ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με διαδικασία υποβολής προσφορών για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών — Άρνηση πρόσβασης — Εξαίρεση που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων — Εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων — Μερική πρόσβαση — Υπερισχύον δημόσιο συμφέρον — Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑363/14,

Secolux, Association pour le contrôle de la sécurité de la construction, με έδρα το Capellen (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους N. Prüm-Carré και E. Billot, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Buchet και M. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προς ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής, της 1ης και της 14ης Απριλίου 2014, με τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο αρνήθηκε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα πλήρη πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με διαδικασία υποβολής προσφορών με αριθμό αναφοράς 02/2013/OIL και αντικείμενο ελέγχους ασφαλείας που πρέπει να διενεργηθούν σε διάφορα κτίρια στο Λουξεμβούργο (ΕΕ 2013/S 156-271471),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, A. M. Collins (εισηγητή) και V. Valančius, δικαστές,

γραμματέας: G. Predonzani, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 30ής Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Στις 13 Αυγούστου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013/S 156-271471), με αντικείμενο την υπ’ αριθ. 02/2013/OIL πρόσκληση υποβολής προσφορών σχετικά με ελέγχους ασφαλείας που πρέπει να διενεργηθούν σε διάφορα κτίρια στο Λουξεμβούργο, η οποία αποτελούνταν από δύο τμήματα. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2013 δημοσιεύτηκε διορθωτική προκήρυξη με την οποία μετατέθηκε η προθεσμία παραλαβής των προσφορών από τις 19 Σεπτεμβρίου 2013 στις 8 Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013/S 184-316785).

2

Στις 8 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα Secolux, Association pour le contrôle de la sécurité de la construction, υπέβαλε μία προσφορά για το τμήμα αριθ. 1 και μία προσφορά για το τμήμα αριθ. 2.

3

Στις 3 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή της να απορρίψει τις προσφορές, για τον λόγο ότι αυτές δεν ήταν οι πλέον συμφέρουσες οικονομικά, καθώς και να αναθέσει τη δημόσια σύμβαση σε άλλους προσφέροντες. Το θεσμικό αυτό όργανο επισήμανε επίσης στην προσφεύγουσα ότι μπορούσε να ζητήσει εγγράφως να της διαβιβαστούν τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς για καθένα από τα δύο τμήματα.

4

Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε σχετική αίτηση.

5

Στις 11 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα τις εν λόγω πληροφορίες.

6

Στις 18 Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες, για τον λόγο ότι τα τιμήματα που αναγράφονταν στις προσφορές των επιλεγέντων υποψηφίων της φαίνονταν ασυνήθιστα χαμηλά. Ζήτησε επίσης να ανασταλεί η υπογραφή των συμβάσεων σχετικά με τις εν λόγω προσφορές.

7

Στις 24 Δεκεμβρίου 2013, δημοσιεύτηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωστοποίηση ανάθεσης των δύο τμημάτων του διαγωνισμού (ΕΕ 2013/S 249-433951).

8

Στις 29 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), αντίγραφο των εγγράφων σχετικά με τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης για το τμήμα αριθ. 1, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της έκθεσης αξιολόγησης, αφενός, και της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος, ή τουλάχιστον του πίνακα τιμών του, αφετέρου.

9

Στις 30 Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, δεδομένου ότι δεν της υποβλήθηκε καμία παρατήρηση σχετικά με τη διαδικασία ανάθεσης εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης περί απόρριψης της προσφοράς της προσφεύγουσας, προέβη στην υπογραφή των συμβάσεων στις 16 Δεκεμβρίου 2016. Το θεσμικό αυτό όργανο παρέσχε επίσης πρόσθετες πληροφορίες ως προς τις αποκλίσεις που εμφανίζονταν μεταξύ των τιμών που πρότεινε η προσφεύγουσα και των προταθέντων από τον επιλεγέντα υποψήφιο.

10

Στις 3 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής περί απόρριψης της προσφοράς της για το τμήμα αριθ. 1 και, αφετέρου, αίτημα αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την απόφαση αυτή. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2015, Secolux κατά Επιτροπής (T‑90/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:772).

11

Στις 11 Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή απάντησε στην αίτηση πρόσβασης. Πρώτον, χορήγησε μερική πρόσβαση στην έκθεση αξιολόγησης όσον αφορά το τμήμα αριθ. 1, εξαιρουμένων των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ορισμένων χωρίων του εν λόγω εγγράφου που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης, διότι αφορούσαν το τμήμα αριθ. 2. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε σε ποια χωρία είχε απαγορευθεί η πρόσβαση δυνάμει της εξαίρεσης και ποια απλώς δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης. Δεύτερον, το θεσμικό αυτό όργανο αρνήθηκε να χορηγήσει πρόσβαση στην προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος καθώς και στον πίνακα τιμών του, για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες της επιχείρησης αυτής.

12

Στις 3 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε μια πρώτη επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης στα οικεία έγγραφα. Ειδικότερα, ζήτησε να της χορηγηθεί πρόσβαση στο μέρος 6 της έκθεσης αξιολόγησης, με τίτλο «συμφωνία με τη συγγραφή υποχρεώσεων», το οποίο περιλάμβανε ορισμένες ερωτήσεις που τίθενται στους προσφέροντες, καθώς και στην προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος ή, τουλάχιστον, στον πίνακα τιμών του. Επιπλέον, ζήτησε πρόσβαση στη σύμβαση που συνάφθηκε με τον επιλεγέντα προσφέροντα.

13

Στις 20 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι η αίτησή της για τη χορήγηση πρόσβασης στη σύμβαση που συνάφθηκε με τον επιλεγέντα προσφέροντα δεν αποτελούσε τμήμα της αρχικώς υποβληθείσας αίτησης, οπότε είχε αντιμετωπιστεί χωριστά ως αρχική αίτηση. Χορήγησε δε μερική πρόσβαση στο κείμενο της σύμβασης, μη επιτρέποντας την πρόσβαση σε ορισμένα χωρία προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στα παραρτήματα I.A και II της σύμβασης (που περιείχαν, αντιστοίχως, τον πίνακα τιμών του επιλεγέντος προσφέροντος), προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών του επιλεγέντος προσφέροντος.

14

Την 1η Απριλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση επί της πρώτης επιβεβαιωτικής αίτησης (στο εξής: απόφαση της 1ης Απριλίου 2014), με την οποία αρνήθηκε να χορηγήσει περαιτέρω πρόσβαση σε σχέση με την ήδη παρασχεθείσα. Κατά την απόφαση αυτή, όσον αφορά την έκθεση αξιολόγησης, την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος και τον πίνακα τιμών του, η άρνηση αυτή δικαιολογήθηκε από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001), την προστασία των εμπορικών συμφερόντων (άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού) και την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (άρθρο 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού). Όσον αφορά την έκθεση αξιολόγησης, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ούτε σε αυτό το στάδιο τα χωρία που καλύπτονταν από την εξαίρεση για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τα χωρία τα οποία, ως σχετικά με το τμήμα αριθ. 2, δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης.

15

Στις 2 Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε δεύτερη επιβεβαιωτική αίτηση, ζητώντας πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της σύμβασης.

16

Στις 14 Απριλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση επί της δεύτερης επιβεβαιωτικής αίτησης (στο εξής: απόφαση της 14ης Απριλίου 2014), με την οποία αρνήθηκε να χορηγήσει περαιτέρω πρόσβαση σε σχέση με την ήδη παρασχεθείσα, παραθέτοντας την ίδια αιτιολογία με την περιληφθείσα στην απόφαση της 1ης Απριλίου 2014.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 1ης Απριλίου 2014 και την απόφαση της 14ης Απριλίου 2014 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις)·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19

Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, στο πλαίσιο των αποδεικτικών μέσων που προβλέπει το άρθρο 91, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να προσκομίσει πλήρες αντίγραφο των εγγράφων στα οποία είχε απαγορευθεί η πρόσβαση. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σύμφωνα με το άρθρο 104 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα έγγραφα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα.

20

Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στην προσφεύγουσα, καλώντας την να απαντήσει πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

21

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2016.

Σκεπτικό

22

Η προσφυγή περιλαμβάνει τρεις λόγους ακύρωσης, με τους οποίους προβάλλεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί του συνόλου των εγγράφων στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

23

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον πρώτο λόγο, παρέλκει η εξέτασή του.

Επί του δεύτερου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001

24

Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβαίνουν το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε πέντε σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από μη παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, το δεύτερο από μη υπονόμευση της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, το τρίτο από μη παραβίαση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το τέταρτο από ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού και ο πέμπτος από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, λόγω της άρνησης μερικής γνωστοποίησης των εγγράφων περί των οποίων πρόκειται.

Επί του πρώτου σκέλους, περί μη παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

25

Όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θίγει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, η κρίσιμη νομοθεσία έγκειται μεταξύ άλλων στον κανονισμό (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1).

26

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, κατά την εξέταση της σχέσης μεταξύ των κανονισμών 1049/2001 και 45/2001 όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι κανονισμοί αυτοί επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Ο πρώτος έχει σκοπό να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των δημοσίων αρχών, καθώς και όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Επομένως, επιδιώκει να διευκολύνει κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, καθώς και να προωθήσει την άσκηση ορθής διοικητικής πρακτικής. Ο δεύτερος κανονισμός έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής τους, κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 49).

27

Οι κανονισμοί 45/2001 και 1049/2001 εκδόθηκαν σε πολύ κοντινές ημερομηνίες. Δεν περιλαμβάνουν διατάξεις που να προβλέπουν ρητώς υπέρτερη ισχύ του ενός κανονισμού έναντι του άλλου. Επομένως, θα πρέπει καταρχήν να διασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή αμφότερων (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 56).

28

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. Ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική.

29

Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 45/2001, τα πρόσωπα που μπορούν να προστατεύονται είναι εκείνα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τυγχάνουν επεξεργασίας από τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης σε οποιοδήποτε πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, διότι τα πρόσωπα αυτά απασχολούνται από τα εν λόγω όργανα ή οργανισμούς.

30

Επιπλέον, δεν υφίσταται κανένας λόγος αρχής για τον αποκλεισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων από την έννοια της ιδιωτικής ζωής (αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, EU:C:2003:294, σκέψη 73, και της 8ης Νοεμβρίου 2007, Bavarian Lager κατά Επιτροπής, T‑194/04, EU:T:2007:334, σκέψη 114).

31

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει τόσο από τα έγγραφα της Επιτροπής όσο και από τα προσκομισθέντα στο πλαίσιο των αποδεικτικών μέσων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή επικαλέστηκε την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να μη χορηγήσει πρόσβαση σε ορισμένα χωρία τα οποία περιλάμβαναν τα ονοματεπώνυμα των υπαλλήλων των προσφερόντων καθώς και των μελών της επιτροπής επιλογής, τις υπογραφές τους και τα καθήκοντά τους. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον εκτίμησε ότι τα εν λόγω στοιχεία συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

32

Όπως επισημαίνεται και με την απόφαση της 1ης Απριλίου 2014, σύμφωνα με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σε αποδέκτες όπως η προσφεύγουσα μόνον εάν ο αποδέκτης αποδεικνύει την αναγκαιότητα της διαβίβασης των δεδομένων και δεν υφίστανται λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα νόμιμα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων.

33

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε καμία ρητή και θεμιτή δικαιολογία ούτε κάποιο πειστικό επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει την αναγκαιότητα διαβίβασης των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ορθώς αρνήθηκε η Επιτροπή να χορηγήσει πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 78).

34

Μόλις στο στάδιο του υπομνήματος απάντησης υποστήριξε η προσφεύγουσα για πρώτη φορά ότι, δυνάμει της νομολογίας και ειδικότερα της σκέψης 216 της απόφασης της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής (T‑437/05, EU:T:2009:318), η Επιτροπή όφειλε να της έχει χορηγήσει πρόσβαση στο χωρίο της έκθεσης αξιολόγησης που περιείχε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μελών της επιτροπής επιλογής.

35

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής (T‑437/05, EU:T:2009:318), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, είναι προγενέστερη της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (C‑28/08 P, EU:C:2010:378). Οι κανόνες όμως σύμφωνα με τους οποίους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να εξετάζουν τις αιτήσεις πρόσβασης σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διευκρινίστηκαν από το Δικαστήριο με την τελευταία αυτή απόφαση. Εξάλλου, ερωτηθείσα σχετικά με τη νομολογία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα αναγνώρισε την υπεροχή της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (C‑28/08 P, EU:C:2010:378).

36

Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται καταρχάς στον αιτούντα τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να αποδείξει την αναγκαιότητά της. Εφόσον αυτή αποδειχθεί, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η εν λόγω διαβίβαση δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά FSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 47).

37

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ένας αποκλεισθείς προσφέρων δικαιούται καταρχήν να προβάλει θεμιτούς λόγους προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα ονόματα των μελών της επιτροπής επιλογής για την επίμαχη δημόσια σύμβαση, εντούτοις η προσφεύγουσα δεν προέβαλε πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων κανένα επιχείρημα που να μπορεί να δικαιολογήσει την αίτηση αυτή. Έτι περαιτέρω, ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η προσφεύγουσα δεν έχει προβάλει συναφώς κανένα εμπεριστατωμένο επιχείρημα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας που αφορά την πρόσβαση στα χωρία της έκθεσης αξιολόγησης που περιείχαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά την ταυτότητα των μελών της επιτροπής επιλογής, δηλαδή τα χωρία που βρίσκονται στη μέση της σελίδας 6 και στο παράρτημα αριθ. 1 της έκθεσης αξιολόγησης.

38

Όσον αφορά τα λοιπά, μη γνωστοποιηθέντα χωρία της έκθεσης αξιολόγησης, περιλαμβανομένων των ερωτήσεων που τίθενται στους προσφέροντες και οι οποίες περιέχονται στην ενότητα 6 της έκθεσης αξιολόγησης, δηλαδή τα χωρία που βρίσκονται στις σελίδες 2, 3, 4, 5, στην αρχή και στο τέλος της σελίδας 6 και στο παράρτημα αριθ. 2 της έκθεσης αξιολόγησης, διευκρινίζεται ότι τα εν λόγω χωρία αφορούσαν το τμήμα αριθ. 2 και, ως εκ τούτου, δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης. Επιπλέον, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει καταστήσει ευχερέστερη στην προσφεύγουσα την κατανόηση της απόφασης της 1ης Απριλίου 2014, διευκρινίζοντας τα τμήματα της έκθεσης αξιολόγησης που καλύπτονταν από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εκείνα που αφορούσαν το τμήμα αριθ. 2, το θεσμικό αυτό όργανο δεν παρέβη καμία νομική υποχρέωση ενεργώντας κατά τον τρόπο που ενήργησε εν προκειμένω.

39

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου σκέλους, περί μη υπονόμευσης της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων

40

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη κινδύνου υπονόμευσης της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

41

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο εξέτασης του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου, το μοναδικό ζήτημα που πρέπει να εξακριβωθεί είναι το κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων προκειμένου να μη χορηγήσει πρόσβαση στα έγγραφα της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένου του πίνακα τιμών, καθώς και στα παραρτήματα I.A και II του κειμένου της σύμβασης. Πράγματι, όπως προκύπτει από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον χορήγησε μερική πρόσβαση στην έκθεση αξιολόγησης και στο κείμενο της σύμβασης, διότι η γνωστοποίηση ορισμένων χωρίων ήταν σε θέση να θίξει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ άλλα χωρία αφορούσαν το τμήμα αριθ. 2 οπότε δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης.

42

Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 καθώς και το άρθρο 113 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

43

Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο κανονισμός 1049/2001 και ο δημοσιονομικός κανονισμός έχουν διαφορετικούς σκοπούς και ότι δεν περιέχουν διάταξη η οποία να προβλέπει ρητώς ότι ο ένας υπερισχύει του άλλου. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι έκαστος των κανονισμών αυτών θα εφαρμόζεται κατά τρόπο συμβατό με την εφαρμογή του άλλου, ώστε να καθίσταται δυνατή η συνεπής εφαρμογή αμφοτέρων (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 85).

44

Όσον αφορά ειδικότερα την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001, σκοπός του είναι να παρασχεθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 87).

45

Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Πάντως, δεδομένου ότι τέτοιου είδους εξαιρέσεις συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς και να εφαρμόζονται αυστηρά (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψεις 88 και 89).

46

Όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, τότε οφείλει καταρχήν να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το ζήτημα πώς η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται από κάποια εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι απλώς υποθετικός. Επιτρέπεται πάντως στο οικείο θεσμικό όργανο να στηρίζεται συναφώς σε γενικά τεκμήρια τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν σε αιτήσεις γνωστοποίησης που αφορούν έγγραφα της ίδιας φύσης (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 90).

47

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι προσφορές που καταθέτουν οι προσφέροντες στο πλαίσιο διαδικασίας υποβολής προσφορών ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων λόγω, μεταξύ άλλων, των οικονομικών και τεχνικών στοιχείων τα οποία περιλαμβάνουν οι προσφορές (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 95).

48

Επιπλέον, η προστασία των προσφορών των προσφερόντων έναντι των λοιπών προσφερόντων κατοχυρώνεται από τις κρίσιμες διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και, ειδικότερα, από το άρθρο του 113, παράγραφος 2, το οποίο δεν προβλέπει τη γνωστοποίηση των υποβληθεισών προσφορών, ακόμη και στην περίπτωση γραπτής αίτησης των αποκλεισθέντων προσφερόντων. Ο περιορισμός αυτός είναι σύμφυτος προς τον σκοπό των κανόνων σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις της Ένωσης που έχει ως βάση τον ανόθευτο ανταγωνισμό. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, είναι σημαντικό οι αναθέτουσες αρχές να μη γνωστοποιούν πληροφορίες που αφορούν διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, το περιεχόμενο των οποίων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη νόθευση του ανταγωνισμού στο πλαίσιο είτε τρέχουσας διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης είτε μεταγενέστερων διαδικασιών (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 100).

49

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η νομολογία έχει δεχτεί την ύπαρξη γενικού τεκμηρίου ότι η πρόσβαση στην προσφορά ορισμένου προσφέροντος θίγει, καταρχήν, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA, T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38, σκέψη 101).

50

Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι το γενικό τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 49 ανωτέρω δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση δεν καλύπτεται από το τεκμήριο αυτό ή ότι υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 126).

51

Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις αρχές αυτές.

52

Πρώτον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, απαγορεύτηκε στην προσφεύγουσα η πρόσβαση στην προσφορά που υπέβαλε ο επιλεγείς προσφέρων, και της οποίας μέρος αποτελούν ο πίνακας τιμών και ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας τιμών. Επιπλέον, το παράρτημα I.A της σύμβασης, στο οποίο επίσης απαγορεύτηκε πλήρως η πρόσβαση, περιλαμβάνει και αυτό τον εν λόγω πίνακα τιμών του επιλεγέντος προσφέροντος. Το δε παράρτημα II της σύμβασης, στο οποίο επίσης δεν επετράπη η πρόσβαση, περιέχει την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος. Επομένως, πρόκειται για το ίδιο ακριβώς είδος εγγράφων με αυτά τα οποία αφορά η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2013, Cosepuri κατά EFSA (T‑339/10 και T‑532/10, EU:T:2013:38). Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την ανωτέρω απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή αφορά μόνον τις αιτήσεις με τις οποίες ζητείται πρόσβαση στο σύνολο των προσφορών των διαγωνιζομένων και όχι εκείνες με τις οποίες ζητείται πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο στην προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος.

53

Πράγματι, είναι προφανές ότι τα έγγραφα τα οποία αφορά η παρούσα αίτηση πρόσβασης ενδέχεται, από τη φύση τους, να περιέχουν τεχνικά και οικονομικά στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα που αφορούν τον επιλεγέντα προσφέροντα, όπως μεταξύ άλλων πληροφορίες σχετικά με τις δεξιότητες και τις μεθόδους εργασίας του, την τεχνογνωσία του, την εσωτερική του οργάνωση, το κόστος του και τις προτεινόμενες τιμές.

54

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορθώς έκρινε η Επιτροπή με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ότι η προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένου του πίνακα τιμών, το παράρτημα Ι.Α της σύμβασης, το οποίο περιείχε τον πίνακα τιμών, και το παράρτημα ΙΙ της σύμβασης, το οποίο περιείχε την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος, καλύπτονταν από γενικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο η γνωστοποίησή τους θα έθιγε καταρχήν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

55

Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, ακριβώς για να διατηρηθεί η εμπιστευτικότητα των εν λόγω εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν προβλέπει κοινοποίηση της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος στους αποκλεισθέντες προσφέροντες, ορίζει μάλιστα ότι είναι δυνατόν να παραλειφθεί η κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων εφόσον κρίνεται ότι η κοινοποίηση αυτή θα μπορούσε να υπονομεύσει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα ή να βλάψει τον θεμιτό ανταγωνισμό.

56

Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ούτε ένα επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται πρόσβαση δεν καλύπτονταν από το προαναφερθέν τεκμήριο.

57

Όσον αφορά τον πίνακα τιμών στην πλήρη του μορφή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου αυτού δεν είναι σε θέση να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα του επιλεγέντος προσφέροντος, διότι από τη γνωστοποίηση ανάθεσης της σύμβασης προέκυπτε το ύψος του τιμήματος της προσφοράς του. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθόσον ο πίνακας τιμών αποτελεί πολύ λεπτομερέστερο έγγραφο όπου αναγράφονται διεξοδικά οι τιμές των προτεινόμενων υπηρεσιών, ενώ η γνωστοποίηση ανάθεσης αρκείται σε συνολική αναφορά του ποσού της ανατεθείσας σύμβασης.

58

Το ίδιο ισχύει και για τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα τιμών που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της προσφοράς. Διαπιστώνεται ότι και το έγγραφο αυτό περιέχει πληροφορίες σχετικές με την τιμή των προτεινόμενων υπηρεσιών οι οποίες είναι πολύ λεπτομερέστερες από τις περιλαμβανόμενες στη γνωστοποίηση ανάθεσης. Ως εκ τούτου, και ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας τιμών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος τεκμηρίου.

59

Επομένως, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι τα επίμαχα έγγραφα, δηλαδή η προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένου του πίνακα τιμών και του ανακεφαλαιωτικού πίνακα τιμών, καθώς και τα παραρτήματα Ι.Α και ΙΙ της σύμβασης καλύπτονταν από την εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και χωριστή εξέτασή τους, όπως αξιώνει η προσφεύγουσα.

60

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ύπαρξη υποτιθέμενου υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση, τα επιχειρήματα αυτά θα εξεταστούν στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους κατωτέρω.

61

Τέλος, ακόμα και αν κριθεί παραδεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι πληροφορίες που της παρασχέθηκαν από την Επιτροπή ως προς το τίμημα της επιλεγείσας προφοράς δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 113 του δημοσιονομικού κανονισμού, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τα όσα προτείνει η προσφεύγουσα, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν επιβάλλει την υποχρέωση να κοινοποιούνται στον αποκλεισθέντα προσφέροντα λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά τις τιμές, λόγω του ότι αποτελούν σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς.

62

Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους, περί μη παραβίασης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων

63

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή βασίστηκε στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων προκειμένου να μη χορηγήσει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

64

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το ίδιο και το αυτό έγγραφο ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας ή περισσοτέρων εξαιρέσεων του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:325, σκέψη 126). Όπως όμως προκύπτει από τα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, ότι η γνωστοποίηση του πλήρους κειμένου της έκθεσης αξιολόγησης καθώς και του κειμένου της σύμβασης που υπογράφηκε με τον επιλεγέντα προσφέροντα θα υπονόμευε την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ότι η γνωστοποίηση της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένου του πίνακα τιμών, καθώς και των παραρτημάτων Ι.Α της και ΙΙ της σύμβασης, θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού.

65

Δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές, τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμες, καλύπτουν τα έγγραφα στα οποία απαγορεύθηκε πλήρως η πρόσβαση και τα απαλειφθέντα αποσπάσματα των εγγράφων στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση, παρέλκει, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, η εξέταση του βασίμου των αιτιάσεων της προσφεύγουσας όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (βλ., συναφώς, διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2012, Steinberg κατά Επιτροπής, T‑17/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:625, σκέψη 89).

Επί του τέταρτου σκέλους, περί υπάρξεως υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση

66

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παρά τον κίνδυνο υπονόμευσης της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων, υφίσταται υπερισχύον δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001.

67

Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εφαρμογή ενός γενικού τεκμηρίου, όπως είναι το τεκμήριο υπονόμευσης των εμπορικών συμφερόντων εν προκειμένω, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 126).

68

Εντούτοις, στον αιτούντα την πρόσβαση απόκειται να επικαλεσθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο στοιχεία που να θεμελιώνουν υπερισχύον δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 94, και της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 90).

69

Συναφώς, το υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που δύναται να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διαφοροποιείται από τις αρχές που διέπουν τον κανονισμό 1049/2001 (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 92, και της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 92).

70

Εντούτοις, τέτοιες γενικές εκτιμήσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές προκειμένου να δικαιολογηθεί η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 93, και της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 93).

71

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, διαπιστώνεται ότι, με τις επιβεβαιωτικές της αιτήσεις, η προσφεύγουσα αρκέστηκε να επικαλεστεί την αρχή της διαφάνειας, προσθέτοντας ότι υπάρχει απόκλιση μεταξύ, αφενός, του ποσού το οποίο αναγράφεται στη γνωστοποίηση ανάθεσης και, αφετέρου, του ποσού της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος. Σύμφωνα με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, η γνωστοποίηση των εγγράφων στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση είναι αναγκαία προκειμένου η προσφεύγουσα να μπορέσει να εξακριβώσει το ποσό έναντι του οποίου ανατέθηκε η σύμβαση.

72

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την ημερομηνία της απόφασης της 1ης Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα είχε ήδη ασκήσει προσφυγή ακύρωσης κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της. Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε, μεταξύ άλλων αιτιάσεων, φερόμενη παρατυπία συνιστάμενη στην ανάθεση της σύμβασης για ποσό υψηλότερο από το ποσό της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος, όπως τούτο προκύπτει από τη σκέψη 19 της απόφασης της 8ης Οκτωβρίου 2015, Secolux κατά Επιτροπής (T‑90/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:772). Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμφέρον το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα είναι ιδιωτικό και όχι δημόσιο.

73

Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το γεγονός ότι τα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση ενδέχεται να αποδειχθούν αναγκαία για την άμυνα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο προσφυγής συνιστά ιδιωτικό συμφέρον. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα προκειμένου να μπορέσει να υποστηρίξει καλύτερα τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της προσφυγής ακύρωσης που άσκησε, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η περίσταση αυτή συνιστά υπερισχύον δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψεις 145 και 146, και της 20ής Μαρτίου 2014, Reagens κατά Επιτροπής, T‑181/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:139, σκέψη 142).

74

Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα άλλο εμπεριστατωμένο επιχείρημα προς στήριξη της εκ μέρους της γενικής επίκλησης της αρχής της διαφάνειας. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις αρχές της αναλογικότητας καθώς και της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, η προσφεύγουσα, πλην του γεγονότος ότι δεν στηρίχθηκε στις εν λόγω αρχές με τις επιβεβαιωτικές της αιτήσεις για να δικαιολογήσει την ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος, περιορίζεται στην επίκλησή τους, χωρίς να προβάλλει ούτε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα. Όμως, τόσο γενικές εκτιμήσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές προκειμένου να δικαιολογηθεί η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

75

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001.

76

Επομένως, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά την άρνηση μερικής γνωστοποίησης

77

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, στο μέτρο που με αυτές απορρίπτεται η αίτηση μερικής πρόσβασης σε ορισμένα έγγραφα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να έχει προβεί, για κάθε έγγραφο χωριστά, σε συγκεκριμένη ανάλυση των λόγων για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η μερική ανακοίνωση του περιεχομένου του οικείου εγγράφου.

78

Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, αν μέρος μόνο του εγγράφου στο οποίο ζητείται πρόσβαση καλύπτεται από μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, γνωστοποιούνται τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου.

79

Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή χορήγησε μερική πρόσβαση στην έκθεση αξιολόγησης και στο κείμενο της σύμβασης που συνάφθηκε με τον επιλεγέντα προσφέροντα, χωρίς η προσφεύγουσα να έχει προβάλει ούτε ένα επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να έχει παράσχει πρόσβαση και σε άλλα μέρη των εν λόγω εγγράφων. Συναφώς, υπενθυμίζεται, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 38 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή δεν χορήγησε πρόσβαση στην ενότητα 6 της έκθεσης αξιολόγησης, διότι η ενότητα αυτή αφορούσε το τμήμα αριθ. 2, το οποίο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης.

80

Δεύτερον, όσον αφορά την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένου του πίνακα τιμών στην πλήρη ή την ανακεφαλαιωτική μορφή του, καθώς και τα παραρτήματα I.A και II της σύμβασης, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γενικό τεκμήριο περί του οποίου γίνεται λόγος στις σκέψεις 52 έως 54 της παρούσας απόφασης σημαίνει ότι τα έγγραφα που καλύπτονται από το τεκμήριο αυτό εξαιρούνται από την υποχρέωση πλήρους ή μερικής γνωστοποίησης του περιεχομένου τους (βλ., συναφώς, απόφασης της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 133).

81

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πέμπτο σκέλος του δεύτερου λόγου και, ως εκ τούτου, και ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου, περί παράβασης του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

82

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο η πράξη εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, EU:T:2008:325, σκέψη 94, της 7ης Ιουλίου 2011, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T‑161/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:337, σκέψη 48, και της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑115/13, EU:T:2015:497, σκέψη 136).

83

Όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης σε έγγραφα, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση αυτήν, πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις που απαριθμεί ο κανονισμός 1049/2001 (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, EU:T:2008:325, σκέψη 95, και της 7ης Ιουλίου 2011, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T‑161/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:337, σκέψη 49). Επομένως, κατά τη νομολογία, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο να παράσχει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να εξακριβωθεί, αφενός, αν το επίμαχο έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα τον οποίο αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, αν υφίσταται πράγματι η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας.

84

Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών.

85

Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής, διαπιστώνεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις διευκρινίζουν επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους ορισμένα χωρία της έκθεσης αξιολόγησης και της σύμβασης που υπογράφηκε με τον επιλεγέντα προσφέροντα δεν μπορούσαν να γνωστοποιηθούν προκειμένου να προστατευθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

86

Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ενότητα 6 της έκθεσης αξιολόγησης δεν ευσταθούν, διότι, όπως εξήγησε η Επιτροπή με τα έγγραφά της και προκύπτει από την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση του εγγράφου αυτού, η εν λόγω ενότητα αφορά το τμήμα αριθ. 2, το οποίο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της αίτησης πρόσβασης.

87

Συναφώς, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 38 ανωτέρω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει καταστήσει ευχερέστερη στην προσφεύγουσα την κατανόηση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διευκρινίζοντας τα τμήματα της έκθεσης αξιολόγησης που καλύπτονταν από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εκείνων που αφορούσαν το τμήμα αριθ. 2, σημειώνεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης ενεργώντας κατά τον τρόπο που ενήργησε εν προκειμένω.

88

Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στην προστασία της ιδιωτικής ζωής για να αρνηθεί την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό.

89

Δεύτερον, όσον αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περιέχουν επαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή γενικού τεκμηρίου μη γνωστοποίησης της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος, περιλαμβανομένων του πίνακα τιμών, και των παραρτημάτων I.A και II της σύμβασης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία αυτή.

90

Τρίτον, για τους ίδιους λόγους με τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 64 και 65 της παρούσας απόφασης, για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το βάσιμο της αιτίασης με την οποία προβάλλεται ελλιπής αιτιολογία σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, και η οποία είναι αλυσιτελής.

91

Τέταρτον, όσον αφορά την αιτιολογία σχετικά με την απουσία υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος, επισημαίνεται ότι, με τις επιβεβαιωτικές της αιτήσεις, η προσφεύγουσα αρκέστηκε σε μια γενική επίκληση της αρχής της διαφάνειας, μνημονεύοντας παρεμπιπτόντως ότι έχει συμφέρον να μπορεί να εξακριβώσει την ύπαρξη απόκλισης μεταξύ του ποσού που αναγράφεται στη γνωστοποίηση ανάθεσης και του ποσού της προσφοράς του επιλεγέντος προσφέροντος. Συναφώς, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε, κατά τρόπο συνοπτικό μεν αλλά σαφή, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει την ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση. Η Επιτροπή προσέθεσε επίσης ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει οποιοδήποτε υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τέτοια γνωστοποίηση. Εκτός αυτού, επισημαίνεται ότι, επί του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή υπογράμμισε ρητώς με τις αρχικές της αποφάσεις ότι το συμφέρον της προσφεύγουσας στη γνωστοποίηση ήταν ιδιωτικής φύσης. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα περί ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά την ύπαρξη υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος.

92

Τέλος, προστίθεται, όσον αφορά την απόφαση της 14ης Απριλίου 2014, ότι τα παραρτήματα I.A και II της σύμβασης περιλάμβαναν τον πίνακα τιμών και την προσφορά του επιλεγέντος προσφέροντος. Για τον λόγο αυτό, η απόφαση της 14ης Απριλίου 2014 ορθώς παρέπεμψε στην αιτιολογία της απόφασης της 1ης Απριλίου 2014, η οποία είχε ήδη λάβει θέση επί της ανακοίνωσης των στοιχείων αυτών.

93

Επομένως, ο τρίτος λόγος, περί παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

94

Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

95

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Secolux, Association pour le contrôle de la sécurité de la construction, στα δικαστικά έξοδα.

 

Frimodt Nielsen

Collins

Valančius

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.