26.1.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 26/16


Αναίρεση που άσκησε στις 20 Νοεμβρίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2014 στην υπόθεση T-461/12, Hansestadt Lübeck κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-524/14 P)

(2015/C 026/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Maxian Rusche, R. Sauer)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Hansestadt Lübeck, που έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της Flughafen Lübeck GmbH

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να κρίνει απαράδεκτη την ασκηθείσα πρωτοδίκως προσφυγή,

επικουρικά: να κρίνει ότι η ασκηθείσα πρωτοδίκως προσφυγή ήταν άνευ αντικειμένου,

επικουρικά: να κρίνει αβάσιμο τον τέταρτο λόγο ακύρωσης κατά το μέρος κατά το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από την άποψη του κριτηρίου της επιλεκτικότητας και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά τα λοιπά σκέλη του τέταρτου λόγου ακύρωσης και τον πρώτο, τον δεύτερο και τον πέμπτο λόγο ακύρωσης,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής διαδικασίας ή, επικουρικά, σε περίπτωση αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο, να επιφυλαχθεί να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας με την απόφαση που θα περατώνει οριστικά τη διαδικασία.

Λόγοι αναίρεσης και κύρια επιχειρήματα

Πρώτος λόγος αναίρεσης: Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορούσε ατομικά την προσφεύγουσα.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής αφορούσε ατομικά τη Hansestadt Lübeck, καθόσον είχε υπεισέλθει στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της δημόσιας επιχείρησης που εκμεταλλευόταν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013 τον αερολιμένα της Λυβέκης, διότι η δημόσια αυτή επιχείρηση είχε ασκήσει, λόγω της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων, αρμοδιότητες που είχαν απονεμηθεί αποκλειστικά και μόνο στην επιχείρηση αυτή. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δημόσια επιχείρηση προτείνει έναν πίνακα τελών του αερολιμένα στη ρυθμιστική αρχή του ομόσπονδου κράτους, η οποία έχει την αρμοδιότητα να τον εγκρίνει ή να τον απορρίψει (σκέψεις 29 έως 34 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο προέβη μεν σε ορθές διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αλλά κακώς θεώρησε ότι η δημόσια επιχείρηση που εκμεταλλευόταν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013 τον αερολιμένα της Λυβέκης ήταν η εγκριτική αρχή που ασκούσε ίδιες αρμοδιότητες, οι οποίες είχαν απονεμηθεί αποκλειστικά και μόνο σε αυτή. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κρίσιμο στοιχείο κατά την εξέταση του ζητήματος αν μια πράξη αφορά ατομικά μια δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που εφαρμόζει ένα καθεστώς ενισχύσεων (όπως συνέβαινε με τη δημόσια επιχείρηση που εκμεταλλευόταν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013 τον αερολιμένα της Λυβέκης) είναι αν η διαχείριση και η πολιτική της επιχείρησης αυτής μπορούν να καθορίζονται από την ίδια ή από το κράτος (1). Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, την αρμοδιότητα καθορισμού αυτή έχει το κράτος, και συγκεκριμένα για τους εξής δύο λόγους. Ο πίνακας τελών υπόκειται στην έγκριση της ρυθμιστικής αρχής του ομόσπονδου κράτους. Η ρυθμιστική αυτή αρχή όμως δεσμεύεται από τις διατάξεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τα τέλη αερολιμένων. Επομένως, το απλό γεγονός ότι η εκμεταλλευόμενη τον αερολιμένα επιχείρηση έχει την υποχρέωση να προτείνει τον πίνακα τελών δεν σημαίνει ότι μπορεί η ίδια να καθορίζει τον τρόπο διαχείρισής της και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τον πίνακα τελών.

Η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αρμοδιότητα εκτέλεσης μιας προπαρασκευαστικής ενέργειας ενόψει της χορήγησης ενισχύσεων (εν προκειμένω, η αρμοδιότητα υποβολής στη ρυθμιστική αρχή πρότασης για τον πίνακα τελών) συνιστά άσκηση ίδιας αρμοδιότητας ενόψει της χορήγησης ενισχύσεων είναι εσφαλμένη, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έδωσε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία στη φράση «αφορά ατομικά».

Δεύτερος λόγος αναίρεσης: Μη ύπαρξη έννομου συμφέροντος.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Hansestadt Lübeck, η οποία είχε υπεισέλθει στα δικαιώματα της δημόσιας επιχείρησης που εκμεταλλευόταν μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013 τον αερολιμένα της Λυβέκης, εξακολούθησε να έχει έννομο συμφέρον ακόμη και μετά την πώληση του αερολιμένα της Λυβέκης σε ιδιώτη επενδυτή. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να εξακριβώσει κατά πόσον η υποχρέωση αναστολής του καθεστώτος ενισχύσεων έληξε την 1η Ιανουαρίου 2013 για τον λόγο ότι ο πίνακας τελών δεν αποτελούσε πλέον κρατική ενίσχυση, αφού δεν χρησιμοποιούνταν πλέον κρατικοί πόροι. Ακόμη όμως και αν συνέβαινε αυτό, η προσφεύγουσα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας θα εξακολουθούσε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, να έχει έννομο συμφέρον, διότι δεν είχε περατωθεί ακόμη η επίσημη διαδικασία έρευνας και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής εξακολουθούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα.

Κατά την αναιρεσείουσα, το πρώτο επιχείρημα του Γενικού Δικαστηρίου δεν ευσταθεί, διότι, ακόμη και αν δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής μπορεί να παύσει να παράγει το μόνο έννομο αποτέλεσμά της, δηλαδή την επιβολή της υποχρέωσης αναστολής του καθεστώτος ενισχύσεων κατά το διάστημα της έρευνας, εφόσον το μέτρο ενίσχυσης παύει να ισχύει για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με την επίσημη διαδικασία έρευνας (εν προκειμένω ο λόγος ήταν η ιδιωτικοποίηση του αερολιμένα).

Το δεύτερο επιχείρημα του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνει, κατά την αναιρεσείουσα, στη νομολογία, κατά την οποία απαιτείται η ύπαρξη γεγενημένου και ενεστώτος συμφέροντος. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν επήλθε ο κίνδυνος αναστολής του μέτρου πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013 λόγω της ιδιωτικοποίησης του αερολιμένα. Η Hansestadt Lübeck δεν απέδειξε, κατά την αναιρεσείουσα πάντα, ότι εξακολουθούσε, μετά την ιδιωτικοποίηση του αερολιμένα, να έχει έννομο συμφέρον για την προσφυγή.

Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε κακώς στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας είχε ενεστώς έννομο συμφέρον.

Τρίτος λόγος αναίρεσης: Εσφαλμένη ερμηνεία του όρου «επιλεκτικότητα», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, για να εξακριβωθεί αν ο πίνακας τελών που έχει καθορίσει μια δημόσια επιχείρηση έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον ισχύει αδιακρίτως για όλους τους πραγματικούς ή δυνητικούς χρήστες των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που παραδίδει ή παρέχει η εν λόγω δημόσια επιχείρηση (σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Η αντίληψη αυτή αντιβαίνει κατάφωρα, κατά την αναιρεσείουσα, στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι ένα μέτρο δεν συνιστά μέτρο γενικής φορολογικής ή οικονομικής πολιτικής και είναι επομένως επιλεκτικό, εφόσον ισχύει μόνο για ορισμένο κλάδο της οικονομίας ή μόνο για ορισμένες επιχειρήσεις του κλάδου αυτού (2). Κατά το Δικαστήριο δηλαδή, οι προτιμησιακές τιμές αγαθών και υπηρεσιών, τις οποίες καθορίζουν οι δημόσιες επιχειρήσεις, είναι επιλεκτικές, ακόμη και αν μπορούν να ωφελούνται από αυτές όλοι οι χρήστες και δυνητικοί χρήστες (3). Ο γενικός εισαγγελέας Mengozzi εφάρμοσε τη νομολογία αυτή, με τις προτάσεις του στην υπόθεση Deutsche Lufthansa, σε μια περίπτωση που είναι καθ’ όλα ανάλογη προς την επίμαχη εν προκειμένω περίπτωση και η οποία αφορούσε συγκεκριμένα τον πίνακα τελών ενός αερολιμένα που περιελάμβανε εκπτώσεις για ορισμένους σημαντικούς πελάτες: ο γενικός εισαγγελέας τόνισε την επιλεκτικότητα του σχετικού μέτρου (4).

Τέταρτος λόγος αναίρεσης: Ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες.

Κατά την αναιρεσείουσα, οι αιτιολογίες που παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο είναι πλημμελείς. Πρώτον, λείπει ένα σημαντικό μέρος της εξέτασης της επιλεκτικότητας, και συγκεκριμένα ο καθορισμός του σκοπού που επιδιώκεται με τον πίνακα τελών, καθόσον πρέπει να διαπιστωθεί, σε σχέση με το σύστημα αυτό, ποια επιχείρηση βρίσκεται σε παρόμοια νομική και ουσιαστική κατάσταση. Δεύτερον, οι αιτιολογίες του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατικές, διότι το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζει καταρχάς τη νομολογία για την επιλεκτικότητα των φορολογικών μέτρων (σκέψεις 51 και 53 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) και στη συνέχεια διαπιστώνει ότι η νομολογία αυτή δεν είναι λυσιτελής (σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

Πέμπτος λόγος αναίρεσης: Εσφαλμένη εφαρμογή σε απόφαση κίνησης της διαδικασίας ενός αυστηρού κριτηρίου που ισχύει για τον δικαστικό έλεγχο.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο επιλέγει μεν το ορθό νομικό κριτήριο, αλλά δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη, στο σκεπτικό του, το γεγονός ότι στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η οποία υπόκειται σε ελαστικό μόνο δικαστικό έλεγχο, όσον αφορά ιδίως την αιτιολόγηση (5). Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί για ποιο λόγο ήταν τόσο προφανές ότι ο πίνακας τελών δεν ήταν επιλεκτικός, ώστε η Επιτροπή να μην έχει κανένα λόγο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.


(1)  Απόφαση DEFI κατά Επιτροπής, 282/85, Συλλογή 1986, σ. 2649, σκέψη 18.

(2)  Αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 99, και Unicredito, C-148/04, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 45.

(3)  Βλ. ιδίως απόφαση GEMO, C-126/01, Συλλογή 2003, σ. I-13769, σκέψεις 35 έως 39.

(4)  Προτάσεις Deutsche Lufthansa, C-284/12, σημεία 47 έως 55.

(5)  Βλ. την πρόσφατη διάταξη Stahlwerk Bous κατά Επιτροπής, T-172/14 R, σκέψεις 39 έως 78 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.