14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 223/18


Αναίρεση που άσκησαν στις 22 Απριλίου 2014 οι Jean-Pierre Bodson κ.λπ. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 12 Φεβρουαρίου 2014 στην υπόθεση F-83/12, Bodson κ.λπ. κατά ΕΤΕπ

(Υπόθεση T-241/14 P)

2014/C 223/23

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Jean-Pierre Bodson (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο)· Dalila Bundy (Cosnes-et-Romain, Γαλλία)· Didier Dulieu (Roussy-le-Village, Γαλλία)· Marie-Christel Heger (Nospelt, Λουξεμβούργο)· Ευάγγελος Κούργιας (Senningerberg, Λουξεμβούργο)· Manuel Sutil (Λουξεμβούργο)· Patrick Vanhoudt (Gonderange, Λουξεμβούργο)· και Henry von Blumenthal (Bergem, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Αιτήματα των αναιρεσειόντων

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση που εξέδωσε στις 12 Φεβρουαρίου 2014 το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση F-83/12·

κατά συνέπεια, να κάνει δεκτά τα αιτήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες πρωτοδίκως και, ως εκ τούτου,

να ακυρώσει τις αποφάσεις περί χορηγήσεως στους αναιρεσείοντες ενός πριμ κατ’ εφαρμογήν του νέου συστήματος αξιολογήσεως της αποδόσεως, όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2010 και τις αποφάσεις της Διευθύνουσας Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2010 και της 16ης Νοεμβρίου 2011· η δε ατομική εκτελεστική απόφαση περιέχεται στο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του Απριλίου 2012, του οποίου οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση το νωρίτερο στις 22 Απριλίου 2012·

συνεπώς,

να υποχρεώσει την καθής πρωτοδίκως στην καταβολή της διαφοράς αποδοχών που προκύπτει από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2010 και τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010 και της 16ης Νοεμβρίου 2011 σε σχέση με την εφαρμογή του προϊσχύσαντος καθεστώτος όσον αφορά τα πριμ· επ’ αυτής της μισθολογικής διαφοράς πρέπει να καταβληθούν τόκοι υπερημερίας από τις 22 Απριλίου 2012 έως την πλήρη εξόφληση της οφειλής, με επιτόκιο καθοριζόμενο στο επίπεδο του επιτοκίου της ΕΚΤ πλέον 3 εκατοστιαίων μονάδων·

να υποχρεώσει την καθής πρωτοδίκως στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε εξ αιτίας της απώλειας της αγοραστικής δύναμης, ζημία η οποία εκτιμάται ex aequo et bono, προσωρινώς, στο 1,5 % των μηνιαίων αποδοχών εκάστου αναιρεσείοντος·

ενδεχομένως, ως μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, να καλέσει την καθής πρωτοδίκως να προσκομίσει τα εξής έγγραφα, εάν δεν τα προσκομίσει οικειοθελώς:

τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ της 13ης Δεκεμβρίου 2011·

τα σχέδια που καταρτίστηκαν από το τμήμα ανθρώπινων πόρων στις 22 Ιουνίου 2011 (RH/P&O/2011-119), 20 Οκτωβρίου 2011 (RH/P&O/2011-74) και 25 Ιανουαρίου 2012·

να καταδικάσει την καθής πρωτοδίκως στο σύνολο των δικαστικών εξόδων·

να καταδικάσει την καθής πρωτοδίκως στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των δύο δικών.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν πέντε λόγους αναιρέσεως.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλημμέλεια της διαδικασίας καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε τα μέτρα οργανώσεως που ζήτησαν οι αναιρεσείοντες.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση της διαφορετικής φύσεως μεταξύ της συμβατικής φύσεως της εργασιακής σχέσεως και της διεπόμενης από τον ΚΥΚ εργασιακής σχέσεως, από παραβίαση των θεμελιωδών όρων της εργασιακής σχέσεως και παραβίαση του νομικού χαρακτηρισμού του μνημονίου συμφωνίας, από αλλοίωση των στοιχείων της δικογραφίας και μη τήρηση εκ μέρους του δικαστή της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας και της προβλεψιμότητας, καθώς και από παράβαση του καθήκοντος αρωγής και αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

5.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από πλημμελή έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και αλλοίωση των στοιχείων της δικογραφίας.