2.2.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/4


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 30 Οκτωβρίου 2014 — Jørn Hansson κατά Jungpflanzen Grünewald GmbH

(Υπόθεση C-481/14)

(2015/C 034/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Oberlandesgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων, εκκαλών και εφεσίβλητος: Jørn Hansson

Εναγομένη, εφεσίβλητη και εκκαλούσα: Jungpflanzen Grünewald GmbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει κατά τον καθορισμό της «εύλογης αποζημιώσεως», την οποία πρέπει να καταβάλλει ο παραβάτης στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο α' , του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες (1), εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, με βάση τη συνήθη αμοιβή η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, να υπολογίζεται περαιτέρω, πάντοτε κατ’ αποκοπήν, μια ορισμένη «επιπλέον αποζημίωση προς αποτροπή του παραβάτη»; Απορρέει τούτο από το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας περί επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (2);

2)

Πρέπει κατά τον καθορισμό της «εύλογης αποζημιώσεως», την οποία πρέπει να καταβάλλει ο παραβάτης στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, διότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, με βάση τη συνήθη αμοιβή η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αδειών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, να λαμβάνονται περαιτέρω υπόψη στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση οι ακόλουθες εκτιμήσεις ή περιστάσεις οι οποίες επαυξάνουν το ύψος της αποζημιώσεως:

α)

το γεγονός ότι στην περίπτωση της επίδικης ποικιλίας, το δικαίωμα επί της οποίας προσβάλλει η παράβαση, επρόκειτο, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, για ποικιλία η οποία διέθετε μοναδικότητα στην αγορά, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, όταν η συνήθης στην αγορά αμοιβή για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως καθορίζεται βάσει συμβάσεων παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως και απολογισμών σε σχέση με την επίδικη ποικιλία;

Σε περίπτωση που υπάρχει η δυνατότητα συνεκτιμήσεως της περιστάσεως αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση:

Είναι νόμιμη η αύξηση της αμοιβής μόνο στην περίπτωση που τα χαρακτηριστικά, τα οποία δικαιολογούν τη μοναδικότητα της επίδικης ποικιλίας, περιλαμβάνονται στην περιγραφή του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας;

β)

το γεγονός ότι η επίδικη ποικιλία κατά τον χρόνο της εισαγωγής στην αγορά της ποικιλίας που στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας αποτελούσε αντικείμενο εμπορίας με μεγάλη επιτυχία, με τον τρόπο δε αυτόν ο παραβάτης εξοικονόμησε δαπάνες για τη δική του εισαγωγή στην αγορά της στοιχειοθετούσας προσβολή του σχετικού δικαιώματος ποικιλίας, όταν η συνήθης στην αγορά αμοιβή για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως καθορίζεται βάσει συμβάσεων παραχωρήσεως δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως και απολογισμών σε σχέση με την επίδικη ποικιλία;

γ)

το γεγονός ότι η έκταση της στοιχειοθετούμενης από την επίδικη ποικιλία προσβολής υπερέβαινε, από χρονικής απόψεως και με γνώμονα τον αριθμό των πωληθέντων κομματιών, τον μέσον όρο;

δ)

η εκτίμηση ότι ο παραβάτης —εν αντιθέσει προς τον κάτοχο δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως— δεν πρέπει να φοβάται ότι θα καταβάλλει κάποια αμοιβή για την παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως (και δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή της), μολονότι το δικαίωμα επί της επίδικης ποικιλίας, κατά του οποίου βάλλει αίτηση περί κηρύξεως της εκπτώσεως από αυτό, εν συνεχεία κηρύσσεται άκυρο;

ε)

το γεγονός ότι ο παραβάτης —εν αντιθέσει προς ό,τι ήταν σύνηθες στην περίπτωση των κατόχων δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως— δεν είχε την υποχρέωση να προβαίνει ανά τρίμηνο σε απολογισμό;

στ)

η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας φέρει τον κίνδυνο του πληθωρισμού, πράγμα το οποίο αποκτά σημασία λόγω του ότι ο δικαστικός αγώνας διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα;

ζ)

η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας λόγω της ανάγκης να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα —εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των εσόδων από την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως της επίδικης ποικιλίας— δεν μπορεί να προβαίνει σε σχεδιασμό στηριζόμενος στα προερχόμενα από την επίδικη ποικιλία έσοδα;

η)

η εκτίμηση ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας στην περίπτωση που η επίδικη ποικιλία στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματός του φέρει τόσο τον γενικό κίνδυνο τον συνδεόμενο με τη διεξαγωγή δίκης όσο και τον κίνδυνο να μην μπορέσει εν τέλει να προβεί επιτυχώς σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του παραβάτη;

θ)

η εκτίμηση ότι, στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας στερείται της ελευθερίας, συνεπεία της αυθαίρετης συμπεριφοράς του παραβάτη, να καθορίσει εάν επιθυμεί πράγματι να επιτρέψει τη χρήση της επίδικης ποικιλίας από τον παραβάτη;

3)

Πρέπει κατά τον καθορισμό της «εύλογης αποζημιώσεως», την οποία οφείλει να καταβάλλει ο παραβάτης στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, να συνυπολογίζεται και η καταβολή τόκων της κατ’ έτος οφειλομένης αμοιβής βάσει του συνήθους επιτοκίου, εφόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είχαν προβλέψει την καταβολή τόκων;

4)

Πρέπει κατά τον υπολογισμό της «περαιτέρω ζημία[ς] που προξενήθηκε από την παραβίαση», την οποία οφείλει να αποκαταστήσει ο παραβάτης στον κάτοχο κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, εκ του λόγου ότι επιχειρεί τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος προς τούτο, να λαμβάνεται υπόψη ως βάση υπολογισμού η συνήθης αμοιβή, η οποία απαιτείται στην ίδια περιοχή για τις οριζόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες πράξεις στο πλαίσιο των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:

α)

Πρέπει κατά τον υπολογισμό της «περαιτέρω ζημία[ς]», επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αδειών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, να λαμβάνονται υπόψη κατά τέτοιον τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση οι υπό 2., στοιχεία α' έως θ', εκτιμήσεις ήτοι περιστάσεις και/ή το γεγονός ότι ο δικαιούχος της προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας είναι υποχρεωμένος, λόγω της ανάγκης διεξαγωγής δικαστικού αγώνος, να διαθέσει τον συνήθη για τη διερεύνηση της παραβιάσεως και την ενασχόληση με την υπόθεση προσωπικό χρόνο και να προβεί στις συνήθεις για προσβολές δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών έρευνες, ώστε να δικαιολογείται η αύξηση των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως;

β)

Πρέπει κατά τον υπολογισμό της «περαιτέρω ζημία[ς]» επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, να προστίθεται, πάντοτε κατ’ αποκοπήν, μια ορισμένη «επιπλέον αποζημίωση προς αποτροπή του παραβάτη»; Απορρέει τούτο από το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας περί επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας;

γ)

Πρέπει κατά τον υπολογισμό της «περαιτέρω ζημία[ς]» επί τη βάσει των συνήθων στην αγορά αμοιβών για την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες, να συνεκτιμάται και η καταβολή τόκων της κατ’ έτος οφειλομένης αποζημιώσεως βάσει του συνήθους επιτοκίου, εφόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι λογικώς σκεπτόμενοι αντισυμβαλλόμενοι θα είχαν προβλέψει την καταβολή τόκων;

6)

Πρέπει το άρθρο 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το όφελος που αποκομίζει ο παραβάτης συνιστά «περαιτέρω ζημία» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία μπορεί να απαιτηθεί συμπληρωματικώς σε σχέση προς την εύλογη αποζημίωση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες ή το οφειλόμενο βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες κέρδος που αποκόμισε ο παραβάτης στο πλαίσιο υπαίτιας συμπεριφοράς οφείλεται μόνο διαζευκτικώς σε σχέση με την εύλογη αποζημίωση του άρθρου 94, παράγραφος 1;

7)

Αντιβαίνουν στην αξίωση περί καταβολής αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες διατάξεις του εθνικού δικαίου δυνάμει των οποίων ο δικαιούχος προστατευόμενης φυτικής ποικιλίας, ο οποίος καταδικάστηκε με απρόσβλητη απόφαση στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο διαδικασίας περί παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας λόγω προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας, δεν μπορεί να ζητήσει να του αποδοθούν τα έξοδα αυτά επικαλούμενος το ουσιαστικό δίκαιο, έστω και αν νίκησε στο πλαίσιο επακολουθήσασας κύριας δίκης λόγω της αυτής προσβολής του δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας;

8)

Αντιβαίνουν στην αξίωση περί καταβολής αποζημιώσεως του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις φυτικές ποικιλίες διατάξεις του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων ο ζημιωθείς δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια του προσωπικού του χρόνου στο πλαίσιο της εξώδικης και δικαστικής προβολής αξιώσεως περί καταβολής αποζημιώσεως πέραν των στενών ορίων της διαδικασίας περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, εφόσον η απώλεια του χρόνου δεν υπερβαίνει τα συνήθη όρια;


(1)  Κανονισμός (EΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227, σ. 1).

(2)  Οδηγία 2004/48/ΕK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (EE L 257, σ. 45).