13.4.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 118/29


Προσφυγή της 17ης Δεκεμβρίου 2014 — Banco Espírito Santo κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-814/14)

(2015/C 118/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Banco Espírito Santo, S.A. (εκπρόσωποι: M. Gorjão-Henriques και L. Bordalo e Sá, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

(i)

να ακυρώσει τα σημεία 9 και 18 του παραρτήματος II της αποφάσεως C(2014) 5682 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Αυγούστου 2014, κρατική ενίσχυση SA.39250 (2014/N) — Πορτογαλία, Εξυγίανση της Banco Espírito Santo, S.A., καθόσον με αυτά επιβάλλεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται στην προσφεύγουσα (Banco Espírito Santo, S.A. [BES]) η υποχρέωση να καταβάλει την αμοιβή του εντολοδόχου παρακολουθήσεως ή να αναλάβει τις λοιπές επιβαρύνσεις που σχετίζονται με τον εντολοδόχο παρακολουθήσεως.

(ii)

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση των διατάξεων περί εφαρμογής της Συνθήκης —και συγκεκριμένα την επιβολή στην BES των επιβαρύνσεων που σχετίζονται με την παρακολούθηση της τηρήσεως των δεσμεύσεων που βαραίνουν την Πορτογαλική Δημοκρατία:

Η επιβολή στην BES υποχρεώσεων όσον αφορά τη δράση τρίτου ως προς την οποία δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της και από την οποία δεν αντλεί όφελος, και ο οποίος τρίτος δεν επελέγη βάσει των κριτηρίων που να διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής περί επιλογής της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως λύσεως, και η συνακόλουθη ζημία των δανειστών και μετόχων της BES.

Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο εντολοδόχος παρακολουθήσεως διορίζεται από το ταμείο εξυγιάνσεως. Εντούτοις, αν ο διορισμός του εντολοδόχου παρακολουθήσεως απόκειται μόνο στην Πορτογαλική Δημοκρατία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αντίστοιχη υποχρέωση καταβολής της αμοιβής του εντολοδόχου παρακολουθήσεως βαραίνει εξ ολοκλήρου την BES. Τούτο προσκρούει στις αρχές που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις: (i) ενισχύει το πλεονέκτημα του οποίου απολαύει η μεταβατική τράπεζα, απαλλάσσοντας την από τις επιβαρύνσεις οι οποίες απορρέουν από την εξυγίανση και οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα την βάρυναν εκ του νόμου· (ii) νοθεύει τον ανταγωνισμό προς όφελος της μεταβατικής τράπεζας, απαλλάσσοντας την από επιβαρύνσεις που δεν ποσοτικοποιήθηκαν κατά την έγκριση της κρατικής ενισχύσεως.

Η επιβολή στην BES της υποχρεώσεως καταβολής της αμοιβής του εντολοδόχου παρακολουθήσεως, ο οποίος, επιβάλλεται η υπόμνηση, δεν είναι αποδέκτης της αποφάσεως ούτε δικαιούχος της ενισχύσεως, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομοθεσία της ΕE στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 806/2014, σχετικά με τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, εφαρμοστέος από το 2016, δεν προβλέπει τίποτε σχετικώς, μολονότι το άρθρο 19 ρυθμίζει τον ρόλο του διαχειριστή, ενώ ούτε ο κανονισμός 1093/2010 ούτε η οδηγία 2014/59/ΕΕ, η προθεσμία μεταφοράς της οποίας δεν έχει παρέλθει ακόμη, ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα.

Στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, καθώς και, αφετέρου, στο πεδίο δράσεως της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπηρεσίας αρμόδιας για την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπάρχουν σαφείς ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τον εντολοδόχο παρακολουθήσεως και την αμοιβή του, οι οποίες μπορούν να καλύψουν τα κανονιστικά κενά όσον αφορά την επίμαχη περίπτωση, ειδικότερα όσον αφορά την ποσοτική διάρθρωση της αμοιβής του εντολοδόχου παρακολουθήσεως, η οποία πρέπει να απορρέει από συμφωνία μεταξύ των μερών, υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της απαραίτητης ανεξαρτησίας και των μέσων που πρέπει να χρησιμοποιηθούν.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει στην προσφεύγουσα τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να αμείβεται ο εντολοδόχος παρακολουθήσεως, συνεπώς η απόφασή της να επιβάλει στην προσφεύγουσα τέτοιου είδους χρηματική επιβάρυνση κατά τρόπο δεσμευτικό (ήτοι, χωρίς τη συγκατάθεση της BES όσον αφορά το ύψος της αμοιβής) δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον κανονισμό (ΕΕ) 806/2014 ούτε σε κανένα άλλο νομοθετικό κείμενο.

Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει απλώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η κακή τράπεζα βαρύνεται με την καταβολή της αμοιβής στον εντολοδόχο παρακολουθήσεως και ότι η αμοιβή αυτή πρέπει να καθορισθεί «κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα του διαχειριστή κατά την άσκηση της αποστολής του». Επομένως, δεν ορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο η ακριβής διάρθρωση της αμοιβής, και ειδικότερα ο τρόπος καταβολής της και τα όριά της.

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της υποχρεώσεως της διοίκησης να σέβεται τις πράξεις τις οποίες έχει η ίδια εκδώσει:

Η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της υποχρεώσεως της διοίκησης να σέβεται τις πράξεις τις οποίες έχει η ίδια εκδώσει, καθόσον επιβάλλει ή μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλει την ανάληψη από την BES των επιβαρύνσεων που σχετίζονται με τον εντολοδόχο παρακολουθήσεως.

Το προγενέστερο συμπέρασμα ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι η BES, η οποία έχει την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποκλείσθηκε εξολοκλήρου από τη διαδικασία προσλήψεως του εντολοδόχου παρακολουθήσεως, λόγο για τον οποίο δεν μπόρεσε, με την επιφύλαξη των μέσων και της ανεξαρτησίας που επιβάλλει η εν λόγω απόφαση, να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της (και των καταπιστευματικών αρμοδιοτήτων των διαχειριστών της) κατά τρόπο ώστε η τήρηση των δεσμεύσεών της να συνιστά τη λιγότερο επαχθή για την BES οικονομική επιβάρυνση.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας:

Η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον επέβαλε στην BES τη μονομερή και πλήρη ανάληψη επιβαρύνσεων οι οποίες, δεδομένης της παρούσας οικονομικής καταστάσεως της BES ως φορέα υποκείμενου σε μέτρα εξυγιάνσεως, όχι μόνο είναι υπέρμετρα επαχθείς και σημαντικές αλλά και βαίνουν πέραν των ορίων της αναλογικότητας υπό τη στενή έννοια του όρου.

Ειδικότερα, τούτο συμβαίνει, κατά την BES, δεδομένου ότι, οσάκις το πορτογαλικό Δημόσιο δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τέτοιου είδους δαπάνες κατά τρόπο δεσμευτικό, η ευθύνη βαραίνει την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατ’ εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα της εξυγιάνσεως τραπεζικών φορέων και των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο αυτών των μέτρων.