αγορά, και, αφετέρου, τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να καθορίζουν τους στόχους της πολιτικής τους σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια και να προσδιορίζουν το επιδιωκόμενο επίπεδο προστασίας της υγείας των καταναλωτών, υπενθυμίζοντας όμως επίσης ότι το Δικαστήριο έχει δώσει ορισμένες γενικές κατευθύνσεις ως προς την ορθή ερμηνεία των διασφαλιζόμενων με την εσωτερική αγορά θεμελιωδών ελευθεριών στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών και έχει θέσει κάποιους βασικούς κανόνες όσον αφορά την εμπορική επικοινωνία σε τέτοιου είδους υπηρεσίες, διευκρίνισε εν συνεχεία, με τις αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 14 και 15 της ίδιας σύστασης, τα ακόλουθα:

«(8)

Οι κανόνες και οι πολιτικές που τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει για την επιδίωξη στόχων δημοσίου συμφέροντος ποικίλλουν σημαντικά. Η δράση σε επίπεδο Ένωσης ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να παρέχουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση, ιδίως υπό το πρίσμα των κινδύνων που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη κάποιου είδους διαταραχής που συνδέεται με τα τυχερά παιχνίδια ή άλλες αρνητικές προσωπικές και κοινωνικές συνέπειες.

(9)

Σκοπός της παρούσας σύστασης είναι να προστατευθεί η υγεία των καταναλωτών και των παικτών και, επομένως, επίσης να ελαχιστοποιηθεί η ενδεχόμενη οικονομική βλάβη που μπορεί να προκύψει από την παθολογική ή υπερβολική εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια. Για τον σκοπό αυτό, συνιστά αρχές για ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, των παικτών και των ανηλίκων όσον αφορά τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση. Κατά την προπαρασκευή της παρούσας σύστασης, η Επιτροπή βασίστηκε στις ορθές πρακτικές στα κράτη μέλη.

[…]

(14)

Οι φορείς εκμετάλλευσης τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση κατέχουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό πολλαπλές άδειες σε περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία έχουν επιλέξει συστήματα βασισμένα στην αδειοδότηση σε σχέση με τη ρύθμιση του κλάδου των τυχερών παιχνιδιών. Οι φορείς αυτοί θα μπορούσαν να ωφεληθούν από μια πιο κοινή προσέγγιση. Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός των απαιτήσεων συμμόρφωσης μπορεί να οδηγήσει σε περιττή επανάληψη υποδομών και εξόδων, με αποτέλεσμα τον περιττό διοικητικό φόρτο για τις ρυθμιστικές αρχές.

(15)

Είναι σκόπιμο να κληθούν τα κράτη μέλη να προτείνουν κανόνες που θα παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια σε απευθείας σύνδεση. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει επίσης να αποτρέπουν την ανάπτυξη διαταραχών που συνδέονται με τα τυχερά παιχνίδια, να προλαμβάνουν την πρόσβαση των ανηλίκων σε εγκαταστάσεις τυχερών παιχνιδιών και να αποθαρρύνουν τους καταναλωτές από το να επωφελούνται από προσφορές που επιτρέπονται και, επομένως, είναι δυνητικά επιζήμιες.»

3

Η επίδικη σύσταση περιέχει 54 σημεία υπό δώδεκα ενότητες.

4

Στην ενότητα I, υπό τον τίτλο «Σκοπός», τα σημεία 1 και 2 της επίδικης σύστασης έχουν ως εξής:

«1.

Συνιστάται στα κράτη μέλη να επιτύχουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές, τους παίκτες και τους ανηλίκους, μέσω της θέσπισης αρχών για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση και για τις υπεύθυνες εμπορικές ανακοινώσεις των εν λόγω υπηρεσιών, με σκοπό τη διαφύλαξη της υγείας καθώς και την ελαχιστοποίηση των ενδεχόμενων οικονομικών βλαβών που μπορεί να προκύψουν από την παθολογική εξάρτηση ή την υπερβολική συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια.

2.

Η παρούσα σύσταση δεν επηρεάζει το δικαίωμα των κρατών μελών να θεσπίζουν κανονιστικές ρυθμίσεις για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών.»

5

Οι ενότητες III έως X της επίδικης σύστασης αφορούν τις «απαιτήσεις ενημέρωσης», τους «ανηλίκους», την «εγγραφή και [τον] λογαριασμό παίκτη», τη «δραστηριότητα και [την] υποστήριξη παίκτη», τη «διακοπή συμμετοχής και [τον] αυτοαποκλεισμό», την «εμπορική ανακοίνωση», τις «χορηγίες» και θέματα «εκπαίδευση[ς] και ενημέρωση[ς]» αντιστοίχως.

6

Στο σημείο 51 της επίδικης σύστασης, το οποίο περιλαμβάνεται στην ενότητα XI, υπό τον τίτλο «Εποπτεία», επισημαίνεται ότι «[τ]α κράτη μέλη καλούνται να ορίσουν αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές τυχερών παιχνιδιών κατά την εφαρμογή των αρχών που ορίζονται στην παρούσα σύσταση, για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση, με ανεξάρτητο τρόπο, της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται για την υποστήριξη των αρχών που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση».

7

Τέλος, η ενότητα XII της επίδικης σύστασης επιγράφεται «Υποβολή αναφορών» και απαρτίζεται από τα σημεία 52 έως 54, τα οποία έχουν ως εξής:

«52.

Τα κράτη μέλη καλούνται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή κάθε μέτρο που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παρούσα σύσταση έως τις 19 Ιανουαρίου 2016, προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να αξιολογήσει την εφαρμογή της παρούσας σύστασης.

53.

Τα κράτη μέλη καλούνται να συλλέγουν αξιόπιστα δεδομένα σε ετήσια βάση για στατιστικούς σκοπούς σχετικά με τα εξής:

α)

τα εφαρμοστέα μέτρα προστασίας των παικτών, ιδίως τον αριθμό των λογαριασμών παικτών (που άνοιξαν και έκλεισαν), τον αριθμό των αυτοαποκλεισθέντων παικτών, τα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν διαταραχές συνδεόμενες με τυχερά παιχνίδια και τις καταγγελίες από παίκτες·

β)

τις εμπορικές ανακοινώσεις κατά κατηγορία και κατά είδος παράβασης των αρχών.

Τα κράτη μέλη καλούνται να κοινοποι[ήσουν] τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή, για πρώτη φορά, έως τις 19 Ιουλίου 2016.

54.

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή της σύστασης έως τις 19 Ιανουαρίου 2017.»

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Οκτωβρίου 2014, το Βασίλειο του Βελγίου άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9

Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Το Βασίλειο του Βελγίου κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ένστασης αυτής στις 20 Φεβρουαρίου 2015.

10

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 και στις 16 Ιανουαρίου 2015 αντιστοίχως, η Ελληνική Δημοκρατία και η Πορτογαλική Δημοκρατία ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου.

11

Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή, ή επικουρικά, να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης και να τάξει προθεσμία για την προβολή αιτημάτων ως προς τη συνέχιση της διαδικασίας, ή επικουρικότερα, να αποφανθεί επί του παραδεκτού μόνον αφού αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους οι διάδικοι και οι παρεμβαίνουσες·

να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την επίδικη σύσταση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή·

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

13

Κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον ο καθού το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, οπότε προτίθεται να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

14

Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά της υπό κρίση προσφυγής για τον λόγο ότι, κατά την άποψή της, η επίδικη σύσταση δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Υποστηρίζει κατά βάση ότι, τόσο από τυπικής όσο και από ουσιαστικής άποψης, η επίδικη σύσταση είναι μια «πραγματική» σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, η οποία ούτε δεσμεύει ούτε επιβάλλει οποιαδήποτε επιτακτική υποχρέωση. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν η τυπική μορφή της επίδικης σύστασης η οποία έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 292 ΣΛΕΕ, η διατύπωσή της, που δεν είναι επιτακτική αλλά προτρεπτική, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 5 και το σημείο 2 της σύστασης αυτής. Η Επιτροπή προσθέτει ότι κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου με το δικόγραφο της προσφυγής του δεν αναιρεί τον ως άνω χαρακτηρισμό της επίδικης σύστασης ως πράξης μη δεκτικής προσφυγής.

15

Το Βασίλειο του Βελγίου αντιτείνει ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή. Πιο συγκεκριμένα, παραπέμπει στις αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (22/70, Συλλογή, EU:C:1971:32, γνωστή ως: απόφαση AETR), και της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi (C‑322/88, Συλλογή, EU:C:1989:646), και επικαλείται την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για να υποστηρίξει ότι η επίδικη σύσταση υπόκειται πράγματι σε δικαστικό έλεγχο. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η σύσταση αυτή παράγει «αρνητικά έννομα αποτελέσματα» στον βαθμό που, όπως καταδεικνύεται με τον πρώτο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, θίγει θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας τόσο μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και μεταξύ αυτών και των κρατών μελών. Δεύτερον, επισημαίνει, στο πλαίσιο του δεύτερου και του πέμπτου λόγου που προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής του, ότι η επίδικη σύσταση εκκινεί από τη βούληση να εναρμονιστεί η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, και αποτελεί, στην πραγματικότητα, συγκεκαλυμμένη οδηγία, ζήτημα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει επίσης ότι η επίδικη σύσταση παράγει έμμεσα έννομα αποτελέσματα, εφόσον, αφενός, τα κράτη μέλη υπέχουν, λόγω της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, υποχρέωση προσπάθειας να συμμορφωθούν με αυτήν και, αφετέρου, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να την λαμβάνουν υπόψη.

16

Κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλα, ανεξαρτήτως της μορφής τους, τα μέτρα των θεσμικών οργάνων, τα οποία έχουν ως σκοπό να παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (αποφάσεις AETR, σκέψη 15 ανωτέρω, EU:C:1971:32, σκέψη 42· 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36, και της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 54).

17

Αντιθέτως, δεν υπόκεινται στον δικαστικό έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ οι πράξεις οι οποίες δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όπως οι προπαρασκευαστικές, οι επιβεβαιωτικές και οι αμιγώς εκτελεστικές πράξεις, οι απλές συστάσεις και γνωμοδοτήσεις, καθώς και κατ’ αρχήν οι εσωτερικές οδηγίες [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑131/03 P, Συλλογή, EU:C:2006:541, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 14ης Μαΐου 2012, Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, C‑477/11 P, EU:C:2012:292, σκέψη 52].

18

Βάσει της νομολογίας, για να κριθεί κατά πόσο μια πράξη μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, να προσβληθεί με προσφυγή ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να εξεταστεί το γράμμα της και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1997, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑57/95, Συλλογή, EU:C:1997:164, σκέψη 18, και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑301/03, Συλλογή, EU:C:2005:727, σκέψεις 21 έως 23), η ουσία της (βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑147/96, Συλλογή, EU:C:2000:335, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1990, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑366/88, Συλλογή, EU:C:1990:348, σκέψη 23· της 13ης Νοεμβρίου 1991, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑303/90, Συλλογή, EU:C:1991:424, σκέψεις 18 έως 24, και της 16ης Ιουνίου 1993, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑325/91, Συλλογή, EU:C:1993:245, σκέψεις 20 έως 23), καθώς και η βούληση του οργάνου που την εξέδωσε (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, Συλλογή, EU:C:2010:40, σκέψη 52, και της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:422, σκέψη 42).

19

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη είναι σύσταση η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 292 ΣΛΕΕ και δημοσιεύθηκε ολόκληρη στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως καθίσταται σαφές ιδίως στις αιτιολογικές της σκέψεις 2, 9 και 15, η επίδικη σύσταση, συνδυάζοντας ζητήματα σχετικά, αφενός, με την προστασία των καταναλωτών, περιλαμβανομένων των ανηλίκων, στον τομέα των υπηρεσιών διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και, αφετέρου, με την υπεύθυνη εμπορική επικοινωνία στο πλαίσιο τέτοιων υπηρεσιών, αποσκοπεί τόσο στην προστασία της υγείας των καταναλωτών και των παικτών όσο και στον περιορισμό, κατά το δυνατόν, της οικονομικής ζημίας την οποία μπορεί να προκαλέσει η παθολογική ή υπερβολική εξάρτηση από τα παιχνίδια αυτά. Όπως αναφέρεται στο ίδιο το κείμενό της, η επίδικη σύσταση αναδεικνύει αρχές προς διασφάλιση μιας ενισχυμένης προστασίας των καταναλωτών, των παικτών και των ανηλίκων όσον αφορά τα τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο και καλεί τα κράτη μέλη να προτείνουν κανόνες για την ενημέρωση των καταναλωτών σε σχέση με τα παιχνίδια αυτά.

20

Συναφώς παρατηρείται, ευθύς εξ αρχής, ότι όντως το άρθρο 288, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι συστάσεις δεν είναι δεσμευτικές. Παρά ταύτα, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της μορφής δεν αλλάζει τη φύση μιας πράξης, οπότε πρέπει να διερευνάται αν το περιεχόμενο της πράξης ανταποκρίνεται πράγματι στη μορφή που της έχει δοθεί (βλ. απόφαση Grimaldi, σκέψη 15 ανωτέρω, EU:C:1989:646, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, και λαμβανομένης επίσης υπόψη της νομολογίας που προεκτέθηκε στις σκέψεις 16 έως 18 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνον ότι η επίδικη σύσταση έχει ονομαστεί σύσταση και έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 292 ΣΛΕΕ δεν αρκεί για να αποκλειστεί αυτομάτως ο χαρακτηρισμός της ως πράξης δεκτικής προσφυγής.

21

Πρώτον, σημειώνεται ότι, ως επί το πλείστον, η διατύπωση της επίδικης σύστασης δεν είναι επιτακτική.

22

Κατ’ αρχάς, τόσο οι αιτιολογικές σκέψεις όσο και τα σημεία της επίδικης σύστασης δηλώνουν στην πλειονότητά τους προτροπή, όπως μαρτυρεί ιδίως η χρήση των ρηματικών τύπων «devrait/devraient» («bør» στη δανική, «sollte/sollten» στη γερμανική, «peaks/peaksid» στην εσθονική, «debería/deberían» στην ισπανική, «dovrebbe/dovrebbero» στην ιταλική, «zou moeten/zouden moeten» στην ολλανδική, «powinien/powinno/powinny» στην πολωνική, «bör» στη σουηδική και «should» στην αγγλική).

23

Εν συνεχεία, στα σημεία 1, 18, 20, 37, 47, 49 και 51 έως 53 της επίδικης σύστασης, επισημαίνονται οι φράσεις «il est recommandé aux États membres de» («Medlemsstaterne anbefales» στη δανική, «Liikmesriikidel soovitatakse» στην εσθονική, «si raccomanda agli Stati membri» στην ιταλική, «zaleca się» στην πολωνική, «recomenda-se aos Estados-Membros» στην πορτογαλική, «Medlemsstaterna rekommenderas» στη σουηδική, «Member States are recommended to» στην αγγλική), «les États membres sont encouragés à» («gli Stati membri sono incoraggiati» στην ιταλική, «zachęca się» στην πολωνική, «os Estados-Membros são incentivados/encorajados» στην πορτογαλική, «Member States are encouraged to» στην αγγλική) και, ακόμη, «les États membres sont invités à» («Medlemsstaterne opfordres» στη δανική, «Liikmesriike kutsutakse üles» στην εσθονική, «gli Stati membri sono invitati» στην ιταλική, «os Estados-Membros são convidados» στην πορτογαλική, «Medlemsstaterna uppmanas» στη σουηδική, «Member States are invited to» στην αγγλική).

24

Τέτοιου είδους διατυπώσεις συνιστούν σαφή ένδειξη ότι το περιεχόμενο της επίδικης σύστασης δεν προορίζεται να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:2005:727, σκέψεις 21 και 22).

25

Παρατηρείται, πάντως, ότι στην απόδοση της επίδικης σύστασης στην πορτογαλική γλώσσα απαντούν οι ρηματικοί τύποι «deve» (οφείλει), «devem» (οφείλουν), «deverá» και «deverão» (θα πρέπει).

26

Επιπλέον, τα σημεία 1, 20, 37, 49 και 51 έως 53 της επίδικης σύστασης είναι διατυπωμένα, τουλάχιστον εν μέρει, με πιο επιτακτικούς όρους σε κάποιες άλλες γλωσσικές αποδόσεις, ειδικότερα δε στη γερμανική, την ισπανική και την ολλανδική. Έτσι, μολονότι σε ορισμένα από τα σημεία αυτά διατυπώνονται απλές συστάσεις, όπως προκύπτει από τη φράση «den Mitgliedstaaten wird empfohlen» (συνιστάται στα κράτη μέλη) στο σημείο 1 του γερμανικού κειμένου, από τις φράσεις «se recomienda/anima/invita a los Estados miembros» (συνιστάται στα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται/καλούνται) στα σημεία 1, 18, 20, 37, 47 και 51 έως 53 του ισπανικού κειμένου, καθώς και από τις φράσεις «de lidstaten wordt aanbevolen» (συνιστάται στα κράτη μέλη) και «de lidstaten worden aangemoedigd» (τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται) στα σημεία 1, 18, 20, 37, 47 και 49 του ολλανδικού κειμένου της ίδιας σύστασης, σε άλλα σημεία χρησιμοποιούνται ρήματα με πιο επιτακτική χροιά. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τα ρήματα «anhalten» (παροτρύνω) και «auffordern» (καλώ ή εντέλλομαι) στα σημεία 20, 37, 47, 49 και 51 έως 53 του γερμανικού κειμένου, για το ρήμα «instar» (παρακαλώ όπως ή ζητώ) στο σημείο 49 του ισπανικού κειμένου, καθώς και για το ρήμα «verzoeken» (καλώ), στα σημεία 51 έως 53 του ολλανδικού κειμένου της επίδικης σύστασης, του οποίου όμως η χροιά είναι πιο επιτακτική απ’ ό,τι του ρήματος «uitnodigen», που είναι η συνηθέστερη απόδοση του γαλλικού ρήματος «inviter».

27

Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι οι αποκλίσεις αυτές είναι σχετικά λίγες, δεδομένου ότι, όχι μόνον οι περισσότερες από τις γλωσσικές αποδόσεις για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω δεν έχουν δεσμευτική διατύπωση, αλλά ακόμη και οι συγκεκριμένες γλωσσικές αποδόσεις που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 26 ανωτέρω, είναι επίσης διατυπωμένες, πέραν μερικών εξαιρέσεων, με όρους ως επί το πλείστον μη δεσμευτικούς.

28

Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή ενός κειμένου του οποίου η απόδοση σε μία από τις γλώσσες της Ένωσης διαφέρει από τις υπόλοιπες γλωσσικές αποδόσεις, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με κριτήριο το πλαίσιο και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης όπου εντάσσεται (βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, DR και TV2 Danmark, C‑510/10, EU:C:2012:244, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29

Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι από το περιεχόμενο της επίδικης σύστασης απορρέει επίσης ότι η συγκεκριμένη πράξη επ’ ουδενί προορίζεται να παραγάγει δεσμευτικά έννομη αποτελέσματα και ότι η Επιτροπή ουδόλως είχε τη βούληση να της προσδώσει τέτοια αποτελέσματα.

30

Σημειωτέον κατ’ αρχάς ότι σκοπός της επίδικης σύστασης, όπως καθίσταται σαφές με τις αιτιολογικές της σκέψεις 9 και 15, είναι να αναδείξει αρχές προς διασφάλιση μιας ενισχυμένης προστασίας των καταναλωτών, των παικτών και των ανηλίκων όσον αφορά τα τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο και να καλέσει τα κράτη μέλη να προτείνουν κανόνες για την ενημέρωση των καταναλωτών σε σχέση με τα παιχνίδια αυτά. Ομοίως, το σημείο 1 της ίδιας σύστασης καθιστά απολύτως σαφές ότι συνιστάται στα κράτη μέλη να προβλέψουν και να θέσουν σε εφαρμογή αρχές προς επίτευξη, κατ’ ουσίαν, του ως άνω σκοπού.

31

Εν συνεχεία, τονίζεται ότι στο σημείο 2 της επίδικης σύστασης διευκρινίζεται ρητώς ότι αυτή δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν κανονιστικές ρυθμίσεις για τις υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών, από όπου συνάγεται το συμπέρασμα ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν πρόθεση της Επιτροπής να θεσπίσει δεσμευτικούς κανόνες προκειμένου να υποκαταστήσει τα κράτη μέλη ως προς τη ρύθμιση των υπηρεσιών αυτών. Στο ίδιο πνεύμα, επισημαίνεται εξάλλου ότι η Επιτροπή παρέπεμψε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της επίδικης σύστασης, στη νομολογία σύμφωνα με την οποία, ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να καθορίζουν τους στόχους της πολιτικής τους σε σχέση με τα τυχερά παιχνίδια και να προσδιορίζουν το επιδιωκόμενο επίπεδο προστασίας της υγείας των καταναλωτών, υπενθυμίζοντας όμως επίσης ότι το Δικαστήριο έχει δώσει ορισμένες γενικές κατευθύνσεις ως προς την ορθή ερμηνεία των διασφαλιζόμενων με την εσωτερική αγορά θεμελιωδών ελευθεριών στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών και έχει θέσει κάποιους βασικούς κανόνες όσον αφορά την εμπορική επικοινωνία σε τέτοιου είδους υπηρεσίες.

32

Τέλος, αξίζει να προστεθεί ότι πουθενά στην επίδικη σύσταση δεν αναφέρεται ρητώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις αρχές που διατυπώνονται σε αυτήν.

33

Επ’ αυτού διαπιστώνεται ότι, ομολογουμένως, στα σημεία 51 έως 53 της επίδικης σύστασης γίνεται λόγος για εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, των αρχών που προβλέπονται σε αυτήν. Ειδικότερα, αφενός, το σημείο 51 της εν λόγω σύστασης αφορά τον ορισμό ρυθμιστικών και ελεγκτικών Αρχών για τα τυχερά παιχνίδια, οι οποίες θα είναι αρμόδιες τόσο να διασφαλίζουν ότι όντως εφαρμόζονται τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται προς συμμόρφωση με τις ως άνω αρχές όσο και να παρακολουθούν την τήρησή τους σε βάθος χρόνου. Αφετέρου, στα σημεία 52 και 53 της ίδιας σύστασης προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη θα κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μέτρο που λαμβάνουν σε συνέχεια της σύστασης αυτής, ώστε το θεσμικό όργανο να μπορεί να αξιολογήσει την εφαρμογή του αντίστοιχου μέτρου, καθώς και ότι θα συλλέγουν ορισμένα δεδομένα και θα τα διαβιβάζουν στην Επιτροπή.

34

Ωστόσο, εκτός του ότι στα σημεία 51 έως 53 της επίδικης σύστασης ουδεμία μνεία γίνεται σε υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόσουν στην πράξη τις αρχές που προβλέπονται στη συγκεκριμένη πράξη, πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, η Επιτροπή έχει διευκρινίσει ρητώς με το σημείο 2 της ίδιας σύστασης ότι η τελευταία δεν θίγει την κανονιστική εξουσία των κρατών μελών στον οικείο τομέα. Συνεπώς, από τον συνδυασμό του σημείου 2 με τα σημεία 51 έως 53 της επίδικης σύστασης συνάγεται ότι τα κράτη μέλη καλούνται απλώς να θεσπίσουν κανόνες για την προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο των υπηρεσιών διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, χωρίς να τους επιβάλλεται οποιαδήποτε υποχρέωση συμμόρφωσης με τις αρχές που διατυπώνονται στη σύσταση αυτή.

35

Επιπλέον, όσον αφορά την κοινοποίηση των μέτρων που λαμβάνονται σε συνέχεια της επίδικης σύστασης και τη διαβίβαση ορισμένων δεδομένων στην Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, παρά το γεγονός ότι η διατύπωση των σημείων 52 και 53 σε συγκεκριμένες γλωσσικές αποδόσεις (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) είναι δεσμευτική, η επίδικη σύσταση δεν επιβάλλει σχετική υποχρέωση. Πράγματι, το ως άνω συμπέρασμα προκύπτει όχι μόνον από τη σύγκριση με τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της επίδικης σύστασης, αλλά και από την πρόθεση που είχε η Επιτροπή εκδίδοντας τη συγκεκριμένη πράξη, όπως αντανακλάται ιδίως στα σημεία 30 και 31 αυτής.

36

Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η προεκτεθείσα ερμηνεία του γράμματος και του περιεχομένου της επίδικης σύστασης, καθώς και της βούλησης της Επιτροπής, επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω σύσταση, όπως αυτό περιγράφεται από τους διαδίκους. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στα δικόγραφά τους, πριν από την έκδοση της εν λόγω σύστασης είχαν προηγηθεί συζητήσεις εντός του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Ειδικότερα, αφενός, στο δικόγραφο που κατέθεσε για να προβάλει την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή παραθέτει, χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού από το Βασίλειο του Βελγίου, απόσπασμα της από 23 Οκτωβρίου 2012 ανακοίνωσής της, σύμφωνα με την οποία «συνολικά, δεν κρίνεται σκόπιμο, στο παρόν στάδιο, να προταθεί η θέσπιση συγκεκριμένης [ενωσιακής] ρύθμισης στον τομέα» των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Αφετέρου, ανάλογο συμπέρασμα αντλείται από τη συνοδευτική της επίδικης σύστασης ανάλυση αντίκτυπου (στο εξής: ανάλυση αντίκτυπου) , στην οποία παρέπεμψαν υπό την έννοια αυτή τόσο το Βασίλειο του Βελγίου με το δικόγραφο της προσφυγής όσο και η Επιτροπή με το δικόγραφο της ένστασης απαραδέκτου.

37

Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος, του περιεχομένου και του πλαισίου της επίδικης σύστασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή δεν παράγει ούτε έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, οπότε δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

38

Σημειωτέον επίσης ότι το γεγονός και μόνον ότι η επίδικη σύσταση δημοσιεύθηκε στη σειρά L, και όχι στη σειρά C, της Επίσημης Εφημερίδας δεν αρκεί για να αναιρέσει το συμπέρασμα ότι η εν λόγω σύσταση δεν έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

39

Αφενός, το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει ως απαράδεκτη προσφυγή ακύρωσης ασκηθείσα κατά πράξης που είχε δημοσιευθεί στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας, επειδή η οικεία πράξη δεν προοριζόταν να παραγάγει έννομα αποτελέσματα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, C‑58/94, Συλλογή, EU:C:1996:171, σκέψη 27), από όπου συνάγεται ότι το γεγονός και μόνον ότι συγκεκριμένη πράξη δημοσιεύεται στη σειρά L της Επίσημης Εφημερίδας δεν σημαίνει ότι αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, με συνέπεια να υπόκειται σε προσφυγή.

40

Αφετέρου, το συμπέρασμα που προεκτέθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω επιβάλλεται και λόγω της πάγιας νομολογίας σύμφωνα με την οποία η μορφή μιας πράξης ή απόφασης είναι κατ’ αρχήν αδιάφορη από πλευράς του παραδεκτού ενδεχόμενης προσφυγής με αίτημα την ακύρωσή της. Συνεπώς, κατά τη νομολογία αυτή, στερείται κατ’ αρχήν σημασίας για τον χαρακτηρισμό της επίμαχης πράξης το αν πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, όπως αν έχει τιτλοφορηθεί καταλλήλως από τον συντάκτη της, αν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αν αναφέρει τις διατάξεις που συνιστούν τη νομική βάση της ή αν δεν έχει κοινοποιηθεί, κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων, δεδομένου ότι τέτοιου είδους ελάττωμα δεν μπορεί να μεταβάλει την ουσία της πράξης (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Infront WM κατά Επιτροπής, T‑33/01, Συλλογή, EU:T:2005:461, σκέψη 110).

41

Το συμπέρασμα που προεκτέθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω δεν τίθεται εν αμφιβόλω ούτε από τα επιχειρήματα του Βασιλείου του Βελγίου.

42

Πρώτον, το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει το επιχείρημα ότι η σύσταση είναι ικανή να παραγάγει έννοια αποτελέσματα στον βαθμό που ο μεν εθνικός δικαστής θα πρέπει, βάσει της νομολογίας, να την λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο της εκδίκασης των διαφορών των οποίων θα επιλαμβάνεται, οι δε εθνικές Αρχές θα πρέπει να την τηρούν λόγω της υποχρέωσης των κρατών μελών για ειλικρινή συνεργασία. Κατά την άποψή του, είναι άνευ σημασίας ότι τυπικώς η επίδικη σύσταση δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών εννόμων αποτελεσμάτων που έχει σε επίπεδο ερμηνείας, είτε μέσω επαναχαρακτηρισμού είτε μέσω της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας.

43

Υπενθυμίζεται βεβαίως ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ναι μεν οι συστάσεις δεν έχουν ως σκοπό να παραγάγουν δεσμευτικά αποτελέσματα, ούτε δημιουργούν δικαιώματα τα οποία να μπορούν να επικαλεστούν οι ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται παντελώς εννόμων αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη προς επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους, ιδίως όταν οι συστάσεις φωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων οι οποίες έχουν θεσπιστεί προς διασφάλιση της εφαρμογής αυτών ακριβώς των συστάσεων ή όταν σκοπός τους είναι να συμπληρώσουν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα (αποφάσεις Grimaldi, σκέψη 15 ανωτέρω, EU:C:1989:646, σκέψεις 7, 16 και 18· της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica, C‑207/01, Συλλογή, EU:C:2003:451, σκέψη 41, και της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ., C‑317/08 έως C‑320/08, Συλλογή, EU:C:2010:146, σκέψη 40).

44

Εντούτοις, αν, στο πλαίσιο της εκτίμησης του ζητήματος κατά πόσον μια σύσταση μπορεί να προσβληθεί, λαμβάνονταν υπόψη τα έννομα αποτελέσματα που περιγράφονται στη νομολογία η οποία προεκτέθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, τότε θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι όλες οι συστάσεις είναι πράξεις δεκτικές προσφυγής.

45

Το συμπέρασμα όμως αυτό, πρώτον, θα προσέκρουε στις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όπως ερμηνεύεται από την προεκτεθείσα στις σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι απλές συστάσεις, που δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, δεν πρέπει να υπόκεινται σε προσφυγή ακύρωσης. Δεύτερον, θα ερχόταν σε αντίθεση και προς τη νομολογία σύμφωνα με την οποία το ζήτημα αν συγκεκριμένη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα την ουσία της (απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:2000:335, σκέψη 27).

46

Επομένως, τα έννομα αποτελέσματα που περιγράφονται στη νομολογία η οποία προεκτέθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω δεν αρκούν από μόνα τους για να συναχθεί ότι μια σύσταση όπως η επίδικη εν προκειμένω παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και αποτελεί, ως εκ τούτου, πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια της προμνησθείσας στις σκέψεις 16 έως 18 ανωτέρω νομολογίας.

47

Για τους ίδιους λόγους, ούτε το γεγονός ότι ο δικαστής της Ένωσης λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις για ερμηνευτικούς σκοπούς μπορεί, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο του Βελγίου, να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι συστάσεις όπως η επίδικη εν προκειμένω παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

48

Το ίδιο, εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει και ως προς τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, από την υποχρέωση προσπάθειας την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι υπέχουν τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, προς συμμόρφωση με το περιεχόμενο της επίδικης σύστασης.

49

Δεύτερον, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης επιτάσσουν να αναγνωριστεί η δυνατότητα άσκησης ενός έστω περιορισμένου ελέγχου επί της σύστασης αυτής, δεδομένου ότι η παντελής απουσία ελέγχου θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατά την άποψή του, η επίδικη σύσταση παράγει «αρνητικά έννομα αποτελέσματα» καθόσον θίγει την αρχή της κατανομής των αρμοδιοτήτων, τη θεσμική ισορροπία και την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας τόσο μεταξύ των θεσμικών οργάνων όσο και μεταξύ αυτών και των κρατών μελών, όπως καταδεικνύεται με τον πρώτο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο του Βελγίου προσθέτει ότι, κατά τη νομολογία, μπορεί να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο ακόμη και στερούμενες δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας.

50

Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου, το αποτέλεσμα θα ήταν να συνάγεται η δυνατότητα προσβολής μιας πράξης από τον ενδεχομένως παράνομο χαρακτήρα της.

51

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ούτε η σοβαρότητα της προβαλλόμενης παράβασης του οικείου θεσμικού οργάνου ούτε η βαρύνουσα σημασία τυχόν επακόλουθης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων δικαιολογούν εξαίρεση από την εφαρμογή των δημοσίας τάξεως λόγων απαραδέκτου που προβλέπει η Συνθήκη. Έτσι, το γεγονός ότι προβάλλεται παραβίαση της θεσμικής ισορροπίας επ’ ουδενί σημαίνει ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής ακύρωσης τις οποίες θέτει η Συνθήκη (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, Philip Morris International κατά Επιτροπής, T‑377/00, T‑379/00, T‑380/00, T‑260/01 και T‑272/01, Συλλογή, EU:T:2003:6, σκέψη 87· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, διάταξη της 10ης Μαΐου 2001, FNAB κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑345/00 P, Συλλογή, EU:C:2001:270, σκέψεις 39 έως 42).

52

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στοιχειοθετείται στην περίπτωση της επίδικης σύστασης παραβίαση της αρχής της κατανομής των αρμοδιοτήτων ή παράβαση της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας, τούτο δεν θα δικαιολογούσε εξαίρεση από την προϋπόθεση του παραδεκτού σχετικά με την ύπαρξη πράξης δεκτικής προσφυγής.

53

Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα το οποίο επιχειρεί να αντλήσει το Βασίλειο του Βελγίου από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα, από τις αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑45/07, Συλλογή, EU:C:2009:81), και της 20ής Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Σουηδίας (C‑246/07, EU:C:2010:203), υποστηρίζοντας ότι χωρεί δικαστικός έλεγχος επί πράξεων οι οποίες δεν έχουν νομικώς δεσμευτικό χαρακτήρα αλλά έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας.

54

Επ’ αυτού, αφενός, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως ισχυρίζεται το Βασίλειο του Βελγίου, το Δικαστήριο, με τις προαναφερθείσες στην ανωτέρω σκέψη 53 αποφάσεις του, εξέτασε, από πλευράς τήρησης της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη, συμπεριφορές στερούμενες δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, διαπιστώνεται εν πάση περιπτώσει ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο προσφυγών λόγω παράβασης κράτους μέλους οι οποίες είχαν ασκηθεί δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ήτοι στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος που ως σκοπό έχει να διαπιστωθεί και να τερματιστεί μια αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορά κράτους μέλους (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Γαλλία κατά Επιτροπής, 15/76 και 16/76, Συλλογή, EU:C:1979:29, σκέψη 27) και που στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση της μη τήρησης, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, των υποχρεώσεων τις οποίες του επιβάλλει είτε η Συνθήκη είτε πράξη του παράγωγου δικαίου (βλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑140/00, Συλλογή, EU:C:2002:653, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑297/08, Συλλογή, EU:C:2010:115, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), επομένως δε όχι στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

55

Δεδομένου όμως ότι τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και υπόκεινται σε διαφορετικές προϋποθέσεις παραδεκτού που χαρακτηρίζουν ειδικώς το καθένα εξ αυτών, η ενδεχόμενη ευχέρεια του Δικαστηρίου, την οποία επικαλείται το Βασίλειο του Βελγίου, να εξετάζει στο πλαίσιο προσφυγών λόγω παράβασης και πράξεις ή συμπεριφορές στερούμενες δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων δεν σημαίνει, από μόνη της, ότι πρέπει να ισχύει το ίδιο και στο πλαίσιο των προσφυγών ακύρωσης.

56

Αντιθέτως, στην περίπτωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγής ακύρωσης, το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου ότι μια μη δεσμευτική πράξη μπορεί να ελεγχθεί υπό το πρίσμα της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας προσκρούει στη νομολογία η οποία υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 16, 17 και 51 ανωτέρω.

57

Αφετέρου, στον βαθμό που το Βασίλειο του Βελγίου προβάλλει ως επιχείρημα ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, με την απόφαση Επιτροπή κατά Σουηδίας, σκέψη 53 ανωτέρω (EU:C:2010:203), παράβαση του Βασιλείου της Σουηδίας λόγω της παράλειψής του να λάβει υπόψη μια θέση η οποία συμφωνήθηκε στο εσωτερικό συγκεκριμένης ομάδας εργασίας του Συμβουλίου και δεν είχε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, αρκεί να σημειωθεί ότι επ’ ουδενί συνάγεται εξ αυτού ότι στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι δυνατό να ελεγχθεί η νομιμότητα μιας πράξης που στερείται οποιουδήποτε δεσμευτικού έννομου αποτελέσματος. Πράγματι, χωρίς να χρειάζεται καν να εξεταστεί κατά πόσον ο δικαστής μπορεί, στο πλαίσιο προσφυγής ακύρωσης, να διαπιστώσει παράβαση της υποχρέωσης ειλικρινούς συνεργασίας λόγω παράλειψης να ληφθεί υπόψη μια πράξη στερούμενη δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση εγείρει το διαφορετικό ζήτημα, αν η επίδικη σύσταση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

58

Εν συνεχεία, όσον αφορά την επίκληση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υπό την έννοια ότι η συγκεκριμένη αρχή θα επέβαλλε μια μη περιοριστική ερμηνεία της προϋπόθεσης σχετικά με τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, τονίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι αληθεύει ότι, αφενός, με τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ, και αφετέρου, με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, η Συνθήκη θεσπίζει ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, αναθέτοντάς τον στον δικαστή της Ένωσης [αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, Συλλογή, EU:C:1986:166, σκέψη 23· Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2006:541, σκέψη 80, και διάταξη Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2012:292, σκέψη 53], καθώς και ότι η προϋπόθεση σχετικά με τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, εντούτοις η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατό να καταλήξει σε αποκλεισμό της εφαρμογής της εν λόγω προϋπόθεσης, διότι άλλως θα συνέτρεχε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που απονέμονται από τη Συνθήκη στον δικαστή της Ένωσης [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2006:541, σκέψη 81, και διάταξη Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω, EU:C:2012:292, σκέψη 54].

59

Εν προκειμένω όμως, αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου, η συνέπεια θα ήταν ακριβώς ο αποκλεισμός της εφαρμογής της προϋπόθεσης σχετικά με τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

60

Τρίτον, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει, με τον δεύτερο και τον πέμπτο λόγο της προσφυγής του, ότι η επίδικη σύσταση αποτελεί, στην πραγματικότητα, μέσο προς επίτευξη εναρμόνισης στον οικείο τομέα και συγκεκαλυμμένη οδηγία. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης, το Βασίλειο του Βελγίου, στηριζόμενο ιδίως στην απόφαση Grimaldi, σκέψη 15 ανωτέρω (EU:C:1989:646), και στην απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Stanleybet κ.λπ. (C‑186/11 και C‑209/11, Συλλογή, EU:C:2013:33), στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 14 και στο σημείο 52 της επίδικης σύστασης, καθώς και σε ορισμένα χωρία της ανάλυσης αντίκτυπου, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω σύσταση συνιστά μέσο εναρμόνισης και ελευθέρωσης της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, το οποίο αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή του άρθρου 56 ΣΛΕΕ στον συγκεκριμένο τομέα και έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση κάθε σχετικής αρμοδιότητας της Επιτροπής. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι η σύσταση αυτή αποτελεί, στην πραγματικότητα, νομοθέτημα. Συναφώς, αναφέρεται, πρώτον, στην υποκρυπτόμενη βούληση της Επιτροπής σε σχέση με την επίδικη σύσταση, όπως αυτή απορρέει, κατά την άποψή του, τόσο από το λεπτομερές της περιεχόμενο όσο και από την ανάλυση αντίκτυπου. Δεύτερον, παρατηρεί ότι, με το σύστημα ελέγχου δεδομένων το οποίο προβλέπεται στα σημεία 52 έως 54 της επίδικης σύστασης, η Επιτροπή προβαίνει κατ’ ουσία σε εναρμόνιση και θέτει κατευθύνσεις για την πολιτική της στον τομέα, όπως ακριβώς με μια οδηγία δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ.

61

Κατ’ αρχάς, στον βαθμό που το Βασίλειο του Βελγίου, ισχυριζόμενο στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης ότι η Επιτροπή προβαίνει με την επίδικη σύσταση σε παράνομη εναρμόνιση και ελευθέρωση της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, επιχειρεί να επικαλεστεί προς επίρρωση της άποψής του τη νομολογία σύμφωνα με την οποία ο δικαστής, προκειμένου να αποφανθεί επί της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά συγκεκριμένης πράξης, ελέγχει κατά πόσον η πράξη αυτή έχει ως σκοπό να παραγάγει νέα έννομα αποτελέσματα σε σχέση με εκείνα που συνεπάγεται η εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών της Συνθήκης, εξετάζοντας το περιεχόμενό της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:1991:424, σκέψη 10· Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:1997:164, σκέψη 9, και απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑258/06, EU:T:2010:214, σκέψη 27) και κρίνοντας αν απλώς εξειδικεύει τις ως άνω αρχές ή αν προβλέπει ειδικές ή νέες υποχρεώσεις σε σχέση με τις εν λόγω αρχές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:1993:245, σκέψη 14· Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:1997:164, σκέψη 13, καθώς και Γερμανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, EU:T:2010:214, σκέψη 28), πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η επίδικη σύσταση είναι, ως επί το πλείστον, διατυπωμένη με μη δεσμευτικούς όρους και δεν έχει ως σκοπό, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος, του περιεχομένου και του πλαισίου της, να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Αντιθέτως, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω (EU:C:1991:424), Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω (EU:C:1993:245), Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω (EU:C:1997:164), και Γερμανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα (EU:T:2010:214), οι πράξεις εκείνες, ή τουλάχιστον τα τμήματά τους που είχαν αμφισβητηθεί και είχαν εξεταστεί από τον δικαστή, ήταν διατυπωμένες με επιτακτικούς όρους και επέβαλλαν στα κράτη μέλη υποχρεώσεις.

62

Κατόπιν τούτου, δεν είναι αναγκαίο εν προκειμένω να συγκριθούν οι εκτιμήσεις και οι αρχές τις οποίες περιέχει η επίδικη σύσταση με τις διατάξεις της Συνθήκης όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η σύσταση αυτή θέτει διαφορετικές αρχές από εκείνες που απορρέουν από τη Συνθήκη και από τη νομολογία. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, γεγονός παραμένει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος, του περιεχομένου και του πλαισίου της επίδικης σύστασης, οι αρχές τις οποίες αυτή περιλαμβάνει δεν προορίζονται να παραγάγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

63

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ως εκ περισσού ότι το σχετικό επιχείρημα του Βασιλείου του Βελγίου, ότι δηλαδή με την επίδικη σύσταση επιχειρείται παρανόμως η εναρμόνιση και ελευθέρωση της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, πηγάζει από προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της σύστασης αυτής.

64

Έτσι, αφενός, κακώς το Βασίλειο του Βελγίου συνάγει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 14 της επίδικης σύστασης ότι αυτή αποσκοπεί στην εναρμόνιση και στην ελευθέρωση της αγοράς των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών. Ασφαλώς, στις συγκεκριμένες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι κανόνες και οι πολιτικές των κρατών μελών ποικίλλουν σημαντικά, ότι η ανάληψη δράση σε επίπεδο Ένωσης τα ενθαρρύνει να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας στο έδαφός τους και ότι μια πιο εναρμονισμένη προσέγγιση θα μπορούσε να είναι επωφελής για τους επιχειρηματίες οι οποίοι παρέχουν διαδικτυακές υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών έχοντας την έδρα τους στην Ένωσης, καθόσον παρατηρείται ότι οι τελευταίοι τείνουν όλο και περισσότερο να εξασφαλίζουν περισσότερες άδειες ώστε να μπορούν να ασκούν τη δραστηριότητά τους σε περισσότερα κράτη μέλη. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι το σημείο 2 της επίδικης σύστασης επιβεβαιώνεται ρητώς η κανονιστική εξουσία των κρατών μελών στον οικείο τομέα. Επιπλέον, η εν λόγω σύσταση δεν περιέχει ούτε κανόνα ούτε αρχή που να αποσκοπεί στην εναρμόνιση και στην ελευθέρωση της αγοράς. Ειδικότερα, κανένα από τα σημεία της σύσταση αυτής δεν έχει τέτοιον σκοπό. Εξάλλου, οι προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, ανεξαρτήτως του περιεχομένου που μπορεί να έχουν ως λόγοι στους οποίους στηρίζεται η επίδικη σύσταση, δεν είναι ικανές να παράγουν έννομα αποτελέσματα (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογία, διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T‑109/06, Συλλογή, EU:T:2007:384, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65

Αφετέρου, το επιχείρημα ότι από το σημείο 52 της επίδικης σύστασης προκύπτει ότι, «καλώντας τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για τη μεταφορά [της εν λόγω σύστασης], η Επιτροπή έχει προδήλως ως σκοπό να επιβάλει τη δική της ερμηνεία για τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ», πηγάζει από εσφαλμένη ερμηνεία του συγκεκριμένου σημείου. Πράγματι, σκοπός του σημείου αυτού δεν είναι να επιβάλει υποχρέωση μεταφοράς, στην εθνική έννομη τάξη, των αρχών που απορρέουν από την επίδικη σύσταση, αλλά να καλέσει τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μέτρο το οποίο τυχόν λαμβάνουν σε συνέχεια της ως άνω σύστασης. Όπως όμως διαπιστώθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη καλούνται να ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο επ’ ουδενί απορρέει υποχρέωση συμμόρφωσης με την επίδικη σύσταση.

66

Εν συνεχεία, στον βαθμό που το Βασίλειο του Βελγίου παραπέμπει σε χωρία της ανάλυσης αντίκτυπου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, προκειμένου να κριθεί αν συγκεκριμένη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ουσία της (απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:C:2000:335, σκέψη 27), με δεδομένο ότι τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα κάθε πράξης πρέπει να εκτιμώνται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων όπως το περιεχόμενό της, λαμβανομένων υπόψη, ενδεχομένως, και στοιχείων όπως το πλαίσιο της έκδοσής της και οι εξουσίες του οργάνου που την εξέδωσε (βλ. απόφαση Ουγγαρία κατά Επιτροπής, σκέψη 16 ανωτέρω, EU:C:2014:70, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης σκέψη 18 ανωτέρω). Εν προκειμένω, υπό το πρίσμα αυτής ακριβώς της νομολογίας, κρίθηκε με τη σκέψη 37 ανωτέρω ότι η επίδικη σύσταση δεν είχε ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

67

Εν πάση περιπτώσει, αξίζει επίσης να σημειωθεί, πέραν του ότι στα χωρία της ανάλυσης αντίκτυπου στα οποία παραπέμπει το σημείο 51 του δικογράφου της προσφυγής τονίζεται απλώς ο διοικητικός φόρτος που βαρύνει τους παρόχους διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών, χωρίς ωστόσο να προτείνεται εναρμόνιση στον οικείο τομέα, ότι και από την ανάλυση αυτή, όπως την επικαλέστηκαν αμφότεροι οι διάδικοι, συνάγεται ότι η ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας είχε κριθεί ανέφικτη (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

68

Τέλος, υπό τις συνθήκες αυτές, και πάλι κακώς το Βασίλειο του Βελγίου αντλεί από συνδυασμένη ερμηνεία της νομολογίας που προεκτέθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, της απόφασης Stanleybet κ.λπ., σκέψη 60 ανωτέρω (EU:C:2013:33), καθώς και, αφενός, των αιτιολογικών σκέψεων 8 και 14 και, αφετέρου, του σημείου 52 της επίδικης σύστασης το συμπέρασμα ότι η τελευταία έχει εναρμονιστικό αποτέλεσμα. Βεβαίως, όπως επισημαίνεται στην απόφαση Stanleybet κ.λπ., σκέψη 60 ανωτέρω (EU:C:2013:33, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η ρύθμιση των τυχερών παιχνιδιών περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων όπου υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσης μεταξύ των κρατών μελών και ότι, ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης, απόκειται στο κάθε κράτος μέλος να εκτιμήσει, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, ποιες απαιτήσεις συνεπάγεται, στους τομείς αυτούς, η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη τόσο των συμπερασμάτων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 46 και 65 ανωτέρω όσο και του γεγονότος ότι η επίδικη σύσταση ουδεμία εναρμόνιση επιφέρει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο του Βελγίου, η έκδοση της σύστασης αυτής δεν περιορίζει την ευχέρεια του κάθε κράτους μέλους να εκτιμά, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, ποιες απαιτήσεις συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων.

69

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην προκειμένη περίπτωση αφού, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 31, 34 και 64 ανωτέρω, η επίδικη σύσταση δεν θίγει, όπως διευκρινίζεται στο σημείο 2 της σύστασης αυτής, την κανονιστική εξουσία των κρατών μελών στον οικείο τομέα.

70

Στη συνέχεια, στον βαθμό που το Βασίλειο του Βελγίου διατείνεται ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία για διαπίστωση παράβασης εις βάρος επτά κρατών μελών προκειμένου να τα υποχρεώσει να ευθυγραμμιστούν με την επίδικη σύσταση, διαπιστώνεται, αφενός, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω διαδικασίες έχουν όντως ως αντικείμενο τη συμμόρφωση προς την επίδικη σύσταση, όπερ αμφισβητήθηκε άλλωστε και από την Επιτροπή στο πλαίσιο της προβληθείσας ένστασης απαραδέκτου. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι η επίδικη σύσταση εκδόθηκε στις 14 Ιουλίου 2014, ήτοι κατόπιν της ημερομηνίας κατά την οποία, σύμφωνα με το Βασίλειο του Βελγίου κινήθηκαν αυτές οι διαδικασίες, ήτοι στις 20 Νοεμβρίου 2013.

71

Όσον αφορά δε το προβαλλόμενο στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου επιχείρημα ότι η επίδικη σύσταση αποτελεί, στην πραγματικότητα, νομοθέτημα, και εφόσον το συγκεκριμένο επιχείρημα γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι το Βασίλειο του Βελγίου επιχειρεί να επικαλεστεί προς επίρρωση της άποψής του τη νομολογία που προεκτέθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω, επιβάλλεται εκ προοιμίου η παραπομπή στη συλλογιστική η οποία αναπτύχθηκε με τις σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω.

72

Επιπλέον, τονίζεται ότι το γεγονός, το οποίο επικαλείται εν προκειμένω το Βασίλειο του Βελγίου, ότι οι αρχές που διατυπώνονται στην επίδικη σύσταση είναι ιδιαιτέρως λεπτομερείς ουδεμία επιρροή έχει ως προς το συμπέρασμα ότι η πράξη αυτή δεν προορίζεται να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Πράγματι, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι συναφώς ο βαθμός της λεπτομέρειας των αρχών που διατυπώνονται στην επίμαχη πράξη, αλλά ο επιτακτικός χαρακτήρας τους. Όπως όμως έχει ήδη κριθεί, δεν υφίσταται εν προκειμένω τέτοιος επιτακτικός χαρακτήρας.

73

Ως προς το επιχείρημα το οποίο προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου σε σχέση με τα σημεία 52 έως 54 της επίδικης σύστασης, ότι δηλαδή αποδεικνύουν ότι πρόκειται για συγκεκαλυμμένη οδηγία, επισημαίνεται ότι με τα συγκεκριμένα σημεία η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένα δεδομένα προκειμένου αυτή να μπορεί να αξιολογεί την εφαρμογή της εν λόγω σύστασης. Όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 33 και 34 ανωτέρω, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να της κοινοποιούν τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν σε συνέχεια της επίδικης σύστασης και των αρχών που απορρέουν από αυτή, καθώς και να της διαβιβάζουν δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή των ως άνω αρχών δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική για τα κράτη μέλη.

74

Τέλος, στο μέτρο που, στο ίδιο πάντοτε πλαίσιο, το Βασίλειο του Βελγίου επικαλείται χωρία τόσο της ανάλυσης αντίκτυπου όσο και δύο προσχεδίων σύστασης τα οποία είχε γνωστοποιήσει η Επιτροπή πριν από την έκδοση της επίδικης σύστασης, αρκεί η παραπομπή στη συλλογιστική που αναπτύχθηκε με τη σκέψη 66 ανωτέρω.

75

Επ’ αυτού αξίζει να προστεθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, αφενός, το επιχείρημα το οποίο αντλείται από την ανάλυση αντίκτυπου είναι απορριπτέο βάσει της συλλογιστικής που αναπτύχθηκε με τη σκέψη 67 ανωτέρω, χωρίς καν να χρειάζεται να εξεταστεί το περιεχόμενο των οικείων χωρίων της ανάλυσης αυτής.

76

Αφετέρου, το Βασίλειο του Βελγίου παραθέτει στα δικόγραφά του αιτιολογικές σκέψεις από δύο προσχέδια σύστασης, όπου αναφερόταν ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, των παικτών και των ανηλίκων από τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια δεν είναι ενοποιημένες, ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα με την ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ένωσης, ότι η Επιτροπή σκόπευε να προτείνει μια δέσμη κοινών αρχών προς διασφάλιση της ενημέρωσης των καταναλωτών σε σχέση με τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και ότι έπρεπε να ληφθούν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα για την επιτήρηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις αρχές που απέρρεαν από τα προσχέδια αυτά.

77

Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι, στο πλαίσιο της διερεύνησης της βούλησης της Επιτροπής σε σχέση με την έκδοση της επίδικης σύστασης, πρέπει όντως να ληφθούν υπόψη οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις των προσχεδίων σύστασης, είναι πρόδηλο ότι η ανακοίνωση και μόνον της πρόθεσης να προταθούν κοινές αρχές επειδή ενδείκνυται η ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ένωσης δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η επίδικη σύσταση είχε ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Άλλωστε, το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς τα προσχέδια σύστασης, πουθενά στην επίδικη σύσταση δεν αναφέρεται ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών που διατυπώνονται σε αυτήν, μάλλον αποδεικνύει ότι δεν ήταν η βούληση της Επιτροπής να της προσδώσει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

78

Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κανένα από τα επιχειρήματα του Βασιλείου του Βελγίου δεν αναιρεί το συμπέρασμα που προεκτέθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω.

79

Εξάλλου, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης.

80

Αφενός, εν αντιθέσει προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο του Βελγίου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή, εκθέτοντας το νομικό πλαίσιο της ένστασης απαραδέκτου, απαντά επί της ουσίας στον πρώτο λόγο που προέβαλε το κράτος μέλος προς στήριξη της προσφυγής ακύρωσης, δεν δικαιολογεί την από κοινού εξέταση της ένστασης απαραδέκτου με την ουσία της υπόθεσης. Πράγματι, όπως απορρέει από τις σκέψεις 51 και 52 ανωτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος της προσφυγής είναι βάσιμοι, τούτο επ’ ουδενί αποκλείει την εφαρμογή της προϋπόθεσης του παραδεκτού σχετικά με την ύπαρξη πράξης δεκτικής προσφυγής.

81

Αφετέρου, στο μέτρο που, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, είναι αναγκαίο να εξεταστούν επί της ουσίας ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος ακύρωσης, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω, οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης διαφέρουν από εκείνες των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι παρατεθείσες στη σκέψη 61 αποφάσεις, όπου το παραδεκτό εξετάστηκε μαζί με την ουσία.

82

Επιπλέον, το συμπέρασμα που προεκτέθηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω, ότι δηλαδή η επίδικη σύσταση στερείται δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, στηρίζεται σε μια εξέταση του γράμματος, του περιεχομένου, του πλαισίου της, καθώς και της βούλησης του θεσμικού οργάνου το οποίο την εξέδωσε, όπως έπρεπε να γίνει κατά τον έλεγχο του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής.

83

Σημειωτέον τέλος ότι, καίτοι αληθεύει ότι στα σημεία 60 έως 77 της παρούσας διάταξης το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλε το Βασίλειο του Βελγίου στο πλαίσιο του δεύτερου και του πέμπτου λόγου ακύρωσης για να υποστηρίξει ότι η επίδικη σύσταση συνιστά εναρμονιστικό νομοθέτημα, εντούτοις τα οικεία επιχειρήματα απορρίφθηκαν κατά βάση με το σκεπτικό ότι από το γράμμα, το περιεχόμενο και το πλαίσιο της συγκεκριμένης πράξης συνάγεται σαφώς ότι αυτή δεν έχει ως σκοπό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 61, 62, 66, 71, 73 και 74 ανωτέρω, καθώς και ότι αυτά μόνον ως εκ περισσού εξετάστηκαν επί της ουσίας.

84

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώθηκε ότι τα ως άνω επιχειρήματα πηγάζουν, εν μέρει, από εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης σύστασης και ότι είναι προδήλως αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, θα ήταν αντίθετο προς τις επιταγές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία.

85

Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτή και η προσφυγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

86

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων παρέμβασης υπέρ του Βασιλείου του Βελγίου, τις οποίες υπέβαλαν η Ελληνική Δημοκρατία και η Πορτογαλική Δημοκρατία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διατάξεις της 5ης Ιουλίου 2001, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑341/00 P, Συλλογή, EU:C:2001:387, σκέψεις 36 και 37, και της 7ης Ιανουαρίου 2015, Freitas κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑185/14, EU:T:2015:14, σκέψη 52).

Επί των δικαστικών εξόδων

87

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε προβάλει τέτοιο αίτημα, το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, πλην των σχετικών με τις αιτήσεις παρέμβασης.

88

Κατά τα λοιπά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ελληνική Δημοκρατία, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα σε σχέση με τις αιτήσεις παρέμβασης.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων παρέμβασης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας.

 

3)

Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

4)

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ελληνική Δημοκρατία, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα δικαστικά του έξοδα σε σχέση με τις αιτήσεις παρέμβασης.

 

Λουξεμβούργο, 27 Οκτωβρίου 2015.

 

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

M. E. Martins Ribeiro


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.