29.9.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 339/2


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Krajowa Izba Odwoławcza (Πολωνία) στις 7 Ιουλίου 2014 — PARTNER Apelski Dariusz κατά Zarząd Oczyszczania Miasta

(Υπόθεση C-324/14)

2014/C 339/03

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Krajowa Izba Odwoławcza

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: PARTNER Apelski Dariusz

Καθής: Zarząd Oczyszczania Miasta

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (1) (στο εξής οδηγία 2004/18/ΕΚ) την έννοια ότι η έκφραση κατά την οποία ο οικονομικός φορέας μπορεί «ενδεχομένως» να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων σημαίνει ότι με αυτό νοείται κάθε περίπτωση στην οποία ο συγκεκριμένος οικονομικός φορέας δεν διαθέτει τα απαιτούμενα από τη δημόσια αναθέτουσα αρχή προσόντα και επιθυμεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων φορέων; Ή πρέπει η μνεία ότι ο οικονομικός φορέας μόνον «ενδεχομένως» μπορεί να στηριχθεί στις δυνατότητες άλλων εργοληπτών να εκτιμηθεί ως περιορισμός, υπό την έννοια ότι μια τέτοια αναφορά στο πλαίσιο της αποδείξεως των προσόντων του οικονομικού φορέα κατά τη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως μόνο κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανόνα επιτρέπεται;

2)

Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ την έννοια ότι η στήριξη του οικονομικού φορέα στις δυνατότητες άλλων φορέων «ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς», καθώς και η «διάθεση των αναγκαίων πόρων» από αυτούς τους φορείς, σημαίνουν ότι ο οικονομικός φορέας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως μπορεί να έχει χαλαρούς και αόριστους μόνο ή και καθόλου δεσμούς με αυτούς τους φορείς, δηλαδή ότι μπορεί να εκτελέσει μόνος του τη σύμβαση (χωρίς συμμετοχή άλλου φορέα) ή ότι μια τέτοια συμμετοχή μπορεί να συνίσταται σε «συμβουλές», «παροχή εξειδικευμένων συμβουλών», «εκπαίδευση» κ.λπ.; Ή έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ την έννοια ότι ο φορέας, στις δυνατότητες του οποίου στηρίζεται ο οικονομικός φορέας, πρέπει να εκτελέσει πράγματι και προσωπικώς τη σύμβαση στο μέτρο των δυνατοτήτων που έχει δηλώσει;

3)

Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ την έννοια ότι ο οικονομικός φορέας, ο οποίος διαθέτει μεν ιδία πείρα, μικρότερη όμως από αυτή που θα ήθελε να δηλώσει έναντι της αναθέτουσας αρχής (π.χ. όχι επαρκή για να μπορεί να υποβάλει προσφορά για την εκτέλεση της συμβάσεως στο σύνολό της) μπορεί να στηριχθεί συμπληρωματικώς στις δυνατότητες άλλων φορέων, προκειμένου να βελτιωθούν οι προοπτικές του στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως;

4)

Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί (ή και οφείλει) να ορίσει με την προκήρυξη για τη σύναψη συμβάσεως ή με τη συγγραφή υποχρεώσεων τις αρχές, βάσει των οποίων ο οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί σε δυνατότητες άλλων φορέων, π.χ. το πως πρέπει ο άλλος φορέας να συμμετάσχει στην εκτέλεση της συμβάσεως, το πως μπορούν να συνδυασθούν οι ικανότητες του οικονομικού φορέα και του άλλου φορέα, το αν ο άλλος φορέας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον οικονομικό φορέα για την ορθή εκτέλεση της συμβάσεως στον βαθμό που ο οικονομικός φορέας επικαλείται τις δυνατότητες του άλλου φορέα;

5)

Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων τη σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας επίκληση των δυνατοτήτων ενός άλλου φορέα, στο πλαίσιο της οποίας αθροίζονται οι δυνατότητες δύο ή περισσοτέρων φορέων, οι οποίοι από την άποψη της τεχνογνωσίας τους και της πείρας τους δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες από την αναθέτουσα αρχή δυνατότητες;

6)

Επιτρέπει, επομένως, η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων να ερμηνευθούν τα άρθρα 44 και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ υπό την έννοια ότι μόνο τυπικά χρειάζεται να πληρούνται οι τεθείσες από την αναθέτουσα αρχή προϋποθέσεις για τους σκοπούς της συμμετοχής στη διαδικασία ανεξαρτήτως των πραγματικών προσόντων του οικονομικού φορέα;

7)

Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων να δηλώνει ο οικονομικός φορέας, εφόσον επιτρέπεται η υποβολή προσφοράς για ένα τμήμα της συμβάσεως, μετά την υποβολή των προσφορών, παραδείγματος χάριν στο πλαίσιο συμπληρώσεως ή διευκρινίσεως του περιεχομένου των εγγράφων, ποιο τμήμα της συμβάσεως αφορούν οι δυνατότητες που εξέθεσε για να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στη διαδικασία;

8)

Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, καθώς και η αρχή της διαφάνειας, να κηρύσσεται άκυρος ένας διεξαχθείς πλειστηριασμός και να επαναλαμβάνεται ένας ηλεκτρονικός πλειστηριασμός, όταν κατά τα ουσιώδη δεν διεξήχθη νομοτύπως, παραδείγματος χάριν όταν δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν όλοι οι οικονομικοί φορείς, οι οποίοι υπέβαλαν παραδεκτώς προσφορές;

9)

Επιτρέπει η κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, καθώς και η αρχή της διαφάνειας, τη σύναψη της συμβάσεως με τον οικονομικό φορέα, του οποίου η προσφορά προκρίθηκε στο πλαίσιο ενός τέτοιου πλειστηριασμού, χωρίς να έχει επαναληφθεί αυτός ο πλειστηριασμός, όταν δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν η συμμετοχή του οικονομικού φορέα που δεν ελήφθη υπόψη θα μετέβαλε το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού;

10)

Μπορεί κατά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2004/18/ΕΚ να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεων, καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ —μολονότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο— ως ερμηνευτική κατευθυντήρια γραμμή, καθόσον καθιστά ευκρινείς ορισμένες αποδοχές και προθέσεις του νομοθέτη της Ένωσης και δεν αντιφάσκει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ;


(1)  ΕΕ L 134, σ. 114.