14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 223/11


Αναίρεση που άσκησε στις 23 Μαΐου 2014 η Zement KG κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2014 στην υπόθεση T-306/11, Schwenk Zement KG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-248/14 P)

2014/C 223/16

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Schwenk Zement KG (εκπρόσωποι: M. Raible και S. Merz, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2014 στην υπόθεση T-306/11, στο μέτρο που με αυτήν απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας·

2.

να ακυρώσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την απόφαση C(2011)2367 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2011, στην υπόθεση COMP/39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα, στο μέτρο που αυτή αφορά την αναιρεσείουσα·

3.

επικουρικώς, σε σχέση με το αίτημα που διατυπώθηκε πιο πάνω στο σημείο 2, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί το τελευταίο σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου·

4.

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναίρεση ασκείται κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Γενικό Δικαστήριο) στις 14 Μαρτίου 2014 στην υπόθεση T-306/11, στο μέτρο που επιβαρύνει την αναιρεσείουσα. Η απόφαση επιδόθηκε στην SCHWENK Zement AG στις 14 Μαρτίου 2014. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μερικώς και απέρριψε μερικώς την προσφυγή που η αναιρεσείουσα άσκησε κατά της αποφάσεως C(2011)2367 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΚ 1/2003 (1) του Συμβουλίου (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα).

Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως:

Πρώτον, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά την εκτίμηση της πράξεως της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης μη λαμβάνοντας υπόψη τη σύμφυτη με την αρχή της αναλογικότητας ιεράρχηση και εφαρμογή, εν αμφιβολία, του ηπιότερου εκ των δύο διατιθεμένων μέσων. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό μέτρο που ελήφθη άμεσα κατά της αναιρεσείουσας μέσω αποφάσεως για την παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, παραπέμποντας μόνο στη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια της αποκτήσεως πληροφοριών. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο προέβη μόνο σε ανεπαρκή εξέταση της συγκεκριμένης περιπτώσεως και δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έλαβε υπόψη τις ειδικές περιστάσεις σε σχέση με την αναιρεσείουσα. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο βασίσθηκε σε πληθώρα παραγωγών τσιμέντου.

Τρίτον, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο, μη λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση προς αιτιολόγηση, έκρινε επαρκείς τις τυπικές επεξηγήσεις της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη διττώς την υποχρέωση προς αιτιολόγηση. Αφενός, δεν έλαβε υπόψη τις απαιτήσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις προς αιτιολόγηση των πράξεων της Επιτροπής, που απορρέουν από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις που το ίδιο έχει διατυπώσει ως προς την υποχρέωση προς αιτιολόγηση. Εν τέλει, αυτή η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου έχει ως αποτέλεσμα να ελλείπει η δυνατότητα ελέγχου της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας. Αν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εξακολουθήσει να ισχύει ως προς το σημείο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας θα παραμείνει, στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 διερευνητικών μέτρων, κενή περιεχομένου.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).