ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2015 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) — Σύνδεσμος — Έλλειψη άμεσου επηρεασμού των μελών του — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑670/14,

Milchindustrie-Verband eV, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία),

Deutscher Raiffeisenverband eV, με έδρα το Βερολίνο,

εκπροσωπούμενοι από τους I. Zenke και T. Heymann, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την K. Herrmann και τους T. Maxian Rusche και R. Sauer,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 2014 με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020)» (ΕΕ C 200, σ. 1), καθόσον ο τομέας της γαλακτοκομίας και της τυροκομίας (NACE 10.51) δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της ως άνω ανακοινώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο (εισηγητή), I. Pelikánová και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές

1

Στις 28 Ιουνίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την ανακοίνωση με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020)» (ΕΕ C 200, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές).

2

Το σημείο 3.7.2 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρίνονται ως συμβατές προς την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη υπό μορφή μειώσεων στη χρηματοδοτική στήριξη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (στο εξής: ελαφρύνσεις). Η παράγραφος 185 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται σε τομείς που θεωρείται ότι εκτίθενται σε κίνδυνο όσον αφορά την ανταγωνιστική τους θέση λόγω του κόστους που προκύπτει από τη χρηματοδοτική στήριξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ως συνάρτηση της έντασης της ηλεκτρικής ενέργειας και της έκθεσής τους στον διεθνή κλάδο. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται μόνον εάν η επιχείρηση ανήκει στους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 [των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών]. Ο εν λόγω κατάλογος προορίζεται να χρησιμοποιείται μόνον για επιλεξιμότητα για τη συγκεκριμένη μορφή αντιστάθμισης.»

3

Η υποσημείωση 84 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, στο τέλος της προτελευταίας περιόδου της παραγράφου 185 αυτών, έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω κίνδυνοι υφίστανται για τομείς που αντιμετωπίζουν ένταση των συναλλαγών 10 % σε ενωσιακό επίπεδο όταν η ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας του τομέα φθάνει το 10 % σε ενωσιακό επίπεδο. Επιπλέον, παρεμφερής κίνδυνος υφίσταται σε τομείς που αντιμετωπίζουν χαμηλότερη έκθεση στον κλάδο αλλά τουλάχιστον 4 % και έχουν σημαντικά υψηλότερη ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % ή που είναι παρεμφερείς σε οικονομικό επίπεδο (για παράδειγμα, λόγω υποκαταστασιμότητας). Επίσης, τομείς που έχουν ελαφρώς χαμηλότερη ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά τουλάχιστον 7 % και που αντιμετωπίζουν πολύ υψηλή έκθεση στον κλάδο τουλάχιστον 80 % θα αντιμετωπίσουν τον ίδιο κίνδυνο. Ο κατάλογος των επιλέξιμων τομέων εκπονήθηκε σε αυτή τη βάση. Τέλος, οι ακόλουθοι τομείς έχουν συμπεριληφθεί διότι είναι παρεμφερείς σε οικονομικό επίπεδο με τους αναφερόμενους τομείς και παράγουν υποκατάστατα προϊόντα (χύτευση χάλυβα, ελαφρών μετάλλων και μη σιδηρούχων μετάλλων […] ανάκτηση διαλεγμένου υλικού […]).»

4

Η παράγραφος 186 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει τα εξής:

«Επιπλέον, για να αιτιολογήσει το γεγονός ότι ορισμένοι τομείς μπορεί να παρουσιάζουν ετερογένεια όσον αφορά την ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας, το κράτος μέλος μπορεί να συμπεριλάβει μια επιχείρηση στο εθνικό καθεστώς του [περί ελαφρύνσεων] εάν η επιχείρηση έχει ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 20 % και ανήκει σε έναν τομέα με ένταση του κλάδου τουλάχιστον 4 % σε ενωσιακό επίπεδο, ακόμα και αν δεν ανήκει σε κάποιον από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 [των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών…]».

5

Το παράρτημα 3 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών (στο εξής: παράρτημα 3), με τίτλο «Κατάλογος επιλέξιμων τομέων βάσει [του σημείου] 3.7.2 [των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών]», απαριθμεί τους οικονομικούς τομείς των οποίων οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να τύχουν ελαφρύνσεως κρινόμενης από την Επιτροπή ως συμβατής προς την εσωτερική αγορά, χωρίς να οφείλουν να έχουν ατομικώς συγκεκριμένη ένταση ηλεκτρικής ενέργειας.

6

Το παράρτημα 5 των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών (στο εξής: παράρτημα 5), με τίτλο «Εξορυκτικός και μεταποιητικός τομέας που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του [παραρτήματος 3] με ένταση συναλλαγών εκτός ΕΕ τουλάχιστον 4 %», απαριθμεί ορισμένους οικονομικούς τομείς οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3, των οποίων οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να τύχουν ελαφρύνσεως κρινόμενης από την Επιτροπή ως συμβατής προς την εσωτερική αγορά, καθόσον έχουν, ατομικώς, ένταση ηλεκτρικής ενέργειας 20 %. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται και ο τομέας της γαλακτοκομίας και τυροκομίας (NACE 10.51) (στο εξής: τομέας γαλακτοκομίας).

Οι προσφεύγοντες

7

Οι προσφεύγοντες, Milchindustrie-Verband eV και Deutscher Raiffeisenverband eV, είναι δύο σύνδεσμοι των οποίων σκοπός είναι η εκπροσώπηση και η προάσπιση των συμφερόντων της γερμανικής βιομηχανίας γάλακτος και των επιχειρήσεων της γερμανικής αγροβιομηχανίας. Τα μέλη του Milchindustrie-Verband είναι επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί οι οποίοι παράγουν στη Γερμανία το 95 % περίπου του γάλακτος και το 100 % του όγκου εξαγωγών. Όσον αφορά τον Deutscher Raiffeisenverband, μεταξύ των μελών του συγκαταλέγονται επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στην εμπορία γεωργικών προϊόντων, καθώς και στη μεταποίηση και την εμπορία ζωικών και φυτικών προϊόντων, περιλαμβανομένου του γάλακτος.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2014, οι προσφεύγοντες άσκησαν την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, καθόσον ο τομέας της γαλακτοκομίας δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

9

Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή ήγειρε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

10

Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 19 Ιανουαρίου 2015. Ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, και να συνεχιστεί η διαδικασία.

Σκεπτικό

11

Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν ο καθού το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

12

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι επαρκώς ενημερωμένο από τη δικογραφία ώστε να αποφανθεί χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις επί του αντικειμένου της διαφοράς

13

Οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, καθόσον ο τομέας της γαλακτοκομίας δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3, καίτοι παρουσιάζει ένταση συναλλαγών και ένταση ηλεκτρικής ενέργειας πλέον του 10 %. Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι το παράρτημα 3 είναι εξαντλητικό και ότι το περιεχόμενό του πρέπει να μεταφερθεί πιστά στη γερμανική νομοθεσία. Επομένως, οι τομείς οι οποίοι απαριθμούνται στο παράρτημα 3 περιλαμβάνονται, κατά τους προσφεύγοντες, στον κατάλογο 1 του παραρτήματος 4 του Erneuerbare‑Energien‑Gesetz (γερμανικού νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) της 21ης Ιουλίου 2014 (BGBl. 2014 I, σ. 1066, στο εξής: EEG 2014), σχετικά με τους τομείς οι οποίοι μπορούν να τύχουν ελαφρύνσεως. Οι απαριθμούμενοι στο παράρτημα 5 τομείς, μεταξύ των οποίων ο τομέας της γαλακτοκομίας, περιλαμβάνονται, κατά τους προσφεύγοντες, στον κατάλογο 2 του παραρτήματος 4 του EEG 2014, το δε άρθρο 64 του εν λόγω νόμου προβλέπει για τις επιχειρήσεις οι οποίες ανήκουν σε αυτούς τους τομείς αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη χορήγηση ελαφρύνσεων. Κατά συνέπεια, κατά τους προσφεύγοντες, μόνον τα ελάχιστα γαλακτοκομεία τα οποία πληρούν τις αυστηρές αυτές προϋποθέσεις μπορούν να τύχουν ελαφρύνσεως, γεγονός το οποίο απειλεί σοβαρά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και την ύπαρξη του 80 % περίπου των γερμανικών γαλακτοκομείων.

Επί του παραδεκτού

14

Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, οι προσφυγές που ασκούνται από ενώσεις ή συνδέσμους είναι παραδεκτές σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι όταν αυτοί εκπροσωπούν τα συμφέροντα επιχειρήσεων οι οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή, ή όταν εξατομικεύονται εκ του γεγονότος ότι θίγονται τα ίδια συμφέροντά τους ως ενώσεως ή συνδέσμου, ιδίως επειδή εθίγη η θέση τους ως διαπραγματευτών, ή ακόμη όταν διάταξη νόμου τους αναγνωρίζει ρητώς σειρά δυνατοτήτων διαδικαστικού χαρακτήρα (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Forum 187 κατά Επιτροπής, T‑189/08, Συλλογή, EU:T:2010:99, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

15

Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγοντες, αφενός, δεν επικαλούνται καμία διάταξη η οποία να τους αναγνωρίζει διαδικαστικά δικαιώματα όσον αφορά τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές και, αφετέρου, δεν υποστηρίζουν ότι διαδραμάτισαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο διαπραγματευτή στη διαδικασία εκδόσεώς τους. Συνεπώς, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή και παραδέχονται οι προσφεύγοντες, το παραδεκτό της προσφυγής συναρτάται αποκλειστικώς προς το ζήτημα εάν οι δραστηριοποιούμενες στον τομέα της γαλακτοκομίας επιχειρήσεις οι οποίες εκπροσωπούνται από τους προσφεύγοντες (στο εξής: εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις) δύνανται να ζητήσουν παραδεκτώς την ακύρωση των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, καθόσον ο τομέας της γαλακτοκομίας δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3.

16

Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων δεν είναι αποδέκτης σε δύο περιπτώσεις, ήτοι, αφενός, εάν η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα και ατομικώς και, αφετέρου, εάν πρόκειται για κανονιστική πράξη η οποία το αφορά άμεσα χωρίς να επάγεται εκτελεστικά μέτρα.

17

Πρέπει, λοιπόν, να εξετασθεί εάν οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις εμπίπτουν, υπό το πρίσμα των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, σε μία από τις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, στοιχείο που η Επιτροπή αμφισβητεί. Δεδομένου ότι σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις προϋποτίθεται η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί το κριτήριο αυτό.

18

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η φράση «που το αφορούν άμεσα» εμφανίζεται πανομοιότυπα και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και έχει επαναληφθεί ακριβώς ως είχε και στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καίτοι η τελευταία αυτή διάταξη περιελάμβανε την πρώτη μόνο περίπτωση. Έχει ήδη κριθεί ότι η έννοια του άμεσου επηρεασμού η οποία εμπίπτει στη δεύτερη ως άνω περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί στενότερα από εκείνη που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, T‑262/10, Συλλογή, EU:T:2011:623, σκέψη 32]. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού θα έπρεπε να ερμηνευθεί στενότερα στην περίπτωση που οι προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές συνιστούν κανονιστική πράξη μη επαγόμενη εκτελεστικά μέτρα.

19

H Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές δεν θίγουν άμεσα τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις, στοιχείο που οι προσφεύγοντες αμφισβητούν.

20

Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά την οποία η πράξη της Ένωσης πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί το αμφισβητούμενο μέτρο της Ένωσης να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον η εφαρμογή αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικώς από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς να παρεμβάλλονται άλλοι ενδιάμεσοι κανόνες (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:159, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Το ίδιο ισχύει και όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μη δώσουν συνέχεια στην πράξη της Ένωσης είναι αποκλειστικώς θεωρητική, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν τις συνέπειες της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, Συλλογή, EU:C:1998:193, σκέψη 44, και Glencore Grain κατά Επιτροπής, C‑404/96 P, Συλλογή, EU:C:1998:196, σκέψη 42· βλ. επίσης, κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1971, Bock κατά Επιτροπής, 62/70, Συλλογή, EU:C:1971:108, σκέψεις 6 έως 8, και της 17ης Ιανουαρίου 1985, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, 11/82, Συλλογή, EU:C:1985:18, σκέψεις 8 έως 10).

22

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί εάν οι προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές παράγουν άμεσα τέτοιες συνέπειες επί της νομικής καταστάσεως των εκπροσωπούμενων επιχειρήσεων, στοιχείο που η Επιτροπή αμφισβητεί.

23

Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο ασκήσεως της διακριτικής της ευχέρειας, ιδίως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Εφόσον δεν αντιβαίνουν προς τους κανόνες της Συνθήκης, οι ενδεικτικοί αυτοί κανόνες δεσμεύουν το όργανο (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Deufil κατά Επιτροπής, 310/85, Συλλογή, EU:C:1987:96, σκέψη 22· της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑313/90, Συλλογή, EU:C:1993:111, σκέψεις 34 και 36, και της 15ης Οκτωβρίου 1996, IJssel-Vliet, C‑311/94, Συλλογή, EU:C:1996:383, σκέψη 42).

24

Ως εκ τούτου, εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δεσμεύθηκε, κατ’ αρχήν άνευ επιφυλάξεων, να ασκήσει, κατά τον τρόπο που εξήγγειλε στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές τη διακριτική της ευχέρεια να εκτιμά τη συμβατότητα των ενισχύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών προς την εσωτερική αγορά. Δεσμεύθηκε, ιδίως, να μην κρίνει ως συμβατή προς την εσωτερική αγορά οποιαδήποτε ελάφρυνση χορηγείται από κράτος μέλος σε τομέα ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 και να κρίνει ως συμβατή προς την εσωτερική αγορά ελάφρυνση η οποία χορηγείται σε επιχείρηση η οποία υπάγεται σε τομέα ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα 5 μόνο στην περίπτωση που αυτή έχει ένταση ηλεκτρικής ενέργειας 20 %.

25

Ωστόσο, τα προεκτεθέντα δεν συνεπάγονται ότι οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις θίγονται άμεσα από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές.

26

Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ελάφρυνση κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και για τη συμβατότητα της οποίας προς την εσωτερική αγορά προ της ενάρξεως εφαρμογής των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών δεν έχει ακόμα εκδώσει απόφαση η Επιτροπή, αληθεύει, βεβαίως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι, κατά τις παραγράφους 246 και 247 των ως άνω κατευθυντηρίων γραμμών, αυτές εφαρμόζονται από 1ης Ιουλίου 2014 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 σε όλα τα μέτρα ενισχύσεως τα οποία καλείται να κρίνει η Επιτροπή, ακόμα κι αν αυτά κοινοποιήθηκαν πριν την έναρξη της εν λόγω περιόδου. Εντούτοις, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τέτοιου είδους ελάφρυνση μόνο δυνάμει αποφάσεως βάσει του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ή δυνάμει αποφάσεως κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ή, τέλος, μέσω αποφάσεως περατώσεως της διαδικασίας αυτής δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 659/1999. Άρα, αυτές οι αποφάσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν άμεσα τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις, καθόσον με αυτές θα διαπιστωνόταν ότι η ελάφρυνση που έχει χορηγηθεί στις ως άνω επιχειρήσεις δεν είναι συμβατή προς την εσωτερική αγορά για τον λόγο ότι ο τομέας της γαλακτοκομίας δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3, και όχι το ως άνω παράρτημα καθεαυτό. Οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ιδίως, να υποστηρίξουν ότι ο τομέας της γαλακτοκομίας θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στο παράρτημα 3.

27

Δεύτερον, όσον αφορά τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ελάφρυνση κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η οποία έχει κριθεί από την πρώτη ως ενίσχυση συμβατή προς την εσωτερική αγορά πριν την έναρξη εφαρμογής των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, επισημαίνεται ότι, κατά την παράγραφο 250 αυτών, η Επιτροπή προτείνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις των υφιστάμενων ενισχύσεων προκειμένου αυτές να συνάδουν προς τις κατευθυντήριες γραμμές το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2016. Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, καθόσον τα κράτη μέλη δεν δεσμεύονται από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, μπορούν να ακολουθήσουν ή να απορρίψουν τις προτάσεις αυτές. Στην περίπτωση που η πρόταση της Επιτροπής ακολουθείτο, κάθε έννομη συνέπεια ως προς τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις θα απέρρεε από τις ενέργειες του οικείου κράτους μέλους, οι οποίες θα ήταν δυνατόν να αμφισβητηθούν ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων. Στην περίπτωση που απερρίπτετο η πρόταση της Επιτροπής από το οικείο κράτος μέλος, κάθε έννομη συνέπεια ως προς τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις θα απέρρεε μόνον από την υποχρέωση αναστολής συνεπεία ενδεχόμενης αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Και σε αυτή την περίπτωση, οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα τέτοιας αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ιδίως να υποστηρίξουν ότι ο τομέας της γαλακτοκομίας θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στο παράρτημα 3.

28

Τρίτον, όσον αφορά εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ελάφρυνση δυνάμενη να εκληφθεί από την Επιτροπή ως παράνομη ενίσχυση, καθόσον χορηγήθηκε πριν να κοινοποιηθεί, και εξετάσθηκε από την Επιτροπή κατόπιν της ενάρξεως εφαρμογής των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει τις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές ως προς τέτοιου είδους ελάφρυνση μόνο δυνάμει μίας εκ των αναφερομένων στη σκέψη 26 ανωτέρω αποφάσεων, με αποτέλεσμα οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις να δύνανται να επηρεαστούν άμεσα μόνο από τέτοια απόφαση, την οποία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

29

Τέλος, τέταρτον, όσον αφορά ενδεχόμενη απόφαση κράτους μέλους να μη χορηγήσει νέες ελαφρύνσεις σε τομείς οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3, τούτο θα συνιστούσε, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, κυρίαρχη απόφαση αυτού.

30

Ειδικότερα, η ύπαρξη των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών δεν εμποδίζει κράτος μέλος να κοινοποιήσει στην Επιτροπή νέα ελάφρυνση την οποία χορηγεί σε τομέα μη περιλαμβανόμενο στο παράρτημα 3, είτε για τον λόγο ότι εκτιμά, κατόπιν διαβουλεύσεως με τις οικείες επιχειρήσεις, ότι ο τομέας αυτός πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να περιληφθεί στον κατάλογο του ως άνω παραρτήματος είτε για τον λόγο ότι εκτιμά ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν μπορούν νομίμως να καθοριστούν από την Επιτροπή. Είναι, βεβαίως, πολύ πιθανόν, κατ’ εφαρμογήν των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή να οδηγηθεί στην έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999, διαπιστώνουσα ότι η σχεδιαζόμενη ελάφρυνση αποτελεί ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά. Εντούτοις, μόνον αυτή η απόφαση είναι ικανή να προκαλέσει άμεσες έννομες συνέπειες επί των επιχειρήσεων στις οποίες επρόκειτο να χορηγηθεί η ελάφρυνση. Οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορούσαν, όπως και κάθε θιγόμενο κράτος μέλος, να αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το βάσιμο της εκδοθείσας αποφάσεως της Επιτροπής και, ιδίως, να υποστηρίξουν ότι ο τομέας της γαλακτοκομίας θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στο παράρτημα 3.

31

Το συμπέρασμα αυτό δεν αίρεται από το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες στις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, κατά το οποίο ήταν σαφές, ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενσωμάτωσε «λέξη προς λέξη» το παράρτημα 3 στη νομοθεσία της περί ελαφρύνσεων, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση η προαναφερθείσα στη σκέψη 21 νομολογία.

32

Επ’ αυτού, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή είχε κινήσει τον Δεκέμβριο του 2013 επίσημη διαδικασία εξετάσεως αναφορικά με τη γερμανική νομοθεσία περί ελαφρύνσεων και είχε επισημάνει ότι αμφιβάλλει ως προς τη νομιμότητα των προβλεπόμενων ελαφρύνσεων, με εξαίρεση τους τομείς του χάλυβα και του αλουμινίου. Συνεπώς, η κατάρτιση των προσβαλλομένων κατευθυντηρίων γραμμών θα έπρεπε να είχε συνοδευθεί από εντατικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των γερμανικών αρχών όσον αφορά τον κατάλογο των τομέων που δύνανται να περιληφθούν στο παράρτημα 3. Παρά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως στις 28 Φεβρουαρίου 2014 κατά της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι γερμανικές αρχές κατέστησαν σαφές, κατά τους προσφεύγοντες, αφενός, ότι επιδίωκαν την επίτευξη συμβιβασμού και, αφετέρου, ότι η νέα γερμανική νομοθεσία στον τομέα των ελαφρύνσεων έπρεπε να είναι απολύτως συντονισμένη προς τις υπό κατάρτιση κατευθυντήριες γραμμές, ήτοι να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τους.

33

Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η νομολογία η οποία προαναφέρθηκε στη σκέψη 21 εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες.

34

Συγκεκριμένα, καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, τα κράτη μέλη ούτε δεσμεύονται από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές ούτε υποχρεούνται να μην κοινοποιήσουν στην Επιτροπή ελαφρύνσεις οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αυτές θέτουν, η δυνατότητα των ως άνω κρατών μελών να διατηρούν σε ισχύ ή να θεσπίζουν εθνική νομοθεσία ασύμβατη προς αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορεί να εκληφθεί αποκλειστικώς ως θεωρητική. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες ουδόλως εξηγούν για ποιον λόγο τα κράτη μέλη και, ιδίως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούντο, εκ του νόμου ή de facto, να αποδεχθούν τους ενδεικτικούς κανόνες που αυτοδεσμεύθηκε να τηρεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές.

35

Τα προεκτεθέντα επιβεβαιώνονται εκ του γεγονότος ότι, όπως επισημαίνουν και οι ίδιοι οι προσφεύγοντες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που έλαβε η Επιτροπή όσον αφορά την προγενέστερη του ΕΕG 2014 γερμανική νομοθεσία περί ελαφρύνσεων. Στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής, την οποία εν συνεχεία αποφάσισε να αποσύρει (διάταξη της 8ης Ιουνίου 2015, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑134/14, EU:T:2015:392), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε αμφισβητήσει την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις ελαφρύνσεις που σκόπευε να χορηγήσει, εκτίμηση η οποία, κατά τους ίδιους τους προσφεύγοντες, συνέπιπτε με την εκτίμηση που προκύπτει από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές.

36

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το στοιχείο ότι οι γερμανικές αρχές είχαν εξαγγείλει ότι θα προσάρμοζαν την οικεία νομοθεσία περί ελαφρύνσεων ώστε να την καταστήσουν συμβατή προς τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, πριν την έκδοσή τους, ακόμα κι αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν συνεπάγεται ότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές έθιγαν άμεσα τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις.

37

Εν πάση περιπτώσει, η προκειμένη περίπτωση διαφέρει σημαντικά από εκείνες τις οποίες αφορούσε η νομολογία που προαναφέρθηκε στη σκέψη 21.

38

Πράγματι, οι αποφάσεις Bock κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:1971:108), και Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:1985:18), αφορούσαν αιτήματα ακυρώσεως δύο αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή είχε επιτρέψει σε ορισμένα κράτη μέλη, κατόπιν δικού τους αιτήματος, να εφαρμόσουν μέτρα διασφαλίσεως για προϊόντα προερχόμενα από συγκεκριμένες χώρες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι αρχές των οικείων κρατών μελών είχαν επισημάνει ότι θα εφάρμοζαν τα ζητηθέντα μέτρα διασφαλίσεως, οι επιχειρήσεις οι οποίες επρόκειτο να τα υποστούν θίγονταν άμεσα από την ως άνω άδεια της Επιτροπής.

39

Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν χρειάζεται καμία άδεια από την Επιτροπή για να προσαρμόσει τη νομοθεσία της περί ελαφρύνσεων, προκειμένου να την καταστήσει συμβατή προς τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές ή για να κοινοποιήσει στην Επιτροπή ελαφρύνσεις ασύμβατες προς αυτές, εν αντιθέσει προς τα κράτη μέλη τα οποία αφορούσαν τα μέτρα διασφαλίσεως που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 38, τα οποία χρειάζονταν άδεια της Επιτροπής για να επιβάλουν τέτοιου είδους μέτρα. Επομένως, οι δυνητικοί δικαιούχοι ελαφρύνσεων τις οποίες δεν χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν θίγονται από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο κατά τον οποίο θίγονταν οι επιχειρήσεις οι οποίες έπρεπε να υποστούν τα μέτρα διασφαλίσεως.

40

Όσον αφορά τις αποφάσεις Dreyfus κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:1998:193), και Glencore Grain κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:1998:196), αυτές αφορούσαν προσφυγές με τις οποίες ζητείτο η ακύρωση αποφάσεων οι οποίες είχαν ως αποδέκτες, αντιστοίχως, τις ρωσικές και τις ουκρανικές αρχές, με τις οποίες η Επιτροπή απέρριψε τη χρηματοδότηση της παραδόσεως ορισμένων γεωργικών προϊόντων υπό ιδιαίτερο τιμολογιακό καθεστώς. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της κρίσιμης οικονομικής και δημοσιονομικής καταστάσεως που έπρεπε να αντιμετωπίσουν η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία, καθώς και της επιδεινώσεως της καταστάσεώς τους όσον αφορά τα τρόφιμα και τα φάρμακα, με αποτέλεσμα η πληρωμή των παραδόσεων να μπορεί να γίνεται μόνο μέσω της χρηματοδοτήσεως από την Ένωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εντελώς θεωρητική η δυνατότητα των οικείων αρχών να εκτελέσουν τις συμβάσεις παραδόσεως σύμφωνα με το καθεστώς τιμών που αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή, παραιτούμενες, έτσι, από την ως άνω χρηματοδότηση.

41

Στην προκειμένη περίπτωση, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βρίσκεται, εν τοις πράγμασι, σε κρίσιμη κατάσταση ανάλογη προς εκείνη των κρατών τα οποία αναφέρονται στη σκέψη 40 ανωτέρω, δυνάμει της οποίας θα είχε αποκλειστικώς θεωρητική δυνατότητα να μην ακολουθήσει τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, κοινοποιώντας, λ.χ., στην Επιτροπή ελαφρύνσεις ασύμβατες προς αυτές.

42

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, αφενός, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήταν υποχρεωμένη ούτε εκ του νόμου ούτε de facto να προσαρμόσει τη νομοθεσία της περί ελαφρύνσεων ώστε να την καταστήσει συμβατή προς τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές και, αφετέρου, ότι η νομική κατάσταση των εκπροσωπούμενων επιχειρήσεων δεν θίγεται άμεσα από τη μη συμπερίληψη του τομέα της γαλακτοκομίας στο παράρτημα 3.

43

Καθόσον οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις δεν θίγονται άμεσα από τις προσβαλλόμενες κατευθυντήριες γραμμές, δεν τίθεται ζήτημα εξετάσεως του εάν θίγονται ατομικώς ούτε εάν οι ως άνω κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν κανονιστική πράξη μη επαγόμενη εκτελεστικά μέτρα, προκειμένου να κριθεί ότι δεν θα ήταν δεκτικές ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.

44

Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις δυνάμει των οποίων η προσφυγή συνδέσμων ή ενώσεων δύναται, σύμφωνα με τη νομολογία που προαναφέρθηκε στη σκέψη 14, να κριθεί παραδεκτή.

45

Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

46

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Καταδικάζει τον Milchindustrie-Verband eV και τον Deutscher Raiffeisenverband eV στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Λουξεμβούργο, 23 Νοεμβρίου 2015.

 

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

H. Kanninen


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.