23.2.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 65/36


Προσφυγή της 28ης Νοεμβρίου 2014 — Ρουμανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-784/14)

(2015/C 065/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ρουμανία (εκπρόσωποι: R. Radu, R. Haţieganu και A. Buzoianu)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται στο έγγραφο BUDG/B3/MV D(2014) 3079038 της 19ης Σεπτεμβρίου 2014 και με την οποία η Επιτροπή ζητεί από τη Ρουμανία να καταβάλει στον προϋπολογισμό της Ένωσης το μικτό ποσό των 14  883,79 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην απώλεια παραδοσιακών ίδιων πόρων,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από αναρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση

Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει καμία διάταξη η οποία να παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού αντιστοιχούντος σε απώλεια ιδίων πόρων της ΕΕ οφειλόμενη σε διαγραφή δασμών αποφασισθείσα από άλλο κράτος μέλος το οποίο ήταν υπεύθυνο για τον υπολογισμό, την είσπραξη και απόδοση των εν λόγω δασμών ως παραδοσιακών ίδιων πόρων στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από ανεπαρκή και μη προσήκουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως

Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ανεπαρκής και μη προσήκουσα, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει τη νομική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε, η βάση δε αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε σε σχέση με άλλα στοιχεία του εγγράφου της Επιτροπής. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν εξέθεσε με την προσβαλλόμενη απόφαση τον νομικό συλλογισμό που την οδήγησε να επιβάλει στη Ρουμανία την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση για την απώλεια παραδοσιακών ίδιων πόρων της ΕΕ λόγω διαγραφής τελωνειακής οφειλής κοινοποιηθείσας από άλλο κράτος μέλος.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχτεί ότι η Επιτροπή ενήργησε εντός των ορίων της αρμοδιότητας που της παρέχουν οι Συνθήκες, από την εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ρουμανίας

Η Επιτροπή παραβίασε το καθήκον επιμέλειας και την αρχή της χρηστής διοικήσεως καθόσον δεν εξέτασε ενδελεχώς όλες τις κρίσιμες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της ούτε αναζήτησε άλλες αναγκαίες πληροφορίες πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή δεν απέδειξε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που προσάπτονται στη Ρουμανία και της απώλειας των ίδιων πόρων της ΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε το ζητούμενο ποσό σε σχέση με το ποσό των δασμών που αντιστοιχούν στην αξία της επίμαχης διαμετακόμισης, αρκούμενη να στηριχθεί στην αξία που διεγράφη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Οι ενέργειες της Επιτροπής ήταν απρόβλεπτες και κατέστησαν ανέφικτη την εκ μέρους της Ρουμανίας άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Οι κανόνες δικαίου δυνάμει των οποίων η Επιτροπή επέβαλε με την προσβαλλόμενη απόφαση την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δεν προσδιορίζονται ούτε διευκρινίζονται με την απόφαση αυτή, οπότε δεν κατέστη δυνατό στη Ρουμανία να προβλέψει την εφαρμογή τους. Το Ρουμανικό Δημόσιο δεν ήταν σε θέση, πριν λάβει το έγγραφο της Επιτροπής, να προβλέψει ή να πληροφορηθεί την υποχρέωση καταβολής του ζητούμενου ποσού λόγω απώλειας ίδιων πόρων της ΕΕ. Ομοίως, με την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την επιβολή στη Ρουμανία της υποχρεώσεως αποζημιώσεως, τέσσερα έτη μετά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και παρά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξήγαγε κατά την περίοδο αυτή με τις ρουμανικές αρχές, το θεσμικό αυτό όργανο παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Ρουμανίας όσον αφορά τη μη ύπαρξη οικονομικής υποχρεώσεως ως προς την καταβολή της επίμαχης τελωνειακής οφειλής και, ως εκ τούτου, οποιασδήποτε υποχρεώσεως έναντι του προϋπολογισμού της ΕΕ.