ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2018 ( *1 )

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρικών καλωδίων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Παράνομος χαρακτήρας της απόφασης διενέργειας ελέγχου – Εύλογη διάρκεια – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης – Αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του προστίμου – Επαρκής απόδειξη της παράβασης – Διάρκεια της παράβασης – Πρόστιμα – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑475/14,

Prysmian SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

Prysmian Cavi e Sistemi Srl, με έδρα το Μιλάνο,

εκπροσωπούμενες από τους C. Tesauro, F. Russo, L. Armati και C. Toniolo, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από την

The Goldman Sachs Group, Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους W. Deselaers, J. Koponen και A. Mangiaracina, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους C. Giolito, L. Malferrari, P. Rossi και H. van Vliet, στη συνέχεια από τους C. Giolito, P. Rossi και H. van Vliet, επικουρούμενους από τον S. Kingston, barrister,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Pirelli & C. SpA, με έδρα το Μιλάνο, εκπροσωπούμενη από τους M. Siragusa, G. Rizza, P. Ferrari, F. Moretti και A. Fava, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της απόφασης C(2014) 2139 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια), καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες, και, αφετέρου, τη μείωση του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

Οι προσφεύγουσες και ο οικείος κλάδος

1

Οι προσφεύγουσες Prysmian SpA και Prysmian Cavi e Sistemi Srl (στο εξής: PrysmianCS) είναι οι δύο ιταλικές εταιρίες που απαρτίζουν τον όμιλο Prysmian. Η δεύτερη εξ αυτών, η οποία ανήκει κατά 100 % στην πρώτη, δραστηριοποιείται παγκοσμίως στον κλάδο των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων. Από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιουλίου 2005, η PrysmianCS ανήκε στην Pirelli & C. SpA (στο εξής: Pirelli), πρώην Pirelli SpA, αρχικώς ως μέρος των δραστηριοτήτων της Pirelli Cavi e Sistemi SpA (στο εξής: PirelliCS) και, στη συνέχεια, κατόπιν διασπάσεως της εταιρίας αυτής, ως αυτοτελής εταιρία Pirelli Cavi e Sistemi Energia SpA (στο εξής: PirelliCSE). Τον Ιούλιο του 2005, η τελευταία αυτή εταιρία μεταβιβάστηκε σε θυγατρική της The Goldman Sachs Group, Inc (στο εξής: Goldman Sachs), αρχικώς ως Prysmian Cavi e Sistemi Energia Srl (στο εξής: PrysmianCSE) και, τελικώς, ως PrysmianCS.

2

Τα υποβρύχια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια χρησιμοποιούνται, κάτω από το νερό και κάτω από το έδαφος αντιστοίχως, για τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: χαμηλής τάσης, μέσης τάσης καθώς και υψηλής και υπερυψηλής τάσης. Τα ηλεκτρικά καλώδια υψηλής και υπερυψηλής τάσης πωλούνται ως επί το πλείστον στο πλαίσιο έργων. Πρόκειται για έργα τοποθέτησης ηλεκτρικών καλωδίων, μαζί με τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις και την παροχή των αναγκαίων συμπληρωματικών υπηρεσιών. Τα ηλεκτρικά καλώδια υψηλής και υπερυψηλής τάσης πωλούνται σε όλο τον κόσμο σε μεγάλους φορείς εκμετάλλευσης εθνικών δικτύων και σε άλλες επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων.

Διοικητική διαδικασία

3

Με έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 2008, η σουηδική εταιρία ABB AB υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σειρά δηλώσεων και εγγράφων σχετικών με περιοριστικές εμπορικές πρακτικές στον κλάδο της παραγωγής και προμήθειας υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Οι δηλώσεις και τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν στο πλαίσιο αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, κατά την έννοια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

4

Κατόπιν των δηλώσεων της ABB, η Επιτροπή διενήργησε, από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 3 Φεβρουαρίου 2009, ελέγχους στους χώρους της Prysmian και της PrysmianCSE, καθώς και άλλων εμπλεκόμενων ευρωπαϊκών εταιριών, και συγκεκριμένα της Nexans SA και της Nexans France SAS.

5

Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, οι ιαπωνικές εταιρίες Sumitomo Electric Industries Ltd, Hitachi Cable Ltd και J-Power Systems Corp. υπέβαλαν κοινή αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 14 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, ή, επικουρικώς, μείωσης του προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 27 της ανακοίνωσης αυτής. Εν συνεχεία, υπέβαλαν στην Επιτροπή περαιτέρω προφορικές δηλώσεις και προσκόμισαν επιπλέον έγγραφα.

6

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και με την παράγραφο 12 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, σε επιχειρήσεις του κλάδου παραγωγής και προμήθειας υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων.

7

Στις 30 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων κατά των ακόλουθων νομικών προσώπων: Nexans France, Nexans, Pirelli, Goldman Sachs, Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable, J-Power Systems, Furukawa Electric Co. Ltd, Fujikura Ltd, Viscas Corp., SWCC Showa Holdings Co. Ltd, Mitsubishi Cable Industries Ltd, Exsym Corp., ABB, ABB Ltd, Brugg Kabel AG, Kabelwerke Brugg AG Holding, nkt cables GmbH, NKT Holding A/S, Silec Cable SAS, Grupo General Cable Sistemas, SA, Safran SA, General Cable Corp., LS Cable & System Ltd, Taihan Electric Wire Co. Ltd και των προσφευγουσών.

8

Από τις 11 έως τις 18 Ιουνίου 2012, όλοι οι αποδέκτες της ανακοίνωσης αιτιάσεων, πλην της Furukawa Electric, μετέσχαν σε ακρόαση την οποία διενήργησε η Επιτροπή.

9

Με τις αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-135/09, EU:T:2012:596), και της 14ης Νοεμβρίου 2012, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής (T-140/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:597), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τις αποφάσεις διενέργειας ελέγχου οι οποίες απευθύνονταν, αφενός, στις Nexans και Nexans France και, αφετέρου, στις Prysmian και PrysmianCSE κατά το μέρος που αφορούσαν άλλα ηλεκτρικά καλώδια και συναφή υλικά, εκτός των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και των συναφών με αυτά υλικών, και απέρριψε τις προσφυγές κατά τα λοιπά. Στις 24 Ιανουαρίου 2013, οι Nexans και Nexans France άσκησαν αίτηση αναίρεσης κατά της πρώτης από τις αποφάσεις αυτές. Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:2030), το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση αναίρεσης.

10

Στις 2 Απριλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 2139 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας [ΕΟΧ] (υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά Καλώδια) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Επίμαχη παράβαση

11

Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, πλείονες επιχειρήσεις μετείχαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στον «κλάδο των υπόγειων και/ή υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης». Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τον Φεβρουάριο του 1999 έως το τέλος Ιανουαρίου του 2009, οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι, Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες παραγωγοί υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης μετείχαν σε δίκτυο πολυμερών και διμερών συσκέψεων και δημιούργησαν επαφές με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού όσον αφορά έργα τοποθέτησης υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης σε συγκεκριμένες περιοχές, κατανέμοντας μεταξύ τους τις αγορές και τους πελάτες και στρεβλώνοντας έτσι την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 13 και 66 της εν λόγω απόφασης).

12

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σύμπραξη περιελάμβανε δύο κύριους μηχανισμούς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα σύνθετο όλο. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, η σύμπραξη είχε τις εξής δύο πτυχές:

τον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης», στον οποίο μετείχαν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, οι οποίες ονομάζονταν εν γένει «μέλη R», οι ιαπωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ονομάζονταν «μέλη Α» και, τέλος, οι νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις, οι οποίες ονομάζονταν «μέλη Κ». Ο συγκεκριμένος μηχανισμός αποσκοπούσε στην κατανομή των περιοχών και των πελατών των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών. Η κατανομή αυτή γινόταν βάσει συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», σύμφωνα με την οποία οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί δεν θα ανταγωνίζονταν τους Ευρωπαίους παραγωγούς όσον αφορά τα υλοποιούμενα στην «εθνική περιοχή» αυτών έργα, οι δε Ευρωπαίοι παραγωγοί δεσμεύονταν να παραμείνουν εκτός των αγορών της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Επιπλέον, προβλεπόταν η ανάθεση έργων στις «περιοχές εξαγωγής», δηλαδή στον υπόλοιπό κόσμο, πλην των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία επί ορισμένο χρονικό διάστημα διενεργούνταν με την «αναλογία 60/40», πράγμα που σήμαινε ότι το 60 % των έργων προοριζόταν για τους Ευρωπαίους παραγωγούς και το υπόλοιπο 40 % για τους Ασιάτες παραγωγούς·

τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», ο οποίος συνίστατο στην κατανομή περιοχών και πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών, όσον αφορά έργα τα οποία επρόκειτο να εκτελεσθούν εντός της ευρωπαϊκής «εθνικής περιοχής» ή τα οποία ανετίθεντο σε Ευρωπαίους παραγωγούς (βλ. σημείο 3.3 της προσβαλλόμενης απόφασης και, ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 της απόφασης αυτής).

13

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν θεσπίσει υποχρεώσεις κοινοποίησης στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της τήρησης των συμφωνιών κατανομής (αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 106 και 111 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης).

14

H Επιτροπή κατέταξε τους μετέχοντες στη σύμπραξη σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τον ρόλο εκάστου στο πλαίσιο αυτής. Καταρχάς, προσδιόρισε τον σκληρό πυρήνα της σύμπραξης, στον οποίον ανήκαν, αφενός, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις Nexans France, οι θυγατρικές επιχειρήσεις της Pirelli που μετείχαν διαδοχικά στη σύμπραξη και η PrysmianCSE και, αφετέρου, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις Furukawa Electric, Fujikura και η κοινή επιχείρησή τους Viscas, καθώς και οι Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable και η κοινή επιχείρησή τους J-Power Systems (αιτιολογικές σκέψεις 545 έως 561 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εν συνεχεία, προσδιόρισε μια ομάδα επιχειρήσεων οι οποίες, μολονότι δεν αποτελούσαν μέρος του σκληρού πυρήνα, δεν μπορούσαν, ωστόσο, να θεωρηθούν περιθωριακά μέλη της σύμπραξης, κατέταξε δε στην ομάδα αυτή τις ABB, Exsym, Brugg Kabel και την οντότητα που είχε συσταθεί από τις Sagem SA, Safran και Silec Cable (αιτιολογικές σκέψεις 562 έως 575 της εν λόγω απόφασης). Τέλος, εκτίμησε ότι οι Mitsubishi Cable Industries, SWCC Showa Holdings, LS Cable & System, Taihan Electric Wire και nkt cables είχαν περιθωριακή συμμετοχή στη σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 576 έως 594 της απόφασης αυτής).

Ευθύνη των προσφευγουσών

15

Στις προσφεύγουσες καταλογίστηκε ευθύνη λόγω της άμεσης συμμετοχής της PrysmianCS στη σύμπραξη από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009, καθώς και λόγω της άσκησης καθοριστικής επιρροής από την Prysmian επί της συμπεριφοράς της PrysmianCS από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009 (αιτιολογικές σκέψεις 782 έως 785 της προσβαλλόμενης απόφασης).

Επιβληθέντα πρόστιμα

16

Με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, επιβλήθηκε στην PrysmianCS, αφενός, πρόστιμο 37303000 ευρώ «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με τις Prysmian και Goldman Sachs, και, αφετέρου, πρόστιμο 67310000 ευρώ «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με την Pirelli.

17

Για τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 και τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του [άρθρου αυτού] (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων).

18

Πρώτον, όσον αφορά το βασικό ποσό των προστίμων, η Επιτροπή, αφού προσδιόρισε την ενδεδειγμένη αξία των πωλήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων (αιτιολογικές σκέψεις 963 έως 994 της προσβαλλόμενης απόφασης), καθόρισε το ποσοστό της εν λόγω αξίας των πωλήσεων που αντανακλά τη σοβαρότητα της παράβασης, σύμφωνα με τις παραγράφους 22 και 23 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Συναφώς, εκτίμησε ότι η παράβαση συγκαταλέγεται, ως εκ της φύσεώς της, στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται να οριστεί ο συντελεστής σοβαρότητας της παράβασης σε 15 %. Ομοίως, προσαύξησε κατά 2 % τον συντελεστή σοβαρότητας της παράβασης για όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω του συνολικού μεριδίου αγοράς που κατείχαν, καθώς και λόγω της παγκόσμιας σχεδόν έκτασης της σύμπραξης, η οποία κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Περαιτέρω, εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ήταν περισσότερο επιζήμια για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, διότι, πέραν της συμμετοχής τους στον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης», οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν προβεί μεταξύ τους σε κατανομή έργων τοποθέτησης ηλεκτρικών καλωδίων στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης». Για τον λόγο αυτόν, καθόρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης σε 19 % για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και σε 17 % για τις λοιπές επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 997 έως 1010 της εν λόγω απόφασης).

19

Όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παράβασης, η Επιτροπή καθόρισε, ως προς την PrysmianCS, συντελεστή 9,91 για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009 και ως προς την Prysmian συντελεστή 3,5 για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009. Επιπλέον, όσον αφορά την PrysmianCS, συμπεριέλαβε στο βασικό ποσό του προστίμου ένα πρόσθετο ποσό, δηλαδή το τέλος εισόδου, που αντιστοιχούσε στο 19 % της αξίας των πωλήσεων. Κατά συνέπεια, το εν λόγω βασικό ποσό ανήλθε σε 104613000 ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 1011 έως 1016 της προσβαλλόμενης απόφασης).

20

Δεύτερον, όσον αφορά την προσαρμογή του βασικού ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων δυνάμενων να επηρεάσουν το βασικό ποσό του προστίμου για τους μετέχοντες στη σύμπραξη, εξαιρουμένης της ABB. Αντιθέτως, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αποφάσισε να προσαρμόσει το ποσό των προστίμων ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής των διαφόρων επιχειρήσεων στην εφαρμογή της σύμπραξης. Συγκεκριμένα, μείωσε κατά 10 % το βασικό ποσό του προστίμου για τα περιθωριακά μέλη της σύμπραξης και κατά 5 % το βασικό ποσό του προστίμου για τις επιχειρήσεις που είχαν μεσαίο βαθμό συμμετοχής στη σύμπραξη. Επιπλέον, χορήγησε στις Mitsubishi Cable Industries και SWCC Showa Holdings, για το διάστημα πριν από τη σύσταση της Exsym, καθώς και στις LS Cable & System και Taihan Electric Wire, επιπλέον μείωση κατά 1 %, με το αιτιολογικό ότι δεν γνώριζαν όλες τις πτυχές της ενιαίας και διαρκούς παράβασης και δεν ευθύνονταν γι’ αυτές. Αντιθέτως, δεν μείωσε καθόλου το βασικό ποσό του προστίμου των επιχειρήσεων που ανήκαν στον σκληρό πυρήνα της σύμπραξης, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών (αιτιολογικές σκέψεις 1017 έως 1020 και 1033 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εξάλλου, η Επιτροπή χορήγησε, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, επιπλέον μείωση κατά 3 % του επιβληθέντος προστίμου στη Mitsubishi Cable Industries, λόγω της αποτελεσματικής συνεργασίας της εκτός του πλαισίου της ανακοίνωσης περί επιείκειας (αιτιολογική σκέψη 1041 της εν λόγω απόφασης).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2014, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

22

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Οκτωβρίου 2014 και στις 4 Νοεμβρίου 2014, αντιστοίχως, η Pirelli και η Goldman Sachs ζήτησαν να τους επιτραπεί να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, η πρώτη υπέρ της Επιτροπής και η δεύτερη υπέρ των προσφευγουσών.

23

Με δύο διατάξεις της 25ης Ιουνίου 2015, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου (παλαιά σύνθεση) επέτρεψε την παρέμβαση της Pirelli και της Goldman Sachs στη δίκη.

24

Η Pirelli και η Goldman Sachs υπέβαλαν υπομνήματα παρεμβάσεως στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Pirelli και της Goldman Sachs με υπομνήματα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 2015. Στις 30 Νοεμβρίου 2015, οι προσφεύγουσες επίσης υπέβαλαν παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Pirelli και της Goldman Sachs.

25

Με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει η Επιτροπή στις 10 και 23 Δεκεμβρίου 2014 ως προς τις παρεμβαίνουσες. Αντιθέτως, απέρριψε τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες στις 7 Ιανουαρίου 2015 ως προς την Pirelli και στις 8 Δεκεμβρίου 2015 ως προς την Goldman Sachs, καθόσον οι εταιρίες αυτές αντιτάχθηκαν στις εν λόγω αιτήσεις.

26

Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, ζητώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27

Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα (νέα σύνθεση), στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

28

Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή προσκόμισε ορισμένα από τα έγγραφα αυτά και ζήτησε τη διεξαγωγή αποδείξεων, προκειμένου να προσκομίσει τα λοιπά έγγραφα που είχε ζητήσει το Γενικό Δικαστήριο, ήτοι τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα των προφορικών δηλώσεων στις οποίες είχε προβεί η ABB στο πλαίσιο της αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου την οποία είχε υποβάλει από κοινού με τις Sumitomo Electric Industries και Hitachi Cable. Με διατάξεις της 9ης Φεβρουαρίου και της 2ας Μαρτίου 2017, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να προσκομίσει τα εν λόγω απομαγνητοφωνημένα κείμενα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τις διατάξεις αυτές στις 20 Φεβρουαρίου και στις 9 Μαρτίου 2017.

29

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2017.

30

Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την Goldman Sachs, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τις αφορά·

επικουρικώς:

να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 5, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέτρο που η Επιτροπή διαπιστώνει τη συμμετοχή της PrysmianCS στην προεκτεθείσα παράβαση από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001,

να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχεία f και g, της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο καθορίζονται τα επιβληθέντα πρόστιμα για την καταβολή των οποίων ευθύνονται «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», αφενός, η Goldman Sachs και οι προσφεύγουσες και, αφετέρου, η PrysmianCS και η Pirelli,

να μειώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν,

να ακυρώσει τα παραρτήματα Ι και ΙΙ ως προς τον R.

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Pirelli, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

32

Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν τόσο τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και τη μείωση των προστίμων που τους επιβλήθηκαν.

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

33

Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά τον παράνομο χαρακτήρα των διενεργηθέντων από την Επιτροπή ελέγχων, ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας των σχετικών με τον ανταγωνισμό διαδικασιών, ο τρίτος παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, ο τέταρτος εσφαλμένο καταλογισμό ευθύνης στην PrysmianCS για το διάστημα πριν τις 27 Νοεμβρίου 2001, ο πέμπτος παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν καθόρισε τη μερίδα που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους συνοφειλέτες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους, ο έκτος ανεπάρκεια των αποδείξεων περί της υπάρξεως παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο έβδομος εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της παράβασης, ο όγδοος παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού, παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων και παραβίαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό των επιβληθέντων προστίμων, και ο ένατος πραγματικό σφάλμα όσον αφορά την καταχώριση του R. στον κατάλογο των προσώπων που έχουν κάποια σημασία για την προσβαλλόμενη απόφαση.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον παράνομο χαρακτήρα των ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής

34

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη η Επιτροπή κατά τον αιφνίδιο έλεγχο στον οποίον υποβλήθηκαν από τις 28 έως τις 30 Ιανουαρίου 2009, σύμφωνα με την απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: απόφαση περί διενέργειας ελέγχου), είναι παράνομες, ιδίως δε η δημιουργία αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων ορισμένων φορητών υπολογιστών τριών υπαλλήλων. Κατ’ ουσίαν, διατείνονται ότι οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από τα εν λόγω αντίγραφα-εικόνες δεν έπρεπε να γίνουν δεκτές κατά τη διοικητική διαδικασία ούτε να ληφθούν υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

35

Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λαμβάνοντας αντίγραφα όλων των εγγράφων που βρίσκονταν στους υπολογιστές υπαλλήλων της Prysmian, χωρίς καν να γνωρίζει τη φύση ή τη σημασία τους, η Επιτροπή, αφενός, υπερέβη τις εξουσίες που της έχουν απονεμηθεί με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και, αφετέρου, παρέβη τους όρους της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, διευρύνοντας το γεωγραφικό και το χρονικό πεδίο εφαρμογής της. Κατά τις προσφεύγουσες, ο εν λόγω κανονισμός επιτάσσει κάθε μέτρο το οποίο λαμβάνει η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου να λαμβάνεται επί τόπου, στον χώρο που αναγράφεται στην απόφαση, δηλαδή, εν προκειμένω, στα γραφεία των προσφευγουσών στο Μιλάνο (Ιταλία) και όχι στα γραφεία της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ακόμη, ότι η συμπεριφορά αυτή της Επιτροπής δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα αναγραφόμενα στο επεξηγηματικό σημείωμα που έλαβαν σχετικά με τους ελέγχους που διενεργούνται βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού.

36

Αφετέρου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η παράταση του ελέγχου επί ένα μήνα τους στέρησε τη δυνατότητα να εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο υποβολής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, διότι, κατά το διάστημα αυτό, δεν ήταν δυνατόν να εκτιμήσουν ποια σημαντική προστιθέμενη αξία θα μπορούσαν να εισφέρουν σε σχέση με τα στοιχεία που είχε ήδη συλλέξει η Επιτροπή.

37

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

38

Προτού δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα των διαδίκων, πρέπει να υπομνησθεί εν συντομία το ιστορικό της διεξαγωγής του ελέγχου στους χώρους των προσφευγουσών από τους υπαλλήλους της Επιτροπής.

– Σχετικά με τη διεξαγωγή του ελέγχου

39

Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2012, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής (T-140/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:597), τα οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στις 28 Ιανουαρίου 2009, οι ελεγκτές της Επιτροπής, συνοδευόμενοι από εκπρόσωπο της Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (αρμόδια για τον ανταγωνισμό και την αγορά αρχή, Ιταλία), μετέβησαν στους χώρους των προσφευγουσών στο Μιλάνο, για τη διενέργεια ελέγχου βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003. Επέδειξαν στην επιχείρηση την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου που αφορούσε την «Prysmian […], καθώς και τις επιχειρήσεις που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή από αυτήν, [περιλαμβανομένης] της [PrysmianCS]» και το επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τους ελέγχους.

40

Εν συνεχεία, οι ελεγκτές εξέτασαν, παρουσία των εκπροσώπων και των δικηγόρων των προσφευγουσών, τους υπολογιστές πέντε υπαλλήλων. Τη δεύτερη ημέρα του ελέγχου, δηλαδή στις 29 Ιανουαρίου 2009, γνωστοποίησαν στις προσφεύγουσες ότι ο έλεγχος θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο από τις τρεις ημέρες που προβλέπονταν αρχικά. Οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι δεν είχαν αντίρρηση είτε να επιτρέψουν την πρόσβαση στους χώρους τους κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου είτε να σφραγισθούν οι χώροι τους και ο έλεγχος να συνεχιστεί την ερχόμενη εβδομάδα. Ωστόσο, την τρίτη ημέρα του ελέγχου, ήτοι στις 30 Ιανουαρίου 2009, οι ελεγκτές αποφάσισαν να λάβουν αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών τριών από τους πέντε αρχικώς ελεγχόμενους υπαλλήλους, προκειμένου να εξετάσουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στους δίσκους αυτούς στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

41

Οι προσφεύγουσες επισήμαναν ότι η επιλεγείσα από τους ελεγκτές μέθοδος ελέγχου ήταν παράνομη. Αφενός, το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι ο έλεγχος διενεργείται «σε επιχειρήσεις». Αφετέρου, η δημιουργία αντιγράφου-εικόνας των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών αντιβαίνει στην «αρχή της συνάφειας», η οποία πρέπει να διέπει τις δραστηριότητες έρευνας της Επιτροπής και κατά την οποία το υλικό που κατάσχεται κατά τον έλεγχο πρέπει να είναι συναφές με το αντικείμενο της έρευνας.

42

Οι ελεγκτές ενημέρωσαν τις προσφεύγουσες ότι τυχόν αντίθεση στην συγκεκριμένη διαδικασία ελέγχου θα θεωρηθεί ως «μη συνεργασία». Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες υποβλήθηκαν στη διαδικασία αυτή, αλλά συνέταξαν δήλωση, την οποία υπέγραψαν οι ελεγκτές, επιφυλασσόμενες του δικαιώματός τους να αμφισβητήσουν δικαστικά τη νομιμότητα της εν λόγω διαδικασίας.

43

Οι ελεγκτές δημιούργησαν τρία αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών. Τα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων δύο εκ των υπολογιστών αυτών αποθηκεύτηκαν σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων. Το αντίγραφο-εικόνα του σκληρού δίσκου του τρίτου υπολογιστή αποθηκεύτηκε στον σκληρό δίσκο υπολογιστή της Επιτροπής. Το ως άνω ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων και ο σκληρός δίσκος τοποθετήθηκαν σε σφραγισμένους φακέλους, τους οποίους οι ελεγκτές μετέφεραν στις Βρυξέλλες. Οι ελεγκτές ζήτησαν από τους εκπροσώπους των προσφευγουσών να μεταβούν στα γραφεία της Επιτροπής εντός δύο μηνών, προκειμένου τα αντιγραφέντα στοιχεία να εξεταστούν παρουσία τους.

44

Στις 26 Φεβρουαρίου 2009, οι σφραγισμένοι φάκελοι για τους οποίους έγινε λόγος στη σκέψη 43 ανωτέρω ανοίχθηκαν παρουσία των δικηγόρων των προσφευγουσών στα γραφεία της Επιτροπής. Οι ελεγκτές εξέτασαν τα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών που περιέχονταν στους φακέλους αυτούς και εκτύπωσαν τα έγγραφα που θεώρησαν συναφή με την έρευνα. Στους δικηγόρους των προσφευγουσών δόθηκε έτερο εκτυπωμένο αντίγραφο, καθώς και κατάλογος των εγγράφων αυτών. Οι διαδικασίες αυτές συνεχίστηκαν στις 27 Φεβρουαρίου 2009 και ολοκληρώθηκαν στις 2 Μαρτίου 2009. Το γραφείο εντός του οποίου διεξάγονταν οι εργασίες αυτές σφραγιζόταν στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας παρουσία των δικηγόρων των προσφευγουσών και άνοιγε εκ νέου την επομένη, επίσης παρουσία αυτών. Μετά το πέρας των εργασιών αυτών, η Επιτροπή διέγραψε, παρουσία των εκπροσώπων των προσφευγουσών, τα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών.

– Σχετικά με την έλλειψη νομικής βάσης

45

Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δημιούργησε αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών ορισμένων υπαλλήλων της Prysmian, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια, στο πλαίσιο της έρευνας, στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει εάν και κατά πόσον τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν σε αυτά είναι συναφή με το αντικείμενο της έρευνας. Κατά τις προσφεύγουσες, η πρακτική αυτή συνιστά υπέρβαση των εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή με το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003.

46

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 1/2003, «[γ]ια την εφαρμογή των άρθρων [101] και [102] της Συνθήκης, η Επιτροπή διαθέτει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον [εν λόγω] κανονισμό».

47

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

48

Όσον αφορά τις εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία:

[…]

β)

να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του·

γ)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·

δ)

να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·

[…]».

49

Εν προκειμένω, διευκρινίζεται ότι η πρακτική που συνίσταται στη δημιουργία αντίγραφου-εικόνας του σκληρού δίσκου υπολογιστή ή στην αντιγραφή δεδομένων αποθηκευμένων σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων εντάσσεται στο πλαίσιο της χρήσης ψηφιακής τεχνολογίας έρευνας (στο εξής: FIT) από τους υπαλλήλους της Επιτροπής κατά τη διενέργεια ελέγχων. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η Επιτροπή στα δικόγραφά της, χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν, η χρήση της τεχνολογίας αυτής συνίσταται στην αναζήτηση στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή ή σε κάθε άλλο ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων, διά της χρήσεως ειδικού λογισμικού, πληροφοριών συναφών με το αντικείμενο της έρευνας βάσει λέξεων-κλειδιών. Απαραίτητο στάδιο πριν από την αναζήτηση αυτή είναι η λεγόμενη «ευρετηρίαση», κατά την οποία το λογισμικό δημιουργεί κατάλογο όλων των γραμμάτων και των λέξεων που περιλαμβάνονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή ή σε άλλο ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου. Η διάρκεια της ευρετηρίασης εξαρτάται από το μέγεθος του ψηφιακού μέσου, αλλά συνήθως απαιτείται σημαντικός χρόνος. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δημιουργούν κατά κανόνα αντίγραφο των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων της ελεγχόμενης επιχείρησης προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ευρετηρίαση των δεδομένων αυτών. Στην περίπτωση σκληρού δίσκου υπολογιστή, λαμβάνεται συνήθως αντίγραφο-εικόνα. Το αντίγραφο-εικόνα αποτελεί ακριβές αντίγραφο του σκληρού δίσκου ο οποίος αποτελεί αντικείμενο ελέγχου και περιέχει όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στον δίσκο αυτόν κατά τον χρόνο δημιουργίας του αντιγράφου, περιλαμβανομένων και των αρχείων που έχουν φαινομενικά διαγραφεί.

50

Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, κατά το μέτρο που, αφενός, όπως διευκρινίζεται με τη σκέψη 49 ανωτέρω, το αντίγραφο των δεδομένων που αποθηκεύονται σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων της υποκείμενης σε έλεγχο επιχείρησης δημιουργείται με σκοπό την ευρετηρίαση και, αφετέρου, η ευρετηρίαση αυτή καθιστά εν συνεχεία δυνατή την αναζήτηση συναφών με την έρευνα εγγράφων, η δημιουργία τέτοιου αντιγράφου εμπίπτει στις εξουσίες που απονέμει στην Επιτροπή το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003.

51

Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν προκύπτει ότι η εξουσία της Επιτροπής να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφο ή απόσπασμα των βιβλίων και εγγράφων της ελεγχόμενης επιχείρησης περιορίζεται στα βιβλία και επαγγελματικά έγγραφα που έχει ήδη εξετάσει.

52

Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η ερμηνεία αυτή θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003, κατά το μέτρο που, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η εξεταζόμενη εν προκειμένω, η προηγούμενη δημιουργία αντιγράφων των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων της ελεγχόμενης επιχείρησης μπορεί να είναι αναγκαία για την εξέταση των εν λόγω βιβλίων ή επαγγελματικών εγγράφων ή να απλουστεύει, όπως εν προκειμένω, την εξέταση αυτή.

53

Κατά συνέπεια, εφόσον η δημιουργία αντιγράφου-εικόνας του σκληρού δίσκου των επίμαχων υπολογιστών εντάσσεται στο πλαίσιο της χρήσης της FIT από την Επιτροπή, με σκοπό την αναζήτηση συναφών με την έρευνα πληροφοριών, η δημιουργία των αντιγράφων αυτών εμπίπτει στις εξουσίες που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003.

54

Δεύτερον, εφόσον θεωρηθεί ότι, με την επιχειρηματολογία τους, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι συμπεριέλαβε στον φάκελο της έρευνας το περιεχόμενο των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει εάν όλα τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα αντίγραφα-εικόνες είναι συναφή με το αντικείμενο του ελέγχου, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

55

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεριέλαβε εν τέλει τις εκτυπώσεις των εγγράφων που περιλαμβάνονται στα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών στον φάκελο της έρευνας μόνον αφού διαπίστωσε, κατά την εξέταση των εγγράφων αυτών στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες και παρουσία εκπροσώπων των προσφευγουσών, ότι ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα ήταν εκ πρώτης όψεως συναφή με το αντικείμενο του ελέγχου.

56

Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν περιέλαβαν κατευθείαν στον φάκελο της έρευνας τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσουν τη συνάφειά τους με το αντικείμενο του ελέγχου.

57

Τρίτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, μετά από σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δεν βάλλουν κατά της δημιουργίας καθαυτήν, κατά τον έλεγχο, αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών στο πλαίσιο της εφαρμογής της FIT, αλλά κατά της μεταφοράς των εν λόγω αντιγράφων στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, προκειμένου να αναζητηθούν σε μεταγενέστερο χρόνο συναφή με την έρευνα στοιχεία.

58

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, δεν επιτάσσει, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, να διενεργείται ο έλεγχος των βιβλίων ή των επαγγελματικών εγγράφων των ελεγχόμενων επιχειρήσεων αποκλειστικά στους χώρους τους, εφόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί ο έλεγχος αυτός εντός του χρόνου που είχε αρχικά προβλεφθεί. Υποχρεώνει μόνον την Επιτροπή να παρέχει στις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, κατά την εξέταση των εγγράφων στα γραφεία της, τις ίδιες εγγυήσεις με αυτές που ισχύουν κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

59

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με τα δικόγραφά τους, οι προσφεύγουσες δεν προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, κατά την εξέταση των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, ενήργησε διαφορετικά απ’ ό,τι θα ενεργούσε εάν η εξέταση αυτή είχε διενεργηθεί στους χώρους τους. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών στις σκέψεις 43 και 44 ανωτέρω, τα εν λόγω αντίγραφα μεταφέρθηκαν στις Βρυξέλλες μέσα σε σφραγισμένους φακέλους, η Επιτροπή παρέδωσε στις προσφεύγουσες αντίγραφο των δεδομένων αυτών, το άνοιγμα των φακέλων που περιείχαν τα αντίγραφα-εικόνες και η εξέτασή τους πραγματοποιήθηκε σε ημερομηνία που συμφωνήθηκε με τις προσφεύγουσες και παρουσία των εκπροσώπων τους, τα γραφεία της Επιτροπής όπου διενεργήθηκε η εξέταση προστατεύονταν δεόντως διά της επιθέσεως σφραγίδων, τα επιλεγέντα μεταξύ των δεδομένων αυτών έγγραφα τα οποία η Επιτροπή αποφάσισε να περιλάβει στον φάκελο της έρευνας εκτυπώθηκαν και καταγράφηκαν, δόθηκε στις προσφεύγουσες αντίγραφο των εγγράφων αυτών και, μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, τα συγκεκριμένα αντίγραφα διαγράφηκαν οριστικά.

60

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη, κατά τον έλεγχο, τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επομένως, η σχετική αιτίαση των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

– Σχετικά με την παραβίαση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου

61

Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η αναζήτηση πληροφοριών συναφών με την έρευνα στα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες συνιστά υπέρβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του γεωγραφικού και του χρονικού πεδίου εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αιτιολογία της απόφασης αυτής περιορίζει το πεδίο των εξουσιών που διαθέτουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 60).

62

Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω απόφασης έχει ως εξής:

«Ο έλεγχος δύναται να διενεργηθεί σε όλους τους χώρους της [Prysmian] ή των επιχειρήσεων που ελέγχονται αυτήν, και ιδίως στα γραφεία που βρίσκονται στην ακόλουθη διεύθυνση: Viale Scarca 222, 20126 Μιλάνο, Ιταλία».

63

Συνεπώς, από την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου προκύπτει ότι ο έλεγχος «μπορ[ούσε]» να διενεργηθεί «σε όλους τους χώρους» του ομίλου Prysmian και, ιδίως, στα γραφεία του στο Μιλάνο, αλλά όχι, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, ότι μπορεί να διενεργηθεί αποκλειστικά στους χώρους του. Συνεπώς, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν απέκλεισε τη δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει τον έλεγχο στις Βρυξέλλες.

64

Όσον αφορά, αφετέρου, το χρονικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, επισημαίνεται ότι στο άρθρο 2 της απόφασης αυτής ορίζεται η ημερομηνία από την οποία και εφεξής μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος, χωρίς όμως να ορίζεται η ημερομηνία περάτωσής του.

65

Βέβαια, το γεγονός ότι δεν ορίζεται ημερομηνία περάτωσης του ελέγχου δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος μπορεί να έχει απεριόριστη διάρκεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή υποχρεούται, συναφώς, να τηρεί εύλογη προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής (στο εξής: Χάρτης).

66

Ωστόσο, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι δεν ήταν εύλογο το χρονικό διάστημα του ενός μηνός που μεσολάβησε μεταξύ, αφενός, του ελέγχου που διενεργήθηκε στους χώρους των προσφευγουσών και, αφετέρου, της συνέχειας του ελέγχου αυτού στις Βρυξέλλες.

67

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν αντέβαινε στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου η συνέχιση, από τους υπαλλήλους της Επιτροπής στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, της αναζήτησης συναφών με την έρευνα στοιχείων στα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών ορισμένων υπαλλήλων της Prysmian.

68

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας τα επίμαχα μέτρα κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου, δεν υπερέβη ούτε το πεδίο εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου. Συνεπώς, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθούν ως προς το σημείο αυτό.

– Σχετικά με την αδυναμία υποβολής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου

69

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, λόγω της παράτασης του ελέγχου από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 26 Φεβρουαρίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία ανοίχθηκαν οι σφραγισμένοι φάκελοι με τα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών ορισμένων υπαλλήλων της Prysmian, στερήθηκαν τη δυνατότητα να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων ενόψει της υποβολής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, κατά το μέτρο που δεν διέθεταν πλέον πληροφορίες με προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη συλλέξει η Επιτροπή, βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις ως προς την εφαρμογή του προγράμματος επιείκειας.

70

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 10 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, δεν χορηγείται απαλλαγή από την επιβολή προστίμου, εάν, «κατά τον χρόνο υποβολής [των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων], η Επιτροπή διέθετε ήδη επαρκείς αποδείξεις ώστε να εκδώσει απόφαση για διεξαγωγή ελέγχου σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη ή είχε ήδη πραγματοποιήσει σχετικό έλεγχο».

71

Εν προκειμένω, πάντως, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στις σκέψεις 1 έως 11 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2012, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής (T-140/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:597), τα οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, η Επιτροπή διέθετε επαρκείς αποδείξεις όσον αφορά τα υποβρύχια και υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια υψηλής τάσης, προκειμένου να διατάξει τη διενέργεια ελέγχου στους χώρους της Prysmian. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν θα μπορούσαν να τύχουν απαλλαγής από την επιβολή προστίμου βάσει της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

72

Βέβαια, σύμφωνα με την παράγραφο 23 της ανακοίνωσης περί επιείκειας, οι επιχειρήσεις που αποκαλύπτουν τη συμμετοχή τους σε πιθανολογούμενη σύμπραξη που θίγει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, μπορούν παρά ταύτα να τύχουν μείωσης του προστίμου που θα τους επιβαλλόταν άλλως. Κατά την παράγραφο 24 της ανακοίνωσης, για να μπορεί να ζητήσει μια τέτοια μείωση του προστίμου, η επιχείρηση οφείλει να προσκομίσει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

73

Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η δημιουργία αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των υπολογιστών ορισμένων υπαλλήλων της Prysmian δεν στέρησε από τις προσφεύγουσες τις πληροφορίες που περιέχονταν στους εν λόγω σκληρούς δίσκους, οι οποίοι παρέμειναν ως είχαν στην κατοχή τους. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες μπορούσαν κάλλιστα να εντοπίσουν τις πληροφορίες που δεν περιλαμβάνονταν στα εν λόγω ψηφιακά αντίγραφα και οι οποίες θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν, όσον αφορά το αντικείμενο του ελέγχου, σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

74

Εξάλλου, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή είχε ήδη στην κατοχή της σκληρούς δίσκους που περιείχαν πληροφορίες τις οποίες θα μπορούσαν να περιλάβουν στην αίτησή τους μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, υπενθυμίζεται, εκ νέου, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δημιούργησε αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών ορισμένων υπαλλήλων της Prysmian δεν σημαίνει ότι είχε ελέγξει το περιεχόμενό τους και είχε ήδη πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτούς. Πράγματι, ο έλεγχος αυτός συνεχίστηκε μόνο αφότου τα εν λόγω αντίγραφα-εικόνες βγήκαν από τους σφραγισμένους φακέλους στις Βρυξέλλες. Επομένως, οι προσφεύγουσες είχαν ακόμη τη δυνατότητα να εξετάσουν το περιεχόμενο των εν λόγω σκληρών δίσκων και να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με τα έγγραφα ή τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν στους εν λόγω σκληρούς δίσκους και μπορούσαν να έχουν προστιθέμενη αξία σε σχέση με άλλα στοιχεία που είχε ήδη συλλέξει η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας.

75

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν τους στέρησε τη δυνατότητα να αξιολογήσουν το ενδεχόμενο υποβολής αίτησης μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου.

76

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αντίγραφα των επίμαχων ηλεκτρονικών δεδομένων δεν έχουν αποκτηθεί παρανόμως και ότι, συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα αυτά προκειμένου να στηρίξει τα συμπεράσματά της όσον αφορά την ύπαρξη της διαπιστωθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβασης.

77

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι συνεπώς απορριπτέος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της τήρησης εύλογης προθεσμίας

78

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, διότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας, ήτοι 62 μήνες, καθώς και η διάρκεια εκάστου σταδίου αυτής, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη της διάρκειας που θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη. Ειδικότερα, διατείνονται ότι δεν ήταν σε θέση να προετοιμάσουν την άμυνά τους, διότι, κατά το διάσημα πριν τους κοινοποιηθεί η ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν ήταν σαφές το ακριβές αντικείμενο της έρευνας. Τονίζουν, επίσης, ότι, με την παρέλευση των ετών έχει εξασθενήσει η ανάμνηση των προσαπτόμενων από την Επιτροπή πραγματικών περιστατικών. Τέλος, φρονούν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε, σύμφωνα με τη νομολογία, να μειώσει κατά δίκαιη κρίση το πρόστιμο, ως αντιστάθμισμα για την υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

79

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

80

Κατά πάγια νομολογία, η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τις διοικητικές διαδικασίες στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζουν τα δικαστήρια της Ένωσης (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Heineken Nederland και Heineken κατά Επιτροπής, C-452/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:829, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

81

Η αρχή της τήρησης εύλογης προθεσμίας στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας κατοχυρώθηκε με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο «[κάθε] πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης» (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T-214/06, EU:T:2012:275, σκέψη 284 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Το εύλογο της διάρκειας εκάστου σταδίου της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και, ιδίως, με το όλο πλαίσιό της, τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι εμπλεκόμενοι στη διάρκεια της διαδικασίας, τη σημασία της υπόθεσης για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και τον βαθμό πολυπλοκότητάς της (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-305/94 έως T‑307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T‑335/94, EU:T:1999:80, σκέψη 126).

83

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, σε υποθέσεις ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής, η διοικητική διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί σε δύο διαδοχικά στάδια, το καθένα εκ των οποίων έχει τη δική του εσωτερική λογική. Το πρώτο εξ αυτών, το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση αιτιάσεων, έχει ως σημείο αφετηρίας την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, ασκώντας τις εξουσίες που της έχει αναθέσει ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνει μέτρα με τα οποία προσάπτεται η τέλεση παράβασης, παρέχει δε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει θέση σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η διαδικασία. Το δεύτερο στάδιο εκτείνεται από την ανακοίνωση αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης. Κατά το στάδιο αυτό, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί οριστικώς επί της προσαπτομένης παραβάσεως (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C-105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 38).

84

Εξάλλου, κατά τη νομολογία, εφόσον η παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας ενδέχεται να επηρεάσει την έκβαση της διαδικασίας, η παραβίαση αυτή μπορεί να προκαλέσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Technische Unie κατά Επιτροπής, C-113/04 P, EU:C:2006:593, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85

Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας συνιστά λόγο ακύρωσης μόνον των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής έθιξε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός της ειδικής αυτής περίπτωσης, η μη τήρηση της υποχρέωσης έκδοσης απόφασης εντός εύλογης προθεσμίας δεν επηρεάζει το κύρος της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003 (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C-105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 42).

86

Τέλος, δεδομένης της κεφαλαιώδους σημασίας που έχει σε διαδικασίες όπως η επίμαχη εν προκειμένω ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, αρχή της οποίας ο θεμελιώδης χαρακτήρας έχει επανειλημμένως τονιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να αποτρέπεται τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του σταδίου της έρευνας όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση αποδείξεων προκειμένου να αντικρουσθεί η ύπαρξη συμπεριφοράς ικανής να στοιχειοθετήσει την ευθύνη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, η εξέταση του ενδεχομένου παρακώλυσης της άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Η εκτίμηση των αιτίων του ενδεχόμενου περιορισμού της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να αφορά το σύνολο της διαδικασίας αυτής, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής της διάρκειας (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C-105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το πρώτο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, το οποίο εκτείνεται από την κοινοποίηση της απόφασης διεξαγωγής ελέγχου στις προσφεύγουσες τον Μάρτιο του 2009 έως την κοινοποίηση της ανακοίνωσης αιτιάσεων τον Αύγουστο του 2011, διήρκεσε 29 μήνες. Το δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, το οποίο εκτείνεται από την κοινοποίηση της ανακοίνωσης αιτιάσεων έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τον Απρίλιο του 2014, διήρκεσε 33 μήνες.

88

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάρκεια του πρώτου και του δευτέρου σταδίου της διοικητικής διαδικασίας δεν ήταν υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειών στις οποίες προέβη η Επιτροπή προκειμένου να ολοκληρώσει την έρευνα και να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

89

Ειδικότερα, διαπιστώνεται καταρχάς ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η έρευνα αφορούσε συγκέντρωση παγκόσμιας εμβέλειας, με μεγάλο συνολικό αριθμό μετεχόντων, η οποία διήρκεσε σχεδόν δέκα έτη και κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή υποχρεώθηκε να επικαιροποιεί πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν στον φάκελο, περιλαμβανομένων όλων των στοιχείων που είχαν συλλεγεί κατά τους ελέγχους και είχαν προσκομισθεί από τους αιτούντες επιείκεια. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας, η Επιτροπή απέστειλε στις μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις του οικείου κλάδου πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, του κανονισμού 1/2003 και της παραγράφου 12 της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

90

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, λόγω του όγκου των αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση της οποίας το αγγλικό κείμενο αριθμεί 287 σελίδες και της οποίας το παράρτημα 1 περιέχει επιπλέον όλες τις πλήρεις παραπομπές σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν κατά το στάδιο της εξέτασης και ότι είναι επίσης αξιοσημείωτα το μέγεθος και η έκταση της σύμπραξης, καθώς και οι γλωσσικές δυσχέρειες. Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθυνόταν σε 26 αποδέκτες από ένα ευρύ φάσμα χωρών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μετάσχει στη σύμπραξη υπό διαφορετικές νομικές μορφές και είχαν αναδιαρθρωθεί τόσο κατά τη διάρκεια της σύμπραξης όσο και μετά από αυτήν. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα, έπρεπε να μεταφρασθεί εξ ολοκλήρου στη γερμανική, στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα.

91

Τέλος, από το ιστορικό της διαφοράς που προεκτέθηκε στις σκέψεις 3 έως 10 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή προέβη σε ολόκληρη σειρά ενεργειών που δικαιολογούν τη διάρκεια εκάστου των σταδίων της εν λόγω διαδικασίας, οι δε προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν ότι οι ενέργειες αυτές ήταν πρόσφορες για την έρευνα, παρά το γεγονός ότι ρωτήθηκαν σχετικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

92

Επομένως, η διάρκεια των δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας ήταν εύλογη, προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να αξιολογήσει πλήρως τα αποδεικτικά στοιχεία και τα επιχειρήματα των επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσε η έρευνα.

93

Κατά συνέπεια, δεν είναι βάσιμη η θέση των προσφευγουσών ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής ήταν υπερβολική και ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εύλογης προθεσμίας.

94

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν διαπιστωνόταν ότι η συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ήταν υπερβολική και ότι παραβιάστηκε η αρχή της εύλογης προθεσμίας, η διαπίστωση αυτή δεν θα αρκούσε, βάσει της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 84 έως 86 ανωτέρω, για να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

95

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι τα δικαιώματά τους άμυνας προσβλήθηκαν, διότι δεν είχαν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν με ακρίβεια το αντικείμενο της διεξαχθείσας από την Επιτροπή έρευνας μέχρι να τους κοινοποιηθεί η ανακοίνωση αιτιάσεων.

96

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι έλεγχοι διεξάγονται στην αρχή της έρευνας, η Επιτροπή δεν διαθέτει ακόμη ακριβή στοιχεία για να διατυπώσει συγκεκριμένη νομική εκτίμηση, πρέπει δε προηγουμένως να ελέγξει το βάσιμο των υπονοιών της και να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι σκοπός του ελέγχου είναι ακριβώς να συλλεγούν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με παράβαση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής, C-37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97

Ωστόσο, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, η οποία κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες τον Ιανουάριο του 2009, αναγραφόταν ότι η έρευνα της Επιτροπής αφορούσε συγκεκριμένες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές, όπως η κατανομή των αγορών και/ή η ανταλλαγή πληροφοριών στον κλάδο των υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων. Παρά τη μερική ακύρωση της απόφασης αυτής ως προς τα ηλεκτρικά καλώδια πέραν των υποβρύχιων και υπόγειων καλωδίων υψηλής τάσης, με βάση τη συγκεκριμένη διατύπωση μπορούσε να καθοριστεί με ακρίβεια το αντικείμενο της έρευνας, να προσδιοριστούν οι παραβάσεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που θα μπορούσαν να καταλογιστούν στις προσφεύγουσες και να γίνει αντιληπτό σε ποιες αγορές φέρονταν να έχουν διαπραχθεί οι παραβάσεις αυτές.

98

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνονταν στις προσφεύγουσες διευκρινιζόταν ποιες συναντήσεις, ημερομηνίες και τόποι αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής. Επομένως, οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να συναγάγουν από τις εν λόγω αιτήσεις ποια περιστατικά και συναντήσεις αφορούσαν οι υπόνοιες της Επιτροπής. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίξουν ότι δεν είχαν πληροφορηθεί, από την αρχή της έρευνας, το αντικείμενό της, καθώς και τις τυχόν αιτιάσεις της Επιτροπής. Είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα από το χρονικό σημείο αυτό να ετοιμάσουν την άμυνά τους και να συγκεντρώσουν τα ελαφρυντικά αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους, καθώς και να υποβάλουν ερωτήσεις στους εμπλεκόμενους υπαλλήλους.

99

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο των χειρόγραφων σημειώσεων που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συναντήσεις και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν οι σημειώσεις αυτές δεν ήταν δυνατόν να ανασυσταθούν διότι οι αναμνήσεις των μετεχόντων στις συναντήσεις αυτές είχαν χαθεί.

100

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, μολονότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι όσο πιο απομακρυσμένο χρονικά είναι ένα γεγονός τόσο πιο δύσκολη είναι η ανάκλησή του στη μνήμη, με συνέπεια να καθίσταται η άμυνα δυσχερέστερη, εντούτοις οι προσφεύγουσες δεν ανέφεραν ποιες συγκεκριμένες δυσχέρειες αντιμετώπισαν.

101

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, λόγω του γενικού καθήκοντος σύνεσης που υπέχει κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, οι προσφεύγουσες οφείλουν να μεριμνούν για την ορθή τήρηση, στα βιβλία ή στα αρχεία τους, των στοιχείων που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την περίπτωση δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Heineken Nederland και Heineken κατά Επιτροπής, T‑240/07, EU:T:2011:284, σκέψη 301 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εφόσον, όπως παραδέχονται οι προσφεύγουσες με την προσφυγή τους, η Επιτροπή τους είχε αποστείλει αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, του κανονισμού 1/2003, όφειλαν κατά μείζονα λόγο να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να διατηρήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούσαν ευλόγως να διαθέτουν.

102

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν εν προκειμένω διαπιστωνόταν υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας, οι προσφεύγουσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι η εν λόγω υπέρβαση είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους.

103

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

104

Όσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ότι η «Επιτροπή δεν μείωσε ευλόγως το ύψος των προστίμων [που τους επιβλήθηκαν], λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας», καθώς και το αίτημά τους για «εύλογη αντιστάθμιση», πρέπει να θεωρηθεί ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματός τους περί μειώσεως του ως άνω ποσού, το οποίο πρόκειται να εξεταστεί με τη σκέψη 271 κατωτέρω.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

105

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε προφορικές δηλώσεις αόριστες, ασαφείς και αυθαίρετες, οι οποίες περιλαμβάνονται στις αιτήσεις επιείκειας. Προσάπτουν, εξάλλου, στην Επιτροπή ότι δεν ενίσχυσε τις δηλώσεις αυτές με άμεσα αποδεικτικά στοιχεία και ότι δεν τις ερμήνευσε με την προσοχή και τη σύνεση που επιτάσσει η νομολογία. Φρονούν ότι η Επιτροπή παραβίασε, ως εκ τούτου, την αρχή της χρηστής διοίκησης.

106

Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αξιοπιστία των δηλώσεων των αιτούντων επιείκεια, κατά το μέτρο που οι εν λόγω δηλώσεις δεν έγιναν από άμεσους μάρτυρες, αλλά από εξωτερικούς δικηγόρους. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον δεύτερο αιτούντα επιείκεια, προβάλλουν ότι οι δηλώσεις αυτές διατυπώθηκαν από δικηγόρο ευρισκόμενο σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων.

107

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

108

Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης».

109

Εξάλλου, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, με τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης», ορίζει ότι «[κάθε] κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο».

110

Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στην επιβολή προστίμου σε επιχειρήσεις για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξέταση των προσκομιζόμενων από τις επιχειρήσεις αποδεικτικών στοιχείων, αλλά οφείλει, ασκώντας χρηστή διοίκηση, να συμβάλει με τα μέσα που έχει στη διάθεσή της στην εξακρίβωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, 56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 365).

111

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αξιοπιστία και την ακρίβεια των αποδείξεων βάσει των οποίων η Επιτροπή τους καταλόγισε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η επιχειρηματολογία τους περί μη τηρήσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και απουσίας επαρκών αποδείξεων για τη διαπίστωση της συμμετοχής τους σε ενιαία και διαρκή παράβαση του εν λόγω άρθρου θα εξεταστεί μαζί με τα παρεμφερή επιχειρήματα που προβάλλουν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 168 έως 186 κατωτέρω).

112

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί αοριστίας και ασάφειας των προφορικών δηλώσεων των αιτούντων επιείκεια, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής (βλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T-201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όμως, η εν λόγω επιχειρηματολογία στηρίζεται αποκλειστικά σε παραπομπή στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία αυτή κρίνεται απαράδεκτη.

113

Τρίτον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να αμφισβητήσουν τον εξαντλητικό χαρακτήρα της διαδικασίας έρευνας, προκειμένου να προβάλουν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης από την Επιτροπή.

114

Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή, εκτός από τις πληροφορίες που συνέλεξε από τις δηλώσεις στο πλαίσιο των αιτήσεων επιείκειας, κατά τη διαδικασία έρευνας διεξήχθησαν αιφνίδιοι έλεγχοι στους χώρους της Nexans, της Nexans France και των προσφευγουσών, εστάλησαν σε όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών και εκθέσεις πραγματικών περιστατικών, και δόθηκε στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να αναπτύξουν γραπτά και προφορικά τα επιχειρήματά τους, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί ένα σύνολο εγγράφων, αποτελούμενο ως επί το πλείστον από ηλεκτρονικά μηνύματα, σημειώσεις, φύλλα καταγραφής θέσης κ.λπ. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, στα οποία γίνεται αναφορά στο σημείο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τίτλο «Περιγραφή των πραγματικών περιστατικών», το οποίο περιέχει 398 αιτιολογικές σκέψεις και 784 υποσημειώσεις, καθώς και άλλα συμπληρωματικά στοιχεία έχουν επισυναφθεί στο παράρτημα I της απόφασης αυτής.

115

Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι εξάλλου γενικόλογες και μη εμπεριστατωμένες αιτιάσεις των προσφευγουσών, σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή, αφενός, βασίστηκε εξ ολοκλήρου στις προφορικές δηλώσεις που συνελέγησαν στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, χωρίς να διεξαγάγει αυτόνομη έρευνα, και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά την διαδικασία έρευνας.

116

Όσον αφορά την κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων στην οποία τελούσε, κατά τις προσφεύγουσες, ένας από τους δικηγόρους που προέβησαν σε δηλώσεις στο πλαίσιο της κοινής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου η οποία υποβλήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2009 από τις Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable και J-Power Systems, αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα στοιχεία και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί.

117

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης.

118

Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένο καταλογισμό ευθύνης στην PrysmianCS για το προ της 27ης Νοεμβρίου 2001 χρονικό διάστημα

119

Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να καταλογίσει στην PrysmianCS ευθύνη για το διάστημα κατά το οποίο η συγκεκριμένη εταιρία δεν υφίστατο καν, δηλαδή για το διάστημα πριν από τις 27 Νοεμβρίου 2001. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς της ευθύνης και το δεύτερο παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς της ευθύνης

120

Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά του συμπεράσματος που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 730 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο η PirelliCSE, μετέπειτα PrysmianCSE και κατόπιν PrysmianCS, αποτελεί «διάδοχο, από νομική και οικονομική άποψη,» της PirelliCS» και υπέχει, ως εκ τούτου, ευθύνη για την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της εν λόγω εταιρίας κατά το διάστημα πριν τις 27 Νοεμβρίου 2001.

121

Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, όσον αφορά τη διαπίστωση περί νομικής διαδοχής, ότι στις 27 Νοεμβρίου 2001 τα κύρια στοιχεία του ενεργητικού που σχετίζονταν με τη δραστηριότητα της PirelliCS στον κλάδο της ενέργειας μεταβιβάστηκαν στην PirelliCSE στο πλαίσιο μερικής διάσπασης της πρώτης από τις δύο αυτές εταιρίες. Ωστόσο, η PirelliCSE δεν υπεισήλθε ούτε στα δικαιώματα ούτε στις υποχρεώσεις της PirelliCS και, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί διάδοχός της από νομική άποψη. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η PirelliCS απορροφήθηκε από την Pirelli στις 30 Δεκεμβρίου 2002, διάδοχος της PirelliCS, από νομική άποψη, είναι η Pirelli, στην οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να καταλογιστεί η ευθύνη για την παράβαση για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001.

122

Όσον αφορά τη διαπίστωση σχετικά με την οικονομική διαδοχή, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η PirelliCSE διαδέχθηκε την PirelliCS. Συναφώς, επισημαίνουν ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας αποτελεί εξαίρεση από την αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, εφόσον η αρχή αυτή δεν διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των κανόνων ανταγωνισμού. Προβάλλουν, ακόμη, ότι, κατά τη νομολογία, η θεωρία της οικονομικής διαδοχής εφαρμόζεται μόνον εφόσον κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος τα στοιχεία του ενεργητικού. Κατ’ αυτές, εν προκειμένω, τα νομικά πρόσωπα που συνιστούσαν την επιχείρηση που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, ήτοι η PirelliCS και η Pirelli, αποτελούν μια ενιαία οντότητα στην οποία πρέπει να καταλογιστεί η ευθύνη για την παράνομη συμπεριφορά πριν από την ημερομηνία αυτήν.

123

Η Επιτροπή και η Pirelli αμφισβητούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

124

Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 5.2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης και, πιο συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 729, η Επιτροπή καταλόγισε στην PrysmianCS ευθύνη για την ενιαία και διαρκή παράβαση που διαπράχθηκε από το τμήμα της που δραστηριοποιείται στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων, για όλη τη διάρκεια της παράβασης, δηλαδή από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009.

125

Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 730 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι σχετικές με τα ηλεκτρικά καλώδια δραστηριότητες του ομίλου Pirelli ασκούνταν αρχικώς από την PirelliCS, εν συνεχεία, από την 1η Ιουλίου 2001, από την PirelliCSE Italia SpA και, τέλος, από τις 27 Νοεμβρίου 2001, από την PirelliCSE. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 739 έως 741 της εν λόγω απόφασης, μετά την εξαγορά της PirelliCSE από μια θυγατρική της Goldman Sachs στις 28 Ιουλίου 2005, η PirelliCSE μετονομάστηκε σε PrysmianCSE και, κατόπιν, σε PrysmianCS.

126

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καταλόγισε στην PirelliCSE και, συνεπώς, στην PrysmianCS, ως «διαδόχους, από οικονομική και νομική άποψη», της PirelliCS, ευθύνη για την παράβαση για το χρονικό διάστημα πριν τις 27 Νοεμβρίου 2001, πράγμα που οι προσφεύγουσες αμφισβητούν. Σημειωτέον, επίσης, ότι, όπως διευκρίνισαν οι διάδικοι με τα δικόγραφά τους, στις 30 Δεκεμβρίου 2002 η PirelliCS συγχωνεύτηκε με απορρόφηση με την Pirelli SpA, η οποία εν συνεχεία συγχωνεύθηκε με την Pirelli στις 4 Αυγούστου 2003. Οι προσφεύγουσες φρονούν, ως εκ τούτου, ότι η ευθύνη για την προσαπτόμενη παράνομη συμπεριφορά για το χρονικό διάστημα πριν τις 27 Νοεμβρίου 2001 έπρεπε να καταλογιστεί αποκλειστικά στην Pirelli, ως νόμιμο διάδοχο της PirelliCS, και όχι στην PirelliCSE.

127

Κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, η δε έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε οντότητα η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τη διέπει και του τρόπου χρηματοδότησής της. Όταν μια τέτοια οντότητα παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όταν μία οντότητα που έχει παραβεί τους κανόνες του ανταγωνισμού υφίσταται νομική ή οργανωτική μεταβολή, η μεταβολή αυτή δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας επιχείρησης απαλλαγμένης από την ευθύνη για την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της προϋφιστάμενης οντότητας, εφόσον οι δύο οντότητες ταυτίζονται από οικονομική άποψη. Συγκεκριμένα, αν οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να αποφύγουν τις κυρώσεις, αλλάζοντας απλώς και μόνο ταυτότητα μέσω αναδιαρθρώσεων, μεταβιβάσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός της καταστολής των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών και της αποτροπής της επανάληψής τους με την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

129

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι όταν δύο οντότητες αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα, το γεγονός ότι η οντότητα που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, να επιβληθεί κύρωση στην οντότητα στην οποία η πρώτη μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες. Ειδικότερα, η επιβολή κύρωσης σε μια τέτοια περίπτωση δικαιολογείται εφόσον οι εν λόγω οντότητες τελούσαν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και εφάρμοσαν, λόγω των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομική και οργανωτική άποψη, τις ίδιες, κατ’ ουσίαν, εμπορικές οδηγίες (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

130

Εν προκειμένω, όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 125 ανωτέρω, τη σχετική με τα ηλεκτρικά καλώδια δραστηριότητα εντός του ομίλου Pirelli ασκούσε οντότητα η οποία μετέσχε ευθέως στην επίμαχη παράβαση και η οποία υποβλήθηκε σε σειρά εσωτερικών αναδιαρθρώσεων και εκποιήσεων από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 και έως τις 28 Ιουλίου 2005. Ωστόσο, οι πράξεις αυτές δεν αποκλείουν τον χαρακτηρισμό, από την Επιτροπή, της PirelliCSE ως οικονομικού διαδόχου της PirelliCS μετά τις 27 Νοεμβρίου 2001 ούτε, συνεπώς, τον καταλογισμό ευθύνης στις εταιρίες αυτές για συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση έως την ίδια ημερομηνία.

131

Συγκεκριμένα, αφενός, επισημαίνεται ότι, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως την 1η Ιουλίου 2001, η οντότητα που ασκούσε τη σχετική με τα ηλεκτρικά καλώδια δραστηριότητα εντός του ομίλου Pirelli και μετείχε ευθέως στην επίμαχη παράβαση εντάχθηκε στην PirelliCS, αρχικώς ως ειδικό τμήμα της. Εν συνεχεία, την 1η Ιουλίου 2001, η PirelliCS μεταβίβασε μέρος των σχετικών με τα ηλεκτρικά καλώδια δραστηριοτήτων στη θυγατρική της PirelliCSE Italia. Αντικείμενο της μεταβίβασης ήταν τα στοιχεία του ενεργητικού στην Ιταλία και οι εγκαταστάσεις κατασκευής ηλεκτρικών καλωδίων. Εξάλλου, στις 27 Νοεμβρίου 2001, η PirelliCS μεταβίβασε στην PirelliCSE τις υπόλοιπες σχετικές με τα ηλεκτρικά καλώδια δραστηριότητες, καθώς και τη συμμετοχή στην PirelliCSE Italia, περιλαμβανομένης της οντότητας που μετείχε στην επίμαχη παράβαση. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, μολονότι οι προσφεύγουσες προέβαλαν με τα υπομνήματά ότι δεν μεταβιβάστηκαν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της PirelliCS στην PirelliCSE, τούτο αντικρούεται από το σημείο 37 της απαντήσεως των προσφευγουσών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, της 24ης Οκτωβρίου 2011, που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατόπιν σχετικής ερωτήσεως υποβληθείσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα στοιχεία του ενεργητικού που δεν μεταβιβάστηκαν στην PirelliCSE ήταν επουσιώδη και δεν είχαν παραγωγικό χαρακτήρα. Τέλος, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, μετά την 27η Νοεμβρίου 2001, η PirelliCSE ήταν η επιχείρηση που είχε τον αποκλειστικό έλεγχο των σχετικών με τα υπόγεια και υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια εντός του εν λόγω ομίλου.

132

Αφετέρου, αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τον χρόνο της πρώτης μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού από την PirelliCS στην PirelliCSE Italia, υπήρχαν στενοί δεσμοί μεταξύ των δύο αυτών οντοτήτων κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 129 ανωτέρω νομολογίας, δεδομένου ότι η PirelliCSE Italia ήταν θυγατρική κατά ποσοστό 100 % της PirelliCS και ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 730 της προσβαλλομένης απόφασης, ανήκαν αμφότερες στον όμιλο Pirelli. Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τη δεύτερη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού, η PirelliCS και η PirelliCSE, λόγω των στενών οικονομικών και οργανωτικών δεσμών που τις συνέδεαν, εφάρμοσαν κατ’ ουσίαν τις ίδιες εμπορικές οδηγίες. Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι αμφότερες οι εταιρίες τελούσαν υπό τον έλεγχο του ιδίου νομικού προσώπου, δηλαδή της Pirelli SpA, κατόπιν Pirelli, και, αφετέρου, ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 737 και 738 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά το διάστημα από 18 Φεβρουαρίου 1999 έως 28 Ιουλίου 2005, η Pirelli ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί του τμήματος δραστηριοτήτων που αφορούσε τα ηλεκτρικά καλώδια, το οποίο μετείχε στην επίμαχη σύμπραξη, πράγμα που οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν.

133

Επομένως, βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η ευθύνη για την παραβατική συμπεριφορά της PirelliCS έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 μεταβιβάστηκε στην PirelliCSE.

134

Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί ευλόγως να κλονισθεί από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

135

Πρώτον, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι στενοί δεσμοί μεταξύ της μεταβιβάζουσας εταιρίας και της αποκτώσας εταιρίας πρέπει να υφίστανται κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει την παράβαση. Συγκεκριμένα, μολονότι απαιτείται να υφίστανται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος διαρθρωτικοί δεσμοί από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί, σύμφωνα με την αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης, ότι οι δύο οντότητες αποτελούν ενιαία επιχείρηση, εντούτοις δεν απαιτείται, βάσει του σκοπού που υπηρετεί η αρχή της οικονομικής συνέχειας, οι δεσμοί αυτοί να διατηρούνται καθ’ όλο το εναπομένον διάστημα της παράβασης ή μέχρι την έκδοση της απόφασης με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για την παράβαση.

136

Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν πρέπει να καταλογιστεί ευθύνη στην PrysmianCS για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή δεν υφίστατο καν. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η οικονομική συνέχεια σε περίπτωση νεοσύστατης επιχείρησης, όπως εν προκειμένω, στην οποία μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας και η οποία στη συνέχεια μεταβιβάζεται σε ανεξάρτητο τρίτο (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C-434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 53).

137

Τρίτον είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, εφόσον η PirelliCS εξακολουθούσε να υφίσταται έως τη συγχώνευσή της με την Pirelli SpA στις 30 Δεκεμβρίου 2002, έπρεπε να καταλογιστεί στην Pirelli ευθύνη για την παράβαση για το διάστημα έως την πλήρη μεταβίβαση στην PirelliCSE των δραστηριοτήτων της στον κλάδο των καλωδίων. Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν δύο οντότητες αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα, το γεγονός ότι η οντότητα που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, να επιβληθεί κύρωση στην οντότητα στην οποία η πρώτη μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C-434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 54).

138

Τέταρτον, το γεγονός ότι η Pirelli εξακολουθούσε να είναι βιώσιμη εταιρία όταν η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαιολογεί, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, τον καταλογισμό ευθύνης σε αυτήν για άμεση συμμετοχή στην επίμαχη σύμπραξη, ιδίως για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001. Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι η οικονομική βιωσιμότητα, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, της πρώην μητρικής εταιρίας της οικείας επιχείρησης δεν συγκαταλέγεται στα κριτήρια τα οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η ευθύνη της Pirelli ως μητρικής εταιρίας για το διάστημα έως τις 28 Ιουλίου 2005 αναγνωρίστηκε με την εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της απόφασης αυτής, είναι «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» υπεύθυνη για την καταβολή μέρους του προστίμου.

139

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης, καταλογίζοντας στην PirelliCSE την ευθύνη για άμεση συμμετοχή στην παράβαση για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001.

140

Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η PirelliCSE αποτελεί διάδοχο, από νομική άποψη, της PirelliCS, τούτο δεν θα είχε καμία συνέπεια όσον αφορά τον καταλογισμό στην πρώτη από τις εταιρίες αυτές ευθύνης για άμεση συμμετοχή στην παράβαση για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η PirelliCSE ήταν διάδοχος, από οικονομική άποψη, της PirelliCS και υπείχε, ως εκ τούτου, ευθύνη για το διάστημα αυτό.

141

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

– Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της υποχρέωσης αιτιολόγησης

142

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την υποχρέωση αιτιολόγησης, διότι, κατ’ ουσίαν, η PrysmianCS είναι η μόνη οντότητα στην οποία καταλογίστηκε ευθύνη λόγω της ιδιότητάς της ως διαδόχου άλλης επιχείρησης. Κατ’ αυτές, παρά το γεγονός ότι η περίπτωση των Nexans France και Silec Cable ήταν παρεμφερής, δεν τους καταλογίστηκε τέτοια ευθύνη.

143

Η Επιτροπή και Pirelli αμφισβητούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

144

Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, Bolloré κατά Επιτροπής, T-372/10, EU:T:2012:325, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Ιανουαρίου 2016, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T‑409/12, EU:T:2016:17, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145

Εξάλλου, το Δικαστήριο πρόσφατα υπενθύμισε ότι, εφόσον μια επιχείρηση έχει παραβεί με τη συμπεριφορά της το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κύρωσης για τον λόγο ότι δεν επιβλήθηκε πρόστιμο σε άλλον επιχειρηματία. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο λόγω της συμμετοχής της σε σύμπραξη, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να ζητήσει την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου αυτού, για τον λόγο ότι σε άλλον μετέχοντα στην ίδια σύμπραξη δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις για μέρος ή για το σύνολο της συμμετοχής του στην εν λόγω σύμπραξη [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C-155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψεις 58 και 59, και της 9ης Μαρτίου 2017, Samsung SDI και Samsung SDI (Malaysia) κατά Επιτροπής, C‑615/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:190, σκέψεις 37 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

146

Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου. Συγκεκριμένα, τυχόν παρανομία διαπραχθείσα έναντι άλλης επιχείρησης, η οποία δεν μετέχει στην παρούσα διαδικασία, δεν μπορεί να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει δυσμενή διάκριση και, κατά συνέπεια, παρανομία σε βάρος των προσφευγουσών. Μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με την καθιέρωση της αρχής της «ίσης μεταχείρισης στην παρανομία» και στην επιβολή στην Επιτροπή της υποχρέωσης, εν προκειμένω, να αγνοήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει για την επιβολή κυρώσεων σε επιχείρηση που διέπραξε αξιόποινη παράβαση, για τον λόγο και μόνον ότι άλλη επιχείρηση που βρίσκεται ενδεχομένως σε παρόμοια κατάσταση παρανόμως διέλαθε της επιβολής τέτοιας κύρωσης. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τη σχετική με την αρχή της ίσης μεταχείρισης νομολογία, εφόσον μια επιχείρηση έχει παραβεί με τη συμπεριφορά της το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κύρωσης για τον λόγο ότι σε άλλους επιχειρηματίες δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εάν, όπως εν προκειμένω, η κατάσταση των άλλων επιχειρηματιών δεν έχει υποβληθεί στην κρίση του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, T-120/04, EU:T:2006:350, σκέψη 77).

147

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 139 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης καταλογίζοντας στην PirelliCSE και, κατά συνέπεια, στην PrysmianCS ευθύνη για τη συμμετοχή στην παράβαση για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή παρανόμως δεν καταλόγισε ευθύνη στις Nexans France και Silec Cable, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Γενικό Δικαστήριο, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 145 και 146 ανωτέρω, κρίνει ότι η ενδεχόμενη αυτή παρανομία, για την οποία δεν έχει κληθεί να αποφανθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προκαλέσει τη διαπίστωση δυσμενούς διάκρισης ούτε, συνεπώς, τη διαπίστωση παρανομίας σε βάρος των προσφευγουσών.

148

Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν καθόρισε τη μερίδα που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους συνοφειλέτες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους

149

Οι προσφεύγουσες, καθώς και η Goldman Sachs προβάλλουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει τη μερίδα που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους συνοφειλέτες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους. Κατά τις προσφεύγουσες, ο καθορισμός των μερίδων αυτών δεν είναι απαραίτητος σε περίπτωση που οι εταιρίες ανήκουν στον ίδιο όμιλο κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντιθέτως, εάν η οικονομική οντότητα που αποτελείται από τις εταιρίες αυτές δεν υφίσταται πλέον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η Επιτροπή υποχρεούται να καθορίσει τις μερίδες αυτές με την απόφασή της.

150

Η Επιτροπή και η Pirelli αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

151

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του δικαίου της Ένωσης περί αλληλέγγυας ευθύνης για την καταβολή του προστίμου, καθόσον απορρέει αυτοδικαίως από την έννοια της επιχείρησης, αφορά αποκλειστικώς την επιχείρηση και όχι τις εταιρίες που την αποτελούν (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C-625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 150 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152

Μολονότι από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει πλείονες εταιρίες στην καταβολή προστίμου αλληλεγγύως, εφόσον οι εταιρίες αυτές αποτελούν μέρος της ιδίας επιχείρησης, εντούτοις, βάσει του γράμματος της διάταξης αυτής όσο και του σκοπού που επιδιώκεται με τον μηχανισμό της αλληλέγγυας ευθύνης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εξουσία επιβολής κυρώσεων περιλαμβάνει, εκτός του καθορισμού της εξωτερικής σχέσεως της αλληλέγγυας ευθύνης, και τον καθορισμό της μερίδας που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους συνοφειλέτες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C-625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 151 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

153

Αντιθέτως, σκοπός του μηχανισμού της αλληλέγγυας ευθύνης είναι να αποτελεί ο μηχανισμός αυτός ένα επιπλέον νομικό μέσο στη διάθεση της Επιτροπής, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης της ως προς την είσπραξη των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι περιορίζεται έτσι ο κίνδυνος αφερεγγυότητας που αντιμετωπίζει η Επιτροπή ως δικαιούχος της αξίωσης που αντιστοιχεί στα πρόστιμα αυτά, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην επίτευξη του αποτρεπτικού σκοπού που επιδιώκεται εν γένει με το δίκαιο του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154

Ο καθορισμός, όμως, όσον αφορά την εσωτερική σχέση μεταξύ των αλληλέγγυων συνοφειλετών, της μερίδας που αναλογεί σε καθέναν από αυτούς δεν έχει σχέση με τον διττό σκοπό αυτό. Πρόκειται, πράγματι, για διαφορά που ανακύπτει σε μεταγενέστερο στάδιο, το οποίο, καταρχήν, δεν ενδιαφέρει πλέον την Επιτροπή, καθόσον της έχει καταβληθεί το σύνολο του προστίμου από έναν ή περισσότερους εκ των εν λόγω συνοφειλετών (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C-625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

155

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 151 έως 154 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να καθορίσει τη μερίδα που αναλογεί σε κάθε μία από τις προσφεύγουσες και τις παρεμβαίνουσες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης, οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες αποτελούσαν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, πράγμα που οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, μπορούσε να περιοριστεί στον καθορισμό του ποσού του προστίμου για την καταβολή του οποίου οι εταιρίες αυτές ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

156

Εξάλλου, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν συναποτελούσαν πλέον με τις παρεμβαίνουσες ενιαία οντότητα, δεν είναι ικανό να ανατρέψει το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 155 ανωτέρω.

157

Αφενός, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό προσκρούει στην έννοια καθαυτή της αλληλέγγυας ευθύνης. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι εγγενές χαρακτηριστικό του μηχανισμού της αλληλέγγυας ευθύνης είναι ότι η Επιτροπή δύναται να απευθυνθεί είτε στη μητρική εταιρία είτε στη θυγατρική, χωρίς να καθορίσει μερίδες κατά την έννοια που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες. Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, δεν υφίσταται «προτεραιότητα» όσον αφορά την επιβολή προστίμου στη μία ή την άλλη από τις εταιρίες αυτές (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Dow Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-499/11 P, EU:C:2013:482, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

158

Αφετέρου, εάν το επιχείρημα αυτό γινόταν δεκτό, θα θιγόταν ο σκοπός του μηχανισμού της αλληλέγγυας ευθύνης, ο οποίος, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 153 ανωτέρω νομολογία, συνίσταται στο να αποτελεί ο μηχανισμός αυτός ένα επιπλέον νομικό μέσο στη διάθεση της Επιτροπής τόσο για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς της στην είσπραξη των επιβαλλόμενων προστίμων όσο για την επίτευξη του αποτρεπτικού σκοπού που επιδιώκεται εν γένει με το δίκαιο του ανταγωνισμού.

159

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παρέβη, εν προκειμένω, τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, επειδή δεν καθόρισε τη μερίδα που αναλογεί σε κάθε μία από τις προσφεύγουσες και τις παρεμβαίνουσες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους.

160

Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ανεπάρκεια των αποδείξεων περί της υπάρξεως παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

161

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας που αντιβαίνει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ ούτε, συνεπώς, τη συμμετοχή τους σε αυτήν. Κατ’ αυτές, η ύπαρξη συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής» δεν τεκμηριώνεται από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ούτε, ως εκ τούτου, η ύπαρξη του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης», όπως περιγράφεται από την Επιτροπή.

162

Πρώτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής» στηρίζονται σε διάλληλο συλλογισμό, ο οποίος δεν τους αφήνει περιθώριο να αμυνθούν. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε άμεσα την ύπαρξη της εν λόγω αρχής. Περαιτέρω, βάλλουν κατά του ότι, ενώ η απουσία συζητήσεων σχετικά με τα ευρωπαϊκά έργα ερμηνεύεται ως ένδειξη για την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας, εντούτοις οι απόπειρες των ιαπωνικών και των νοτιοκορεατικών εταιριών να «εισέλθουν» στον ΕΟΧ δεν ερμηνεύονται ως ένδειξη ανταγωνισμού, αλλά ως παραβίαση της αρχής αυτής.

163

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, παρέθεσαν πολλές εναλλακτικές εξηγήσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και εξηγήσεις για το γεγονός ότι οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί αποθαρρύνονταν από τη συμμετοχή στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ.

164

Αφενός, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι οι τριμερείς συναντήσεις «A/R/K» σχετικά με τη συνεργασία στις εξαγωγές πραγματοποιούνταν από το 1998 έως 2005 μετά τη Super Tension Cables Export Agreement (συμφωνία για την εξαγωγή καλωδίων υπερυψηλής τάσης, στο εξής: STEA) και τη Sub-marine Cable Export Association (ένωση για την εξαγωγή υποβρύχιων καλωδίων, στο εξής: SMEA) και αφορούσαν έργα που εκτελέστηκαν ή επρόκειτο να εκτελεστούν εκτός του ΕΟΧ, αλλά δεν κατέληξαν στη σύναψη συμφωνίας.

165

Αφετέρου, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι υπήρχαν πολλά εμπόδια που δυσχέραιναν την άσκηση δραστηριότητας εντός του ΕΟΧ από τις ιαπωνικές και τις νοτιοκορεατικές εταιρίες, καθώς και την άσκηση δραστηριότητας από τις ευρωπαϊκές εταιρίες στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Ειδικότερα, τα εμπόδια συνίσταντο στη σημαντική διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών των έργων αυτών από χώρα σε χώρα, στις πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές, στο γεγονός ότι ορισμένοι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων αρνούνταν να συναλλαγούν με προμηθευτές που δεν διέθεταν αντιπρόσωπο με φυσική παρουσία στη χώρα και στο κόστος μεταφοράς. Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι, μετά την έναρξη της έρευνας, πολλές ιαπωνικές και νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις προέβησαν σε ενέργειες προκειμένου να «εισέλθουν» στον ΕΟΧ δεν αρκεί για την απόρριψη των επιχειρημάτων αυτών.

166

Τρίτον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», δεν μπορεί να τους προσάψει την ύπαρξη σύμπραξης για την ανάθεση έργων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

167

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

168

Επισημαίνεται, καταρχάς ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν επιχειρήματα με τα οποία επιχειρούν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή στήριξε τις διαπιστώσεις της αποκλειστικά στις αιτήσεις επιείκειας, πράγμα που, κατ’ αυτές, αποδεικνύει ότι δεν διενήργησε την έρευνα με την απαιτούμενη επιμέλεια. Όπως, όμως, προκύπτει από την εξέταση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης από την Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα ότι η Επιτροπή βασίστηκε εξ ολοκλήρου στις προφορικές δηλώσεις που συνέλεξε βάσει του προγράμματος επιείκειας, χωρίς να διενεργήσει αυτόνομη έρευνα, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία που προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση και, πιο συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο του σημείου 3 της απόφασης αυτής, όπου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 114 ανωτέρω, η Επιτροπή παρέθεσε πληθώρα διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων διά των οποίων τεκμηρίωσε τις διαπιστώσεις της όσον αφορά την επίμαχη σύμπραξη.

169

Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη της συμφωνίας «περί εθνικής περιοχής», υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 12 ανωτέρω, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις 76 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία, οι Νοτιοκορεάτες και οι Ιάπωνες παραγωγοί δεν έπρεπε ανταγωνίζονται τους Ευρωπαίους παραγωγούς στην ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή», όπως αυτή καθοριζόταν από τους μετέχοντες στη σύμπραξη, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των Ευρωπαίων παραγωγών να μην τους ανταγωνίζονται στις «εθνικές περιοχές», μεταξύ άλλων, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Η συμφωνία αυτή συνδεόταν με τη συμφωνία περί «περιοχών εξαγωγής», η οποία συνίστατο στην κατανομή μεταξύ, αφενός, των Ευρωπαίων παραγωγών και, αφετέρου, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών των έργων που βρίσκονταν εκτός των «εθνικών περιοχών» βάσει της «αναλογίας 60/40». Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 79 και 247 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε επί μακρόν μέρος της ευρωπαϊκής «εθνικής περιοχής», κατά την έννοια της εν λόγω συμφωνίας, και ότι τα έργα στην Ελλάδα συγκαταλέγονταν στην κατανομή των «περιοχών εξαγωγής».

170

Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες δεν είναι ευλόγως ικανά να κλονίσουν τις διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», καθώς και του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης.

171

Συγκεκριμένα, πρώτον, επισημαίνεται ότι η περιγραφή της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής» στις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητούνται κατά τρόπο συγκεκριμένο από τις προσφεύγουσες. Επιπλέον, η ύπαρξη της συμφωνίας τεκμηριώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που απαριθμούνται στο σημείο 3 της εν λόγω απόφασης, με τίτλο «Περιγραφή των πραγματικών περιστατικών», τα οποία επίσης δεν αμφισβητούνται από τις προσφεύγουσες με συγκεκριμένα στοιχεία. Εξάλλου, στις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 115 της απόφασης αυτής, η Επιτροπή συνοψίζει τα σχετικά με τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης» αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς οι προσφεύγουσες να επιδιώξουν να αποδείξουν το αντίθετο.

172

Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 493 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή συνοψίζει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν κατά την έρευνα, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» και τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», τα οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν με συγκεκριμένα επιχειρήματα, με εξαίρεση τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 234 της εν λόγω απόφασης, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, από την εξέταση των στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 493 της απόφασης αυτής προκύπτουν τα ακόλουθα:

πρώτον, οι μετέχοντες στη σύμπραξη προσχώρησαν ευθέως ή εμμέσως σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική διά των οποίων η ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή» προστατευόταν από τον ανταγωνισμό των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών προμηθευτών ηλεκτρικών καλωδίων, και αντιστρόφως (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο a, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

δεύτερον, τα μέλη R της σύμπραξης μετείχαν στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», στο πλαίσιο του οποίου κατανέμονταν οι περιοχές και οι πελάτες εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο b, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

τρίτον, πολλοί μετέχοντες στη σύμπραξη, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, συμφωνούσαν τις τιμές τις οποίες θα πρότειναν για τα υποβρύχια και τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια για έργα εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο d, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

τέταρτον, πολλοί μετέχοντες, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, εμπλέκονταν στην υποβολή εικονικών προσφορών, προς εξασφάλιση της συμφωνημένης κατανομής των έργων υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, περιλαμβανομένων των έργων εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο e, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

πέμπτον, πολλοί μετέχοντες, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, εμπλέκονταν στην ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών και στρατηγικών, όπως η παραγωγική ικανότητά τους ή το ενδιαφέρον τους για συγκεκριμένους διαγωνισμούς, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, έργα εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο f, της προσβαλλόμενης απόφασης)·

έκτον, πολλοί μετέχοντες, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, εμπλέκονταν σε πρακτικές για την ενίσχυση της σύμπραξης, περιλαμβανομένης της συλλογικής άρνησης προμήθειας εξαρτημάτων ή παροχής τεχνικής υποστήριξης σε ορισμένους ανταγωνιστές (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο g, της προσβαλλόμενης απόφασης)· και,

έβδομον, πολλοί μετέχοντες, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, επόπτευαν την εφαρμογή των συμφωνιών κατανομής και καθορισμού των τιμών, διά της ανταλλαγής φύλλων καταγραφής θέσης και πληροφοριών σχετικών με την αγορά και διά της επιβολής υποχρέωσης παροχής πληροφοριών, μεταξύ άλλων και για έργα εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 493, στοιχείο h, της προσβαλλόμενης απόφασης).

173

Τέλος, επισημαίνεται ότι, πέραν των διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» και τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», στην αιτιολογική σκέψη 493 της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται επίσης μνεία όλων των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τον κανόνα περί «περιοχών εξαγωγής», όπου υπήρχε επίσης εμπλοκή των προσφευγουσών.

174

Κατά συνέπεια, τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή και των οποίων την προσκόμιση ζήτησε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων κατά την έγγραφη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής» και του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης», καθώς και τη συμμετοχή των προσφευγουσών στην εν λόγω σύμπραξη, οι δε προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν, όπως αυτές υποστηρίζουν, τη διαπίστωση περί συμπτώσεως βουλήσεως όσον αφορά την εφαρμογή συμφωνίας σχετικής με τον ΕΟΧ.

175

Δεύτερον, τονίζεται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν, με τα δικόγραφά τους, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά περιορίζονται στην παράθεση μεμονωμένων αποσπασμάτων της, ιδίως των αιτιολογικών σκέψεων 78, 501 και 626 αυτής, προκειμένου να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των διαπιστώσεων σχετικά με την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής». Συναφώς, διαπιστώνεται ακόμη ότι, επιπλέον των εγγράφων που συνελέγησαν κατά τον έλεγχο και τα οποία επιβεβαιώνουν την εν λόγω ύπαρξη, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται πλείονα στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία που γνωστοποίησαν οι αιτούντες επιείκεια, τις προφορικές δηλώσεις και τις απαντήσεις στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

176

Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 626 της προσβαλλόμενης απόφασης παραπέμπει σε πολλές άλλες αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω απόφασης οι οποίες περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», ήτοι στις αιτιολογικές σκέψεις 306, 329, 353, 355, 357, 358, 380, 384, 386, 393, 428, και 437 της απόφασης αυτής, τις οποίες οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο. Περαιτέρω, στις αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι η συμφωνία αυτή εφαρμοζόταν στα ευρωπαϊκά έργα που αποτελούσαν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ Ευρωπαίων, Ιαπώνων και Νοτιοκορεατών επιχειρηματιών. Επιπλέον, όπως αναφέρει η Επιτροπή, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αντικρούουν το περιεχόμενο του αποσπάσματος της προφορικής δήλωσης της J-Power Systems, το οποίο παραθέτουν οι προσφεύγουσες προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους ότι οι επαφές μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικών καλωδίων σχετικά με τις «περιοχές εξαγωγής» διακόπηκαν στο τέλος του 2004. Είναι επίσης επαρκή για την αντίκρουση της εξήγησης που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με την οποία οι συναντήσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω παραγωγοί αποφάσισαν να συνεργαστούν στην αγορά αφορούσαν αποκλειστικώς έργα εκτός του ΕΟΧ.

177

Τρίτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 502 έως 509 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή παραθέτει στοιχεία με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει την εφαρμογή της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής» και του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης». Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες παραθέτουν αποσπάσματα των στοιχείων αυτών, χωρίς, όμως, να αμφισβητούν ειδικότερα τις οδηγίες που δόθηκαν στους Ασιάτες παραγωγούς προς διασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας. Εξάλλου, όπως τονίζει η Επιτροπή και όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ούτε τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενοι είχαν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους και ότι έλαβαν ορισμένες οργανωτικής και τεχνικής φύσεως προφυλάξεις προκειμένου να μην ανακαλυφθούν.

178

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αναλύσει τις συνέπειες της σύμπραξης, αρκεί η επισήμανση ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση των παραβάσεων λόγω του αντικειμένου, όπως είναι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση κατανομή της αγοράς (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 420 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι στο σημείο 3.3 της προσβαλλόμενης απόφασης παρατίθενται τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο, με τα οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί η εφαρμογή της σύμπραξης, καθώς και παραδείγματα, όπως είναι οι αιτιολογικές σκέψεις 113 και 114 της εν λόγω απόφασης. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, ακόμη και αν, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, ορισμένα από τα κατανεμηθέντα μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη έργα, τα οποία παρατίθενται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 192, 234, στοιχείο a, και 151 της απόφασης αυτής, δεν εκτελέστηκαν, από τη νομολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 645 της ίδιας απόφασης προκύπτει ότι, εφόσον μια συμφωνία με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο έχει εν μέρει έστω εφαρμοσθεί, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω συμφωνία δεν έχει αντίκτυπο στην αγορά (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, T-38/02, EU:T:2005:367, σκέψη 148). Επισημαίνεται ακόμη ότι, εν πάση περιπτώσει, τα έργα αυτά δεν είναι ικανά να κλονίσουν όλα τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή.

179

Πέμπτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, για λόγους τεχνικούς, εμπορικούς και ιστορικούς, οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί δεν είχαν κίνητρο να μετέχουν στον ανταγωνισμό για τα «ευρωπαϊκά έργα». Φρονούν ότι οι λόγοι αυτοί αποτελούν εύλογη εξήγηση των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

180

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, μια συμφωνία που αποσκοπεί στην προστασία των Ευρωπαίων παραγωγών εντός της Ένωσης από τον πραγματικό ή τον δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους αλλοδαπών παραγωγών, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού, εκτός αν υφίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά που αποκλείουν κάθε δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους αυτών των αλλοδαπών παραγωγών (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Toshiba κατά Επιτροπής, T-519/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:263, σκέψη 230).

181

Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί δεν ήταν δυνητικοί τουλάχιστον ανταγωνιστές των Ευρωπαίων παραγωγών εντός του ΕΟΧ.

182

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 658 της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσχώρηση στη συμφωνία είχε επανειλημμένα επιβεβαιωθεί από τους μετέχοντες, τα δε «μέλη A» και «R» της σύμπραξης αλληλοενημερώνονταν για τις προκηρύξεις διαγωνισμών που αφορούσαν τις «περιοχές» του ετέρου μέρους. Δεύτερον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 663 της εν λόγω απόφασης, οι Ευρωπαίοι πελάτες ζητούσαν συχνά από τους Ιάπωνες και τους Νοτιοκορεάτες παραγωγούς να υποβάλουν προσφορά για τα έργα τους. Επιπλέον, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις 231 και 279 της απόφασης αυτής, όπου παρατίθενται ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι είχε ζητηθεί η συμμετοχή δύο Ιαπώνων παραγωγών για έργα που επρόκειτο να εκτελεστούν εντός του ΕΟΧ, και συγκεκριμένα στην Ισπανία, στην Ιταλία,, στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τρίτον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 664 και 666 της ίδιας απόφασης, το ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι πελάτες μπορούσαν να έχουν διαφορετικές τεχνικές απαιτήσεις, ισχύει για όλους τους πιθανούς προμηθευτές, είτε Ευρωπαίους, είτε Ιάπωνες, είτε Νοτιοκορεάτες. Τέταρτον, όπως εκτέθηκε στην αιτιολογική σκέψη 666 της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής, πολλοί Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες παραγωγοί προέβησαν σε ενέργειες προκειμένου να μετάσχουν σε έργα τα οποία επρόκειτο να εκτελεστούν εντός του ΕΟΧ. Πέμπτον, επισημαίνεται ότι το 2001 και το 2005, μια νοτιοκορεατική επιχείρηση μετέσχε, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 661 της ίδιας απόφασης, σε έργα που επρόκειτο να εκτελεστούν εντός του ΕΟΧ και συνίσταντο στην πώληση συστημάτων ηλεκτρικών καλωδίων. Η συμμετοχή αυτή επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω επιχείρηση αποτελούσε τουλάχιστον δυνητικό ανταγωνιστή των Ευρωπαίων παραγωγών εντός του ΕΟΧ και ότι δεν υπήρχαν ανυπέρβλητα εμπόδια πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά.

183

Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η συμμετοχή Ιαπώνων και Νοτιοκορεατών παραγωγών σε έργα εντός του ΕΟΧ δεν ήταν τεχνικώς αδύνατη ούτε οικονομικώς μη βιώσιμη.

184

Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν επιτυγχάνουν να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι μετείχαν σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία, η οποία περιελάμβανε ειδικότερα τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής».

185

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

186

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της παράβασης

187

Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ημερομηνία έναρξης της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας, ιδίως όσον αφορά το διάστημα 1999-2000, το οποίο αποτελούσε, κατ’ αυτές, «αποκλειστικά στάδιο διαπραγμάτευσης». Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η παράβαση άρχισε κατά τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη (Ελβετία) και ότι κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι συνήφθη συμφωνία κατά τις τέσσερις άλλες συναντήσεις στις οποίες μετέσχε η Pirelli κατά τη διάρκεια του 1999 και του 2000.

188

Όσον αφορά, αφενός, τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το μόνο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στον φάκελο της Επιτροπής είναι ένα εσωτερικό σημείωμα του Y., υπαλλήλου της Sumitomo Electric Industries, το οποίο προσκομίσθηκε στο πλαίσιο της κοινής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου και θεωρήθηκε ως πλήρες πρακτικό της εν λόγω συνάντησης, παρά το γεγονός ότι δεν αναγράφεται σε αυτό το όνομα του συντάκτη του και ότι το σημείωμα δεν κοινοποιήθηκε σε άλλα πρόσωπα που παρέστησαν στην εν λόγω συνάντηση. Κατά τις προσφεύγουσες, πρόκειται για στοιχείο περιορισμένης αποδεικτικής αξίας, το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από τις προφορικές δηλώσεις της J-Power Systems ούτε από ευρύτερη δέσμη αποδεικτικών στοιχείων. Επισημαίνουν, επίσης, ότι στην αιτιολογική σκέψη 497 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρει ότι, κατά την εν λόγω συνάντηση, οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία όσον αφορά τον καθορισμό των «εθνικών περιοχών» και την κατανομή ποσοστώσεων για τα έργα εκτός των περιοχών αυτών. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, υπήρχε σύμπραξη ούτε ότι οι συμμετέχοντες εξάλειψαν ή περιόρισαν σημαντικά την αβεβαιότητα ως προς τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, η ανάλυση των παλαιότερων αποφάσεων της Επιτροπής εμφαίνει ότι η διαπίστωση ως προς το σημείο έναρξης μιας σύμπραξης ουδέποτε στηρίχθηκε σε στοιχεία με τόσο περιορισμένη τεκμηρίωση.

189

Όσον αφορά, αφετέρου, τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έχει τεκμηριωθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, τουλάχιστον για το διάστημα ως το τέλος του 2000, το ότι οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες παραγωγοί συμφώνησαν να εφαρμόσουν τον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης» ούτε η διαπίστωση περί εφαρμογής του «ευρωπαϊκού μηχανισμού» της εν λόγω σύμπραξης. Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 24 Μαΐου 1999 στην Κουάλα Λουμπούρ (Μαλαισία), στις 3 και 4 Ιουνίου στο Τόκιο (Ιαπωνία), στις 26 Ιουλίου 1999 στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), στις 19 Οκτωβρίου 1999 στην Κουάλα Λουμπούρ, την 1η και στις 2 Μαρτίου 2000 στο Τόκιο, στις 11 Μαΐου 2000 στο Παρίσι (Γαλλία), τον Ιούλιο στο Μιλάνο ή στο Λονδίνο και στις 29 Νοεμβρίου 2000 στην Κουάλα Λουμπούρ.

190

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

191

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαγορεύει τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, ιδίως δε εκείνες που συνίσταται στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.

192

Για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αρκεί οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο. Μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάπτεται συμφωνία, όταν υπάρχει επί της αρχής σύμπτωση βουλήσεων για περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και αν τα συγκεκριμένα στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, T-186/06, EU:T:2011:276, σκέψεις 85 και 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεν είναι απαραίτητο, συναφώς, να εξεταστεί εάν οι επιχειρήσεις έχουν αναλάβει νομική, εν τοις πράγμασι ή ηθική δέσμευση να ακολουθήσουν τη συμφωνηθείσα μεταξύ τους συμπεριφορά (αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, Mayr-Melnhof κατά Επιτροπής, T-347/94, EU:T:1998:101, σκέψη 65, και της 8ης Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής, T-54/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:255, σκέψη 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193

Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής καλύπτει μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξία σύμβασης, αντικαθιστά εσκεμμένα τους κινδύνους του ανταγωνισμού με τη μεταξύ τους πρακτική συνεργασία (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, T‑186/06, EU:T:2011:276, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

194

Επομένως, το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Η γνωστοποίηση πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας αντίθετης στον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της ύπαρξης εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, T-186/06, EU:T:2011:276, σκέψεις 88 και 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

195

Επιπλέον, οι έννοιες «συμφωνία» και «εναρμονισμένη πρακτική» του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καταλαμβάνουν, από υποκειμενική άποψη, μορφές συμπαιγνίας της ίδιας φύσης οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται. Αρκεί, συνεπώς, να αποδειχθεί η συνδρομή των συστατικών στοιχείων της μιας ή της άλλης μορφής παράβασης, από αυτές που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη, προκειμένου η διάταξη αυτή να εφαρμοστεί (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay κατά Επιτροπής, C-455/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:796, σκέψη 53).

196

Από τη νομολογία προκύπτει, ακόμη, ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της σύμπραξης, αλλά και τη διάρκειά της (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2005, ThyssenKrupp κατά Επιτροπής, C-65/02 P και C-73/02 P, EU:C:2005:454, σκέψη 31).

197

Η Επιτροπή υποχρεούται να παραθέσει ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία που να αποδεικνύουν την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πλην όμως δεν είναι απαραίτητο έκαστο από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία να πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια ως προς κάθε στοιχείο της παράβασης. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων την οποία επικαλείται το όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Επομένως, οι ενδείξεις που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της παράβασης της διάταξης αυτής από επιχείρηση δεν πρέπει να αξιολογηθούν μεμονωμένα, αλλά συνολικά (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-562/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1078, σκέψεις 152 και 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

198

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά εξεταζόμενες και ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, δύνανται να αποτελέσουν απόδειξη της παράβασης των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Total Marketing Services κατά Επιτροπής, C-634/13 P, EU:C:2015:614, σκέψη 26).

199

Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις 138 και 506 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η σύμπραξη για την οποία γίνεται λόγος στην απόφαση άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου 1999, όταν οι εκπρόσωποι τεσσάρων Ιαπώνων προμηθευτών ηλεκτρικών καλωδίων, των Furukawa Electric, Fujikura, Sumitomo Electric Industries και Hitachi Cable, και οι εκπρόσωποι δύο Ευρωπαίων προμηθευτών ηλεκτρικών καλωδίων, ο ένας εκ των οποίων ήταν η Pirelli, συναντήθηκαν σε ξενοδοχείο στη Ζυρίχη. Οι προσφεύγουσες δεν μετείχαν οι ίδιες στη συνάντηση, πλην όμως υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, υπέχουν ευθύνη, ως διάδοχοι της Pirelli, για τη συμμετοχή στη συνεδρίαση αυτή.

200

Η Επιτροπή στηρίζει τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 199 ανωτέρω σε πλείονα πραγματικά στοιχεία τα οποία συνοψίζονται ως εξής.

201

Καταρχάς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σύμπραξη την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση προήλθε από δύο καθεστώτα εξαγωγής που προέκυψαν από τις συμφωνίες STEA και SMEA, οι οποίες συνάφθηκαν από τους κύριους Ευρωπαίους προμηθευτές ηλεκτρικών καλωδίων στη δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο της International Cable Development Corporation (διεθνούς εταιρίας για την ανάπτυξη των καλωδίων). Κατά την αιτιολογική σκέψη 64 της εν λόγω απόφασης, με τις συμφωνίες STEA και SMEA καθορίστηκε το αρχικό πλαίσιο για την υποβολή προσφορών και την ανάθεση συμβάσεων και έργων υπόγειων και υποβρύχιων καλωδίων υψηλής τάσης εκτός των «εθνικών περιοχών» των εταιριών που είχαν συνάψει τις συμφωνίες αυτές. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή αναφέρει, χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν, ότι από την έρευνα προέκυψε η ύπαρξη άγραφης σύμβασης μεταξύ Ευρωπαίων, Ιαπώνων και Νοτιοκορεατών παραγωγών, με την οποία οι τρεις ομάδες παραγωγών δεσμεύονταν να μη συμμετέχουν στον ανταγωνισμό εντός των αντίστοιχων «εθνικών περιοχών». Σε άλλες περιοχές, σκοπός των παραγωγών ήταν η κατανομή των έργων μεταξύ τους, με αναλογία περίπου 60 % των έργων για τους Ευρωπαίους παραγωγούς και 40 % των έργων για τους Ιάπωνες παραγωγούς. Για την οργάνωση της κατανομής, ορίστηκαν για κάθε ομάδα ένας πρόεδρος και ένας γραμματέας (ή συντονιστής). Οι μετέχοντες στις εν λόγω συμφωνίες και οι συμβαλλόμενοι στην προαναφερθείσα άγραφη σύμβαση στους οποίους περιέρχονταν αιτήματα πελατών σχετικά με πιθανά έργα υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων ήταν υποχρεωμένοι να γνωστοποιήσουν τα αιτήματα αυτά στον Ιάπωνα ή τον Ευρωπαίο γραμματέα, εφόσον το είδος και το μήκος των ηλεκτρικών καλωδίων πληρούσαν ορισμένα κριτήρια. Εν συνεχεία, οι γραμματείς ή συντονιστές συζητούσαν και συμφωνούσαν σε ποια ομάδα παραγωγών θα ανετίθετο το έργο.

202

Διαπιστώνεται ότι η σύμπραξη την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση λειτουργούσε κατά τα περιγραφόμενα στη σκέψη 201 ανωτέρω.

203

Εν συνεχεία, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συμφωνίες STEA και SMEA, καθώς και η συνοδευτική αυτών άγραφη σύμβαση έπαυσαν να ισχύουν στα τέλη του 1997. Η Επιτροπή παραθέτει αποδείξεις οι οποίες δεν αντικρούονται από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες και από τις οποίες προκύπτει, αφενός, ότι οι εταιρίες που συνήψαν τις συμφωνίες αυτές είχαν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα τους και, αφετέρου, ότι σκόπευαν να προβούν σε αναδιοργάνωση των εν λόγω συμφωνιών στο μέλλον. Παρέθεσε ακόμη, στις αιτιολογικές σκέψεις 119, 121 έως 136 της προσβαλλόμενης απόφασης και στα σημεία 3 έως 15 του παραρτήματος I της απόφασης αυτής, αποδείξεις που επιβεβαιώνουν ότι οι εν λόγω εταιρίες συνέχισαν τις συναντήσεις και τις συζητήσεις με αντικείμενο τις επιπτώσεις της λύσης των εν λόγω συμφωνιών και τη δυνατότητα σύναψης νέας συμφωνίας. Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι συμμετείχαν σε έντεκα συναντήσεις με τους λοιπούς Ιάπωνες προμηθευτές που διοργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του 1998 και σε συνάντηση που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 1998 στην Kuala Lumpur, στην οποία μετέσχαν, μεταξύ άλλων, οι Pirelli, Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable, Furukawa Electric, Fujikura και μια άλλη ευρωπαϊκή εταιρία.

204

Σημειωτέον ότι, κατά τη διάρκεια μιας από τις συναντήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 203 ανωτέρω, διεξήχθη συζήτηση της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς οι προσφεύγουσες να το αμφισβητήσουν, σχετικά με ένα έργο ηλεκτρικών καλωδίων που επρόκειτο να εκτελεσθεί στη Σιγκαπούρη, το οποίο είχε αρχικώς ανατεθεί στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πριν από τη λύση των συμφωνιών STEA και SMEA και ως προς το οποίο διατυπώθηκαν επικρίσεις σε βάρος της Furukawa Electric επειδή είχε υποβάλει χαμηλή προσφορά. Στο πλαίσιο των επικρίσεων αυτών, επισημάνθηκε ότι τέτοιες συμπεριφορές ενδέχεται να οδηγήσουν σε ναυάγιο το «μελλοντικό υπό συζήτηση σχέδιο [μεταξύ Ευρωπαίων και Ιαπώνων παραγωγών]».

205

Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε τη διεξαγωγή έξι τακτικών συναντήσεων κατά τη διάρκεια του 1999 μεταξύ των εκπροσώπων των Pirelli, Fujikura, Furukawa Electric, Hitachi Cable και Sumitomo Electric Industries, μεταξύ άλλων. Τις συναντήσεις αυτές ακολούθησαν άλλες συναντήσεις μεταξύ Ιαπώνων και Ευρωπαίων προμηθευτών, καθώς και πλείονες διμερείς συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2000. Από σύγχρονες των συναντήσεων σημειώσεις, τις οποίες παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 137, 141, 143, 144 και 154 της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι επρόκειτο για συναντήσεις με θέμα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, καθώς αφορούσαν τη σύναψη και τη λειτουργία συμφωνίας για την κατανομή των αγορών, με δομή αντίστοιχη προς αυτή των συμφωνιών STEA και SMEA. Οι μετέχοντες στις συναντήσεις αυτές συζητούσαν σχετικά με κανόνες κατανομής των αγορών, τον καθορισμό των «εθνικών περιοχών», τις ποσοστώσεις κατανομής των έργων που διεξάγονταν στις «περιοχές εξαγωγής», την ισχύ των ηλεκτρικών καλωδίων που καλύπτονταν από τη συμφωνία, τον ορισμό συντονιστών ανά περιοχή, καθώς και τις νέες επιχειρήσεις που έπρεπε να προσχωρήσουν στις συζητήσεις, προς εξασφάλιση της αποτελεσματικότερης λειτουργίας της νέας συμφωνίας.

206

Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με την κοινή τους αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, οι J-Power Systems, Sumitomo Electric Industries και Hitachi Cable επιβεβαίωσαν ότι, κατά την αρχική περίοδο λειτουργίας της σύμπραξης, τουλάχιστον η Sumitomo Electric Industries τηρούσε τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής», μεριμνώντας ώστε οι προτάσεις για ορισμένα ευρισκόμενα σε ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή» έργα να μην απευθύνονται σε αυτήν, αλλά σε ευρωπαϊκές εταιρίες.

207

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, πραγματοποιήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη η συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας ο Y., υπάλληλος της Sumitomo Electric Industries, κράτησε τις σημειώσεις που παραθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 137 της εν λόγω απόφασης. Από τις σημειώσεις αυτές, στις οποίες αναγράφεται με σαφήνεια ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, οπότε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τις προσφεύγουσες ότι πρόκειται για σημειώσεις σύγχρονες με τη συνάντηση αυτή, προκύπτει ότι η συνάντηση αφορούσε τους όρους που διείπαν τη σύμπραξη σχετικά με τα έργα υποθαλάσσιων ηλεκτρικών καλωδίων, δηλαδή, τις ποσοστώσεις που έπρεπε να απονεμηθούν στις ομάδες Ευρωπαίων και Ιαπώνων κατασκευαστών, την κατανομή των «εθνικών περιοχών» ανάλογα με την τοποθεσία των εγκαταστάσεων παραγωγής των επιχειρήσεων, καθώς και την παρακολούθηση και την επίβλεψη της τήρησης των ποσοστώσεων στις «περιοχές εξαγωγής» μέσω των φύλλων καταγραφής θέσης. Οι μετέχοντες συζήτησαν επίσης για την προσχώρηση της ABB και των ιαπωνικών επιχειρήσεων SWCC Showa Holdings και Mitsubishi Cable Industries στη συμφωνία και εξέτασαν το ζήτημα του προστίμου που είχε επιβληθεί στην ΑΒΒ για τη συμμετοχή στη σύμπραξη των προμονωμένων σωλήνων, καθιστώντας εμφανές ότι είχαν, ως εκ τούτου, επίγνωση ορισμένων σχετικών κινδύνων.

208

Όσον αφορά τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη, η Επιτροπή ανέφερε στην αιτιολογική σκέψη 497 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για ορισμένες από τις πτυχές που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή. Συγκεκριμένα, από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της προφορικής δήλωσης της J-Power Systems και από τις γραπτές σημειώσεις από την εν λόγω συνάντηση προκύπτει ότι οι μετέχοντες δεν συμφώνησαν ως προς την εφαρμοστέα ποσόστωση («αναλογία 60/40» ή «αναλογία 70/30») για τις «περιοχές εξαγωγής» και δεν κατέληξαν σε οριστικές αποφάσεις όσον αφορά το εάν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στις «εθνικές περιοχές» η Σουηδία (έδρα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της ΑΒΒ), η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η συνάντηση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της παράβασης. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 506 της εν λόγω απόφασης, αναφέρει τα εξής:

«Δεδομένης […] της συμπεριφοράς που υιοθετήθηκε πριν τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, όταν τα μέρη αναμφισβήτητα σχεδίαζαν την εκ νέου εφαρμογή των προγενέστερων συμφωνιών τους, και […] της συμπεριφοράς που υιοθέτησαν μετά τη συνάντηση αυτή, όταν προέβαιναν απροκάλυπτα σε αναθέσεις έργων στις περιοχές εξαγωγής, σέβονταν τις αντίστοιχες εθνικές περιοχές και σκόπευαν να ζητήσουν και από άλλες εταιρίες να προσχωρήσουν στο “σχέδιο” […], ευλόγως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 αποδεικνύει ότι την εποχή εκείνη υπήρχε κοινή βούληση για κατανομή των αγορών και των πελατών και για νόθευση της συνήθους λειτουργία του ανταγωνισμού στο πλαίσιο έργων που αφορούσαν τόσο τα [υπόγεια] όσο και τα [υποβρύχια] καλώδια. Από την ημερομηνία τουλάχιστον αυτή, υπήρχε, μεταξύ των μετεχόντων, επί της αρχής σύμπτωση βουλήσεων για περιορισμό του ανταγωνισμού. Συνεπώς, τα μέρη συνήψαν συμφωνία με την οποία έθεσαν σε εφαρμογή μια εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], έστω και αν ορισμένα επιμέρους στοιχεία της σύμπραξης εξακολουθούσαν την εποχή εκείνη να αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων.»

209

Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 192 έως 198 ανωτέρω, η διαπίστωση της Επιτροπής ως προς το περιεχόμενο της συνάντησης της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη, το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 506 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν περιέχει νομικά σφάλματα ή σφάλματα εκτίμησης.

210

Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμον και έχοντας ορθώς λάβει υπόψη της το πλαίσιο της λύσης της STEA και της SMEA, στις οποίες μετείχε η Pirelli, ότι από το 1998 και μετά οι μετέχοντες στις συμφωνίες αυτές, ήτοι οι κυριότεροι Ευρωπαίοι και Ιάπωνες προμηθευτές υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, άρχισαν εκ νέου διαπραγματεύσεις για την επίτευξη νέας συμφωνίας και ότι, με την πάροδο του χρόνου, κατόρθωσαν να θέσουν σε εφαρμογή την εν λόγω νέα συμφωνία. Το έγγραφο σημείωμα από τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη, το πρώτο όπου παρουσιάζονται πλήρως τα θεμέλια της νέας αυτής συμφωνίας, επιβεβαιώνει ότι, κατά τον χρόνο κατάρτισης του σημειώματος, οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην εν λόγω συνάντηση αποδέχθηκαν ως βασική μάλιστα αρχή την κατανομή των αγορών όσον αφορά τόσο τις «περιοχές εξαγωγής» όσο και τις «εθνικές περιοχές». Η ύπαρξη της αρχής αυτής, καθώς και η τήρησή της από τις εταιρίες που είχαν συνάψει τις συμφωνίες STEA και SMEA επιβεβαιώνεται από τη συζήτηση στην οποία μετείχαν οι προσφεύγουσες και της οποίας το περιεχόμενο παρατίθεται στη σκέψη 204 ανωτέρω.

211

Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τα προπαρασκευαστικά στάδια αυτής καθαυτή της δημιουργίας της σύμπραξης, προκειμένου να αντλήσει στοιχεία για την προτέρα οικονομική κατάσταση, η οποία εξηγεί τη δημιουργία της σύμπραξης, ή να αξιολογήσει τον ρόλο που είχε καθένα από τα συμπράττοντα μέρη στον σχεδιασμό, τη δημιουργία και την εφαρμογή της (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, Coats Holdings κατά Επιτροπής, T-439/07, EU:T:2012:320, σκέψη 60).

212

Αφετέρου, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 498 της προσβαλλόμενης απόφασης, το κρίσιμο ζήτημα για την εκτίμηση του περιεχομένου της συνάντησης της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη δεν είναι το εάν κατά την ημερομηνία αυτή οι έξι εταιρίες που συμμετείχαν στη συνάντηση κατέληξαν σε οριστικές αποφάσεις για όλα τα στοιχεία της συμφωνίας, αλλά το εάν οι εταιρίες αυτές είχαν τη δυνατότητα, λόγω της συμμετοχής τους στις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της συνάντησης, να εξαλείψουν ή, τουλάχιστον, να περιορίσουν την αβεβαιότητα ως προς την αναμενόμενη συμπεριφορά τους στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T-53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 182 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

213

Κατά συνέπεια, η χρήση της δυνητικής έγκλισης και του μέλλοντα χρόνου στις σημειώσεις που κράτησε ο Υ, καθώς και η δήλωσή του ότι καμία συμφωνία δεν συνήφθη ακόμη και μετά τη συνάντηση που διοργανώθηκε τον Οκτώβριο του 1999 στην Κουάλα Λουμπούρ δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία ώστε να γίνει δεκτό ότι στις 18 Φεβρουαρίου 1999 οι εταιρίες που μετείχαν στη συνάντηση της Ζυρίχης δεν είχαν ακόμη παραβεί το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, όσον αφορά την αμφισβήτηση, εκ μέρους των προσφευγουσών, της αποδεικτικής αξίας των σημειώσεων του Y., με το επιχείρημα ότι επρόκειτο για εσωτερικό έγγραφο της J-Power Systems, το οποίο, κατ’ αυτές, δεν επιβεβαιώνεται από τις σημειώσεις άλλων μετεχόντων στη συνάντηση, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το γεγονός ότι πρόκειται για εσωτερικό έγγραφο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να το επικαλεστεί ως ενοχοποιητικό στοιχείο προς ενίσχυση άλλων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως στο πλαίσιο μιας ευρύτερης δέσμης συγκλινόντων αποδεικτικών στοιχείων (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κατά Επιτροπής, T‑67/00, T-68/00, T-71/00 και T-78/00, EU:T:2004:221, σκέψη 231). Συναφώς, επισημαίνεται επιπλέον ότι, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμά της, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις σημειώσεις του Y., αλλά και, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 201 έως 206 ανωτέρω, στο γενικό πλαίσιο, το οποίο στηρίζεται σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά ιδίως με τη συμπεριφορά των μετεχόντων στη σύμπραξη πριν και μετά την τελευταία αυτή συνάντηση. Τέλος, αντιθέτως προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, η αποδεικτική αξία των επίμαχων σημειώσεων δεν αποδυναμώνεται από γεγονός ότι ερμηνεύθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από τον συντάκτη τους βάσει «μακρινών αναμνήσεων», όπως διατείνονται. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ερμηνεία των εν λόγω σημειώσεων μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν θίγει την αποδεικτική τους αξία ως σύγχρονων με τα πραγματικά περιστατικά γραπτών στοιχείων.

214

Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα διάφορα στοιχεία σχετικά με το πλαίσιο της συνάντησης της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη, περιλαμβανομένων των μεταγενέστερων συζητήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, επιβεβαιώνουν ότι, κατά την αρχική περίοδο της σύμπραξης, οι κύριοι Ευρωπαίοι και Ιάπωνες προμηθευτές υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, περιλαμβανομένης της Pirelli, είχαν κοινή βούληση να προχωρήσουν σε κατανομή των αγορών σύμφωνα με το σύστημα της STEA και της SMEA, και ότι, επιπλέον, έθεσαν σε εφαρμογή την εν λόγω κατανομή της αγοράς. Τούτο αφορά κυρίως τα έργα για τα οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία ανετίθεντο στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βάσει της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής».

215

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι στις 18 Φεβρουαρίου 1999 οι κυριότεροι Ιάπωνες και Ευρωπαίοι προμηθευτές υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, είχαν κοινή βούληση να περιορίσουν τον ανταγωνισμό διά της κατανομής των αγορών. Δεν είναι, συνεπώς, εσφαλμένη η διαπίστωση ότι η προσαπτόμενη στις προσφεύγουσες παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, άρχισε την ημερομηνία αυτή.

216

Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σύμφωνα με τα οποία δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2000, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 στη Ζυρίχη σηματοδοτεί την έναρξη της παράβασης, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι αλυσιτελή.

217

Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέος.

Επί του ογδόου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό των επιβληθέντων προστίμων

218

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ο καθορισμός των δικαιωμάτων εισόδου ήταν δυσανάλογα. Αφετέρου, προβάλλουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υψηλότερο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων απ’ ό,τι για τις ιαπωνικές, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

219

Πριν εξεταστούν τα δύο σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή μπορεί, με απόφασή της, να επιβάλει στις επιχειρήσεις που έχουν παραβεί, εκ δόλου ή εξ αμελείας, τις διατάξεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρόστιμα των οποίων το ύψος καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη τόσο της σοβαρότητας όσο και της διάρκειας της παράβασης.

220

Σύμφωνα με τις παραγράφους 19 έως 22 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, η μία από τις δύο παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου είναι το ποσοστό επί της αξίας των οικείων πωλήσεων, το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παράβασης. Η εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης. Για να αποφασίσει το ύψος του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της διάφορες παραμέτρους, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

221

Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, T-352/09, EU:T:2012:673, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 14ης Μαρτίου 2013, Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, T-588/08, EU:T:2013:130, σκέψη 662 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, κατά τον έλεγχο του ύψους του προστίμου, ο δικαστής δεν μπορεί να στηριχθεί στην εν λόγω διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων ούτε όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να αποφύγει την άσκηση ενδελεχούς νομικού και ουσιαστικού ελέγχου του ύψους του προστίμου, (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑272/09 P, EU:C:2011:810, σκέψη 102). Ομοίως, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, στις οποίες συγκαταλέγονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, όπως αυτές ερμηνεύονται από τα δικαστήρια της Ένωσης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Novácke chemické závody κατά Επιτροπής, T-352/09, EU:T:2012:673, σκέψη 44).

222

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα με τις αιτιολογικές σκέψεις 997 έως 1010 αυτής, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, όσον αφορά το βασικό ποσό του προστίμου και τον προσδιορισμό της σοβαρότητας, η παράβαση συγκαταλέγεται, ως της φύσεώς της, στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού, πράγμα που δικαιολογεί την εφαρμογή ποσοστού 15 %. Επίσης, προσαύξησε κατά 2 % το ποσοστό αυτό ως προς όλους τους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω του συνολικού μεριδίου της αγοράς που αυτοί κατείχαν, καθώς και λόγω της σχεδόν παγκόσμιας γεωγραφικής έκτασης της σύμπραξης, η οποία κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το σύνολο του ΕΟΧ. Περαιτέρω, εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ήταν περισσότερο επιζήμια για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, διότι, πέραν της συμμετοχής τους στον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης», οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν κατανείμει μεταξύ τους έργα τοποθέτησης ηλεκτρικών καλωδίων στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού» της εν λόγω σύμπραξης. Για τον λόγο αυτόν, όρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης σε 19 % για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και σε 17 % για τις λοιπές επιχειρήσεις.

223

Υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο των δύο προβαλλόμενων από τις προσφεύγουσες σκελών του όγδοου λόγου ακυρώσεως.

– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

224

Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το πλαίσιο της παράβασης κατά το στάδιο καθορισμού του προστίμου. Ειδικότερα, θεωρούν, καταρχάς, ότι το βασικό ποσό έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προσαρμογής, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της περιορισμένης έκτασης της παράβασης, καθώς και της μη επέλευσης πραγματικών αποτελεσμάτων εντός του ΕΟΧ. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η παράβαση δεν επηρέασε την πλειονότητα των πωλήσεων ηλεκτρικών καλωδίων για τις οποίες γίνεται λόγος στην ανακοίνωση αιτιάσεων και ότι η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία για την οποία κατηγορούνται δεν είχε κανένα αποτέλεσμα επί των τελικών καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τις τιμές που χρεώθηκαν σε αυτούς. Φρονούν, ακόμη, ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της τη σταδιακή κατάργηση της σύμπραξης μετά το 2004. Τέλος, προβάλλουν ότι, λόγω της επίδρασης άσχετων με τη σύμπραξη περιστάσεων, όπως είναι το κόστος των πρώτων υλών, τα αποτελέσματα της σύμπραξης αποδυναμώθηκαν.

225

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

226

Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών περί περιορισμένης έκτασης της παράβασης, επισημαίνεται ότι είναι αυτό απορριπτέο κατά το μέρος που στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής». Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το συμπέρασμα που διατυπώθηκε στη σκέψη 184 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμμετοχής τους σε αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία, η οποία περιελάμβανε ειδικότερα τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής». Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται ότι η σύμπραξη δεν ήταν περιορισμένης έκτασης, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

227

Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1001 της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω της φύσεως και μόνον της παράβασης στην οποία μετείχαν οι προσφεύγουσες και η οποία συνίστατο στην κατανομή των αγορών στον κλάδο των υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, δικαιολογείται εν προκειμένω η εφαρμογή ποσοστού 15 %. Πράγματι η παράβαση αυτή συγκαταλέγεται στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού, κατά την έννοια της παραγράφου της παραγράφου 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, το δε ποσοστό 15 % βρίσκεται στη χαμηλότερη βαθμίδα της κλίμακας των προβλεπόμενων από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές κυρώσεων για τέτοιες παραβάσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Laufen Austria κατά Επιτροπής, C-637/13 P, EU:C:2017:51, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

228

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η σύμπραξη δεν είχε επιπτώσεις στην αγορά, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση αποτελεί παράβαση λόγω του αντικειμένου, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με πάγια νομολογία, να αποδείξει τα αποτελέσματά της (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Expedia, C-226/11, EU:C:2012:795, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 178 ανωτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εφόσον μια συμφωνία με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο έχει εν μέρει έστω εφαρμοσθεί, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω συμφωνία δεν έχει αντίκτυπο στην αγορά (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, T-38/02, EU:T:2005:367, σκέψη 148).

229

Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι μια αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία η οποία δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως και η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε καμία επίπτωση στις τιμές που καταβάλλουν οι πελάτες, πρέπει να θεωρείται λιγότερο σοβαρή από μια συμφωνία που έχει πλήρως εφαρμοστεί και έχει προκάλεσε αύξηση των τιμών, με συνέπεια να βλάπτονται οι πελάτες.

230

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πλειονότητα των επιχειρημάτων των προσφευγουσών σχετίζεται με το κριτήριο του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά, ειδικότερα επί των τιμών που καταβάλλουν οι τελικοί πελάτες, αντίκτυπος ο οποίος, εφόσον ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί, μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου, σύμφωνα με το σημείο 1Α των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3). Ωστόσο, σύμφωνα με το γράμμα καθεαυτό της παραγράφου 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων, οι οποίες έχουν εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή δεν οφείλει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη της τις πραγματικές επιπτώσεις στην αγορά ή την απουσία επιπτώσεων ως επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση, αντιστοίχως, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης ενόψει του υπολογισμού του προστίμου. Αρκεί, όπως εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 222 ανωτέρω, το επίπεδο του καθοριζόμενου από την Επιτροπή ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη να δικαιολογείται από άλλα στοιχεία ικανά να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όπως είναι το είδος καθεαυτό της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, και η γεωγραφική έκτασή του. Επομένως, εφόσον, με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αποδείξουν ότι η σύμπραξη, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση των μελών της, δεν ανέπτυξε τα αποτελέσματά της ούτε επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

231

Εφόσον θεωρηθεί ότι, με την επιχειρηματολογία τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την υλοποίηση της παράβασης, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει ωσαύτως να απορριφθεί.

232

Πράγματι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 178 ανωτέρω, δεν είναι εσφαλμένη η διαπίστωση που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 1009 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η σύμπραξη τέθηκε εξ ολοκλήρου σε εφαρμογή και ότι η προσχώρηση των μερών σε αυτήν ελεγχόταν διά της ανταλλαγής φύλλων καταγραφής θέσης και διά της επιβολής της υποχρέωσης υποβολής εκθέσεων. Από το σύνολο των παρατηρήσεων διά των οποίων επιχειρείται να αποδειχθεί η ύπαρξη της παράβασης, οι οποίες παρατίθενται ιδίως στα σημεία 3.3 και 3.4 της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν αμφισβητούνται εμπεριστατωμένα από τις προσφεύγουσες, προκύπτει ότι, μετά από μια αρχική περίοδο εκπόνησης των κανόνων μιας νέας συμφωνίας σχετικά με την κατανομή των αγορών μεταξύ των επιχειρήσεων κατασκευής υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων, οι επιχειρήσεις αυτές ακολουθούσαν εν γένει και κατά το μεγαλύτερο μέρος της κρίσιμης χρονικής περιόδου τις απορρέουσες από την εν λόγω συμφωνία επιταγές οι οποίες αφορούσαν την αμοιβαία απόσυρσή τους από τις «εθνικές περιοχές», την κατανομή των «περιοχών εξαγωγής» και την ανάθεση έργων στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης».

233

Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παράβασης, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της τη σημαντική χαλάρωση της σύμπραξης μετά το 2004. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν κατά τρόπο συγκεκριμένο, επρόκειτο για παράβαση ενιαία και διαρκή και ότι οι αποδείξεις που συγκέντρωσε η Επιτροπή δεν περιέχουν μνεία περί διακοπής της σύμπραξης πριν το 2009.

234

Τέταρτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 998 έως 1010 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή αύξησε κατά 2 % το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων για όλες τις επιχειρήσεις, αφενός, λόγω του συνολικού μεγέθους του μεριδίου αγοράς όλων των επιχειρήσεων και, αφετέρου, λόγω της γεωγραφικής έκτασης της παράβασης. Προβάλλουν ότι, όσον αφορά το μέγεθος του συνολικού μεριδίου αγοράς, η αύξηση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη, λόγω των μεταβολών που επήλθαν ως προς ορισμένους από τους μετέχοντες, και, ιδίως, λόγω του ότι ορισμένες επιχειρήσεις συνέπραξαν στην παράβαση πολύ μετά τις 18 Φεβρουαρίου 1999 και έπαυσαν τη συμμετοχή τους σε αυτήν πριν την καταληκτική ημερομηνία της 28ης Ιανουαρίου 2009.

235

Συναφώς, επισημαίνεται ότι ορθώς μεν οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν συμμετείχαν όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στη σύμπραξη καθ’ όλη της διάρκειά της, πλην όμως, αφενός, στη σύμπραξη μετείχαν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής της οι κυριότεροι Ευρωπαίοι και Ιάπωνες παραγωγοί υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης. Εξάλλου, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, από τα τέλη του 2001 έως το 2006, η σύμπραξη ενισχύθηκε λόγω της συμμετοχής μικρότερων Ευρωπαίων προμηθευτών, όπως οι Brugg Kabel, nkt cables, Safran και Silec Cable, και λόγω της συμμετοχής των Νοτιοκορεατών προμηθευτών κατά το διάστημα από τα τέλη του 2002 έως τα μέσα του 2005. Αφετέρου, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, χωρίς οι προσφεύγουσες να την αντικρούσουν, είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός των επιχειρήσεων της αγοράς που δεν συμπεριλαμβάνονται στους αποδέκτες της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό, κατόπιν διεξοδικής εξέτασης, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα ότι οι αποδέκτες της απόφασης αποτελούσαν το σύνολο σχεδόν των παραγωγών υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης. Εξίσου ορθή ήταν η διαπίστωσή της ότι το στοιχείο αυτό, όπως και το στοιχείο ότι η σύμπραξη είχε παγκόσμια σχεδόν διάσταση, το οποίο δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, καθιστούν την παράβαση βαρύτερη και ότι, κατά συνέπεια, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων έπρεπε να αυξηθεί κατά 2 %, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα δύο αυτά στοιχεία.

236

Πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να συνυπολογίσει το κόστος των πρώτων υλών κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παράβασης. Κατ’ ουσίαν, επισημαίνουν ότι, προκειμένου να υπάρχει ακριβέστερος συσχετισμός με το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκομίζει καθένας από τους μετέχοντες στην παράβαση και, συνεπώς, με τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής εκάστης επιχείρησης στη σύμπραξη, έχει προβλεφθεί στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 η έννοια της «αξίας των πωλήσεων» σε σχέση με τις επίμαχες συμπεριφορές. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η αξία που λαμβάνεται υπόψη αποτυπώνει πιστά τα πλεονεκτήματα που αποκόμισαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη, ιδίως όσον αφορά τα κέρδη.

237

Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 976 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έχει απορρίψει ανάλογο επιχείρημα που προβλήθηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, Reagens κατά Επιτροπής (T-30/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:253, σκέψη 233). Συγκεκριμένα, από την εν λόγω απόφαση, καθώς και από την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, προκύπτει ότι δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να αφαιρεθούν από τον κύκλο εργασιών συγκεκριμένης αγοράς ορισμένες δαπάνες παραγωγής, δεδομένου ότι όλοι οι βιομηχανικοί κλάδοι επιβαρύνονται με δαπάνες οι οποίες είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και δεν ελέγχονται από τον κατασκευαστή, αλλά αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της συνολικής του δραστηριότητας, και οι οποίες δεν μπορούν, συνεπώς, να αφαιρεθούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

238

Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-272/09 P, EU:C:2011:810, σκέψη 53), εάν σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβανόταν υπόψη ο ακαθάριστος κύκλος εργασιών, ενώ σε άλλες όχι, θα έπρεπε αναγκαστικά να καθοριστεί ένα όριο, υπό τη μορφή σχέσης μεταξύ του καθαρού κύκλου εργασιών και του ακαθάριστού κύκλου εργασιών, του οποίου η εφαρμογή θα ήταν δυσχερής και θα έδινε λαβή για ατέρμονες και δυσεπίλυτες αντιδικίες, καθώς και για αιτιάσεις περί δυσμενών διακρίσεων. Κανένα από τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες κατά της εκτίμησης αυτής, περιλαμβανομένης της επισήμανσής τους ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων προβλέπουν τη συνεκτίμηση «της αξίας των πωλήσεων» και όχι του «κύκλου εργασιών», όπως προέβλεπαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 1998, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διατύπωση διαφορετικού νομολογιακού κριτηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

239

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

240

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

– Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

241

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαφορετική μεταχείριση των ευρωπαϊκών και των ιαπωνικών επιχειρήσεων όσον αφορά το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της συνεκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

242

Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ήταν κατά 2 % υψηλότερο από το ποσοστό που χρησιμοποιήθηκε για τις λοιπές επιχειρήσεις. Προς αιτιολόγηση της εν λόγω διαφορετικής μεταχείρισης, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 999 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, πέραν των μηχανισμών κατανομής που είχαν θεσπιστεί στο πλαίσιο του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης», «υπήρξε επιπλέον κατανομή μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών ορισμένων σχετικών με τον ΕΟΧ έργων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού της [εν λόγω σύμπραξης]». Επισημαίνουν, ωστόσο, ότι, κατά την Επιτροπή, «αυτές οι άλλες ενέργειες, στις οποίες προέβησαν μόνον οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, επέτειναν το πλήγμα που είχε ήδη προκληθεί στον ανταγωνισμό εξαιτίας της συμφωνίας κατανομής των αγορών μεταξύ Ευρωπαίων, Ιαπώνων και Νοτιοκορεατών και, συνεπώς, αύξησαν τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης» και ότι η «επιπλέον στρέβλωση που προκλήθηκε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης δικαιολογ[ούσε] την αύξηση του βαθμού σοβαρότητας κατά 2 % για τις επιχειρήσεις που [είχαν μετάσχει] στον συγκεκριμένο μηχανισμό της σύμπραξης».

243

Οι προσφεύγουσες επικρίνουν τη διαφοροποίηση αυτή, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι ο «ευρωπαϊκός μηχανισμός της σύμπραξης» δεν εφαρμόσθηκε αποκλειστικά από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι ιαπωνικές επιχειρήσεις και οι νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις μετείχαν στη σύμπραξη στον ίδιο βαθμό με τις ευρωπαϊκές. Αφετέρου, φρονούν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε πώς ο συγκεκριμένος μηχανισμός «επέτειν[ε] το πλήγμα που είχε ήδη προκληθεί στον ανταγωνισμό» ούτε ποια ήταν η «επιπλέον στρέβλωση» που προκλήθηκε από τον μηχανισμό αυτόν.

244

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

245

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε φορά που η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, στις οποίες καταλέγεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Η αρχή αυτή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2012, Bolloré κατά Επιτροπής, T-372/10, EU:T:2012:325, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Ιανουαρίου 2016, Mitsubishi Electric κατά Επιτροπής, T-409/12, EU:T:2016:17, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

246

Όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε σχέση με τη συμπεριφορά των ασιατικών, και πιο συγκεκριμένα των ιαπωνικών, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ως ενιαία και διαρκή παράβαση που περιλαμβάνει δύο πτυχές, ήτοι τον «μηχανισμό A/R της σύμπραξης» και τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό» της εν λόγω σύμπραξης. Ο πρώτος από αυτούς τους μηχανισμούς περιελάμβανε, αφενός, τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής», δυνάμει της οποίας οι ιαπωνικές και οι νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις δεσμεύονταν να εγκαταλείψουν την ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή», στην οποία μπορούσαν να δραστηριοποιούνται αποκλειστικά τα «μέλη R» της σύμπραξης, με αντάλλαγμα την αντίστοιχη δέσμευση των εν λόγω μελών να εγκαταλείψουν την ιαπωνική και νοτιοκορεατική «εθνική περιοχή», και, αφετέρου, την κατανομή έργων τα οποία βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, στις λεγόμενες «περιοχές εξαγωγής». Ο δεύτερος από τους μηχανισμούς αυτούς αποσκοπούσε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 12 ανωτέρω, στην κατανομή μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων των έργων που βρίσκονταν στην ευρωπαϊκή «εθνική περιοχή» και τα έργα στις «περιοχές εξαγωγής» τα οποία ανετίθεντο από την ευρωπαϊκή πλευρά.

247

Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτοί μηχανισμοί αποτελούσαν μέρος μιας ενιαίας παράβασης παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 527 έως 619 της προσβαλλόμενης απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά την προϋπόθεση περί υπάρξεως ενιαίου σκοπού που συνδέει τους εν λόγω μηχανισμούς, στην αιτιολογική σκέψη 534 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε τα εξής:

«Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός της σύμπραξης (καθώς και η κατανομή μεταξύ των ασιατικών επιχειρήσεων) διεπόταν από μια συνολική συμφωνία, της οποίας αποτελούσε την πρακτική εφαρμογή. Συγκεκριμένα, κατά τις ευρωπαϊκές συναντήσεις R, ο Ευρωπαίος συντονιστής ενημέρωνε για το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξάγονταν κατά τις συναντήσεις A/R […]. Για τον σκοπό αυτό, τα μέρη διοργάνωναν συχνά συναντήσεις R λίγο μετά τις συναντήσεις A/R […]. Επιπλέον, κατά τις συναντήσεις R, τα μέρη εξέφραζαν το ενδιαφέρον τους για συγκεκριμένα έργα στις περιοχές εξαγωγής, τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης κατά τις συναντήσεις A/R. Επίσης, τα μέρη που μετείχαν στις συναντήσεις A/R ενημερώνονταν για τα κυριότερα θέματα των συζητήσεων στο πλαίσιο [του εν λόγω μηχανισμού]. Επομένως, [ο μηχανισμός αυτός] αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού σχεδίου.»

248

Η Επιτροπή καταλόγισε στις περισσότερες ιαπωνικές και νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις ευθύνη για τη συμμετοχή σε ολόκληρη τη σύμπραξη, περιλαμβανομένου του «ευρωπαϊκού μηχανισμού» της. Ειδικότερα, καταλόγισε ευθύνη για συμμετοχή σε ολόκληρη την εν λόγω σύμπραξη στις ιαπωνικές επιχειρήσεις που περιλαμβάνονταν στον σκληρό πυρήνα αυτής, δηλαδή στις Sumitomo Electric Industries, Hitachi Cable και την κοινή επιχείρησή τους J‑Power Systems, καθώς και στις Furukawa Electric, Fujikura και την κοινή επιχείρησή τους Viscas.

249

Ωστόσο, με την αιτιολογική σκέψη 537 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διαφοροποίησε τον βαθμό συμμετοχής διαφόρων επιχειρήσεων στη σύμπραξη. Εκτίμησε, συγκεκριμένα, τα εξής:

«Ο σκληρός πυρήνας των μετεχόντων στη σύμπραξη (Nexans, Pirelli/Prysmian, Furukawa [Electric], Fujikura και Viscas, [Sumitomo Electric Industries], [Hitachi Cable] και [J-Power Systems]) ήταν ο ίδιος όσον αφορά τα [υπόγεια και υποβρύχια ηλεκτρικά] καλώδια και εφάρμοζε συγχρόνως την αρχή της εθνικής περιοχής και τη συμφωνία κατανομής των έργων στις περιοχές εξαγωγής. Ωστόσο, για αντικειμενικούς λόγους, οι ιαπωνικές και οι [νοτιοκορεατικές] επιχειρήσεις δεν είχαν συμμετοχή στον ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης, ενώ οι Nexans και Pirelli/Prysmian δραστηριοποιούνταν σε αμφότερους.»

250

Βάσει της διαπίστωσης αυτής, η Επιτροπή διατύπωσε, στην αιτιολογική σκέψη 999 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά της οποίας βάλλουν οι προσφεύγουσες με τα επιχειρήματά τους, το συμπέρασμα ότι η παράβαση που διαπράχθηκε από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έπρεπε να θεωρηθεί σοβαρότερη από εκείνη που διέπραξαν οι ιαπωνικές επιχειρήσεις και ότι, συνεπώς, λόγω της συμμετοχής τους στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, το οποίο ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, έπρεπε να αυξηθεί κατά 2 %.

251

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν αποδεικνυόταν βάσιμος ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η συμμετοχή των ιαπωνικών επιχειρήσεων στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης» ήταν παρεμφερής με αυτή των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να αναιρέσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η κατανομή των έργων εντός του ΕΟΧ αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο, για το οποίο πρέπει να επιβληθούν βαρύτερες κυρώσεις, διά της εφαρμογής επιπλέον ποσοστού λόγω της σοβαρότητας της παράβασης.

252

Συγκεκριμένα, αφενός, επισημαίνεται ότι, πέραν του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης», στο πλαίσιο του οποίου οι ευρωπαϊκές και οι ασιατικές επιχειρήσεις είχαν συμφωνήσει, μεταξύ άλλων, να μην διεισδύουν στις αντίστοιχες «εθνικές περιοχές», οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, κατένεμαν μεταξύ τους τα διάφορα έργα ηλεκτρικών καλωδίων που ανετίθεντο στα «μέλη R» της σύμπραξης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατανομή αυτή αφορούσε τόσο την ανάθεση έργων στις «περιοχές εξαγωγής», η οποία διενεργούνταν στο πλαίσιο του εν λόγω μηχανισμού, όσο και την ανάθεση έργων στα εν λόγω μέλη βάσει της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», δηλαδή έργων εντός της ευρωπαϊκής «εθνικής περιοχής». Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υπήρχε στενή σχέση μεταξύ της κατανομής στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού και της κατανομής έργων στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης», όπως διευκρινίζει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 534 της εν λόγω απόφασης, ο δεύτερος αυτός μηχανισμός προέβλεπε μια επιπλέον δέσμευση κατανομής έργων, πέραν των κανόνων ανάθεσης που ήδη υφίσταντο στο πλαίσιο του «μηχανισμού A/R της σύμπραξης».

253

Περαιτέρω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατανομή των έργων υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης στο πλαίσιο «του ευρωπαϊκού μηχανισμού της σύμπραξης» ενίσχυσε το πλήγμα που προκάλεσε ο «μηχανισμός A/R της εν λόγω σύμπραξης» στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ.

254

Επομένως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δικαιολογημένα αποτυπώθηκε στην εκτίμηση της σοβαρότητας της συμπεριφοράς των παραγωγών που μετείχαν στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης», ιδίως των Ευρωπαίων, η επιπλέον αυτή βλάβη που προκλήθηκε στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ.

255

Κατά συνέπεια, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι ιαπωνικές επιχειρήσεις δεν μετείχαν στο ίδιο επίπεδο με τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στον «ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης» δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το εάν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι των προσφευγουσών.

256

Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό, εάν ήταν βάσιμο, θα δικαιολογούσε την αύξηση του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στις ιαπωνικές επιχειρήσεις.

257

Αντιθέτως, η περίσταση αυτή δεν έχει καμία σημασία όσον αφορά το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη ως προς τις προσφεύγουσες, προκειμένου να συνεκτιμηθεί η σοβαρότητα της συμπεριφοράς τους, δεδομένου ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν θεμελιώνει δικαίωμα για την εφαρμογή παράνομης μεταχείρισης χωρίς δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, T-13/99, EU:T:2002:209, σκέψη 479).

258

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη καταχώριση του R. στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση

259

Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, στο παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό τον τίτλο «Ονόματα και επαγγελματική σταδιοδρομία των προσώπων τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση», η Επιτροπή συμπεριέλαβε εσφαλμένως το όνομα του R., μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian και διευθυντή στρατηγικής του ομίλου Prysmian. Υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι, οποιαδήποτε αναφορά στον R. ως πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε σχέση με την παράβαση είναι αναληθής και αβάσιμη και, συνεπώς, πρέπει να απαλειφθεί από τα παραρτήματα της εν λόγω απόφασης.

260

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

261

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 759 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο R. ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Prysmian, διορισμένο από την Goldman Sachs. Αφετέρου, στα παραρτήματα I και II της προσβαλλόμενης απόφασης, το όνομα του R. περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορά η εν λόγω απόφαση.

262

Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν προκύπτει από καμία αιτιολογική σκέψη ούτε από τα παραρτήματα της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η Επιτροπή προσάπτει στον R. προσωπικά συμμετοχή στην επίμαχη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή δεν διατύπωσε την εκτίμηση ότι ο R. είχε προσωπικά εμπλακεί στη σύμπραξη, αλλά τον αναφέρει μόνον λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου μιας εκ των προσφευγουσών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα, επειδή συμπεριέλαβε το όνομα του R στο παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ άλλων.

263

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι κατά τη νομολογία, με τις έρευνες και τις αποφάσεις της Επιτροπής δεν επιδιώκεται καταρχήν να αποδειχθεί η συμμετοχή φυσικών προσώπων στη σύμπραξη, αλλά η συμμετοχή επιχειρήσεων κατά παράβαση του άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέδειξε ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν τη διάταξη αυτή, διά της συμμετοχής τους σε ενιαία και διαρκή συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον κλάδο των ηλεκτρικών καλωδίων. Ο R. δεν κατονομάζεται στο άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης ως ένας από τους μετέχοντες στη σύμπραξη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, EI du Pont de Nemours κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-76/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:46, σκέψη 159).

264

Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται το βάσιμο της διαπίστωσης της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή του R. στη σύμπραξη.

265

Συνεπώς, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

266

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή έχει υποπέσει σε πλημμέλειες που δικαιολογούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς αυτές.

267

Τα ακυρωτικά αιτήματα που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν.

Επί των αιτημάτων περί μειώσεως των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων

268

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν, λόγω των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό τους. Ζητούν, επίσης, από το Γενικό Δικαστήριο να «τροποποιήσει το πρόστιμο κατά δικαία κρίση» λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας.

269

Πριν την εξέταση των διαφόρων αιτημάτων των προσφευγουσών περί μειώσεως των προστίμων που τους επιβλήθηκαν, υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος της νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο, υπενθυμίζεται δε ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Με την εξαίρεση των λόγων δημόσιας τάξης τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C-386/10 P, EU:C:2011:816, σκέψη 130 και 131).

Επί του αιτήματος περί μειώσεως των επιβληθέντων προστίμων λόγω σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό τους.

270

Όσον αφορά, πρώτον, το αίτημα των προσφευγουσών για μείωση των επιβληθέντων προστίμων, λόγω των σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό τους, επισημαίνεται, αφενός, ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων απορρίφθηκαν και, αφετέρου, ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω στοιχεία που να δικαιολογούν μείωση των προστίμων. Κατά συνέπεια, το υπό εξέταση αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

Επί του αιτήματος μείωσης των επιβληθέντων προστίμων λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας

271

Όσον αφορά, δεύτερον, το αίτημα των προσφευγουσών να μειωθούν κατ’ εύλογη κρίση τα επιβληθέντα σε αυτές πρόστιμα, λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, αρκεί η υπόμνηση ότι η παραβίαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρχής της εύλογης προθεσμίας μπορεί μεν να δικαιολογήσει την ακύρωση αποφάσεως εκδοθείσας βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, εφόσον συνεπάγεται και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχείρησης, ωστόσο η παραβίαση αυτή δεν δικαιολογεί μείωση του επιβληθέντος προστίμου (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑644/13 P, EU:C:2017:59, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

272

Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 93 ανωτέρω, εν προκειμένω διαπιστώθηκε ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν ήταν υπερβολική. Επομένως, το συγκεκριμένο αίτημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και, ως εκ τούτου, τα αιτήματα περί μειώσεως των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

273

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

274

Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν ως προς το σύνολο των αιτημάτων τους και των λόγων τους ακυρώσεως και η Επιτροπή έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, οι προσφεύγουσες πρέπει να καταδικαστούν στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

275

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, κρίνεται ότι οι Goldman Sachs και Pirelli πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Οι Prysmian SpA και Prysmian Cavi e Sistemi Srl φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

3)

Οι The Goldman Sachs Group, Inc. και Pirelli & C. SpA φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Collins

Kancheva

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2018.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

Ιστορικό της διαφοράς

 

Οι προσφεύγουσες και ο οικείος κλάδος

 

Διοικητική διαδικασία

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση

 

Επίμαχη παράβαση

 

Ευθύνη των προσφευγουσών

 

Επιβληθέντα πρόστιμα

 

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

Σκεπτικό

 

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον παράνομο χαρακτήρα των ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής

 

– Σχετικά με τη διεξαγωγή του ελέγχου

 

– Σχετικά με την έλλειψη νομικής βάσης

 

– Σχετικά με την παραβίαση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου

 

– Σχετικά με την αδυναμία υποβολής αίτησης απαλλαγής από την επιβολή προστίμου

 

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της τήρησης εύλογης προθεσμίας

 

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

 

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένο καταλογισμό ευθύνης στην PrysmianCS για το προ της 27ης Νοεμβρίου 2001 χρονικό διάστημα

 

– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής του προσωποπαγούς της ευθύνης

 

– Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της υποχρέωσης αιτιολόγησης

 

Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν καθόρισε τη μερίδα που αναλογεί σε καθέναν από τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους συνοφειλέτες στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης τους

 

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ανεπάρκεια των αποδείξεων περί της υπάρξεως παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

 

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της παράβασης

 

Επί του ογδόου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας κατά τον υπολογισμό των επιβληθέντων προστίμων

 

– Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 

– Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

 

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη καταχώριση του R. στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση

 

Επί των αιτημάτων περί μειώσεως των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων

 

Επί του αιτήματος μείωσης των επιβληθέντων προστίμων λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας

 

Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.