ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχώρισης εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης GROUP Company TOURISM & TRAVEL — Προγενέστερα, μη καταχωρισμένα εθνικά εικονιστικά σήματα GROUP Company TOURISM & TRAVEL — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Εφαρμογή του εθνικού δικαίου — Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Αποδεικτικά στοιχεία ως προς το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου — Κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 — Περίπτωση όπου δεν ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών — Άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009»

Στην υπόθεση T‑567/14,

Group OOD, με έδρα τη Σόφια (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενη από τους D. Dragiev και A. Andreev, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους A. Folliard-Monguiral, P. Ivanov και D. Botis,

καθού,

έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου,

Kosta Iliev, κάτοικος Σόφιας, εκπροσωπούμενος από την S. Ganeva, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Ιουνίου 2014 (υπόθεση R 1587/2013‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Group OOD και του K. Iliev,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του EUIPO, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Νοεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του παρεμβαίνοντος, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Νοεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απάντησης, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου 2015,

κατόπιν της συνεδρίασης της 15ης Ιανουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 13 Φεβρουαρίου 2012 ο παρεμβαίνων, K. Iliev, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image

3

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 35, 39 και 43 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4

Η αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύτηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 72/2012, της 16ης Απριλίου 2012.

5

Στις 11 Ιουλίου 2012 η προσφεύγουσα, Group OOD, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχώρισης του σήματος αυτού.

6

Προς στήριξη της ανακοπής της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε το ακόλουθο μη καταχωρισμένο εικονιστικό σήμα, το οποίο χρησιμοποιείται στην Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία για υπηρεσίες της κλάσης 39:

Image

7

Στην ανακοπή, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι χρησιμοποιούσε το μη καταχωρισμένο σήμα από το 2003 για υπηρεσίες μεταφορών με πούλμαν στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει άδεια από την κυβέρνηση να εξυπηρετεί τακτικό δρομολόγιο πούλμαν μεταξύ Σόφιας (Βουλγαρία) και Πράγας (Τσεχική Δημοκρατία) και προσκόμισε πλήθος εγγράφων προς στήριξη της ανακοπής της.

8

Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2013, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή της προσφεύγουσας και καταδίκασε αυτήν στα έξοδα της διαδικασίας. Επισήμανε, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε παράσχει διευκρινίσεις ούτε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις ισχύουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου στις οποίες στηριζόταν και βάσει των οποίων θα μπορούσε να απαγορευθεί η χρήση του επίμαχου σήματος στα οικεία κράτη μέλη.

9

Στις 16 Αυγούστου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος ανακοπών.

10

Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει, στη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής, αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το περιεχόμενο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα όφειλε, όχι μόνο να προβάλει ως επιχείρημα, αλλά και να αποδείξει ότι, στα κράτη μέλη στα οποία αναφερόταν με την ανακοπή της, εξασφαλιζόταν προστασία στα μη καταχωρισμένα σήματα και υπήρχε θεμελιωμένο δικαίωμα που να δικαιολογεί την κήρυξη της ακυρότητας ή την απαγόρευση της χρήσης μεταγενέστερου σήματος. Κατά το τμήμα προσφυγών, η προσφεύγουσα έπρεπε επίσης να γνωστοποιήσει στο EUIPO ποιες ήταν οι ισχύουσες νομικές διατάξεις προκειμένου το τελευταίο να μπορέσει να εξετάσει τις ειδικές προϋποθέσεις τις οποίες προέβλεπε καθεμία από αυτές.

11

Όσον αφορά, συγκεκριμένα, το μη καταχωρισμένο βουλγαρικό σήμα του οποίου έγινε επίκληση, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι οι προϋποθέσεις του κανόνα 19, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1), δεν πληρούνταν εφόσον τα έγγραφα που είχε παράσχει η προσφεύγουσα στη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής ουδεμία αναφορά περιελάμβαναν στη βουλγαρική νομοθεσία. Όσον αφορά την παραπομπή σε τρεις νομικές διατάξεις με την έκθεση των λόγων της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι ήταν εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η απαιτούμενη μνεία στα νομικά ερείσματα πρέπει να γίνεται εντός των προθεσμιών που τάσσονται στη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής. Η θεμελίωση των αιτιάσεων δεν επιτρέπεται να μετατεθεί μέχρι το στάδιο της προσφυγής.

12

Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 12, παράγραφος 6, του Zakon za markite i gueografskite oznachenija (βουλγαρικού νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις), στο οποίο παρέπεμψε η προσφεύγουσα με το από 16 Αυγούστου 2013 υπόμνημα της προσφυγής της, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι αυτή είχε παραθέσει απλώς το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, χωρίς ούτε να προσκομίσει το πρωτότυπο στα βουλγαρικά ούτε να αποδείξει ότι το κείμενο προερχόταν από επίσημη και αξιόπιστη πηγή. Επιπλέον, το τμήμα υπενθύμισε ότι, όπως προέκυπτε από τον πίνακα ο οποίος τιτλοφορείται «Εθνικά δικαιώματα που αποτελούν “προγενέστερα δικαιώματα” κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του [κανονισμού 207/2009]» και είναι συνημμένος σε παράρτημα των οδηγιών σχετικά τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO, τα μη καταχωρισμένα σήματα προστατεύονταν στη Βουλγαρία μόνον εφόσον ήταν πασίγνωστα και, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ουδέποτε υποστήριξε ότι το προγενέστερο σήμα ήταν πασίγνωστο.

13

Εν πάση περιπτώσει, κατά το τμήμα προσφυγών, το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 δεν είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, στον βαθμό που η απλή παράθεση ορισμένων εθνικών διατάξεων χωρίς ακριβή ένδειξη της πηγής και χωρίς προσκόμιση του επίσημου κειμένου τους δεν ήταν δυνατό να εξομοιωθεί με πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

Αιτήματα των διαδίκων

14

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

να καταδικάσει το EUIPO και τον παρεμβαίνοντα στα δικαστικά έξοδα.

15

Το EUIPO και ο παρεμβαίνων ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν, για πρώτη φορά, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

16

Στο σημείο 29 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει χρήση της εξουσίας του για αυτεπάγγελτη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που αυτή προσκόμισε, περιλαμβανομένων και των συνημμένων στο δικόγραφο «συμπληρωματικών» αποδεικτικών στοιχείων.

17

Το EUIPO θεωρεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας (παράρτημα A 12 του δικογράφου της προσφυγής) είναι νέα στοιχεία, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τα ήδη προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

18

Ως προς την υπ’ αριθ. 3170 απόφαση του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου της Σόφιας, Βουλγαρία) της 12ης Μαΐου 2014 (παράρτημα A 13 του δικογράφου της προσφυγής), το EUIPO υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένου ότι κατατέθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν έχει συνάφεια με το αντικείμενο της διαφοράς και είναι, συνεπώς, αλυσιτελές.

19

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι σκοπός της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO, κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάζει εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομιστεί για πρώτη φορά ενώπιόν του [αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2008, Rautaruukki κατά ΓΕΕΑ (RAUTARUUKKI), T‑269/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:512, σκέψη 20, και της 25ης Ιουνίου 2010, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – CBT Comunicación Multimedia (Metromeet), T‑407/08, EU:T:2010:256, σκέψη 16].

20

Ασφαλώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, δεν μπορεί να απαγορευθεί ούτε στους διαδίκους ούτε στο ίδιο το Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο οποίο, όπως εν προκειμένω, παραπέμπει το δίκαιο της Ένωσης (βλ. σκέψη 26 κατωτέρω), στοιχεία αντλούμενα από την εθνική νομοθεσία, νομολογία ή νομική θεωρία, εφόσον δεν προσάπτεται στο τμήμα προσφυγών ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη πραγματικά στοιχεία από συγκεκριμένη απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αλλά γίνεται επίκληση εθνικής νομολογίας ή νομικής θεωρίας προς θεμελίωση λόγου ακύρωσης ο οποίος αφορά εσφαλμένη εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου από το τμήμα προσφυγών [απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Rot Front κατά ΓΕΕΑ – Rakhat (Маска), T‑96/13, EU:T:2015:813, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εντούτοις, στην περίπτωση των συνημμένων στο παράρτημα A 12 του δικογράφου της προσφυγής εγγράφων όπου παρατίθενται οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις, δεν πρόκειται για αντλούμενα από την εθνική νομοθεσία στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, υπό την έννοια της προεκτεθείσας νομολογίας, αλλά για αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται προς τεκμηρίωση του περιεχομένου του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, κατά την έννοια του κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95 [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη), T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψη 24].

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα τα προαναφερθέντα στην ανωτέρω σκέψη 17 έγγραφα, τα οποία υποβάλλονται με το παράρτημα A 12 του δικογράφου της προσφυγής, αλλά δεν είχαν προσκομιστεί από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Διευκρινίζεται, συνεπώς, ότι ο έλεγχος της νομιμότητας θα γίνει μόνο βάσει των στοιχείων που είχαν διαβιβαστεί κατά τη διοικητική διαδικασία και περιλαμβάνονται στον φάκελο του EUIPO [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2014, Łaszkiewicz κατά ΓΕΕΑ – Capital Safety Group EMEA (PROTEKT), T‑576/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:667, σκέψη 25].

22

Για τον ίδιο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα λάβει υπόψη ούτε τις πληροφορίες οι οποίες παρέχονται με το υπόμνημα απάντησης σχετικά με τους όρους εφαρμογής της βουλγαρικής νομοθεσίας. Πράγματι, το υπόμνημα αυτό περιέχει πληροφορίες για τον εφαρμοστέο βουλγαρικό νόμο, οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του EUIPO.

23

Ως προς το παράρτημα A 13 του δικογράφου της προσφυγής, όπου παρατίθεται η υπ’ αριθ. 3170 απόφαση του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου της Σόφιας) της 12ης Μαΐου 2014, κρίνεται παραδεκτό. Συγκεκριμένα, η δικαστική αυτή απόφαση είναι προγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μεταγενέστερη της κατάθεσης, από την προσφεύγουσα, του τελευταίου υπομνήματός της ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, λαμβανομένου υπόψη του μικρού χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης του εθνικού δικαστηρίου μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενη απόφασης, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να μην είχε μπορέσει η προσφεύγουσα να λάβει γνώση της εν λόγω απόφασης προτού το τμήμα προσφυγών εκδώσει τη δική του.

Επί της ουσίας

24

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακύρωσης, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/12009, ο δεύτερος αφορά παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 2, και ο τρίτος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

25

Στον βαθμό που τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των τριών λόγων ακύρωσης αλληλεπικαλύπτονται, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να τα εξετάσει από κοινού.

26

Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ο δικαιούχος σημείου που δεν είναι καταχωρισμένο ως σήμα μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το επίμαχο σημείο πληροί σωρευτικώς τέσσερις προϋποθέσεις: πρώτον, να χρησιμοποιείται στις συναλλαγές, δεύτερον, να μην έχει τοπική μόνον ισχύ, τρίτον, να θεμελιώνει δικαίωμα το οποίο έχει αποκτηθεί δυνάμει είτε του δικαίου της Ένωσης είτε του δικαίου του κράτους μέλους όπου αυτό χρησιμοποιούνταν πριν από την κατάθεση της αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τέταρτον, να παρέχει στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να απαγορεύσει τη χρήση πιο πρόσφατου σήματος [απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, BR IP Holder κατά ΓΕΕΑ – Greyleg Investments (HOKEY POKEY), T‑62/14, EU:T:2016:23, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Οι ως άνω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. Έτσι, όταν το οικείο σημείο δεν πληροί μία από τις προϋποθέσεις αυτές, δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει η ανακοπή που στηρίζεται στην ύπαρξη μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλων σημείων χρησιμοποιούμενων στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 [απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009, Danjaq κατά ΓΕΕΑ – Mission Productions (Dr. No), T‑435/05, EU:T:2009:226, σκέψη 35].

27

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και με την ευρύτερη, και όχι απλώς τοπική, ισχύ του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, απορρέουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, ο κανονισμός 207/2009 θεσπίζει ενιαίους κανόνες, όσον αφορά τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, οι οποίοι συνάδουν με τις αρχές που διέπουν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτό σύστημα [απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, Moreira da Fonseca κατά ΓΕΕΑ – General Óptica (GENERAL OPTICA), T‑318/06 έως T‑321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 33].

28

Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στον βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» συνάγεται ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, στις οποίες αναφέρεται εν συνεχεία το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, είναι μεν προϋποθέσεις του κανονισμού, πλην όμως, εν αντιθέσει προς τις προηγούμενες, εξετάζονται βάσει των κριτηρίων του εθνικού δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η παραπομπή στο τελευταίο αυτό δίκαιο είναι απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα να γίνει επίκληση, έναντι σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και σημείων που είναι ξένα προς το σύστημα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, μόνο βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το επίμαχο σημείο είναι προγενέστερο από το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν δικαιολογεί την απαγόρευση χρήσης πιο πρόσφατου σήματος (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, GENERAL OPTICA, T‑318/06 έως T‑321/06, EU:T:2009:77, σκέψη 34). Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, ο ανακόπτων ενώπιον του EUIPO φέρει το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 189).

29

Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι εθνικές ρυθμίσεις των οποίων γίνεται επίκληση και δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο οικείο κράτος μέλος. Ο ανακόπτων οφείλει, στηριζόμενος σε αυτά, να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και ότι δικαιολογεί την απαγόρευση χρήσης πιο πρόσφατου σήματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 190).

Επί της υποχρέωσης να αποδειχθεί το περιεχόμενο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου

30

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να διαπιστώσει ποιες ήταν οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις, πέραν του άρθρου 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

31

Κατά το EUIPO, το τμήμα προσφυγών έδωσε, ορθώς, έμφαση στην παράβαση της υποχρέωσης που επιβάλλει ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος ορίζει ότι, σε περίπτωση ανακοπής στηριζόμενης στην ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ο ανακόπτων οφείλει να παράσχει τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτηση, την ισχύ και την έκταση της προστασίας του δικαιώματος αυτού. Τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής επισύρει απόρριψη της ανακοπής ως αβάσιμης, δυνάμει του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

32

Ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95 έχει ως εξής:

«1.

Το [EUIPO] δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 3, εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας και η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε δύο μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής […].

2.

Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων πρέπει επίσης να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου δικαιώματος […]. Ειδικότερα, ο ανακόπτων παρέχει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

[…]

δ)

εάν η ανακοπή αφορά προγενέστερο δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού, αποδείξεις σχετικά με την απόκτησή του, τη συνέχιση της ύπαρξής του και την έκταση της προστασίας του δικαιώματος αυτού,

[…]

3.

Οι πληροφορίες και αποδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την υποβολή του αρχικού εγγράφου.

4.

Το [EUIPO] δε λαμβάνει υπόψη γραπτές [παρατηρήσεις] ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει καθορισθεί από το [EUIPO].»

33

Έτσι, κατά τον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95, ο ανακόπτων φέρει το βάρος να προσκομίσει στο EUIPO όχι μόνον τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της οποίας ζητεί την εφαρμογή, ώστε να του επιτραπεί να αντιταχθεί στην καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαλούμενος προγενέστερο δικαίωμα, αλλά και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ποιο είναι το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Маска, T‑96/13, EU:T:2015:813, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34

Επομένως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, ως ανακόπτουσα, ήταν εκείνη που όφειλε να προσκομίσει στο EUIPO τα στοιχεία από τα οποία θα προέκυπτε το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, αν οι διάδικοι δεν έχουν προβάλει οποιοδήποτε σχετικό ισχυρισμό ή αποδεικτικό στοιχείο, το EUIPO δεν είναι υποχρεωμένο, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία που αφορούν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

35

Προς στήριξη της ανακοπής της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε εικονιστικό σημείο το οποίο χρησιμοποιούσε ως μη καταχωρισμένο σήμα στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία, και, όπως επισημαίνεται στο σημείο 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπέβαλε πλήθος αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη χρήση του μη καταχωρισμένου σήματος. Δεν προσκόμισε όμως το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο σε συνάρτηση με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

36

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή, υπενθυμίζοντας ότι ο ανακόπτων βαρύνεται με την υποχρέωση να προσκομίσει στο EUIPO τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας που του επιτρέπει να αντιταχθεί στην καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

37

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν προγενέστερα δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, στηριζόμενα σε μη καταχωρισμένο τσεχικό, ουγγρικό, πολωνικό και σλοβακικό σήμα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, σε καμία διάταξη του εθνικού δικαίου των οικείων κρατών μελών. Ορθώς, λοιπόν, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με τα σημεία 28 έως 32 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ποιο ήταν το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτών των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, απέρριψε την ανακοπή στο μέτρο που στηριζόταν στα αντίστοιχα δικαιώματα.

38

Όσον αφορά, αντιθέτως, τον ισχυρισμό ότι υπήρχε προγενέστερο δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, στηριζόμενο σε μη καταχωρισμένο βουλγαρικό σήμα, παρατηρείται ότι, στην έκθεση των λόγων της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών στις 16 Αυγούστου 2013, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε σε τρεις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, όπως έχει τροποποιηθεί, όπου ορίζεται ότι η ανακοπή επιτρέπεται να στηρίζεται σε μη καταχωρισμένο σήμα που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές στη Βουλγαρία.

39

Προτού εξεταστεί αν η προσφεύγουσα τήρησε την υποχρέωσή της εκ του κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95 σχετικά με την απόδειξη του περιεχομένου της βουλγαρικής νομοθεσίας, πρέπει να διερευνηθεί το ζήτημα κατά πόσον το τμήμα προσφυγών μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, τα οποία προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του.

Επί της δυνατότητας του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη τα σχετικά με το εθνικό δίκαιο αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του

40

Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, η πρώτη αναφορά της προσφεύγουσας σε τρεις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, έγινε με την έκθεση των λόγων της προσφυγής.

41

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν απαγορευόταν στο τμήμα προσφυγών να λάβει υπόψη το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, του οποίου έγινε επίκληση ενώπιόν του. Η προσφεύγουσα στηρίζεται, συναφώς, στη δυνατότητα την οποία έχει το τμήμα προσφυγών να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί εκπροθέσμως.

42

Το EUIPO αντιτείνει ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να δεχθεί τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία μόνον αν «συγκυρίες» δικαιολογούσαν την καθυστερημένη τους υποβολή εκ μέρους της προσφεύγουσας. Εν προκειμένω όμως δεν συνέτρεχαν, κατά την άποψή του, περιστάσεις που να καθιστούσαν αδύνατο στην προσφεύγουσα να προσκομίσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας. Επίσης, το νομικό ζήτημα κατά πόσον το EUIPO θα λάβει υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία τίθεται μόνο στην περίπτωση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία απλώς ενισχύουν ή αποσαφηνίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εμπροθέσμως.

43

Το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι το EUIPO μπορεί να μη λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, δεν προσκόμισαν εγκαίρως.

44

Σημειωτέον ότι, κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 συνάγεται ότι, κατά κανόνα και ελλείψει αντίθετης διάταξης, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται από τις διατάξεις του κανονισμού 207/2009, και ότι επ’ ουδενί απαγορεύεται στο EUIPO να λαμβάνει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν υποβληθεί στην κρίση του εκπροθέσμως, ήτοι μετά τη λήξη της ταχθείσας από το τμήμα ανακοπών προθεσμίας, ακόμη και, ενδεχομένως, για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, C‑621/11 P, EU:C:2013:484, σκέψη 30· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, T‑235/12, EU:T:2014:1058, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί» σε ανάλογες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη παρόμοια αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο EUIPO ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επί του σημείου αυτού, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 43, και της 18ης Ιουλίου 2013, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, C‑621/11 P, EU:C:2013:484, σκέψη 23).

46

Ομολογουμένως, ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι, «αν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στον κανόνα 19, παράγραφος 1, την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και το δικαίωμά του να ασκήσει ανακοπή, η ανακοπή απορρίπτεται ως μη αιτιολογημένη».

47

Εντούτοις, κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, όταν η προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομιστεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη νέα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 31).

48

Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι το EUIPO, όταν καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί δικαιολογημένα να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν εμπροθέσμως στην κρίση του, ιδίως στην περίπτωση όπου κρίνει, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν πράγματι σημασία για την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι η απόρριψή τους δεν είναι επιβεβλημένη λόγω είτε του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η καθυστερημένη υποβολή τους είτε των σχετικών με αυτήν περιστάσεων (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η αναφορά, με την έκθεση των λόγων της προσφυγής, σε τρεις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου ήταν εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η απαιτούμενη μνεία στα νομικά ερείσματα πρέπει να γίνεται εντός των προθεσμιών που τάσσονται στη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής. Κατά το τμήμα προσφυγών, η θεμελίωση των αιτιάσεων δεν επιτρεπόταν να μετατεθεί μέχρι το στάδιο της προσφυγής.

50

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προθεσμία την οποία προβλέπει ο κανόνας 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 για την υποβολή των πληροφοριών που απαιτούνται κατά τον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού έληγε στις 13 Δεκεμβρίου 2012.

51

Ως προς το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, με τη σκέψη 25 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διάταξη αυτή δεν είχε εν πάση περιπτώσει εφαρμογή, διότι δεν επρόκειτο για «πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

52

Επ’ αυτού, όσον αφορά κατ’ αρχάς το επιχείρημα του EUIPO ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να δεχθεί τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη και την έκταση της προστασίας του προγενέστερου δικαιώματος μόνον αν οι «συγκυρίες» δικαιολογούσαν την καθυστερημένη υποβολή τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ (C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 39), έκρινε πράγματι ότι, στην περίπτωση εκείνη, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να ασκήσει με φειδώ τη διακριτική του ευχέρεια και ότι μπορούσε να επιτρέψει την καθυστερημένη υποβολή αποδεικτικών στοιχείων μόνον αν οι όλες περιστάσεις ήταν ικανές να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση την οποία επέδειξε ο προσφεύγων στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που όφειλε να παράσχει. Κατά το Δικαστήριο, το κριτήριο για την περιορισμένη άσκηση, από το τμήμα προσφυγών, της διακριτικής του ευχέρειας ήταν ότι έγινε δεκτό ότι ο προσφεύγων όφειλε να γνωρίζει ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να προσκομίσει προς στήριξη της ανακοπής του, δεδομένου ότι αυτά ορίζονταν, με αυστηρή και περιοριστική απαρίθμηση, στον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 2868/95.

53

Εν προκειμένω όμως, αντιθέτως προς τον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 2868/95, ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού δεν ορίζει, με ακριβή και περιοριστική απαρίθμηση, ποια έγγραφα πρέπει να υποβληθούν προς στήριξη ανακοπής βασιζόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη κάνει απλώς λόγο για υποχρέωση να αποδειχθούν η απόκτηση, η ισχύς και η έκταση της προστασίας του προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, χωρίς οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση.

54

Επίσης, όπως προκύπτει από τον φάκελο, στο παράρτημα του από 1 Αυγούστου 2012 εγγράφου του EUIPO, όπου αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η προθεσμία για την απόδειξη της ύπαρξης των προγενέστερων δικαιωμάτων έληγε στις 13 Δεκεμβρίου 2012, επισημαινόταν απλώς ότι, σε περίπτωση ανακοπής στηριζόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, έπρεπε να αποδειχθεί και το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου.

55

Έτσι, αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση στην απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ (C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 39), δεν μπορούσε εν προκειμένω να θεωρηθεί δεδομένο ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ποια ακριβώς έγγραφα όφειλε να προσκομίσει προς στήριξη της ανακοπής της.

56

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις οι οποίες τέθηκαν με την απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ (C‑120/12 P, EU:C:2013:638), δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση και ότι δεν έπρεπε να ασκηθεί με φειδώ η διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών ως προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 δυνατότητα να ληφθούν υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί εκπροθέσμως.

57

Όσον αφορά εν συνεχεία το επιχείρημα του EUIPO ότι το ζήτημα αν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία τίθεται μόνο στην περίπτωση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ενισχύουν ή αποσαφηνίζουν τα εμπροθέσμως υποβληθέντα αποδεικτικά στοιχεία, υπογραμμίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αναφορές που έκανε η προσφεύγουσα, με την έκθεση των λόγων της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, σε τρεις διατάξεις της βουλγαρικής νομοθεσίας, δεν ήταν εντελώς νέα στοιχεία και έπρεπε να θεωρηθούν ως μέρος των στοιχείων προς απόδειξη της απόκτησης, της ισχύος και της έκτασης της προστασίας του δικαιώματος επί του μη καταχωρισμένου βουλγαρικού σήματος. Ειδικότερα, όπως διαπιστώθηκε στην ανωτέρω σκέψη 35, είχαν ήδη υποβληθεί στη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών ορισμένα στοιχεία προς απόδειξη της ύπαρξης, του κύρους και της έκτασης της προστασίας του προγενέστερου, μη καταχωρισμένου σήματος (βλ. σημείο 7 της προσβαλλόμενης απόφασης).

58

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95 δεν ορίζει, με ακριβή και περιοριστική απαρίθμηση, ποια είναι τα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και πρέπει να προσκομιστούν ενώπιον του EUIPO από όποιον ανακόπτοντα επικαλείται παρόμοιο δικαίωμα. Συνεπώς, οι σχετικές εθνικές νομοθετικές διατάξεις μπορούν να θεωρηθούν ως ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την απόκτηση, την ισχύ και την προστασία προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

59

Τέλος, όπως συνάγεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν έκανε καν χρήση της διακριτικής του ευχέρειας, ούτε έστω με φειδώ. Περιορίστηκε απλώς στη διαπίστωση ότι οι αναφορές στις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου ήταν εκπρόθεσμες και ότι η θεμελίωση των αιτιάσεων δεν επιτρεπόταν να μετατεθεί μέχρι το στάδιο της προσφυγής.

60

Ως προς την άποψη του τμήματος προσφυγών, η οποία εκτίθεται στο σημείο 25 της προσβαλλόμενης απόφασης και υποστηρίχθηκε από το EUIPO ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η παράθεση των διατάξεων του βουλγαρικού δικαίου από την προσφεύγουσα, χωρίς να συνοδεύεται από ακριβή μνεία της πηγής, χωρίς να επισυναφθεί το επίσημο κείμενο και χωρίς να προσκομιστούν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη των κανόνων αυτών, δεν ήταν δυνατό να εξομοιωθεί με «πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία» κατά την έννοια του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, γίνεται δεκτό ότι η ως άνω άποψη είναι, εκτός από ατεκμηρίωτη, και προδήλως εσφαλμένη. Πράγματι, το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 επιτρέπει στο EUIPO να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν έχουν επικαλεστεί ή, αντιστοίχως, προσκομίσει εγκαίρως. Η παραπομπή στις διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου αναμφίβολα καλύπτεται από τη συγκεκριμένη διάταξη, την οποία η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παραπομπή αυτή δεν αρκεί προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της απόδειξης του περιεχομένου της εθνικής νομοθεσίας, το τμήμα προσφυγών όφειλε πάντως να ασκήσει, συναφώς, τη διακριτική του ευχέρεια.

61

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, κακώς το τμήμα προσφυγών, χωρίς να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, κατέληξε, με το σημείο 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές στις τρεις εθνικές διατάξεις ήταν εκπρόθεσμες. Επομένως, το τμήμα προσφυγών όφειλε να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια την οποία πράγματι διέθετε και να δικαιολογήσει την άρνησή του να λάβει υπόψη τις υποβληθείσες ενώπιόν του αναφορές στο βουλγαρικό δίκαιο. Παραλείποντας να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, το τμήμα προσφυγών παρέβη του άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, καθώς και τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95.

Επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να υποβάλει τα απαιτούμενα στοιχεία του εθνικού δικαίου, όπως ορίζει ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2868/95

62

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί για ποιους λόγους θεωρήθηκε ότι ήταν αδύνατη η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 στην περίπτωση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, παρότι η ίδια είχε προσκομίσει στοιχεία που αποδείκνυαν τη χρήση πανομοιότυπου σημείου και είχε επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

63

Κατά την άποψή της, κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η εθνική διάταξη της οποίας έγινε επίκληση, ήτοι το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, αφορούσε τα πασίγνωστα σήματα και συνδεόταν με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009.

64

Πάντοτε κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως το εθνικό δίκαιο, συνήγαγε εσφαλμένα συμπεράσματα ως προς το περιεχόμενό του, παραβαίνοντας έτσι την υποχρέωσή του, η οποία απορρέει τόσο από το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως και να εφαρμόζει αυστηρά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

65

Το EUIPO θεωρεί ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έδωσε έμφαση στην παράβαση της υποχρέωσης που επιβάλλει ο κανόνας 19 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος ορίζει ότι, σε περίπτωση ανακοπής στηριζόμενης στην ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, ο ανακόπτων οφείλει να παράσχει τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απόκτηση, την ισχύ και την έκταση της προστασίας του δικαιώματος αυτού. Τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής επισύρει απόρριψη της ανακοπής ως αβάσιμης, δυνάμει του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

66

Όπως και το τμήμα προσφυγών, το EUIPO προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι επικαλέστηκε νομικούς κανόνες χωρίς ούτε να διευκρινίσει επακριβώς την πηγή τους ούτε να παραθέσει το επίσημο κείμενο στη βουλγαρική ούτε να προσκομίσει απόσπασμα είτε από την Darzhaven vestnik (την Εφημερίδα της Βουλγαρικής Κυβέρνησης) είτε από την επίσημη συλλογή της νομοθεσίας, είτε από νομικό περιοδικό είτε από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων.

67

Όπως επισημάνθηκε ήδη στην ανωτέρω σκέψη 38, η προσφεύγουσα, στην έκθεση των λόγων της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, παρέθεσε ειδικότερα το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, όπως έχει τροποποιηθεί. Η παράθεση αυτή συνοδεύεται από παραπομπή δημοσίευσης στην Darzhaven vestnik, καθώς και από μνεία της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος της ως άνω διάταξης, ήτοι της 3ης Οκτωβρίου 2011. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, στην περίπτωση όπου ασκείται ανακοπή από δικαιούχο μη καταχωρισμένου σήματος χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές στο έδαφος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, δεν επιτρέπεται η καταχώριση σήματος για το οποίο υποβάλλεται αίτηση σε ημερομηνία μεταγενέστερη της έναρξης της χρήσης του μη καταχωρισμένου σήματος στις συναλλαγές.

68

Όσον αφορά την πληροφορία για την οποία γίνεται λόγος στην αμέσως ανωτέρω σκέψη 67, υπενθυμίζεται ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε απλώς παραθέσει το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 1, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις χωρίς ούτε να προσκομίσει το πρωτότυπο στη βουλγαρική ούτε να αποδείξει ότι το κείμενο αυτό προερχόταν από επίσημη και αξιόπιστη πηγή, ενώ επιπλέον θεωρήθηκε ότι η συγκεκριμένη διάταξη είχε τεθεί πρόσφατα σε εφαρμογή. Παραπέμποντας δε στον πίνακα του παραρτήματος των οδηγιών για τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα μη καταχωρισμένα σήματα προστατεύονταν στη Βουλγαρία μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ήταν πασίγνωστα και, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι το προγενέστερο σήμα ήταν πασίγνωστο

69

Πρώτον, διαπιστώνεται ότι ούτε οι κανονισμοί 207/2009 και 2868/95 ούτε η νομολογία προσδιορίζουν με ποιον τρόπο πρέπει να αποδεικνύεται το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δεν θα έπρεπε να έχει απαιτήσει από την προσφεύγουσα να προσκομίσει είτε απόσπασμα της Darzhaven vestnik είτε το επίσημο βουλγαρικό κείμενο του νόμου, ιδίως από τη στιγμή που η γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του EUIPO είναι η αγγλική.

70

Σημειωτέον ότι τα στοιχεία του εθνικού δικαίου τα οποία απαιτείται να προσκομίσει η εκάστοτε προσφεύγουσα πρέπει να παρέχουν στο EUIPO τη δυνατότητα να διαπιστώσει ορθώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ποιες είναι οι εφαρμοστέες διατάξεις. Το EUIPO πρέπει να είναι σε θέση, βάσει αυτών των πληροφοριών σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία, να κατανοήσει και να εφαρμόσει το περιεχόμενο των διατάξεών της, καθώς και τις προϋποθέσεις και την έκταση της προστασίας που παρέχεται με τις διατάξεις αυτές, ενώ παράλληλα ο αιτών την καταχώριση πρέπει να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας. Για να επιτευχθούν όμως οι ως άνω σκοποί, δεν είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρχει κείμενο της νομοθεσίας προερχόμενο από επίσημη πηγή.

71

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε, στο σημείο 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέροντας ότι η διάταξη στην οποία είχε παραπέμψει η προσφεύγουσα ήταν το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις. Όπως προκύπτει από την έκθεση των λόγων της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα παρέθεσε το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις διευκρινίζοντας ότι επρόκειτο για μια «άλλη» δυνατότητα ανακοπής κατά αίτησης καταχώρισης σήματος, σε σχέση με την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου.

72

Τρίτον, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών επίσης έσφαλε, στο σημείο 8 της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίνοντας ότι η πρώτη φορά που η προσφεύγουσα στηρίχθηκε στο άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις ήταν σε ένα συμπληρωματικό υπόμνημα της 25ης Μαρτίου 2014.

73

Όπως επισημάνθηκε ήδη στην ανωτέρω σκέψη 38, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε την προαναφερθείσα διάταξη στην έκθεση των λόγων της προσφυγής της ενώπιον του τμήματος προσφυγών, στις 16 Αυγούστου 2013.

74

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τον φάκελο και, πιο συγκεκριμένα, από το σημείο 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμπληρωματικό υπόμνημα έφερε ημερομηνία 16 Απριλίου 2014, και όχι 25 Μαρτίου 2014.

75

Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα, να καταλήξει, με το σημείο 23 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα ότι τα μη καταχωρισμένα σήματα προστατεύονταν στη Βουλγαρία μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ήταν πασίγνωστα, στηριζόμενο μόνο στον πίνακα των εθνικών νομοθεσιών ο οποίος περιλαμβάνεται σε παράρτημα των οδηγιών για τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO. Πράγματι, το κείμενο του άρθρου 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις, το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα, δεν αναφέρει ότι το μη καταχωρισμένο σήμα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πασίγνωστο για να μπορεί ο δικαιούχος του να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης νέου σήματος. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε καν το τελευταίο αυτό ζήτημα.

76

Πέραν τούτου, ενώ το ίδιο το EUIPO παραδέχεται στα δικόγραφά του ότι ο πίνακας του παραρτήματος των οδηγιών για τις διαδικασίες δεν είναι ούτε «πηγή δικαίου» ούτε κατ’ ανάγκην απολύτως ενημερωμένος, το τμήμα προσφυγών στήριξε στον συγκεκριμένο πίνακα τη διαπίστωσή του ότι τα μη καταχωρισμένα σήματα προστατεύονταν στη Βουλγαρία μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ήταν πασίγνωστα. Μάλιστα, προέβη στη διαπίστωση αυτή μολονότι είχε το ίδιο επισημάνει, στο σημείο 23 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διάταξη την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα είχε τεθεί πρόσφατα σε εφαρμογή.

77

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα αρμόδια τμήματα του EUIPO οφείλουν να εξετάζουν το κύρος και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που προσκομίζει ο ανακόπτων προκειμένου να τεκμηριώσει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας την οποία επικαλείται (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78

Επομένως, εφόσον η εφαρμογή του εθνικού δικαίου μπορεί να έχει ως συνέπεια να γίνει δεκτό ότι συντρέχει λόγος απαραδέκτου της καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αναγκαίο να αναγνωρίζεται στο EUIPO η δυνατότητα να ελέγξει, προτού δεχθεί την ανακοπή κατά της καταχώρισης τέτοιου σήματος, κατά πόσον είναι κρίσιμα τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο ανακόπτων στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να τεκμηριώσει το περιεχόμενο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 41).

79

Έτσι, το EUIPO, στις περιπτώσεις που καλείται συγκεκριμένα να λάβει υπόψη το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου προστατεύεται το προγενέστερο δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή, οφείλει να αναζητεί αυτεπαγγέλτως, χρησιμοποιώντας όποια μέσα εκτιμά ότι είναι απαραίτητα προς τούτο, πληροφορίες σχετικές με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές του είναι αναγκαίες προκειμένου να εξετάσει τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να γίνει δεκτός κάποιος λόγος απαραδέκτου, και ιδίως το υποστατό των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και την αποδεικτική ισχύ των προσκομισθέντων στοιχείων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 45). Το EUIPO υπέχει, ενδεχομένως, αυτή την υποχρέωση να ζητήσει αυτεπαγγέλτως πληροφορίες σχετικά με το εθνικό δίκαιο μόνο στην περίπτωση όπου διαθέτει ήδη κάποια στοιχεία για το δίκαιο αυτό, είτε υπό τη μορφή ισχυρισμών ως προς το περιεχόμενό του είτε υπό τη μορφή στοιχείων για τα οποία έγινε λόγος στη συζήτηση της υπόθεσης και προβάλλεται ότι έχουν αποδεικτική ισχύ [απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Chez Gerard (CLUB GOURMET), T‑571/11, EU:T:2013:145, σκέψη 41].

80

Εν προκειμένω όμως, το τμήμα προσφυγών όχι μόνον παρέλειψε να ελέγξει κατά πόσον ήταν κρίσιμα τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα σχετικά με το εθνικό δίκαιο, αλλά και τα απέρριψε παραπέμποντας σε μια πηγή πληροφόρησης η οποία αποδείχθηκε, στην περίπτωση αυτή, ανακριβής.

81

Το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να ασκήσει την εξουσία ελέγχου την οποία έχει, εφόσον διατηρούσε αμφιβολίες ως προς την πιστή αναπαραγωγή, τη δυνατότητα εφαρμογής ή την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

82

Υπό τις συνθήκες αυτές, το EUIPO θα όφειλε, λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας στη σκέψη 79 νομολογίας, να χρησιμοποιήσει όποια μέσα διαθέτει στο πλαίσιο της εξουσίας ελέγχου προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και να προβεί σε πιο επισταμένη αναζήτηση ως προς το περιεχόμενο και την έκταση της εφαρμογής των διατάξεων το εθνικού δικαίου του οποίου έγινε επίκληση, με σημείο αφετηρίας τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε καλώντας την τελευταία να προσκομίσει περαιτέρω στοιχεία προς επίρρωση των πληροφοριών που είχαν ήδη υποβληθεί ενώπιόν του αναφορικά με το βουλγαρικό δίκαιο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2015, Маска, T‑96/13, EU:T:2015:813, σκέψη 35).

83

Κατόπιν τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να απορρίψει, με την αιτιολογία που προέβαλε στο σημείο 23 της προσβαλλόμενης απόφασης και χωρίς να ασκήσει την εξουσία ελέγχου, την παραπομπή την οποία έκανε η προσφεύγουσα με την έκθεση των λόγων της προσφυγής της στο άρθρο 12, παράγραφος 6, του νόμου για τα σήματα και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

84

Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις της προσφεύγουσας.

Επί των δικαστικών εξόδων

85

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

86

Δεδομένου ότι το EUIPO και ο παρεμβαίνων ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, εκτός των δικών τους δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 2ας Ιουνίου 2014 (υπόθεση R 1587/2013‑4).

 

2)

Το EUIPO και ο K. Iliev φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Group OOD.

 

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.