ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )

«Ντάμπινγκ — Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής — Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ — Προσφυγή ακυρώσεως — Ζήτημα κατά πόσον η πράξη της Ένωσης αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα — Ζήτημα κατά πόσον η πράξη της Ένωσης αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Παραδεκτό — Άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (EK) 1225/2009 — Κανονική αξία — Κόστος παραγωγής»

Στην υπόθεση T‑111/14,

Unitec Bio SA, με έδρα το Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis, R. Luff και G. Bathory, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από την S. Boelaert και τον B. Driessen, στη συνέχεια, από την H. Marcos Fraile, επικουρούμενους από τους R. Bierwagen και C. Hipp, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζομένου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

και από

το European Biodiesel Board (EBB), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο) εκπροσωπούμενο από τους O. Prost και M.-S. Dibling, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013 L 315, σ. 2), καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, O. Czúcz (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενος κανονισμός

1

Η προσφεύγουσα, Unitec Bio SA, είναι παραγωγός βιοντίζελ στην Αργεντινή.

2

Το βιοντίζελ, εναλλακτικό καύσιμο παρεμφερές προς το συμβατικό ντίζελ, παράγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και εισάγεται σε αυτήν σε σημαντικές ποσότητες. Στην Αργεντινή, παράγεται κυρίως από σόγια και σογιέλαιο (στο εξής, από κοινού: κύριες πρώτες ύλες).

3

Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 17 Ιουλίου 2012 από το European Biodiesel Board (EBB) εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν άνω του 60 % της συνολικής παραγωγής βιοντίζελ της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε, στις 29 Αυγούστου 2012, ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2012, C 260, σ. 8), συμφώνως προς το άρθρο 5 του κανονισμού (EΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός).

4

Η έρευνα σχετικά με τις πρακτικές ντάμπινγκ και την εντεύθεν ζημία επικεντρώθηκε στην περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου και 30ής Ιουνίου 2012 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι το τέλος της περιόδου έρευνας.

5

Λόγω του μεγάλου αριθμού των Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων, η Επιτροπή επέλεξε, στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, δείγμα τριών εξ αυτών ή ομίλων αυτών βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Η προσφεύγουσα δεν περιλαμβανόταν στο δείγμα.

6

Στις 27 Μαΐου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 490/2013 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 141, σ. 6, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον κανονισμό αυτόν, διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι οι εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πράγμα που ήταν επιζήμιο για τη βιομηχανία της Ένωσης, και έκρινε ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ επί των εν λόγω εισαγωγών ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης.

7

Ως προς τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, ειδικότερα, τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος όσον αφορά την Αργεντινή, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εγχώριες πωλήσεις δεν πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, δεδομένου ότι η αργεντίνικη αγορά του βιοντίζελ ρυθμιζόταν σε μεγάλο βαθμό από το κράτος. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά το οποίο, όταν οι πωλήσεις του εν λόγω προϊόντος δεν έλαβαν χώρα στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, η κανονική αξία του προϊόντος αυτού υπολογίζεται βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή βάσει των τιμών εξαγωγής, που ισχύουν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές.

8

Ως προς το κόστος παραγωγής του βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ΕΒΒ είχε υποστηρίξει ότι το κόστος παραγωγής που ήταν καταχωρισμένο στα βιβλία των ελεγχθέντων παραγωγών-εξαγωγέων της Αργεντινής δεν αποτύπωνε κατά τρόπο εύλογο το κόστος παραγωγής του βιοντίζελ. Η παραδοχή αυτή αφορούσε το σύστημα διαφοροποιημένης φορολογήσεως των εξαγωγών που ισχύει στην Αργεντινή (στο εξής: σύστημα ΔΦΕ), το οποίο, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, προκαλούσε στρέβλωση των τιμών των κύριων πρώτων υλών. Εκτιμώντας ότι δεν διέθετε ακόμη, κατ’ αυτό το στάδιο, επαρκή στοιχεία προκειμένου να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος να ελέγξει την εν λόγω παραδοχή, η Επιτροπή αποφάσισε να υπολογίσει την κανονική αξία του βιοντίζελ επί τη βάσει του κόστους παραγωγής που είχε καταχωριστεί στα εν λόγω βιβλία, επισημαίνοντας εντούτοις ότι το ζήτημα αυτό θα εξεταζόταν σε μεγαλύτερο βάθος κατά το οριστικό στάδιο της έρευνας.

9

Στις 19 Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕE) 1194/2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

10

Εν πρώτοις, όσον αφορά την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος σε σχέση με την Αργεντινή, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού κατά τα οποία η αξία αυτή έπρεπε να υπολογιστεί συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η αγορά βιοντίζελ της Αργεντινής ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος (αιτιολογική σκέψη 28 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

11

Ως προς το κόστος παραγωγής, το Συμβούλιο δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής να μεταβάλει τα συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού και να αποκλίνει από τις δαπάνες των κύριων πρώτων υλών που είχαν καταχωριστεί στα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Κατά την άποψή του, τα δεδομένα αυτά δεν αποτύπωναν με εύλογο τρόπο τις συνδεόμενες με την παραγωγή βιοντίζελ στην Αργεντινή δαπάνες, εκ του λόγου ότι το σύστημα ΔΦΕ προκαλούσε στρέβλωση των τιμών των κύριων πρώτων υλών στην εγχώρια αγορά της Αργεντινής. Τις αντικατέστησε με τον μέσον όρο των τιμών αναφοράς της σόγιας που είχε δημοσιεύσει το Υπουργείο Γεωργίας της Αργεντινής για εξαγωγή FOB (ελεύθερο επί του μεταφορικού μέσου) κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (στο εξής: τιμή αναφοράς) (αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 40 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

12

Δεύτερον, επιβεβαιώνοντας την πλειονότητα των συμπερασμάτων που παρατίθεντο στον προσωρινό κανονισμό, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η βιομηχανία της Ένωσης είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 142 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ότι η ζημία αυτή είχε προκληθεί από τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής που αποτελούσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ (αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 157 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Στη συνάφεια αυτή, διαπίστωσε ότι και άλλοι παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, οι εισαγωγές που είχε πραγματοποιήσει η βιομηχανία της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 160 του προσβαλλόμενου κανονισμού), η ισχνή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της βιομηχανίας της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 171 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και το σύστημα του διπλού υπολογισμού του παραγόμενου από χρησιμοποιημένα λάδια βιοντίζελ που υφίσταται σε ορισμένα κράτη μέλη (αιτιολογικές σκέψεις 173 έως 179 του προσβαλλόμενου κανονισμού) δεν ήσαν σε θέση να διαρρήξουν αυτόν τον αιτιώδη σύνδεσμο.

13

Τρίτον, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η λήψη των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ εξακολουθούσε να είναι προς το συμφέρον της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 201 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

14

Λαμβανομένων υπόψη των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, το Συμβούλιο αποφάσισε μεταξύ άλλων ότι τα ποσά που είχαν κατατεθεί ως προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ, επιβληθέντες με τον προσωρινό κανονισμό, έπρεπε να εισπραχθούν οριστικά (αιτιολογική σκέψη 228 και άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ότι έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής (άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού).

15

Στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ύψος των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ επί του υπό εξέταση προϊόντος, όσον αφορά τις εισαγωγές Αργεντινής, καθορίστηκαν ως εξής:

Εταιρία

Ποσό δασμού σε ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Aceitera General Deheza SA, General Deheza, Rosario, Bunge Argentina SA, Buenos Aires

216,64

B782

LDC Argentina SA, Buenos Aires

239,35

B783

Molinos Río de la Plata SA, Buenos Aires, Oleaginosa Moreno Hermanos SAFICI y A, Bahia Blanca, Vicentin SAIC, Avellaneda

245,67

B784

Autres sociétés ayant coopéré:

Cargill SACI, Buenos Aires, Unitec Bio, Buenos Aires, Viluco SA, Tucuman

237,05

B785

Όλες οι άλλες εταιρίες

245,67

B999

16

Κατόπιν άλλη καταγγελίας του ΕΒΒ, η Επιτροπή διεξήγαγε επίσης, εκ παραλλήλου προς τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, διαδικασία κατά των επιδοτήσεων έναντι των εισαγωγών στην Ένωση βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας. Κατόπιν ανακλήσεως της καταγγελίας αυτής με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2013, η διαδικασία αυτή περατώθηκε χωρίς την επιβολή οριστικών δασμών, με τον κανονισμό (ΕE) 1198/2013 της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2013, για την περάτωση της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 330/2013 για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2013, L 315, σ. 67).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

18

Στις 2 Ιουνίου 2014, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα αντικρούσεως κατετέθησαν, αντιστοίχως, στις 6 Αυγούστου 2014 από την προσφεύγουσα και στις 21 Οκτωβρίου 2014 από το Συμβούλιο.

19

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου 2014, αντιστοίχως, η Επιτροπή και το EBB ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Με διατάξεις της 17ης Ιουλίου και της 22ας Σεπτεμβρίου 2014, ο πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις εν λόγω παρεμβάσεις. Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

21

Με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, η παρούσα υπόθεση και οι υποθέσεις T‑112/14, Molinos Río de la Plata κατά Συμβουλίου, T‑113/14, Oleaginosa Moreno Hermanos κατά Συμβουλίου, T‑114/14, Vicentin κατά Συμβουλίου, T‑115/14, Aceitera General Deheza κατά Συμβουλίου, T‑116/14, Bunge Argentina κατά Συμβουλίου, T‑117/14, Cargill κατά Συμβουλίου, T‑118/14, LDC Argentina κατά Συμβουλίου, καθώς και T‑119/14, Carbio κατά Συμβουλίου, ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Οκτωβρίου 2015.

22

Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) ζήτησε ορισμένα στοιχεία από τους διαδίκους και τους κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων των λοιπών διαδίκων.

23

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό ως προς αυτή·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

24

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το ΕΒΒ, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού

25

Χωρίς να εγείρει ρητώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν περιλαμβανόταν στο επιλεγέν δείγμα (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), δεν προσδιοριζόταν επαρκώς στον προσβαλλόμενο κανονισμό, καθώς δεν μνημονευόταν σε αυτόν παρά μόνο μεταξύ των «[ά]λλ[ων] συνεγαζομέ[νων] εταιρι[ών]», ο δε υπολογισμός του ντάμπινγκ δεν είχε στηριχθεί σε στοιχεία σχετικά με την εμπορική της δραστηριότητα. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία ήταν έμμεση μόνον και όχι επαρκής, καθ’ εαυτήν, προκειμένου να τεκμηριώσει το ατομικό της συμφέρον. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορούσε ατομικά λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων της οι οποίες τη διακρίνουν έναντι κάθε άλλου προσώπου.

26

Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να επάγονται εκτελεστικά μέτρα.

27

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί σκόπιμο να εξετάσει ευθύς εξ αρχής εάν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα κατά την έννοια του τετάρτου εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

28

Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τις εταιρίες αυτές. Συγκεκριμένα, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, χωρίς να διαθέτουν οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως, είναι υποχρεωμένες να εισπράττουν τους επεκταθέντες με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμούς.

29

Ως προς το κατά πόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι μια πράξη το αφορά ατομικά παρά μόνο στην περίπτωση που η πράξη αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως η οποία το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 943.

30

Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβάλλει έναν ατομικό οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 237,05 ευρώ ανά τόνο στην προσφεύγουσα, μνημονεύοντάς την ρητώς.

31

Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η περίσταση αυτή αρκεί, καθ’ εαυτήν, προκειμένου να συναχθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά την προσφεύγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe, C‑239/99, EU:C:2001:101, σκέψη 22).

32

Δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, η περί απαραδέκτου αιτίαση που προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ουσίας

33

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

34

Οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως βάλλουν κατά της ενέργειας του Συμβουλίου να μη λάβει υπόψη του το κόστος των κύριων πρώτων υλών που είχε καταχωριστεί στα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων, λόγω της στρεβλώσεως των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών που προκάλεσε το σύστημα ΔΦΕ, και να τις αντικαταστήσει με την τιμή αναφοράς. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν συνάδει προς το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζει ότι η ενέργεια αυτή δεν συνάδει προς τη συμφωνία περί εφαρμογής του άρθρου VI της GATT (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103).

35

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται στο γεγονός ότι το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας και της ζημίας στη βιομηχανία της Ένωσης, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

36

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού μη λαμβάνοντας υπόψη το συνδεόμενο με τις κύριες πρώτες ύλες κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκαν πράγματι οι οικείοι Αργεντινοί παραγωγοί για τον λόγο ότι οι τιμές για τις εν λόγω ύλες που ήσαν καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων ήταν τεχνητά χαμηλές. Στην Αργεντινή, οι τιμές των κύριων πρώτων υλών δεν ρυθμίζονται. Καθορίζονται ελευθέρως από τους παραγωγούς και δεν είναι χαμηλότερες από αυτές των πρώτων υλών που πωλούνται προς εξαγωγή. Η προσέγγιση που ακολούθησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή (στο εξής, από κοινού: θεσμικά όργανα) προκειμένου να καθορίσουν το κόστος των υλών αυτών ισοδυναμεί με προσθήκη φόρου εξαγωγής επί των καταχωρισμένων στα εν λόγω βιβλία τιμών οι οποίες ισχύουν στην Αργεντινή. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι οι εγχώριες τιμές των υλών αυτών στρεβλώνονται από το σύστημα ΔΦΕ, τα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν ότι τα βιβλία τιμών δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο το κόστος τους και ότι μπορούσαν, επομένως, να μη ληφθούν υπόψη δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

37

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το ΕΒΒ, υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού στηρίζεται στο γεγονός ότι οι πωλήσεις των κύριων πρώτων υλών στην αγορά της Αργεντινής δεν πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Το σύστημα ΔΦΕ προκάλεσε στρέβλωση του κόστους παραγωγής των Αργεντινών παραγωγών βιοντίζελ, που αποδεικνύεται από τη σημαντική διαφορά μεταξύ της εγχώριας και της διεθνούς τιμής, πράγμα που επέβαλε την αναπροσαρμογή τους. Τα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων δεν λαμβάνονται υπόψη ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας εάν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή ενός υπό έρευνα προϊόντος δεν απηχούνται σε ικανοποιητικό βαθμό στα εν λόγω βιβλία. Το γεγονός ότι οι τιμές ρυθμίζονται δεν αποτελεί παρά μόνον έναν από τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν, για τους σκοπούς της έρευνας, ότι οι δαπάνες δεν αποτυπώνονται κατά τρόπο εύλογο στα βιβλία αυτά. Τα στοιχεία που χρησιμοποίησαν τα θεσμικά όργανα, ήτοι οι τιμές αναφοράς της σόγιας κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας οι οποίες απηχούσαν το επίπεδο των διεθνών τιμών, συνιστούσαν αξιόπιστη πηγή.

38

Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, στο πλαίσιο του καθορισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τα θεσμικά όργανα δεν υπολόγισαν το κόστος παραγωγής που συνδέεται με τις κύριες πρώτες ύλες παραπέμποντας στις τιμές τους όπως αυτές προκύπτουν από τα λογιστικά βιβλία των εταιριών που ελέχθησαν, αλλά, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 επ. του εν λόγω κανονισμού, απέκλιναν από τις τιμές αυτές και τις αντικατέστησαν με την τιμή αναφοράς στηριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

39

Συναφώς, κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, οσάκις ουδεμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος έλαβε χώρα στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή οσάκις οι πωλήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς ή οσάκις, λόγω της ιδιαίτερης καταστάσεως στην αγορά, οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν μια λυσιτελή σύγκριση, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό που αντιστοιχεί στα έξοδα πωλήσεως, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη ή επί τη βάσει των τιμών εξαγωγής, οι οποίες ισχύουν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές. Η ίδια αυτή διάταξη διευκρινίζει ότι ιδιαίτερη κατάσταση στην αγορά για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια της προηγούμενης περιόδου θεωρείται ότι επικρατεί όταν, μεταξύ άλλων, οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν εργασίες μεταποιήσεως μη εμπορικού χαρακτήρα.

40

Εν συνεχεία, από το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι, οσάκις η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το κόστος παραγωγής υπολογίζεται κατ’ αρχήν με βάση τα λογιστικά βιβλία που τηρεί το υπό έρευνα μέρος, υπό την προϋπόθεση ότι τα βιβλία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι συνεκτιμούν κατά τρόπο εύλογο τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος.

41

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, εάν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος δεν αποτυπώνονται κατά τρόπο εύλογο στα βιβλία του οικείου μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση τις δαπάνες άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα ή, εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

42

Ο σκοπός του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού είναι όπως οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος οι οποίες προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του εν λόγω προϊόντος αντανακλούν τις δαπάνες στις οποίες θα είχε υποβληθεί ένας παραγωγός στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής.

43

Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι τα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους συνιστούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος και ότι η χρησιμοποίηση των στοιχείων που έχουν καταχωριστεί στα εν λόγω βιβλία αποτελεί τον κανόνα, ενώ η προσαρμογή τους ή η αντικατάστασή τους από κάποια άλλη εύλογη βάση την εξαίρεση.

44

Λαμβανόμενης υπόψη της αρχής ότι στις παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από ένα γενικό κανόνα προσήκει συσταλτική ερμηνεία (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψη 17 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προβαίνει και η προσφεύγουσα, ότι η εξαίρεση που απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

45

Εν προκειμένω, μολονότι δεν αμφισβητεί τους λόγους για τους οποίους τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να προσφύγουν στον υπολογισμό της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος συμφώνως προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, εντούτοις η προσφεύγουσα βάλλει κατά της γενόμενης εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δυνάμει του οποίου, στο πλαίσιο του εν λόγω υπολογισμού, τα θεσμικά όργανα δεν στηρίχθηκαν στις τιμές των κύριων πρώτων υλών που αναγράφονταν στα βιβλία των ελεγχθεισών εταιριών.

46

Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα θεσμικά όργανα δεν υποστήριξαν ότι τα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων, μεταξύ των οποίων καταριθμείται η προσφεύγουσα, δεν ήσαν σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην Αργεντινή. Αντιθέτως, υποστήριξαν ότι τα εν λόγω βιβλία δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο το κόστος που συνδέεται με κύριες πρώτες ύλες.

47

Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα έκριναν ότι, στον βαθμό που προέβλεπε την επιβολή διαφορετικών εξαγωγικών φόρων επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ, το σύστημα ΔΦΕ προκάλεσε στρέβλωση των τιμών των εν λόγω κύριων πρώτων υλών στον βαθμό που το σύστημα αυτό ασκούσε πίεση επί των τιμών τους στην αγορά της Αργεντινής, οι οποίες καθορίζονταν σε επίπεδο τεχνητά χαμηλό.

48

Στηριζόμενα στην απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), τα θεσμικά όργανα διαπίστωσαν στην αιτιολογική σκέψη 31 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι, οσάκις η ρύθμιση της τιμής των κύριων πρώτων υλών οδηγεί σε τεχνητά χαμηλή τιμή στην εγχώρια αγορά, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το κόστος παραγωγής του οικείου προϊόντος υφίσταται στρέβλωση. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα καταχωρισμένα στα βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων δεδομένα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογα και έπρεπε, ως εκ τούτου, να χωρήσει αναπροσαρμογή τους.

49

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 44 της αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το φυσικό αέριο παρείχετο υποχρεωτικώς σε πολύ χαμηλή τιμή στους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δυνάμει της ρωσικής ρυθμίσεως, το κόστος παραγωγής του οικείου προϊόντος στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση αυτή επηρεαζόταν από τη στρέβλωση της εσωτερικής ρωσικής αγοράς ως προς την τιμή του φυσικού αερίου, δεδομένου ότι η τιμή αυτή δεν διαμορφωνόταν από τις δυνάμεις της αγοράς. Έκρινε επομένως ότι τα θεσμικά όργανα δικαιούντο να συμπεράνουν ότι κάποιο από τα στοιχεία των λογιστικών βιβλίων των μερών που άσκησαν προσφυγή στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφαση δεν μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο και ότι, κατά συνέπεια, το εν λόγω στοιχείο έπρεπε να αναπροσαρμοστεί διά προσφυγής σε άλλες πηγές προερχόμενες από αγορές τις οποίες θεωρούσαν πιο αντιπροσωπευτικές.

50

Εντούτοις, όπως ορθώς υποστήριξε η προσφεύγουσα, εν αντιθέσει προς την κατάσταση που αποτελούσε το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι οι τιμές των κύριων πρώτων υλών στην Αργεντινή υπέκειντο σε απευθείας ρύθμιση. Συγκεκριμένα, το σύστημα ΔΦΕ, που έλαβαν υπόψη τους τα θεσμικά όργανα, προέβλεπε απλώς εξαγωγικούς φόρους με διαφορετικούς συντελεστές επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ.

51

Το γεγονός όμως ότι το σύστημα ΔΦΕ δεν ρυθμίζει άμεσα τις τιμές των κύριων πρώτων υλών στην Αργεντινή δεν αποκλείει καθ’ εαυτό την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

52

Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί, όπως τονίζουν τα θεσμικά όργανα, ότι η διάταξη που αντιστοιχεί στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού εισήχθη στον προηγούμενο βασικό κανονισμό, ήτοι στον κανονισμό (EΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1995, L 56, σ. 1), με τον κανονισμό (EΚ) 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 (ΕΕ 2002, L 305, σ. 1).

53

Από την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002 συνάγεται ότι η προσθήκη της διατάξεως που αντιστοιχεί στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού σκοπούσε να παράσχει κάποια στοιχεία ως προς τις προσήκουσες ενέργειες στην περίπτωση που τα λογιστικά βιβλία δεν ελάμβαναν υπόψη τους κατά τρόπο εύλογο τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος, ιδίως στην περίπτωση που, εξαιτίας των ειδικών συνθηκών της αγοράς, οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επέτρεπαν μια λυσιτελή σύγκριση. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κρίσιμα δεδομένα πρέπει, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, να προέρχονται από πηγές που δεν επηρεάζονται «από τέτοιες στρεβλώσεις».

54

Η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002 προβλέπει, επομένως, δυνατότητα προσφυγής στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ιδίως στην περίπτωση που οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν μια λυσιτελή σύγκριση λόγω στρεβλώσεως. Εντεύθεν συνάγεται ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί ιδίως να προκύψει λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, όπως είναι αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, που αφορά τις τεχνητά χαμηλές τιμές του οικείου προϊόντος, χωρίς εντούτοις να περιορίζει αυτό το είδος των καταστάσεων στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται απευθείας ρύθμιση των τιμών του ομοειδούς προϊόντος ή των κύριων πρώτων υλών αυτού από τη χώρα εξαγωγής.

55

Αντιθέτως, δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι κάθε μέτρο των δημοσίων αρχών της χώρας εξαγωγής που ενδέχεται να ασκεί επιρροή επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών, και, δια της οδού αυτής, επί των τιμών του οικείου προϊόντος, είναι δυνατό να προκαλεί στρέβλωση λόγω της οποίας επιτρέπεται να μη ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, οι τιμές που είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους. Πράγματι, όπως ορθώς προβάλλει η προσφεύγουσα, εάν κάθε μέτρο λαμβανόμενο από τις δημόσιες αρχές της χώρας εξαγωγής που ενδέχεται να ασκεί επιρροή, έστω και αμελητέα, επί των τιμών των πρώτων υλών μπορούσε να ληφθεί υπόψη, θα υπήρχε ο κίνδυνος να απολέσει πάσα πρακτική αποτελεσματικότητα η αρχή που κατοχυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο τα εν λόγω βιβλία αποτελούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.

56

Ως εκ τούτου, ένα μέτρο των δημοσίων αρχών της χώρας εξαγωγής δεν μπορεί να οδηγήσει τα θεσμικά όργανα να μη λάβουν υπόψη τους, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τις τιμές των πρώτων υλών που έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών παρά μόνον όταν προκαλεί αισθητή στρέβλωση των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών. Πράγματι, τυχόν διαφορετική ερμηνεία της εξαιρέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η οποία θα επέτρεπε, σε μια κατάσταση όπως η εν προκειμένω, να αντικατασταθούν τα δεδομένα αυτά από ένα ποσό δαπανών στηριζόμενο σε άλλη εύλογη βάση, θα υπήρχε κίνδυνος να συνιστά δυσανάλογη προσβολή της αρχής κατά την οποία τα εν λόγω βιβλία αποτελούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του εν λόγω προϊόντος.

57

Περαιτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, οσάκις φρονούν ότι πρέπει να αποστούν του κόστους παραγωγής το οποίο αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους προκειμένου να το αντικαταστήσουν με κάποια άλλη τιμή που κρίνουν εύλογη, να στηριχθούν σε αποδείξεις, ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 180 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58

Συνεπώς, λαμβανόμενου υπόψη του γεγονότος ότι η δυνατότητα να μη ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, το κόστος παραγωγής του εν λόγω προϊόντος που είναι καταχωρισμένο στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών, διέπεται από καθεστώς που έχει τον χαρακτήρα εξαιρέσεως (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), τα θεσμικά όργανα οφείλουν, οσάκις η στρέβλωση την οποία επικαλούνται δεν είναι άμεση συνέπεια του κρατικού μέτρου που της έδωσε το έναυσμα, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Acron και Dorogobuzh κατά Συμβουλίου (T‑235/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:65), αλλά των αποτελεσμάτων που το εν λόγω μέτρο θεωρείται ότι παράγει στην αγορά, να λαμβάνουν την πρόνοια να περιγράφουν τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς και να αποδεικνύουν τα αποτελέσματα του μέτρου επ’ αυτής, χωρίς να στηρίζονται συναφώς σε απλές εικασίες.

59

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί εάν τα θεσμικά όργανα απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι οι προϋποθέσεις προκειμένου να αποστούν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, από τις τιμές των κύριων πρώτων υλών που είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων πληρούνταν εν προκειμένω.

60

Πρώτον, όσον αφορά το μέτρο των κρατικών αρχών της Αργεντινής που προσδιορίστηκε ως αιτία της στρεβλώσεως των τιμών των κύριων πρώτων υλών, όπως διαλαμβάνει μεταξύ άλλων η αιτιολογική σκέψη 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρόκειται για το σύστημα ΔΦΕ στον βαθμό που εισαγάγει διαφορετικά επίπεδα φορολογήσεως επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ. Από την αιτιολογική σκέψη 35 του εν λόγω κανονισμού συνάγεται ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι εξαγωγές βιοντίζελ φορολογούνταν με ονομαστικό συντελεστή της τάξεως του 20 %, με πραγματικό δε συντελεστή της τάξεως του 14,58 %, ενώ, κατά την ίδια περίοδο, οι φορολογικοί συντελεστές των εξαγωγών σόγιας και σογιέλαιου είχαν καθοριστεί αντιστοίχως σε 35 και σε 32 %.

61

Δεύτερον, ως προς τα αποτελέσματα του συστήματος ΔΦΕ, το Συμβούλιο προέβαλε μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι μια συμπληρωματική έρευνα είχε καταδείξει ότι το εν λόγω σύστημα ασκούσε πίεση επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών στην αγορά της Αργεντινής οι οποίες καθορίζονταν σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο.

62

Μολονότι το Συμβούλιο επισήμανε συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε σχέση με τα αποτελέσματα του συστήματος ΔΦΕ που εφαρμοζόταν στην Ινδονησία, ότι το εν λόγω σύστημα περιόριζε τις δυνατότητες εξαγωγής των πρώτων υλών, δεδομένου ότι μεγαλύτερες ποσότητες των εν λόγω υλών ήσαν διαθέσιμες στην εγχώρια αγορά και ασκούσαν πίεση προς τα κάτω στις τιμές τους στην εν λόγω αγορά, εντούτοις διαπιστώνεται ότι δεν απέδειξε με τον εν λόγω κανονισμό σε ποια έκταση το σύστημα αυτό, στον βαθμό που περιελάμβανε εξαγωγικούς φόρους με διαφορετικούς συντελεστές επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ, είχε προκαλέσει αισθητή στρέβλωση των τιμών των πρώτων αυτών υλών στην αγορά της Αργεντινής.

63

Στην αιτιολογική σκέψη 37 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι εγχώριες τιμές και οι διεθνείς τιμές των κύριων πρώτων υλών ακολουθούσαν τις ίδιες τάσεις και ότι η διαφορά μεταξύ αυτών των τιμών αντιστοιχούσε στους εξαγωγικούς φόρους που είχαν επιβληθεί επ’ αυτών. Στην αιτιολογική σκέψη 38 του εν λόγω κανονισμού, διέλαβε ότι οι εγχώριες τιμές των κύριων πρώτων υλών που χρησιμοποιούνταν από τους παραγωγούς βιοντίζελ στην Αργεντινή ήσαν τεχνητά κατώτερες από τις διεθνείς τιμές λόγω της στρεβλώσεως που προκαλούσε το σύστημα ΔΦΕ. Εντούτοις, περιοριζόμενο στην επισήμανση ότι η διαφορά μεταξύ των εγχώριων τιμών και των διεθνών τιμών των κύριων πρώτων υλών αντιστοιχούσε κατ’ ουσίαν στους εξαγωγικούς φόρους επ’ αυτών των τελευταίων, δεν απέδειξε τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών στην αγορά της Αργεντινής η διαφορά καθ’ εαυτήν μεταξύ του ύψους των φόρων επ’ αυτών των πρώτων υλών και του ύψους του φόρου επί του βιοντίζελ. Πράγματι, η διαπίστωση στην αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού αυτού επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση τη συναγωγή κάποιων συμπερασμάτων ως προς ορισμένες συνέπειες που ήταν δυνατό να έχει η επιβολή εξαγωγικού φόρου επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών, αλλά δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί της τιμής των εν λόγω πρώτων υλών στην εν λόγω αγορά η διαφορά μεταξύ του ύψους των φόρων επ’ αυτών των πρώτων υλών και του ύψους του φόρου επί του βιοντίζελ.

64

Τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιου στις αιτιολογικές σκέψεις 39 και 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά τα οποία οι τιμές των κύριων πρώτων υλών που είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία των οικείων εταιριών αντικαταστάθηκαν από την τιμή στην οποία οι εταιρίες αυτές θα τις είχαν αγοράσει στην εγχώρια αγορά εάν δεν υπήρχε στρέβλωση, ήτοι από την τιμή αναφοράς, ομοίως δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνέπειες τις οποίες μπορούσε να έχει επί της τιμής των εν λόγω πρώτων υλών στην εν λόγω αγορά η διαφορά μεταξύ του ύψους των εξαγωγικών φόρων επ’ αυτών των πρώτων υλών και του ύψους του φόρου εξαγωγής επί του βιοντίζελ. Στον βαθμό που αυτές οι αιτιολογικές σκέψεις θα έπρεπε να ερμηνευθούν ως διαπίστωση του Συμβουλίου κατά την οποία, ελλείψει τέτοιας διαφοροποιήσεως στη φορολόγηση, οι τιμές των κύριων πρώτων υλών στην αγορά αυτή θα ήσαν οι ίδιες με την τιμή αναφοράς, αρκεί η επισήμανση ότι τούτο δεν αποδείχθηκε ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

65

Ως προς τις οικονομικές μελέτες τις οποίες επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να τονιστεί ότι, βεβαίως, μπορεί να συναχθεί εξ αυτών ότι οι εξαγωγικοί φόροι οδηγούν σε αύξηση των τιμών εξαγωγής του φορολογούμενου προϊόντος σε σχέση προς την τιμή του στην εγχώρια αγορά, στη μείωση των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος καθώς και σε πίεση προς τα κάτω των τιμών του προϊόντος αυτού στην εγχώρια αγορά. Επίσης, μπορεί να συναχθεί εντεύθεν ότι ένα σύστημα εξαγωγικών φόρων που φορολογεί τις κύριες πρώτες ύλες σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα προϊόντα σε μια αγορά επομένου σταδίου παραγωγής προστατεύει και ευνοεί τις εγχώριες κατάντη βιομηχανίες παρέχοντάς τους πρώτες ύλες σε επαρκή ποσότητα σε οικονομικά συμφέρουσες τιμές.

66

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μελέτες αυτές περιορίζονται στην ανάλυση των συνεπειών των εξαγωγικών φόρων επί των τιμών των κύριων πρώτων υλών και όχι των συνεπειών των διαφορετικών συντελεστών που ισχύουν για τους εξαγωγικούς φόρους επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ.

67

Τα θεσμικά όργανα περιορίστηκαν επομένως να εξηγήσουν τη σχέση μεταξύ των διεθνών τιμών και των εγχώριων τιμών των κύριων πρώτων υλών και να παράσχουν στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο του φόρου εξαγωγής επί της διαθεσιμότητας των εν λόγω πρώτων υλών στην εγχώρια αγορά και επί των τιμών τους, χωρίς εντούτοις να αποδείξουν in concreto τα αποτελέσματα τα οποία το σύστημα ΔΦΕ καθαυτό μπορούσε να έχει επί των εγχώριων τιμών των κύριων πρώτων υλών και σε ποιο βαθμό τα αποτελέσματα αυτά διαφέρουν από αυτά ενός συστήματος φορολογήσεως που δεν διαφοροποιεί τους συντελεστές των εξαγωγικών φόρων επί των κύριων πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ.

68

Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αισθητής στρεβλώσεως των τιμών των κύριων πρώτων υλών στην Αργεντινή οφειλόμενης στο σύστημα ΔΦΕ εκ του λόγου ότι εισήγαγε διαφορετικούς συντελεστές για τους εξαγωγικοί φόροι επ’ αυτών των πρώτων υλών και επί του βιοντίζελ. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα, εκτιμώντας ότι τα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων δεν αποτύπωναν κατά τρόπο εύλογο τις τιμές των πρώτων αυτών υλών και μη λαμβάνοντάς τες υπόψη, παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

69

Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν τα θεσμικά όργανα, δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό το γεγονός ότι διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, ιδίως όσον αφορά περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις στο πλαίσιο μέτρων εμπορικής άμυνας, καθώς και το γεγονός ότι, για τα ζητήματα αυτά, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίζει τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την επίμαχη επιλογή, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και στην ανυπαρξία καταχρήσεως εξουσίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2002, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11, EU:T:2012:431, σκέψεις 134 έως 136 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70

Πράγματι, ο διενεργούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος που περιορίζεται στην επισήμανση του κατά πόσον τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να τεκμηριώσουν τα εντεύθεν αντλούμενα συμπεράσματα δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν στον τομέα της εμπορικής πολιτικής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 68).

71

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει εάν τα θεσμικά όργανα απέδειξαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου να αποστούν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, των δαπανών που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του εν λόγω προϊόντος, όπως οι δαπάνες αυτές αποτυπώνοται στα λογιστικά βιβλία των ελεγχθέντων Αργεντινών παραγωγών-εξαγωγέων, βάσει του κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

72

Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

73

Πρέπει επίσης να εξεταστεί σε ποιον βαθμό το σφάλμα που διαπιστώθηκε δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού καθόσον αυτός αφορά την προσφεύγουσα.

74

Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, υπό τις κρινόμενες περιστάσεις, δεν είναι δυνατή η μερική ακύρωση του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνο σε σχέση με το διαπιστωθέν σφάλμα ως προς τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ.

75

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Η απαίτηση αυτή περί διαχωρισιμότητας δεν πληρούται οσάκις η μερική ακύρωση θα είχε ως συνέπεια να μεταβληθεί η ουσία της (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑29/99, EU:C:2002:734, σκέψεις 45 και 46).

76

Όπως προελέχθη κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος στον οποίον προέβησαν τα θεσμικά όργανα ερείδεται επί εσφαλμένων εκτιμήσεων. Δεδομένου ότι η κανονική αξία αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τον καθορισμό του ύψους του ισχύοντος δασμού αντιντάμπινγκ, το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει καθόσον επιβάλλει ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα.

77

Λόγω της σχέσεως που υφίσταται μεταξύ του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει επίσης να ακυρωθεί όσον αφορά την προσφεύγουσα καθόσον προβλέπει ότι τα ποσά που κατατεθήκαν ως προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ εισπράττονται οριστικά.

78

Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, παρέλκει δε να εξετασθεί ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά του, καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής.

80

Η Επιτροπή και το ΕΒΒ φέρουν τα έξοδά τους, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 138, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τα άρθρα 1 και 2 εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας στον βαθμό που αφορούν τη Unitec Bio SA.

 

2)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Unitec Bio.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το European Biodiesel Board (EBB) φέρουν τα έξοδά τους.

 

Berardis

Czúcz

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.