ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Νοεμβρίου 2017 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Απαράδεκτο – Εξωσυμβατική ευθύνη – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ – Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 – Παρατυπίες κατά τη διαδικασία εκδόσεως των πράξεων – Παράλειψη διαβουλεύσεως με την επιτροπή ΚΥΚ και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

Στην υπόθεση T‑75/14,

Union syndicale fédérale des services publics européens et internationaux (USFSPEI), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J.‑N. Louis και D. de Abreu Caldas, στη συνέχεια από τον J.‑N. Louis, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους A. Τρουπιώτη και E. Taneva,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους M. Bauer και A. Bisch, στη συνέχεια από τους M. Bauer και Μ. Veiga,

καθών‑εναγομένων,

υποστηριζόμενων από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. Gattinara και J. Currall, στη συνέχεια από τους G. Gattinara και G. Berscheid,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφοι 27, 32, 46, 61, παράγραφος 64, στοιχείο βʹ, παράγραφος 65, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 67, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), και, αφετέρου, αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 1023/2013 κατά παράβαση της συμφωνίας περί μεταρρυθμίσεως του 2004, των άρθρων 12 και 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 10 του ΚΥΚ και της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και J. Passer, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I. Ιστορικό της διαφοράς

1

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) προσαρτώνται στον κανονισμό 31 (ΕΟΚ)/11 (Ευρατόμ), περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 19).

2

Ο ΚΥΚ και ο ΚΛΠ τροποποιήθηκαν επανειλημμένως από τότε που θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15).

3

Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφοι 27, 32, 46, 61, παράγραφος 64, στοιχείο βʹ, παράγραφος 65, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 67, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1023/2013 τροποποίησε τα άρθρα 45, 52 και 66α του ΚΥΚ καθώς και το άρθρο 7 του παραρτήματος V και το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

4

Η διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 1023/2013 άρχισε στις 7 Σεπτεμβρίου 2011, με τη διαβούλευση με τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις (στο εξής: ΣΕΟ) επί σχεδίου αναθεωρήσεως του ΚΥΚ. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκαν σχετικές διοικητικές, τεχνικές και πολιτικές συναντήσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των ΣΕΟ, αντιστοίχως στις 6 Οκτωβρίου, στις 28 Οκτωβρίου και στις 7 Νοεμβρίου 2011.

5

Με έγγραφο της 21ης Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή υπέβαλε στην επιτροπή ΚΥΚ πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ (στο εξής: πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ).

6

Με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2011, η επιτροπή ΚΥΚ ενημέρωσε την Επιτροπή ότι είχε όντως εξετάσει την πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ, πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των εκπεφρασμένων ψήφων, δεν είχε επιτευχθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 του εσωτερικού κανονισμού της πλειοψηφία ώστε να είναι σε θέση να εκδώσει γνωμοδότηση επί της προτάσεως αυτής.

7

Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή διαβίβασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ.

8

Στις 25 Απριλίου 2012, η επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου εξέδωσε την έκθεσή της επί της προτάσεως τροποποιήσεως του ΚΥΚ.

9

Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2013, ο Πρόεδρος της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ) ζήτησε από το Κοινοβούλιο να αποσαφηνίσει τη θέση του ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής του, υπό την ιδιότητα του συννομοθέτη, στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 για την καθιέρωση διαδικασίας τριμερούς συνεννοήσεως όσον αφορά τις σχέσεις με το προσωπικό.

10

Με έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2013, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποποιήθηκε την πρόσκληση συμμετοχής στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 εκτιμώντας ότι μόνον στο Συμβούλιο εναπέκειτο να προσαρμόσει τον προβλεπόμενο στην εν λόγω απόφαση κοινωνικό διάλογο στη νέα κατάσταση που προέκυψε κατόπιν της μεταβάσεως στη συνήθη νομοθετική διαδικασία για την αναθεώρηση του ΚΥΚ, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Στο έγγραφο αυτό διευκρίνισε ότι σκοπός της συσταθείσας με την εν λόγω απόφαση επιτροπής συνεννοήσεως ήταν να διασφαλιστεί ότι οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών είναι κοινωνοί της γνώμης των υπαλλήλων προ της νομοθετήσεως και ότι το Συμβούλιο συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να λάβει τις αποφάσεις του εν πλήρη γνώσει των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Κατά την άποψή του, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η απόφαση αυτή είχε καταστεί, αν όχι παρωχημένη, τουλάχιστον ζήτημα αμιγώς εσωτερικής φύσεως. Προσέθεσε ότι δεν θεωρούσε ότι υπήρχε δυνατότητα συμμετοχής του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνεννοήσεως, και τούτο για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η έλλειψη νομικής βάσεως για μια τέτοια συμμετοχή. Ο δεύτερος ήταν η έλλειψη αναγκαιότητας για μια τέτοια συμμετοχή, καθώς η έκφραση της γνώμης των εκπροσώπων του προσωπικού προ της νομοθετήσεως αποτελεί σκοπό ο οποίος επιτυγχάνεται με αμεσότερα και περισσότερο ευέλικτα μέσα στο Κοινοβούλιο. Ως προς το τελευταίο σημείο, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επισήμανε ότι, στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, οι συζητήσεις ήταν δημόσιες, η ενημέρωση ήταν ευκόλως διαθέσιμη και ο εισηγητής όπως οι «shadow εισηγητές» για την αναθεώρηση του ΚΥΚ βρίσκονταν και εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τις ΣΕΟ και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη καθ’ όλα τα στάδια της καταρτίσεως και της εκδόσεως της εκθέσεως της επιτροπής νομικών θεμάτων. Διευκρίνισε ακόμη ότι ο Αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου, καθώς και ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου γραφείου του Προέδρου του Κοινοβουλίου και ο Γενικός Διευθυντής Προσωπικού του Κοινοβουλίου είχαν λάβει, όλοι, τον λόγο ενώπιον της γενικής συνελεύσεως του προσωπικού του Κοινοβουλίου με θέμα την εξέλιξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως του ΚΥΚ και ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο Αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου είχε απαντήσει λεπτομερώς σε όλα τα ζητήματα τα οποία εθίγησαν. Περαιτέρω ανέφερε ότι είχαν παραστεί στη συνάντηση αυτή όχι μόνον μέλη του προσωπικού του Κοινοβουλίου αλλά και μέλη του προσωπικού άλλων θεσμικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου.

11

Στις 25 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε τις ΣΕΟ όλων των θεσμικών οργάνων για την απάντηση του Κοινοβουλίου της 4ης Μαρτίου 2013 καθώς και για τις συζητήσεις επί ενός σχεδίου ερμηνευτικής δηλώσεως της αποφάσεώς του της 23ης Ιουνίου 1981.

12

Στις 6 Μαΐου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε ερμηνευτική δήλωση της αποφάσεώς του της 23ης Ιουνίου 1981, με σκοπό την εφαρμογή της στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας σχετικά με την πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ.

13

Την ίδια ημέρα, κατόπιν αιτήματος δύο ΣΕΟ, συνεδρίασε η επιτροπή συνεννοήσεως. Δεν τηρήθηκαν πρακτικά κατά τη συνεδρίαση αυτή, ωστόσο ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου ενημέρωσε το προσωπικό του Συμβουλίου με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2013 σχετικά με τη συνεδρίαση αυτή και την ανταλλαγή απόψεων στο πλαίσιό της. Επίσης, στις 8 Μαΐου 2013, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου εξέθεσε στην ΕΜΑ τα διαμειφθέντα στην εν λόγω συνεδρίαση.

14

Στις 13 Μαΐου 2013, πραγματοποιήθηκε η πρώτη τριμερής διαπραγματευτική συνάντηση μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Την ίδια ημέρα, ο Πρόεδρος της ΕΜΑ συνάντησε τους εκπροσώπους των ΣΕΟ του Συμβουλίου. Τους ενημέρωσε σχετικά με τα αποτελέσματα της συνεδριάσεως της ΕΜΑ της 8ης Μαΐου 2013 και έλαβε γνώση των θέσεών τους.

15

Στις 27 Μαΐου 2013, η γενική συνέλευση του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου να συγκαλέσει την επιτροπή συνεννοήσεως. Το αίτημα αυτό επιβεβαιώθηκε από την Ομοσπονδιακή Συνδικαλιστική Ένωση στις 7 Ιουνίου 2013.

16

Πραγματοποιήθηκαν πολλαπλές τριμερείς διαπραγματευτικές επαφές σε πολιτικό επίπεδο στις 28 Μαΐου, στις 3, στις 11 και στις 19 Ιουνίου 2013. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, έλαβαν χώρα τεχνικές συναντήσεις εμπειρογνωμόνων και άτυπες επαφές μεταξύ του Προέδρου της ΕΜΑ, του Αντιπροέδρου της Επιτροπής και του εισηγητή του Κοινοβουλίου. Κατά τη συνάντηση της 19ης Ιουνίου 2013, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατέληξαν σε προσωρινό συμβιβασμό επί των βασικών σημείων της αναθεωρήσεως.

17

Στις 20 Ιουνίου 2013, κατόπιν αιτήματος της Ομοσπονδιακής Συνδικαλιστικής Ενώσεως, συνεδρίασε η επιτροπή συνεννοήσεως. Ο Πρόεδρος της ΕΜΑ εξέθεσε τα βασικά σημεία του συμβιβασμού, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των σταδιοδρομιών στην ομάδα καθηκόντων AD στους βαθμούς AD 12/13, και απάντησε σε ερωτήματα σχετικά με τη δέσμη μέτρων, ιδίως όσον αφορά την κατάργηση του σκοπού της ισοδυναμίας των σταδιοδρομιών πριν και μετά τη μεταρρύθμιση του 2004. Την ίδια ημέρα, ενημέρωσε την ΕΜΑ σχετικά με τα αποτελέσματα του τριμερούς διαλόγου της 19ης Ιουνίου 2013.

18

Στις 21 Ιουνίου 2013, κατά τη διάρκεια της γενικής συνελεύσεως του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Διοίκηση» του Συμβουλίου εξέθεσε τα βασικά σημεία του συμβιβασμού.

19

Στις 25 Ιουνίου 2013, το προσωρινό κείμενο του συμβιβασμού που επιτεύχθηκε μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής απεστάλη ταυτοχρόνως στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών και στα μέλη της επιτροπής συνεννοήσεως, καθώς και στο σύνολο του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου. Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκε νέα τριμερής διαπραγματευτική συνάντηση προκειμένου να εξεταστεί το κείμενο αυτό.

20

Στις 26 Ιουνίου 2013, η ΕΜΑ εξέτασε το αποτέλεσμα των τριμερών διαπραγματεύσεων και παρακολούθησε την προφορική έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου σχετικά με τη συνεδρίαση της επιτροπής συνεννοήσεως της 20ής Ιουνίου 2013.

21

Στις 27 Ιουνίου 2013, το κείμενο συμβιβασμού ψηφίστηκε από την επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου.

22

Το πρωί της 28ης Ιουνίου 2013, μια ΣΕΟ, η Union syndicale-Bruxelles, ζήτησε τη σύγκληση της επιτροπής συνεννοήσεως από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, ο οποίος όμως απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι, αφενός, σύμφωνα με τη δήλωση η οποία προσαρτάται στην απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, οι εργασίες της επιτροπής συνεννοήσεως είχαν ανασταλεί λόγω των σημαντικών διαταραχών της κανονικής ροής εργασίας του Συμβουλίου εξαιτίας τριών συνεχόμενων ημερών απεργίας και, αφετέρου, η επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου είχε ήδη εγκρίνει το τελικό κείμενο συμβιβασμού.

23

Την ίδια ημέρα, η ΕΜΑ προέβη σε τελική εξέταση του συμβιβασμού όσον αφορά την τροποποίηση του ΚΥΚ και τον ενέκρινε, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου ενημέρωσε σχετικώς το σύνολο του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου.

24

Με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2013, ο Πρόεδρος της ΕΜΑ ενημέρωσε τον πρόεδρο της επιτροπής νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου σχετικά με την έγκριση από την ΕΜΑ του κειμένου του προσωρινού συμβιβασμού. Στο ίδιο έγγραφο ανέφερε ότι «ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ότι, εφόσον το [Κοινοβούλιο] καθ[όριζε] τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, υπό τη μορφή του κειμένου του προσωρινού συμβιβασμού ως έχει στο παράρτημα του παρόντος εγγράφου (με την επιφύλαξη αναθεωρήσεως από τους γλωσσομαθείς νομικούς και των δύο θεσμικών οργάνων), το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, θα [ενέκρινε] τη θέση του [Κοινοβουλίου] και η πράξη θα [εκδιδόταν] με τη διατύπωση που αντιστοιχεί στη θέση του Κοινοβουλίου, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης αναθεωρήσεως από τους ειδικούς νομικούς και γλωσσομαθείς νομικούς και των δύο θεσμικών οργάνων».

25

Στις 2 Ιουλίου 2013, η ολομέλεια του Κοινοβουλίου καθόρισε τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση υπό τη μορφή του κειμένου του συμβιβασμού που συμφωνήθηκε μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά τις άτυπες επαφές τους.

26

Με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή διαβίβασε στην επιτροπή ΚΥΚ τη θέση σε πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου της 2ας Ιουλίου 2013, διευκρινίζοντας ότι, κατά την άποψή της, η πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ, η οποία είχε τεθεί υπόψη της επιτροπής ΚΥΚ στις 21 Νοεμβρίου 2011, δεν είχε τροποποιηθεί ουσιωδώς στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Διευκρίνιζε επίσης με το έγγραφο αυτό ότι, κατά το στάδιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, το άρθρο 10 του ΚΥΚ δεν τύγχανε εφαρμογής, ωστόσο επιθυμούσε να λάβει γνώση των παρατηρήσεων των συμπροέδρων της επιτροπής ΚΥΚ. Προς τον σκοπό αυτό, ζήτησε να της υποβληθεί η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ, εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών, ήτοι το αργότερο έως την 26η Ιουλίου 2013.

27

Στις 17 Ιουλίου 2013, οι εκπρόσωποι της επιτροπής προσωπικού στο πλαίσιο της επιτροπής ΚΥΚ απάντησαν στην Επιτροπή με δήλωση στην οποία διαπίστωναν την αδυναμία επιτεύξεως συμφωνίας με τους εκπροσώπους των διοικήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της επιτροπής ΚΥΚ όσον αφορά την αλλαγή στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεώς της για την υιοθέτηση παρατηρήσεων αντί γνώμης. Συγκεκριμένα, ήταν αντίθετοι με την καθυστέρηση συγκλήσεως της επιτροπής ΚΥΚ και με τη σκοπιμότητα, υπό τις συνθήκες αυτές, εκδόσεως γνώμης της επιτροπής ΚΥΚ επί της θέσεως σε πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου και κατήγγειλαν παραβίαση των αρχών του κοινωνικού διαλόγου.

28

Στις 10 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του Κοινοβουλίου και, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, εξέδωσε τον κανονισμό 1023/2013 με τη διατύπωση που αντιστοιχούσε στη θέση του Κοινοβουλίου.

29

Μετά την υπογραφή της νομοθετικής πράξεως από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου στις 22 Οκτωβρίου 2013, ο κανονισμός 1023/2013 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Οκτωβρίου 2013.

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα, Union syndicale fédérale des services publics européens et internationaux (USFSPEI) [Ομοσπονδιακή Συνδικαλιστική Ένωση των Ευρωπαϊκών και Διεθνών Δημοσίων Υπηρεσιών], άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

31

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 6 και 10 Ιουνίου 2014, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρότειναν, έκαστο, ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

32

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

33

Την 1η Αυγούστου 2014, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

34

Με διάταξη της 5ης Δεκεμβρίου 2014, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος (παλαιός σχηματισμός) αποφάσισε τη συνεξέταση των ενστάσεων απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

35

Στις 9 Δεκεμβρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στους διαδίκους. Το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και η προσφεύγουσα απάντησαν στην ερώτηση αυτή, αντιστοίχως, στις 18 Δεκεμβρίου 2014, στις 6 Ιανουαρίου και στις 7 Ιανουαρίου 2015.

36

Με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2015, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος δέχθηκε την παρέμβαση της Επιτροπής.

37

Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 12 Μαρτίου 2015. Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, αντιστοίχως, την 1η και τη 10η Ιουνίου 2015.

38

Στις 14 Ιανουαρίου 2016, ο πρόεδρος του όγδοου τμήματος αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αναστείλει τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως την έκδοση αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη στην υπόθεση επί της οποίας έχει πλέον εκδοθεί η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489).

39

Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα (νέα σύνθεση), στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, στις 6 Οκτωβρίου 2016, η υπό κρίση υπόθεση.

40

Στις 24 Οκτωβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν θέση όσον αφορά τις συνέπειες τις οποίες είχαν, κατά τη γνώμη του, στην υπό κρίση υπόθεση οι σκέψεις 144 έως 171 της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489). Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή απάντησαν στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2016. Η προσφεύγουσα απάντησε στην ερώτηση αυτή στις 18 Νοεμβρίου 2016.

41

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 27, 32, 46, 61, παράγραφος 64, στοιχείο βʹ, παράγραφος 65, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 67, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1023/2013·

να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να της καταβάλουν συμβολικώς ένα ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη·

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

42

Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

κυρίως, να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

43

Με την προσφυγή-αγωγή της, η προσφεύγουσα, η οποία είναι ομοσπονδία συνδικαλιστικών οργανώσεων των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, προβάλλει τόσο αιτήματα ακυρώσεως του κανονισμού 1023/2013 όσο και αξιώσεις αποζημιώσεως.

44

Όσον αφορά, πρώτον, τα αιτήματα ακυρώσεως, με αυτά ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφοι 27, 32, 46, 61, παράγραφος 64, στοιχείο βʹ, παράγραφος 65, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 67, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1023/2013 (στο εξής: προσβαλλόμενες διατάξεις), στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές τροποποιούν τα άρθρα 45, 52 και 66α του ΚΥΚ καθώς και το άρθρο 7 του παραρτήματος V και το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της εισφοράς αλληλεγγύης την οποία προέβλεψε το άρθρο 46 του κανονισμού 1023/2013 για το έτος 2014, με το σκεπτικό ότι η εισφορά αυτή συνδεόταν με την εφαρμογή της μεθόδου προσαρμογής των αποδοχών, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε το 2014.

45

Προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 21 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, όπως αναθεωρήθηκε, του άρθρου 10 του ΚΥΚ και της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, ο δεύτερος, παραβίαση της συμφωνίας περί μεταρρυθμίσεως του 2004 και της αρχής των κεκτημένων δικαιωμάτων, ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και, ο τέταρτος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

46

Όσον αφορά, δεύτερον, τις αξιώσεις αποζημιώσεως, με το σχετικό αίτημα ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία φέρεται ότι προκάλεσαν στην προσφεύγουσα υπηρεσιακά παραπτώματα τα οποία διέπραξαν τα θεσμικά όργανα κατά την έκδοση του κανονισμού 1023/2013. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να διευκρινίσει αν επαναλάμβανε προς στήριξη των αξιώσεών της αποζημιώσεως, πέραν της παραβάσεως του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το σύνολο των λόγων ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεων. Απαντώντας στην ερώτηση αυτή, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι επαναλάμβανε προς στήριξη των αξιώσεων αποζημιώσεως τους λόγους ελλείψεως νομιμότητας οι οποίοι αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έκδοση του κανονισμού 1023/2013, καθόσον οι εκπρόσωποι του προσωπικού δεν είχαν τη δυνατότητα να ενημερωθούν και δεν ήταν οι ίδιοι σε θέση να ενημερώσουν τα κράτη μέλη σχετικά με ορισμένα στοιχεία στο πλαίσιο της συνεδριάσεως συνεννοήσεως και με την παραβίαση της συμφωνίας του 2004.

Α. Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

47

Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, καθόσον η προσφυγή-αγωγή διαβιβάστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2014, το αίτημα περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων διατάξεων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθώς η προθεσμία του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είχε λήξει στις 22 Ιανουαρίου 2014. Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άμεσου και ατομικού επηρεασμού από τις οποίες το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτά το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεων τις οποίες ασκούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων γενικής ισχύος οι οποίες έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

48

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων και του δικαστή (βλ. διάταξη της 19ης Απριλίου 2016, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑556/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:239, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49

Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφυγές που προβλέπονται στη διάταξη αυτή ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

50

Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι ο κανονισμός 1023/2013 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Οκτωβρίου 2013.

51

Όσον αφορά τους κανόνες υπολογισμού των προθεσμιών, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες λήγουν με την παρέλευση της ημέρας του τελευταίου μήνα η οποία φέρει την ίδια ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας.

52

Το άρθρο 101, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 προβλέπει ότι, αν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επομένης εργάσιμης ημέρας, ο δε κατάλογος των κατά νόμον εορτασίμων ημερών που καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει και για το Γενικό Δικαστήριο.

53

Ωστόσο, κατά το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, όταν η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως οργάνου αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της πράξεως, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

54

Επιπλέον, το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 προβλέπει ότι η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

55

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 δεν διευκρινίζει αν η διάταξη αυτή αναφέρεται σε εργάσιμες ή σε ημερολογιακές ημέρες και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να ακολουθηθεί η ευμενέστερη ερμηνεία για τον προσφεύγοντα σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχιζε από το τέλος της δεκάτης τετάρτης εργάσιμης ημέρας από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 1023/2013, δηλαδή στις 18 Νοεμβρίου 2013. Κατά την προσφεύγουσα, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ έληγε, επομένως, στις 18 Ιανουαρίου 2014. Ωστόσο, καθώς η 18η Ιανουαρίου 2014 ήταν ημέρα Σάββατο, η λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής έπρεπε να παραταθεί μέχρι τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014, ημερομηνία στην οποία έπρεπε να προστεθεί η προθεσμία λόγω αποστάσεως των 10 ημερών. Κατά την προσφεύγουσα, συνάγεται ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής έληξε στις 30 Ιανουαρίου 2014 και ότι η προσφυγή ασκήθηκε προ της εκπνοής της εν λόγω προθεσμίας.

56

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 θα έπρεπε να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής άρχιζε να τρέχει από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημερολογιακής ημέρας από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως του κανονισμού 1023/2013, ήτοι στις 12 Νοεμβρίου 2013, η προσφυγή ασκήθηκε εντός της εν λόγω προθεσμίας. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, στην περίπτωση αυτή, η κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προθεσμία για την άσκηση προσφυγής των δύο μηνών έληγε στις 12 Ιανουαρίου 2014. Ωστόσο, δεδομένου ότι η 12η Ιανουαρίου 2014 ήταν ημέρα Κυριακή, η προθεσμία έπρεπε να παραταθεί έως το τέλος της επόμενης πρώτης εργάσιμης ημέρας, ήτοι της 13ης Ιανουαρίου 2014, ημερομηνίας στην οποία έπρεπε να προστεθεί η προθεσμία λόγω αποστάσεως των δέκα ημερών. Υπό την έννοια αυτή, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής έληγε τελικώς στις 23 Ιανουαρίου 2014.

57

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, στις διαδικαστικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό και τον εν λόγω Κανονισμό «συνυπολογίζονται οι κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες, οι Κυριακές και τα Σάββατα». Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προθεσμία των δεκατεσσάρων ημερών «από της δημοσιεύσεως της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 101, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 περιλαμβάνει, αναμφισβήτητα, τις κατά νόμον εορτάσιμες ημέρες, τις Κυριακές και τα Σάββατα. Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 101, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το οποίο αφορά αποκλειστικώς την περίπτωση κατά την οποία η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με κατά νόμον εορτάσιμη, έχει εφαρμογή μόνον εφόσον η πλήρης προθεσμία, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας λόγω αποστάσεως, λήγει ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή κατά νόμον εορτάσιμη (βλ. διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 1997, Horeca-Wallonie κατά Επιτροπής, T‑85/97, EU:T:1997:180, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58

Επομένως, εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο κανονισμός 1023/2013 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Οκτωβρίου 2013, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ άρχισε να τρέχει στις 12 Νοεμβρίου 2013 και έληξε στις 22 Ιανουαρίου 2014. Επομένως, η προσφυγή, εφόσον ασκήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2014, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

59

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών αυτών κανόνων ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέκκλιση από τις δικονομικές προθεσμίες είναι δυνατή μόνον σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας [βλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Bell & Ross κατά ΓΕΕΑ, C‑426/10 P, EU:C:2011:612, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, Faktor B. i W. Gęsina κατά Επιτροπής, C‑138/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2256, σκέψη 17, και της 28ης Νοεμβρίου 2014, Quanzhou Wouxun Electronics κατά ΓΕΕΑ – Locura Digital (WOUXUN), T‑345/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1048, σκέψη 17].

60

Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε στην προσφυγή-αγωγή της, ούτε στην απάντησή της επί της γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, τη συνδρομή κάποιας από τις προαναφερθείσες περιστάσεις.

61

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που σκοπεί στην ακύρωση των προσβαλλομένων διατάξεων, παρέλκει δε η ανάγκη εξετάσεως των λόγων απαραδέκτου οι οποίοι αφορούν την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας τους οποίους προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τις ενστάσεις απαραδέκτου.

Β. Επί του αγωγικού αιτήματος

1.   Επί του παραδεκτού

62

Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, εφόσον, αφενός, το αγωγικό αίτημα της προσφεύγουσας συνδέεται στενά με τα αιτήματα ακυρώσεως και στηρίζεται σε πανομοιότυπες αιτιάσεις και εφόσον, αφετέρου, τα αιτήματα ακυρώσεως της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτα, επιβάλλεται η απόρριψη και του αγωγικού αιτήματος ως απαραδέκτου.

63

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2002, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου (T‑340/99, EU:T:2002:174), στην οποία παραπέμπουν, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε απαράδεκτες τις αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω του στενού δεσμού τους με τα αιτήματα ακυρώσεως το απαράδεκτο των οποίων είχε προηγουμένως διαπιστώσει.

64

Πράγματι, στην απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω του στενού δεσμού τους με τα αιτήματα ακυρώσεως, διότι από την εξέταση των προβληθέντων λόγων προς στήριξη αυτών των αιτημάτων ακυρώσεως δεν είχε προκύψει παρανομία του εκδούντος την πράξη οργάνου και, επομένως, κανένα σφάλμα ικανό να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2002, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου, T‑340/99, EU:T:2002:174, σκέψη 135).

65

Από τη λύση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2002, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου (T‑340/99, EU:T:2002:174), απορρέει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, δηλαδή όταν οι αξιώσεις αποζημιώσεως στηρίζονται αποκλειστικώς στην έκδοση της πράξεως της οποίας ζητείται η ακύρωση και όταν ο προσφεύγων δεν προβάλλει προς στήριξη των αξιώσεων αποζημιώσεως νέες αιτιάσεις σε σχέση με τις προβληθείσες προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως, η διαπίστωση της ανυπαρξίας ελλείψεως νομιμότητας κατόπιν της εξετάσεως των προβληθέντων λόγων προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως αποκλείει εκ προοιμίου μία από τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι την ύπαρξη σφάλματος του οργάνου που εξέδωσε την πράξη.

66

Εν προκειμένω, όμως, καίτοι οι αξιώσεις αποζημιώσεως πηγάζουν από την έκδοση των διατάξεων του κανονισμού 1023/2013 την ακύρωση των οποίων ζήτησε η προσφεύγουσα, εντούτοις, αφενός, η απόρριψη των αιτημάτων ακυρώσεως δεν προκύπτει από τη διαπίστωση απουσίας ελλείψεως νομιμότητας αλλά από το απαράδεκτό τους και, αφετέρου, η προσφεύγουσα προβάλλει προς στήριξη των αξιώσεών της αποζημιώσεως νέα αιτίαση σε σχέση με εκείνες τις οποίες προέβαλε προς στήριξη των αιτημάτων ακυρώσεως, ήτοι την παράβαση του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

67

Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αυτοτέλειας των ενδίκων βοηθημάτων, η διαπίστωση του απαραδέκτου των αιτημάτων ακυρώσεως, είτε λόγω εκπροθέσμου είτε λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας, δεν έχει καταρχήν συνέπειες επί του παραδεκτού των αξιώσεων αποζημιώσεως [βλ., συναφώς, διάταξη της 4ης Μαΐου 2005, Holcim (France) κατά Επιτροπής, T‑86/03, EU:T:2005:157, σκέψεις 48 και 50].

68

Πρέπει ειδικότερα να υπομνησθεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν έχουν εφαρμογή επί αγωγών ασκουμένων βάσει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αγωγές αποζημιώσεως κατά της Ένωσης υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή.

69

Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τη νομολογία σχετικά με τις υποθέσεις δημόσιας διοικήσεως της Ένωσης την οποία επικαλούνται το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, επισημαίνεται ότι η νομολογία αυτή περιορίζεται σε χρηματικής φύσεως διαφορές μεταξύ, αφενός, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης και, αφετέρου, του θεσμικού οργάνου όπου εργάζονται (βλ., συναφώς, διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 1994, Bernardi κατά Επιτροπής, T‑479/93 και T‑559/93, EU:T:1994:277, σκέψη 39). Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση αφορά ένδικη διαφορά μεταξύ, αφενός, ομοσπονδίας συνδικαλιστικών οργανώσεων μέλη της οποίας είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις οι οποίες προασπίζουν τα συμφέροντα των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης και, αφετέρου, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υπό την ιδιότητά τους ως συννομοθετών.

70

Με βάση τις προεκτεθείσες σκέψεις, το αγωγικό αίτημα είναι παραδεκτό. Επιβάλλεται, επομένως, η απόρριψη των ενστάσεων απαραδέκτου τις οποίες προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

2.   Επί της ουσίας

71

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

72

Κατά πάγια νομολογία, όπως προκύπτει από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και για την άσκηση του δικαιώματος αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας πρέπει να συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, και, συγκεκριμένα, το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106).

73

Εφόσον δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, EU:C:1999:498, σκέψη 65· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, KYDEP κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 81). Εξάλλου, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να εξετάζουν τις εν λόγω προϋποθέσεις με συγκεκριμένη σειρά (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 42· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

74

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα στηρίζει το αίτημα αποζημιώσεως στην ύπαρξη υπηρεσιακών παραπτωμάτων. Καίτοι δεν υπάρχει ακριβής ορισμός της έννοιας υπηρεσιακό παράπτωμα, γίνεται εν γένει δεκτό ότι ως τέτοιο νοείται ενέργεια ή παράλειψη ενός ή περισσοτέρων υπαλλήλων της διοικήσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων τους η οποία έχει ως αποτέλεσμα μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της υπηρεσίας. Το παράπτωμα αυτό, αντιθέτως προς το προσωπικό παράπτωμα, δεν προσάπτεται στους υπαλλήλους της υπηρεσίας αλλά στην ίδια την υπηρεσία και, ως εκ τούτου, στη διοίκηση.

75

Εντούτοις, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα παραπτώματα στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα αφορούν την κανονιστική δραστηριότητα της Ένωσης. Αυτο ισχύει όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του 2004. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ειδικότερα ότι η παραβίαση απορρέει από τη θέσπιση ορισμένων ειδικών διατάξεων του κανονισμού 1023/2013.

76

Το ίδιο ισχύει για την προβαλλόμενη παράβαση της διαδικασίας συνεννοήσεως. Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 96), απορρέει ότι οι κανόνες της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, οι οποίοι προβλέπουν τη διαδικασία συνεννοήσεως, εμπίπτουν στους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση του κανονισμού 1023/2013, η ενδεχόμενη παράβαση των οποίων συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου του εν λόγω κανονισμού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα ζητεί να αναγνωριστεί μάλλον η ευθύνη της Ένωσης εκ της ασκήσεως της κανονιστικής της αρμοδιότητας παρά η ευθύνη της λόγω υπηρεσιακών παραπτωμάτων τα οποία διαπράχθηκαν από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως του κανονισμού 1023/2013.

77

Εξάλλου, δεν απαιτείται να εξεταστεί η φύση του παραπτώματος που απορρέει από την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, καθόσον η προσφεύγουσα δεν προβάλλει το ελάχιστο επιχείρημα προς απόδειξη της υπάρξεως τέτοιας παραβάσεως.

78

Όσον αφορά ειδικότερα την ευθύνη εκ της ασκήσεως της κανονιστικής αρμοδιότητας, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ναι μεν οι αρχές οι οποίες, εντός των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, διέπουν την ευθύνη των δημοσίων αρχών εκ ζημιών που προξενούν οι κανονιστικές πράξεις στους ιδιώτες ποικίλλουν αισθητά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, πλην όμως είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι οι κανονιστικές πράξεις που απηχούν επιλογές οικονομικής πολιτικής συνεπάγονται ευθύνη των δημοσίων αρχών μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό ιδιαίτερες περιστάσεις (απόφαση της 25ης Μαΐου 1978, Bayerische HNL Vermehrungsbetriebe κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 83/76, 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77, EU:C:1978:113, σκέψη 5).

79

Το Δικαστήριο έχει, επίσης, αποφανθεί ότι ευθύνη της Ένωσης εκ κανονιστικής πράξεως η οποία ενέχει επιλογές οικονομικής πολιτικής δεν γεννάται, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρά μόνον αν συντρέχει κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, ο οποίος προστατεύει τους ιδιώτες (αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 1972, Compagnie d’approvisionnement, de transport et de crédit και Grands Moulins de Paris κατά Επιτροπής, 9/71 και 11/71, EU:C:1972:52, σκέψη 13· της 25ης Μαΐου 1978, Bayerische HNL Vermehrungsbetriebe κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 83/76, 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77, EU:C:1978:113, σκέψη 4· και της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Les Grands Moulins de Paris κατά ΕΟΚ, 50/86, EU:C:1987:527, σκέψη 8).

80

Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ακόμη ότι ο κανόνας δικαίου, του οποίου η παράβαση είναι προς διαπίστωση, πρέπει να έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψεις 41 και 42, και της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 47].

81

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η περιοριστική αντίληψη της ευθύνης της Ένωσης η οποία απορρέει από την άσκηση των κανονιστικών της αρμοδιοτήτων εξηγείται από τη σκέψη, αφενός, ότι η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υφίσταται δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων, δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από το ενδεχόμενο ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως οσάκις το γενικό συμφέρον της Ένωσης επιτάσσει τη θέσπιση κανονιστικών μέτρων δυναμένων να θίξουν ιδιωτικά συμφέροντα και, αφετέρου, ότι, με δεδομένη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που χαρακτηρίζει την απαραίτητη για την εφαρμογή πολιτικής της Ένωσης άσκηση της κανονιστικής εξουσίας, ευθύνη της Ένωσης μπορεί να ανακύψει μόνον αν το αρμόδιο θεσμικό όργανο έχει υπερβεί κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 45).

82

Επομένως, ακριβώς υπό το πρίσμα των νομολογιακών αρχών οι οποίες υπομνήσθηκαν ανωτέρω πρέπει να εκτιμηθεί αν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης της Ένωσης.

α)   Επί της παραβιάσεως της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του 2004

83

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι συμμετέσχε ως εκπρόσωπος του συνόλου του προσωπικού μαζί με τις άλλες ΣΕΟ στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ και του ΚΛΠ η οποία κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1). Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας συνεννοήσεως επιτεύχθηκε συμφωνία με το Συμβούλιο επί της επίμαχης μεταρρυθμίσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η συμφωνία αυτή αφορούσε την αποδοχή από τις ΣΕΟ σειράς μέτρων εκσυγχρονισμού της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης καθώς και ειδικής εισφοράς που να αντανακλά το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, των βελτιωμένων συνθηκών εργασίας και των ευρωπαϊκών σχολείων και της εγγυήσεως της διατηρήσεως της κοινωνικής ειρήνης χωρίς την αξίωση προσαρμογών των αποδοχών και των συντάξεων υψηλότερων από τις προκύπτουσες από τον πολυετή μηχανισμό αναπροσαρμογής. Παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 του κανονισμού 723/2004, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέτρα εκσυγχρονισμού συνίσταντο σε ανακατάταξη του προσωπικού σε δύο ομάδες καθηκόντων, διοικητικών υπαλλήλων (AD) και βοηθών (AST), σε καθιέρωση γραμμικώς εξελισσόμενης σταδιοδρομίας και σε εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας των σταδιοδρομιών και στη διευκόλυνση της μεταβάσεως προς την πρώτη ομάδα καθηκόντων από τη δεύτερη μέσω ενός νέου μηχανισμού πιστοποιήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, τα μέτρα αυτά συνίσταντο επίσης στην καθιέρωση ευέλικτων συνθηκών εργασίας, οι οποίες κάλυπταν ιδίως, υπό ορισμένους όρους, το δικαίωμα εργασίας με μειωμένο ωράριο καθώς και τη δυνατότητα αξιοποιήσεως των ρυθμίσεων επιμερισμένης εργασίας ή τη λήψη παρατεταμένης αδείας για προσωπικούς λόγους, στην πρόβλεψη νέων διατάξεων σχετικά με την άδεια για οικογενειακούς λόγους και, ειδικότερα, το δικαίωμα για πλέον ευέλικτη άδεια μητρότητας, άδεια πατρότητας, άδεια για υιοθεσία και γονική άδεια, καθώς και άδεια σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας ενός μέλους της οικογενείας. Η αποδοχή των αναφερόμενων στην αιτιολογική σκέψη 38 του κανονισμού 723/2004 μέτρων εκσυγχρονισμού από τις ΣΕΟ, στις οποίες συγκαταλέγεται η προσφεύγουσα, λειτούργησε ως αντιστάθμιση για την κωδικοποίηση στον ΚΥΚ και στον ΚΛΠ της ετήσιας μεθόδου προσαρμογής των αμοιβών και την εγγύηση της εφαρμογής της έως την 31η Δεκεμβρίου 2012.

84

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η συμφωνία της προσφεύγουσας όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό 723/2004 επηρεάζει την αξιοπιστία της τόσο έναντι του συνόλου του προσωπικού όσο και έναντι του νομοθέτη και των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι ο κανονισμός 1023/2013 επανεξετάζει τους όρους της επίμαχης συμφωνίας, ιδίως με την τροποποίηση του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και με την εισαγωγή νέας ομάδας καθηκόντων, καθώς και τις αρχές της γραμμικώς εξελισσόμενης σταδιοδρομίας και της ισοδυναμίας της σταδιοδρομίας, θίγει την αξιοπιστία της.

85

Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, ελλείψει μεταβατικών μέτρων, οι τροποποιήσεις του άρθρου 45, παράγραφος 1, και του άρθρου 52 του ΚΥΚ καθώς και του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ με το άρθρο 1, παράγραφοι 27, 32 και 64, του κανονισμού 1023/2013 συνιστούν παραβίαση της αρχής των κεκτημένων δικαιωμάτων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης τα οποία απορρέουν από τη συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του 2004.

86

Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι η άποψη της προσφεύγουσας εκκινεί από την εσφαλμένη παραδοχή ότι η συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του 2004 η οποία συνάφθηκε μεταξύ του Συμβουλίου και των ΣΕΟ στο πλαίσιο της εκδόσεως του κανονισμού 723/2004 μπορεί να εξομοιωθεί προς κανόνα δικαίου υπέρτερης ισχύος του οποίου η τήρηση επιβαλλόταν στον νομοθέτη της Ένωσης κατά την έκδοση του κανονισμού 1023/2013.

87

Πράγματι, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του ζητήματος αν η συμφωνία μεταξύ των ΣΕΟ και του Συμβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεννοήσεως δέσμευε νομικώς το Συμβούλιο κατά την έκδοση του κανονισμού 723/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμφωνία αυτή αφορούσε μόνον τη μεταρρύθμιση του 2004. Οι συνέπειες της συμφωνίας αυτής δεν μπορούν, επομένως, να επεκταθούν σε όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του ΚΥΚ από τον νομοθέτη της Ένωσης, άλλως καθίσταται κενή περιεχομένου η δυνατότητά του να ασκήσει την αρμοδιότητα την οποία του απονέμει το άρθρο 336 ΣΛΕΕ.

88

Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καθόσον ο νομικός δεσμός μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως είναι καταστατικής φύσεως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων δύνανται να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή από τον νομοθέτη (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑443/07 P, EU:C:2008:767, σκέψη 60).

89

Επομένως, δεδομένου του αντικειμένου της συμφωνίας του 2004, η έκδοση του κανονισμού 1023/2013 δεν ήταν ικανή να τη θίξει.

90

Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής των κεκτημένων δικαιωμάτων, αφενός, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μια τέτοια παρανομία, εφόσον αποδειχθεί, δεν συνιστά αυτή καθαυτή παραβίαση της συμφωνίας του 2004, όπως τη χαρακτηρίζει η προσφεύγουσα. Η φερόμενη παραβίαση της συμφωνίας του 2004 η οποία απορρέει από την τροποποίηση σειράς διατάξεων του ΚΥΚ με τον κανονισμό 1023/2013 πρέπει στην πραγματικότητα να διακριθεί από την παραβίαση της αρχής των κεκτημένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζεται στους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους της Ένωσης.

91

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν παραβιάζουν εν προκειμένω την αρχή των κεκτημένων δικαιωμάτων. Αποτελεί, πράγματι, αρχή ότι οι νόμοι που τροποποιούν νομοθετική διάταξη, όπως οι κανονισμοί περί τροποποιήσεως του ΚΥΚ, εφαρμόζονται, αν δεν προβλέπεται εξαίρεση, στα μελλοντικά αποτελέσματα των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί υπό το κράτος του προηγουμένου νόμου. Το αντίθετο ισχύει μόνο για τις καταστάσεις που γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικά υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα, οι οποίες και δημιουργούν κεκτημένα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, ένα δικαίωμα θεωρείται κεκτημένο οσάκις το γεγονός που το δημιουργεί επέρχεται πριν από τη νομοθετική τροποποίηση. Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση δικαιώματος του οποίου το γενεσιουργό γεγονός δεν επήλθε υπό το κράτος της νομοθεσίας που τροποποιήθηκε (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑443/07 P, EU:C:2008:767, σκέψεις 61 έως 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92

Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία οι υπάλληλοι με βαθμούς AD 12 και AD 13 οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει επαρκή προσόντα ώστε να προαχθούν στον επόμενο βαθμό το 2011 ή το 2012, αλλά δεν προήχθησαν για δημοσιονομικούς λόγους, δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα αυτή σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 27, του κανονισμού 1023/2013, αποκλειστικώς και μόνον διότι δεν κατέχουν μία από τις θέσεις εργασίας που αναφέρονται στο παράρτημα I, τμήμα A, του ΚΥΚ, επισημαίνεται ότι, με βάση την επιχειρηματολογία αυτή, θεωρείται ότι οι επίμαχοι υπάλληλοι απώλεσαν όχι το δικαίωμα προαγωγής τους, αλλά το δικαίωμα να καταστούν προαγώγιμοι. Ωστόσο, όπως ορθώς παρατηρεί το Κοινοβούλιο, οι επίμαχοι υπάλληλοι δεν είχαν κεκτημένο δικαίωμα στη διατήρηση του συστήματος προαγωγών το οποίο ίσχυε προ της μεταρρυθμίσεως που εισήγαγε ο κανονισμός 1023/2013.

93

Δεύτερον, πρέπει επίσης να απορριφθεί η θέση της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία, αφενός, το άρθρο 1, παράγραφος 32, του κανονισμού 1023/2013 και, αφετέρου, το άρθρο 1, παράγραφος 64, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, τα οποία τροποποίησαν, αντιστοίχως, το άρθρο 52 του ΚΥΚ, σχετικά με τις προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων, και το άρθρο 4 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ, σχετικά με τον υπολογισμό του μισθού των υπαλλήλων ηλικίας άνω των 55 ετών στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους, στέρησαν τους υπαλλήλους ηλικίας άνω των 55 ετών, οι οποίοι μπορούσαν να ζητήσουν την ένταξή τους στα μέτρα αυτά προ της 1ης Ιανουαρίου 2014, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των διατάξεων αυτών, από τα δικαιώματα αυτά από της ως άνω ημερομηνίας έως το 58ο έτος της ηλικίας τους.

94

Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο άρθρο 1, παράγραφος 34, του κανονισμού 1023/2013, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 55α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, παραπέμπει το άρθρο 4 του παραρτήματος IVα του ιδίου ΚΥΚ, με το οποίο αυξήθηκε στο 58ο έτος η ηλικία από την οποία ένας υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να εργαστεί με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσει τη συνταξιοδότησή του. Επιπλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, υπό το κράτος του ΚΥΚ όπως ίσχυε έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, το δικαίωμα υπαλλήλου σε πρόωρη συνταξιοδότηση όπως και το δικαίωμα εργασίας με μειωμένο ωράριο για την προετοιμασία της συνταξιοδοτήσεως υπέκειντο σε σύνολο προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων έπρεπε να εκτιμάται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν σχετικού αιτήματος του υπαλλήλου. Μόνον η θετική απόφαση της αρχής αυτής μπορούσε να δημιουργήσει κεκτημένο δικαίωμα για τον υπάλληλο. Επομένως, αυτή καθαυτήν η τροποποίηση των διατάξεων αυτών δεν θίγει τα κεκτημένα δικαιώματα των επίμαχων υπαλλήλων.

95

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προβαλλόμενη παραβίαση της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του 2004 δεν δύναται να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

β)   Επί της παραβάσεως του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του άρθρου 10 του ΚΥΚ και της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981

96

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 1023/2013 εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση. Η εν λόγω παράβαση απορρέει από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του άρθρου 10 του ΚΥΚ καθώς και της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981.

1) Επί της παραβάσεως του άρθρου 10 του ΚΥΚ

97

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους χαρακτήρα των τροποποιήσεων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επί της προτάσεως αναθεωρήσεως του ΚΥΚ η οποία είχε αρχικώς υποβληθεί στην επιτροπή ΚΥΚ, στο πλαίσιο του τριμερούς διαλόγου, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 10 του ΚΥΚ, να υποβάλει εκ νέου την πρόταση κατόπιν των τροποποιήσεων στην επιτροπή ΚΥΚ κατά τρόπον ώστε να της επιτρέψει να εκφράσει τη γνώμη της καταλλήλως και εγκαίρως. Ωστόσο, η Επιτροπή απλώς υπέβαλε ενημερωτικά στην επιτροπή ΚΥΚ την τροποποιημένη έκδοση της αρχικής της προτάσεως αναθεωρήσεως του ΚΥΚ χωρίς να της δώσει τη δυνατότητα να λάβει θέση εγκαίρως.

98

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 10 του ΚΥΚ, η Επιτροπή διαβουλεύεται με την επιτροπή ΚΥΚ για κάθε πρόταση αναθεωρήσεως του ΚΥΚ.

99

Το άρθρο 10 του ΚΥΚ επιβάλλει στην Επιτροπή υποχρέωση διαβουλεύσεως η οποία αφορά, πέραν των τυπικών προτάσεων, και τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επιφέρει στις ήδη εξετασθείσες προτάσεις, εκτός εάν, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι τροποποιήσεις αντιστοιχούν κατά τα ουσιώδη στις τροποποιήσεις που πρότεινε η επιτροπή ΚΥΚ (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑58/05, EU:T:2007:218, σκέψη 35, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 129).

100

Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται τόσο από το γράμμα του άρθρου 10 του ΚΥΚ όσο και από τον ρόλο ο οποίος έχει ανατεθεί στην επιτροπή ΚΥΚ. Πράγματι, αφενός, προβλέποντας την άνευ επιφυλάξεων και εξαιρέσεων διαβούλευση με την επιτροπή ΚΥΚ για κάθε πρόταση αναθεωρήσεως του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύ περιεχόμενο στην υποχρέωση που επιβάλλει. Επομένως, το γράμμα της προφανώς δεν επιτρέπει τη συσταλτική ερμηνεία του περιεχομένου της. Αφετέρου, η επιτροπή ΚΥΚ, ως όργανο ίσης εκπροσωπήσεως που συνδέει τους εκπροσώπους των διοικήσεων και του προσωπικού, οι οποίοι είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι, όλων των θεσμικών οργάνων, καλείται να λαμβάνει υπόψη και να εκφράζει τα συμφέροντα της δημόσιας διοικήσεως της Ένωσης στο σύνολό της (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑58/05, EU:T:2007:218, σκέψη 36, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 130).

101

Επομένως, όταν η Επιτροπή τροποποιεί πρότασή της περί αναθεωρήσεως του ΚΥΚ στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, φέρει την υποχρέωση να διαβουλευτεί εκ νέου με την επιτροπή ΚΥΚ προ της εκδόσεως από το Συμβούλιο των οικείων κανονιστικών διατάξεων, όταν η τροποποίηση αυτή επηρεάζει ουσιωδώς την οικονομία της προτάσεως (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 135).

102

Εν προκειμένω, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η Επιτροπή έκανε χρήση της εξουσίας νομοθετικής πρωτοβουλίας που διαθέτει όταν υπέβαλε την πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 13 Δεκεμβρίου 2011, δεν έκανε χρήση της εξουσίας αυτής προκειμένου να τροποποιήσει την εν λόγω πρόταση (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 136).

103

Βεβαίως, η Επιτροπή συμμετέσχε στην τριμερή διαπραγμάτευση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Σύμφωνα, όμως, με το σημείο 13 της κοινής δήλωσης σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 της Συνθήκης ΕΚ) (ΕΕ 2007, C 145, σ. 5) του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 13ης Ιουνίου 2007 το οποίο ρυθμίζει αυτές τις άτυπες επαφές, κατά το στάδιο της πρώτης αναγνώσεως του Κοινοβουλίου, ο ρόλος της Επιτροπής περιορίζεται απλώς στη ρύθμιση των επαφών αυτών «ώστε να διευκολύνεται η διεξαγωγή των εργασιών κατά την πρώτη ανάγνωση» και στην άσκηση του δικαιώματος «πρωτοβουλίας της εποικοδομητικά, προκειμένου να επιτευχθεί προσέγγιση των θέσεων του […] Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διοργανική ισορροπία, καθώς και τον ρόλο που της ανατίθεται με τη Συνθήκη» (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 137).

104

Συνεπώς, το γεγονός ότι, κατά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου, η διεξαχθείσα εν προκειμένω τριμερής διαπραγμάτευση, στην οποία συμμετείχε η Επιτροπή αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα που υπενθυμίζονται στη σκέψη 103 ανωτέρω, κατέληξε σε συμβιβασμό μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επί της τροποποιήσεως της προτάσεως τροποποιήσεως του ΚΥΚ δεν μπορεί να εκληφθεί ως τροποποίηση της εν λόγω προτάσεως από την ίδια την Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 138).

105

Εξάλλου, η υιοθέτηση κατά την πρώτη ανάγνωση, από το Κοινοβούλιο, κειμένου με το οποίο τροποποιείται η πρόταση τροποποιήσεως του ΚΥΚ δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τροποποίηση από την ίδια την Επιτροπή της αρχικής της προτάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 139).

106

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διαβουλευτεί εκ νέου με την επιτροπή ΚΥΚ σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΚΥΚ ούτε μετά την ολοκλήρωση της τριμερούς διαπραγματεύσεως που έλαβε χώρα κατά το στάδιο της πρώτης αναγνώσεως του Κοινοβουλίου ούτε μετά την υιοθέτηση από το Κοινοβούλιο της προτάσεώς της σε πρώτη ανάγνωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 140).

107

Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του ουσιώδους χαρακτήρα των τροποποιήσεων που υιοθέτησε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούν παράβαση του άρθρου 10 του ΚΥΚ.

2) Επί της παραβάσεως του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της διαδικασίας συνεννοήσεως

108

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η διαδικασία συνεννοήσεως έπασχε από έλλειψη νομιμότητας καθόσον δεν είχε προσαρμοστεί, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ώστε να προβλέψει τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου, νυν συννομοθέτη, όσον αφορά τη θέσπιση του ΚΥΚ των υπαλλήλων της Ένωσης.

109

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, αντιθέτως προς τα απορρέοντα από τη σκέψη 170 της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489), μία ΣΕΟ, η Union syndicale-Bruxelles, είχε πράγματι ζητήσει, στις 28 Ιουνίου 2013, πριν αρχίσει η τελική εξέταση του οριστικού κειμένου συμβιβασμού από την ΕΜΑ, τη συνεδρίαση της επιτροπής συνεννοήσεως, πλην όμως το αίτημα αυτό είχε απορριφθεί από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου με την αιτιολογία ότι, αφενός, σύμφωνα με τη δήλωση η οποία προσαρτάται στην απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, οι εργασίες της επιτροπής συνεννοήσεως είχαν ανασταλεί λόγω των σημαντικών διαταραχών της κανονικής ροής εργασίας του Συμβουλίου εξαιτίας τριών συνεχόμενων ημερών απεργίας και, αφετέρου, η επιτροπή νομικών θεμάτων του Κοινοβουλίου είχε ήδη εγκρίνει το κείμενο. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ο πρόεδρος της Union syndicale-Bruxelles αμφισβήτησε ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου την απόφαση αυτή να μη συγκαλέσει την επιτροπή συνεννοήσεως υποστηρίζοντας ότι το σημείο 4 της «συμφωνίας της 24ης Μαΐου 2004 μεταξύ του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου και των ΣΕΟ επί των εφαρμοστέων διατάξεων σε περίπτωση συνεννοημένης παύσεως εργασίας του προσωπικού της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου», το οποίο προβλέπει ότι η προειδοποίηση απεργίας η οποία αξιοποιείται από τα δύο μέρη ώστε να υπάρξει διαπραγμάτευση μιας διευθετήσεως, ενδεχομένως με τον ορισμό διαμεσολαβητή, ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή εν προκειμένω, οπότε δεν κατέστη δυνατό να αποτραπεί η απεργία. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει επίσης ότι, κατά την επίμαχη συμφωνία, «η απεργία δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στη διεξαγωγή των συνόδων του Συμβουλίου» και «ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας συντάσσει κατάλογο των υπαλλήλων που υποχρεούνται να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους βάσει καταλόγου θέσεων εργασίας που είναι απαραίτητες για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου». Κατά την προσφεύγουσα, εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εσφαλμένως ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου αρνήθηκε να συγκαλέσει την επιτροπή συνεννοήσεως λόγω διαταράξεως των συνήθων εργασιών του Συμβουλίου.

110

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 είχε εκδοθεί κατόπιν συμφωνίας με τις ΣΕΟ, όπερ αποδεικνύεται από την στο παρελθόν υποβολή, εκ μέρους του Συμβουλίου, των τροποποιήσεων της εν λόγω αποφάσεως στις ΣΕΟ και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να προβεί σε μονομερή τροποποίησή της όπως έπραξε με την ερμηνευτική απόφαση της 6ης Μαΐου 2013. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει περαιτέρω ότι το κείμενο της ερμηνευτικής δηλώσεως κοινοποιήθηκε στις ΣΕΟ μόλις στις 26 Μαΐου 2013, ήτοι τρεις εβδομάδες μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής συνεννοήσεως της 6ης Μαΐου 2013.

111

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, παρά την απουσία διαθέσιμου κειμένου κατά τις δύο συνεδριάσεις της επιτροπής συνεννοήσεως στις 6 Μαΐου και στις 20 Ιουνίου 2013, οι συνεδριάσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες εφόσον είχε τηρηθεί το άρθρο 8 της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, το οποίο προβλέπει ότι, «[κ]ατά τις εργασίες τους, τα μέλη της επιτροπής συνεννόησης καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να συγκλίνουν, στο μέτρο του δυνατού, οι θέσεις τους και να μπορέσουν έτσι να υποβάλουν στο Συμβούλιο έκθεση που θα εκφράζει κοινές θέσεις» και ότι, «αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, η έκθεση αναφέρει τις διάφορες θέσεις». Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, κατά τη διάρκεια των δύο αυτών συνεδριάσεων, ο πρόεδρος της επιτροπής συνεννοήσεως απλώς επέτρεψε στον Πρόεδρο της ΕΜΑ να εκθέσει συνοπτικώς τις προθέσεις του Συμβουλίου, στις 6 Μαΐου 2013, και του Κοινοβουλίου, στις 20 Ιουνίου 2013, και στη συνέχεια στους εκπροσώπους των ΣΕΟ να εκθέσουν τις απόψεις τους. Επομένως, δεν υπήρξε καμία απόπειρα συγκλίσεως των θέσεων ούτε συντάχθηκε γραπτή έκθεση αναφορικά με τις εν λόγω συνεδριάσεις.

112

Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη μη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, η μη συμμετοχή δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

113

Επιβάλλεται ειδικότερα η ένταξη της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 στο νομικό πλαίσιο εντός του οποίου καθιερώθηκε. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε από το Συμβούλιο σε χρόνο κατά τον οποίο το εν λόγω όργανο ήταν το μόνο αρμόδιο για τη θέσπιση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν, επομένως, προσαρμοσμένη, ως εκ της φύσεώς της, στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ βάσει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το Συμβούλιο, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 12 ανωτέρω, εξέδωσε ερμηνευτική δήλωση της αποφάσεώς του της 23ης Ιουνίου 1981, μετά την άρνηση του Κοινοβουλίου να μετάσχει στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η εν λόγω απόφαση υπό την ιδιότητα του συννομοθέτη (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψεις 145 και 146).

114

Η άρνηση του Κοινοβουλίου να μετάσχει στη διαδικασία συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 θα μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων μόνον εάν, αφενός, η διάταξη αυτή επέβαλλε στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την υποχρέωση διαβουλεύσεως με τις ΣΕΟ επί των προτάσεων αναθεωρήσεως του ΚΥΚ και, αφετέρου, το Κοινοβούλιο δεν είχε εν προκειμένω προβεί σε καμία σχετική διαβούλευση (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 147).

115

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνει περιορίζεται στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Εν προκειμένω, από το άρθρο 10β του ΚΥΚ προκύπτει ότι οι προτάσεις αναθεωρήσεως του ΚΥΚ μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων με τις αντιπροσωπευτικές ΣΕΟ. Τα θεσμικά όργανα τα οποία δεν έχουν αναλάβει σχετικώς μονομερή δέσμευση δεν είναι, επομένως, υποχρεωμένα να προβαίνουν σε μια τέτοια διαβούλευση (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 148).

116

Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί, αντιθέτως προς τα ενδεχομένως συναγόμενα από το έγγραφο της 4ης Μαρτίου 2013, το οποίο απηύθυνε ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο απαντώντας στην πρόσκλησή του για συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη διαδικασία συνεννοήσεως, την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, ότι δεν υπήρξε διαβούλευση των ΣΕΟ με το Κοινοβούλιο επί των τροποποιήσεων του ΚΥΚ τις οποίες εισήγαν οι προσβαλλόμενες διατάξεις, το γεγονός αυτό δεν συνιστά προσβολή του δικαιώματος ενημερώσεως των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς που προβλέπει το άρθρο 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489, σκέψη 149).

117

Δεύτερον, όσον αφορά την τροποποίηση της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, αφενός, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο δικαιούνταν να τροποποιήσει μονομερώς την εν λόγω απόφαση με την ερμηνευτική δήλωση της 6ης Μαΐου 2013. Πράγματι, από τη ρήτρα αναθεωρήσεως της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981 προκύπτει ότι «[τ]ο Συμβούλιο δύναται να εξετάζει οποτεδήποτε, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε μετά από αίτηση των μελών της επιτροπής συνεννόησης που εκπροσωπούν το προσωπικό ή τους διοικητικούς προϊσταμένους που αναφέρονται στο τμήμα Ι, παράγραφος 2, σημείο αʹ, τρίτη περίπτωση, τα αποτελέσματα της εφαρμογής των παρουσών διατάξεων, προκειμένου να αποφασίσει αν υπάρχει λόγος να τροποποιηθούν». Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Συμβούλιο είχε στο παρελθόν υποβάλει σχέδια τροποποιήσεως της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981 στις ΣΕΟ προκειμένου να λάβει τη σύμφωνη γνώμη τους. Συγκεκριμένα, από κανένα σημείο του εγγράφου το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο ζητούσε τη σύμφωνη γνώμη των ΣΕΟ επί των τροποποιήσεων τις οποίες προετίθετο να επιφέρει στην απόφαση της 23ης Ιουνίου 1981, αλλά ότι απλώς επιθυμούσε να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος. Ως εκ τούτου, από το εν λόγω έγγραφο δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τις εν λόγω παρατηρήσεις, αλλά απλώς ότι επιθυμούσε να λάβει γνώση της θέσεως των ΣΕΟ επί των προτεινομένων τροποποιήσεων.

118

Αφετέρου, από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε το Συμβούλιο προκύπτει, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, ότι η διοίκηση της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προσέφερε στις ΣΕΟ τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της προτεινόμενης τροποποιήσεως της αποφάσεως της 23ης Ιουνίου 1981, κατά τη συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2013, και ότι το κείμενο του σχεδίου της ερμηνευτικής δηλώσεως είχε διαβιβαστεί στις ΣΕΟ που συμμετείχαν στην επιτροπή συνεννοήσεως στις 30 Απριλίου 2013, πριν από την υποβολή του στην ΕΜΑ στις 2 Μαΐου 2013 και την υιοθέτησή του από το Συμβούλιο στις 6 Μαΐου 2013.

119

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο εσφαλμένως ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου απέρριψε το αίτημα της Union syndicale-Bruxelles της 28ης Ιουνίου 2013 για σύγκληση της επιτροπής συνεννοήσεως, πρώτον, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή 7 της ερμηνευτικής δηλώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, η προσαρτημένη στην εν λόγω απόφαση δήλωση, κατά την οποία «σε περίπτωση διαταραχής των συνήθων εργασιών του Συμβουλίου η διαδικασία συνεννοήσεως αναστέλλεται αυτομάτως», εξακολουθούσε να εφαρμόζεται πλήρως. Προκύπτει, όμως, από πλήθος αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε το Συμβούλιο ότι, κατόπιν της προειδοποιήσεως απεργίας την οποία κατέθεσαν οι τρεις ΣΕΟ του Συμβουλίου την 20ή Ιουνίου 2013, για τις 26, 27 και 28 Ιουνίου 2013, πραγματοποιήθηκαν όντως απεργιακές κινητοποιήσεις κατά τις τρεις αυτές ημέρες. Οι κινητοποιήσεις αυτές, στις οποίες συμμετείχε σημαντικός αριθμός υπαλλήλων που αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο του προσωπικού, είχαν ως συνέπεια τη ματαίωση 19 συναντήσεων ομάδων εργασίας του Συμβουλίου. Επισημαίνεται, επίσης, ότι, όπως παρατήρησε και το Συμβούλιο, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου είχε επίσης προγραμματίσει για τις 27 και 28 Ιουνίου 2013 την οργάνωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Προκύπτει, όμως, από τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε το Συμβούλιο ότι, στις 25 Ιουνίου 2013, οι τρεις ΣΕΟ του Συμβουλίου είχαν καταθέσει προειδοποίηση απεργίας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών κατά τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες καθώς και τις πρόσθετες ώρες για το διάστημα από 25 Ιουνίου έως 11 Ιουλίου 2013.

120

Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, εκτιμάται ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Union syndicale-Bruxelles ζήτησε την πραγματοποίηση συνεδριάσεως της επιτροπής συνεννοήσεως, οι συνήθεις εργασίες του Συμβουλίου είχαν διαταραχθεί λόγω των απεργιακών κινητοποιήσεων και ότι η διαδικασία συνεννοήσεως είχε, κατά συνέπεια, ανασταλεί αυτομάτως. Η διαπίστωση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Συμβούλιο δεν είχε αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες τις οποίες προβλέπει η συμφωνία της 24ης Μαΐου 2004 μεταξύ του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου και των ΣΕΟ αναφορικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις σε περίπτωση συνεννοημένης παύσεως εργασίας του προσωπικού της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, ώστε να αποτραπούν οι απεργιακές κινητοποιήσεις ή να περιοριστούν οι συνέπειές τους. Η συμφωνία αυτή δεν συνδέεται στην πραγματικότητα με τις διατάξεις της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 οι οποίες τάσσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οργανώνεται η διαδικασία συνεννοήσεως.

121

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το σημείο δʹ της ερμηνευτικής δηλώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981, η εφαρμογή της αποφάσεως αυτής «δεν θίγει τις διατάξεις των Συνθηκών, ιδίως όσον αφορά τις προθεσμίες και τη διεξαγωγή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 294 ΣΛΕΕ». Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, μολονότι το προσωρινό κείμενο συμβιβασμού κοινοποιήθηκε στις ΣΕΟ οι οποίες συμμετείχαν στην επιτροπή συνεννοήσεως το βράδυ της 24ης Ιουνίου 2013, η Union syndicale-Bruxelles ανέμεινε την 28η Ιουνίου και ώρα 12:39 για να ζητήσει τη διεξαγωγή συνεδριάσεως της επιτροπής συνεννοήσεως, ενώ η τελική εξέταση του κείμενου συμβιβασμού από την ΕΜΑ έπρεπε να αρχίσει την ίδια ημέρα στις 15:00. Η διεξαγωγή συνεδριάσεως της επιτροπής συνεννοήσεως πριν από την εξέταση του κειμένου συμβιβασμού από την ΕΜΑ καθιστούσε αναγκαία την αναβολή της εξετάσεως αυτής. Όπως, όμως, αναφέρει το Συμβούλιο, η Ιρλανδική Προεδρία είχε επιτύχει να καταλήξει σε πολιτικό συμβιβασμό με το Κοινοβούλιο υπό ιδιαιτέρως δύσκολες πολιτικές περιστάσεις και με ταχύτερη δυναμική ενόψει μιας πολιτικής συμφωνίας πριν από τη λήξη της εν λόγω προεδρίας στα τέλη Ιουνίου του 2013. Η συνεδρίαση της ΕΜΑ το απόγευμα της Παρασκευής 28ης Ιουνίου 2013 πραγματοποιήθηκε κατά τις τελευταίες ώρες της Ιρλανδικής Προεδρίας και ήταν επομένως η τελευταία δυνατότητά της να πείσει την ΕΜΑ να αποδεχθεί τον συμβιβασμό τον οποίο είχε διαπραγματευτεί. Επιπλέον, όπως επίσης παρατηρεί το Συμβούλιο, η διεξαγωγή της νομοθετικής διαδικασίας είχε χαρακτηριστεί από έναν πολιτικό δεσμό μεταξύ, αφενός, της πολιτικής συμφωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επί της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ και, αφετέρου, της πολιτικής συμφωνίας με το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, ενός άλλου ζητήματος που παρουσίαζε ιδιαίτερες πολιτικές δυσχέρειες το οποίο είχε υπάρξει αντικείμενο διαπραγματεύσεως στο πλαίσιο της Ιρλανδικής Προεδρίας. Διά του εν λόγω πολιτικού δεσμού, η ΕΜΑ είχε τη δυνατότητα να αποδεχθεί, ευθύς μετά την πολιτική συμφωνία επί του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, τον συμβιβασμό επί της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ. Τυχόν καθυστερήσεις στις συζητήσεις στο πλαίσιο της ΕΜΑ ενείχαν τον κίνδυνο απορρίψεως του συμβιβασμού επί της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ.

122

Πρέπει να θεωρηθεί ότι οι ως άνω περιστάσεις είναι επίσης ικανές να δικαιολογήσουν την άρνηση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου για διεξαγωγή συνεδριάσεως της επιτροπής συνεννοήσεως στις 28 Ιουνίου 2013.

123

Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι συνεδριάσεις της επιτροπής συνεννοήσεως στις 6 Μαΐου και στις 20 Ιουνίου 2013 δεν ήταν σύμφωνες με την απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981 καθώς, παρότι τα μέρη δεν προσπάθησαν να επιτύχουν σύγκλιση των θέσεών τους, δεν συντάχθηκε γραπτή έκθεση με τις διαφορετικές θέσεις τους, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν συνέταξε γραπτή έκθεση των διαφορετικών θέσεων των μερών, και δη των ΣΕΟ, αφής στιγμής οι ίδιες οι ΣΕΟ, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, υποστηρίζουν ότι δεν ήταν σε θέση να εκθέσουν αποτελεσματικά την άποψή τους κατά τη διάρκεια των ως άνω συνεδριάσεων λόγω του ιδιαίτερα γενικού τρόπου με τον οποίο παρουσιάστηκε η αναθεώρηση.

124

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι δεν είναι δυνατή η θεμελίωση ευθύνης της Ένωσης ούτε με βάση την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του άρθρου 10 του ΚΥΚ ή της αποφάσεως του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981.

γ)   Επί της παραβάσεως του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

125

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει με την αγωγή της ότι η ευθύνη της Ένωσης εκ της εκδόσεως του κανονισμού 1023/2013 απορρέει, μεταξύ άλλων, από παράβαση του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 77, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ως προς το ζήτημα αυτό, οπότε, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το οποίο είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο καταθέσεως της προσφυγής-αγωγής, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο [απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, Budziewska κατά ΓΕΕΑ – Puma (Αιλουροειδές που αναπηδά), T‑666/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:584, σκέψη 34].

126

Από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις απορρέει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε εν προκειμένω ότι το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρέβησαν κατάφωρα κανόνα δικαίου με τον οποίο απονέμονται δικαιώματα στους ιδιώτες υπό την έννοια της παρατιθέμενης ανωτέρω στη σκέψη 79 νομολογίας.

127

Καθόσον η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δεν πληρούται εν προκειμένω, επιβάλλεται η απόρριψη των αξιώσεων αποζημιώσεως, παρέλκει δε η ανάγκη εξετάσεως της πληρώσεως των δύο άλλων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης.

128

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής ως, εν μέρει, απαράδεκτης, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η ακύρωση των προσβαλλομένων διατάξεων και, εν μέρει, αβάσιμης, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αποκατάσταση ζημίας την οποία υπέστη η προσφεύγουσα.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

129

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

 

2)

Η Union syndicale fédérale des services publics européens et internationaux (USFSPEI) φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Collins

Kancheva

Passer

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Νοεμβρίου 2017.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

I. Ιστορικό της διαφοράς

 

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

III. Σκεπτικό

 

Α. Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

 

Β. Επί του αγωγικού αιτήματος

 

1. Επί του παραδεκτού

 

2. Επί της ουσίας

 

α) Επί της παραβιάσεως της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του 2004

 

β) Επί της παραβάσεως του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του άρθρου 10 του ΚΥΚ και της διαδικασίας συνεννοήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 1981

 

1) Επί της παραβάσεως του άρθρου 10 του ΚΥΚ

 

2) Επί της παραβάσεως του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της διαδικασίας συνεννοήσεως

 

γ) Επί της παραβάσεως του άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

 

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.