Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T316/14 RENV και T148/19

Kurdistan Workers’ Party (PKK)

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2022

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του PKK με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Δυνατότητα εφαρμογής σε περιπτώσεις ένοπλης συγκρούσεως – Τρομοκρατική ομάδα – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Απόφαση ληφθείσα από αρμόδια αρχή – Αρχή τρίτου κράτους – Επανεξέταση – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Προσαρμογή της προσφυγής»

1.      Ένδικη διαδικασία – Απόφαση ή κανονισμός που αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη κατά τη διάρκεια της δίκης – Νέο στοιχείο – Επέκταση των αρχικών αιτημάτων και λόγων ακυρώσεως – Προϋπόθεση – Πράξη που αποτέλεσε αντικείμενο του αρχικού αιτήματος ακυρώσεως – Έννοια

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 86 § 1· αποφάσεις του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2015/521, (ΚΕΠΠΑ) 2015/1334, (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 και (ΚΕΠΠΑ) 2020/1132· κανονισμοί του Συμβουλίου 2019/1337, 2020/19 και 2020/1128]

(βλ. σκέψεις 21, 22, 24, 25)

2.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Αρμόδια αρχή για την έκδοση της εν λόγω εθνικής απόφασης – Έννοια – Διοικητική αρχή – Eμπίπτει – Προϋποθέσεις

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4)

(βλ. σκέψεις 32,33,50-55,58,63)

3.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Επανεξέταση με σκοπό τη δικαιολόγηση της διατηρήσεως σε ισχύ καταχωρίσεως στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Συνεργασία μεταξύ του Συμβουλίου και των αρμόδιων αρχών – Περιεχόμενο – Διάκριση μεταξύ αρχικής έκδοσης και επανεξέτασης των πράξεων

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6)

(βλ. σκέψεις 35, 40)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχική απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Δικαιολόγηση – Το Συμβούλιο φέρει το βάρος αποδείξεως – Περιεχόμενο

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4)

(βλ. σκέψεις 36, 37, 137)

5.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Νέα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν τη διατήρηση και τα οποία πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μεταγενέστερης εθνικής απόφασης από εκείνη στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση – Δεν υφίστανται

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6)

(βλ. σκέψεις 38, 43, 151, 152, 192)

6.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Yποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Συμβούλιο – Περιεχόμενο

[Άρθρα 296 και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου· αποφάσεις του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 και (ΚΕΠΠΑ) 2019/1341· κανονισμοί του Συμβουλίου 125/2014, 790/2014, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420]

(βλ. σκέψεις 39, 138, 153, 216-219, 222-224, 227-231, 238)

7.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Δεν απαιτείται εθνική απόφαση εντασσόμενη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας εν στενή εννοία – Προϋποθέσεις

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4)

(βλ. σκέψεις 56, 57)

8.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως για τη διενέργεια έρευνας και ανακριτικών πράξεων ή την άσκηση ποινικής διώξεως ή βάσει εθνικής αποφάσεως περί καταδίκης – Εθνική απόφαση περί καταδίκης – Δεν υφίσταται υποχρέωση μνείας των σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η εθνική απόφαση

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· κανονισμοί του Συμβουλίου 125/2014, 790/2014, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420)

(βλ. σκέψεις 73-76, 80)

9.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως – Αρμόδια για την έκδοση της εν λόγω εθνικής αποφάσεως αρχή – Έννοια – Αρχή τρίτου κράτους – Εμπίπτει

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· κανονισμοί του Συμβουλίου 125/2014, 790/2014, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420)

(βλ. σκέψεις 85, 86)

10.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Έκδοση ή διατήρηση σε ισχύ βάσει εθνικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εκδοθείσας από αρχή τρίτου κράτους – Επιτρεπτό – Προϋπόθεση – Εθνική απόφαση εκδοθείσα τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Υποχρέωση του Συμβουλίου να προβεί στον σχετικό έλεγχο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

[Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· αποφάσεις του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 και (ΚΕΠΠΑ) 2019/134· κανονισμοί του Συμβουλίου 125/2014, 790/2014, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420]

(βλ. σκέψεις 87, 88, 91, 93-98)

11.    Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Σαφής και ακριβής έκθεση των προβαλλόμενων λόγων – Απαίτηση περί αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη του προβαλλόμενου λόγου – Δεν υφίσταται – Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1, και άρθρο 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)

(βλ. σκέψεις 104-106)

12.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Πεδίο εφαρμογής – Πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές πράξεις – Αρχική καταχώριση – Τρομοκρατικές πράξεις – Έννοια – Xαρακτηρισμός εκ μέρους των εθνικών αρχών – Υποχρέωση ελέγχου την οποία υπέχει το Συμβούλιο

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 3, 4 και 6)

(βλ. σκέψεις 109-118, 139-146)

13.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931 – Πεδίο εφαρμογής – Ένοπλη σύρραξη κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου – Εμπίπτει

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, εδ. 1· απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 122-124, 127-131, 134)

14.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Πεδίο εφαρμογής – Αρχή της αυτοδιαθέσεως – Διάκριση μεταξύ των σκοπών που χαρακτηρίζουν την άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και των ενεργειών προς επίτευξή της – Εξουσία εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1§ 3, εδ. 1, σημεία i έως iii)

(βλ. σκέψεις 125, 126, 131, 133)

15.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Συντηρητικός χαρακτήρας των ληφθέντων μέτρων – Αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών – Δυνατότητα εφαρμογής – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1· κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψη 136)

16.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Διατήρηση βάσει εθνικής αποφάσεως – Εθνική απόφαση η οποία δεν καθιστά αφ’ εαυτής δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες – Υποχρέωση του Συμβουλίου να λάβει υπόψη πλέον πρόσφατα πραγματικά στοιχεία καταδεικνύοντα ότι ο εν λόγω κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται

[Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 §§ 4 και 6· αποφάσεις του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 και (ΚΕΠΠΑ) 2019/1341· κανονισμοί του Συμβουλίου 125/2014, 790/2014, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420]

(βλ. σκέψεις 147-150, 158, 164, 166-168, 172, 175, 181, 184-186, 188, 196-198, 200, 202, 203, 253, 254, διατακτ. 1)

17.    Ευρωπαϊκή Ένωση – Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Διατήρηση βάσει εθνικής αποφάσεως εκδοθείσας από αρμόδια αρχή – Έκταση του ελέγχου – Έλεγχος επί όλων των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η απόδειξη ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες – Στοιχεία που δεν αντλούνται όλα από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή – Δεν ασκεί επιρροή

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 6)

(βλ. σκέψη 154)

18.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Δικαίωμα εξαρτώμενο από την υποβολή σχετικής αιτήσεως προς το Συμβούλιο – Δεν υφίσταται προσβολή

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 165, 240)

19.    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας – Ειδικά περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση των κεφαλαίων οργανώσεως που ενέχεται σε τρομοκρατικές πράξεις – Περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της ελευθερίας εκφράσεως και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

[Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου · αποφάσεις του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 και (ΚΕΠΠΑ) 2019/1341· κανονισμοί του Συμβουλίου 2580/2001, 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420]

(βλ. σκέψεις 206-211, 214, 215)

20.    Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Περιεχόμενο – Υποχρέωση να αποτραπεί η αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως από πράξη που ενέχει την ίδια πλημμέλεια – Επέκταση της υποχρεώσεως αυτής σε μεταγενέστερες πράξεις

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 60, εδ. 2)

(βλ. σκέψεις 246-248)

21.    Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Έξοδα προκληθέντα άνευ ευλόγου αιτίας ή κακοβούλως – Συνέπειες της μη τήρησης εκ μέρους του Συμβουλίου της υποχρέωσής του να συναγάγει τις συνέπειες των περιπτώσεων ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώθηκαν με ακυρωτική απόφαση – Έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 133, 134 §§ 1 και 3, 135 § 2, και 219)

(βλ. σκέψεις 251, 255-259)

Σύνοψη

Από το 2002, το Kurdistan Workers’ Party (PKK) περιλαμβάνεται, ως οργάνωση που εμπλέκεται σε τρομοκρατικές πράξεις, στους καταλόγους προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων, οι οποίοι επισυνάπτονται στην κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ και στον κανονισμό 2580/2001 (1). Στις πράξεις που εξέδωσε το 2014 κατά της εν λόγω οργάνωσης, το Συμβούλιο στηρίχθηκε σε εθνικές αποφάσεις οι οποίες είχαν εκδοθεί, αντιστοίχως, από μια βρετανική αρχή και από αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και στις οποίες προστέθηκαν, από το 2015, δικαστικές αποφάσεις εκδοθείσες από γαλλικά δικαστήρια.

Με απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P) (2), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2018, στην υπόθεση PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14) (3), με την οποία είχαν ακυρωθεί διάφορες πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ των ετών 2014 και 2017 (4), για τη διατήρηση της καταχώρισης του PKK στους επίμαχους καταλόγους. Η εν λόγω υπόθεση αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (T‑316/14 RENV) και αποφασίσθηκε η συνεκδίκασή της με την υπόθεση PKK κατά Συμβουλίου (T‑148/19), στην οποία το PKK ζήτησε επίσης την ακύρωση των πράξεων τις οποίες είχε εκδώσει το Συμβούλιο εις βάρος του προσφεύγοντος μεταξύ των ετών 2019 και 2020 (5).

Με την απόφασή του επί αμφοτέρων υποθέσεις, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει τους κανονισμούς που εξέδωσε το Συμβούλιο το 2014, όσον αφορά τη διατήρηση του ονόματος του PKK στους επίμαχους καταλόγους, με το σκεπτικό ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να προβεί σε επικαιροποίηση της εκτίμησής του σχετικά με το αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Όσον αφορά τις μεταγενέστερες πράξεις του Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, αντιθέτως, ότι οι λόγοι που προέβαλε το προσφεύγον σε σχέση με τις αμερικανικές και τις βρετανικές εθνικές αποφάσεις δεν καθιστούν δυνατή την αμφισβήτηση της εκτιμήσεως του Συμβουλίου, η οποία βασίζεται ιδίως στην εξέταση μεταγενέστερων περιστατικών και γεγονότων, όσον αφορά την εξακολούθηση του εν λόγω κινδύνου. Με την ευκαιρία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, επίσης, τη νομολογία του σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 266 ΣΛΕΕ στον τομέα των περιοριστικών μέτρων.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, τις αρχές που διέπουν την αρχική λήψη περιοριστικών μέτρων και την επανεξέτασή τους από το Συμβούλιο βάσει της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ (6). Καθόσον η Ένωση δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει η ίδια έρευνες, η διαδικασία που δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την αρχική λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων διεξάγεται σε δύο επίπεδα: το ένα εθνικό, διά της εκδόσεως αποφάσεως από αρμόδια εθνική αρχή όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, και το άλλο ευρωπαϊκό, διά της αποφάσεως του Συμβουλίου να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στον επίμαχο κατάλογο, βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου που καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί τέτοια απόφαση σε εθνικό επίπεδο. Μια τέτοια προγενέστερη απόφαση έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρών και αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων ή ενδείξεων για την ανάμειξη του συγκεκριμένου προσώπου σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, τα οποία οι εν λόγω εθνικές αρχές κρίνουν ως βάσιμα. Κατά συνέπεια, δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να ελέγξει τα πραγματικά περιστατικά ή τον καταλογισμό των γεγονότων που αναφέρονται στις εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις στις οποίες βασίστηκε η αρχική καταχώριση και, ως εκ τούτου, το βάρος της απόδειξης που φέρει σχετικώς το Συμβούλιο έχει σχετικά περιορισμένο αντικείμενο.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση, όσον αφορά καθεμία από τις προσβαλλόμενες πράξεις, αναλόγως αν αυτές στηρίζονται στις αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών που δικαιολόγησαν την αρχική καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος ή αν στηρίζονται σε μεταγενέστερες αποφάσεις των εν λόγω εθνικών αρχών ή σε στοιχεία τα οποία έλαβε αυτοτελώς υπόψη το Συμβούλιο (7). Επομένως, όσον αφορά τα στοιχεία στα οποία δύναται να στηριχθεί το Συμβούλιο προκειμένου να καταδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, κατά το στάδιο της περιοδικής επανεξέτασης των προγενέστερων μέτρων (8), εναπόκειται στο μεν Συμβούλιο να αποδείξει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάσιμο των διαπιστώσεων όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις πράξεις για τη διατήρηση της οικείας οντότητας στους καταλόγους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την ακρίβειά τους.

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τόσο τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι εθνικές αποφάσεις που ελήφθησαν υπόψη κατά το στάδιο της αρχικής έκδοσης των εν λόγω πράξεων όσο και τα περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη σε μεταγενέστερες εθνικές αποφάσεις ή εκείνα που ενδεχομένως λαμβάνονται αυτοτελώς υπόψη από το Συμβούλιο.

Όσον αφορά την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2001 περί απαγορεύσεως του PKK, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει ήδη κρίνει, στη νομολογία του, ότι η εν λόγω απόφαση προέρχεται από «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ, η οποία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις προερχόμενες από διοικητικές αρχές, οσάκις οι εν λόγω αρχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ισοδύναμες» με τις δικαστικές αρχές, καθόσον οι αποφάσεις τους είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής που αφορά τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία της υποθέσεως. Πράγματι, οι αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούν να προσβληθούν ενώπιον της Proscribed Organisations Appeal Commission (Επιτροπής Προσφυγών Απαγορευμένων Οργανώσεων) και, αν χρειαστεί, ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας διευκρινίσει ότι βάσει της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ δεν απαιτείται η απόφαση της αρμόδιας αρχής να εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας εν στενή εννοία, διαπιστώνει ότι η απόφαση του 2001 αποσκοπεί πράγματι στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας που αποσκοπεί στην επιβολή μέτρων προληπτικού ή κατασταλτικού χαρακτήρα κατά του PKK. Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέτρα πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει συναφώς η κοινή θέση (9).

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο να ελέγξει τον εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και την αντιστοιχία μεταξύ των πράξεων που έλαβε υπόψη η αρχή αυτή και του ορισμού της τρομοκρατικής πράξης που διατυπώνεται με την κοινή θέση. Συναφώς, κρίνει ότι αρκεί η μνεία εκ μέρους του Συμβουλίου, στις αιτιολογικές εκθέσεις που κατήρτισε προς στήριξη των προσβαλλομένων πράξεων, ότι έχει ελέγξει αν οι λόγοι βάσει των οποίων έλαβαν τις αποφάσεις οι αρμόδιες εθνικές αρχές εμπίπτουν στον ορισμό της τρομοκρατίας όπως διατυπώνεται στη κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ελέγχου αφορά αποκλειστικά τα περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη στις αποφάσεις των εθνικών αρχών στις οποίες στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση της οικείας οντότητας. Πράγματι, όταν διατηρεί το όνομα οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων στο πλαίσιο περιοδικής επανεξέτασης (10), το Συμβούλιο αρκεί να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης της εν λόγω οντότητας σε τέτοιες πράξεις.

Συνεπώς, στο πλαίσιο της εν λόγω επανεξέτασης, το Συμβούλιο υποχρεούται να ελέγξει εάν έχει μεταβληθεί η πραγματική κατάσταση από την αρχική καταχώριση του ονόματος του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας όσον αφορά την ανάμειξη του προσώπου ή της οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και, ιδίως, εάν η εθνική απόφαση δεν είναι πλέον σε ισχύ ή έχει ανακληθεί λόγω νέων στοιχείων ή λόγω μεταβολής της εκτίμησης της αρμόδιας εθνικής αρχής. Επ’ αυτού, απλώς και μόνον το ότι η εθνική απόφαση στην οποία βασίσθηκε η αρχική καταχώριση εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ δύναται, λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει και αναλόγως της εξελίξεως των περιστάσεων της υπόθεσης, να μην αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος. Σε τέτοια περίπτωση, το Συμβούλιο οφείλει να στηρίξει τη διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως καταδεικνύουσα ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να υφίσταται. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο μπορεί να στηριχθεί σε πρόσφατα στοιχεία που προέρχονται όχι μόνο από εθνικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές, αλλά και από άλλες πηγές, και, ως εκ τούτου, και σε δικές του εκτιμήσεις.

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην ως άνω περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να διακριβώσει, όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τον αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των λόγων οι που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η διατήρηση ονόματος στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και, όσον αφορά τον έλεγχο της επί της ουσίας νομιμότητας των εν λόγω πράξεων, αν οι λόγοι αυτοί είναι τεκμηριωμένοι και στηρίζονται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά προέρχονται από εθνική απόφαση που έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές, εναπόκειται στο μεν Συμβούλιο, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να ελέγξει το βάσιμο των διαπιστώσεων όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη, στον δε δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την ακρίβειά τους.

Τέλος, όσον αφορά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το οποίο το PKK επικαλέσθηκε μόνο στην υπόθεση T‑148/19 και βάσει του οποίου το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που απαιτεί η ακυρωτική απόφαση (11), το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται στο θεσμικό όργανο αμέσως μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, όταν αυτή ακυρώνει απόφαση, σε αντίθεση με την περίπτωση ακυρωτικής απόφασης που ακυρώνει κανονισμό (12). Επομένως, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων του 2019 σχετικά με το PKK, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο είτε να διαγράψει το PKK από τον κατάλογο είτε να εκδώσει πράξη εκ νέου καταχώρισης στον κατάλογο σύμφωνη με το σκεπτικό της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018 (T‑316/14). Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, χωρίς την υποχρέωση αυτή, η εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης ακύρωση θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας.

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι το Συμβούλιο παρέθεσε εκ νέου στις αποφάσεις του 2019 τους ίδιους λόγους τους οποίους είχε μνημονεύσει στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι οποίοι είχαν απορριφθεί με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018. Μολονότι το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής, η οποία δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, μια τέτοια άρνηση του Συμβουλίου να συναγάγει τις συνέπειες του δεδικασμένου ήταν ικανή να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών ως προς τον σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, δεδομένου ότι η απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018 (T‑316/14) αναιρέθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 2021 (C‑46/19 P), ιδίως κατά το μέρος που με την εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου είχαν ακυρωθεί οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017, και λαμβανομένου υπόψη του αναδρομικού χαρακτήρα της εν λόγω αναιρέσεως από το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παραβίαση των υποχρεώσεων του Συμβουλίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των αποφάσεων του 2019. Δεδομένου, όμως, ότι το προσφεύγον είχε λόγους να πιστεύει ότι η προσφυγή του στην υπόθεση Τ-148/19 ήταν βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο του καθορισμού των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, όσον αφορά την εκ μέρους του Συμβουλίου περιοδική επανεξέταση (13), ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του να επικαιροποιήσει την εκ μέρους του εκτίμηση ως προς το ζήτημα αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες όσον αφορά τις πράξεις του 2014. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει τους εκτελεστικούς κανονισμούς 125/2014 και 790/2014 του Συμβουλίου στην υπόθεση T‑316/14 RENV. Αντιθέτως, όσον αφορά τις μεταγενέστερες πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι λόγοι που προέβαλε το προσφεύγον δεν καθιστούν δυνατό να αμφισβητηθεί η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, η οποία στηρίζεται πάντοτε βασίμως στην διατήρηση σε ισχύ της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και, κατά περίπτωση, σε άλλα μεταγενέστερα περιστατικά. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή στην υπόθεση T‑316/14 RENV, καθώς και την προσφυγή στην υπόθεση T‑148/19.


1      Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 93), και κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 70). Οι εν λόγω πράξεις επικαιροποιούνται ανά τακτά διαστήματα.


2      Απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:T:2021:316).


3      Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788).


4      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 125/2014 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 40, σ. 9)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 790/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 1)· απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 107)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/513 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 1)· απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1334 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 61)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/1325 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 12)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2425 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 334, σ. 1)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1127 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 188, σ. 1)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/150 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 23, σ. 3)· απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 95)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/1420 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 3).


5      Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 του Συμβουλίου, της 8ης Ιανουαρίου 2019 (ΕΕ 2019, L 6, σ. 6)· απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2019/1341 του Συμβουλίου, της 8ης Αυγούστου 2019 (ΕΕ 2019, L 209, σ. 15)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1337 του Συμβουλίου, της 8ης Αυγούστου 2019 (ΕΕ 2019, L 209, σ. 1)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/19 του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 2020 (ΕΕ 2020, L 8I, σ. 1)· απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/1132 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2020 (ΕΕ 2020, L 247, σ. 18)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1128 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2020 (ΕΕ 2020, L 247, σ. 1)· εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1128 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2020 (ΕΕ 2020, L 247, σ. 1).


6      Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 4 και 6, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ.


7      Τα δύο αυτά είδη νομικών βάσεων διέπονται από διαφορετικές διατάξεις της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ, καθόσον ο πρώτος διέπεται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω θέσης, ενώ ο δεύτερος από το άρθρο 1, παράγραφος 6.


8      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ.


9      Άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ.


10      Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ.


11      Άρθρο 266 ΣΛΕΕ: «Το θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη ή των οποίων η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς τις Συνθήκες, οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τις υποχρεώσεις που δύνανται να προκύψουν από την εφαρμογή του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο».


12      Κατά το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός, δεν επιφέρουν αποτελέσματα παρά μόνον από της λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως ή από της απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως.


13      Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ.