Υπόθεση C‑603/14 P

El Corte Inglés SA

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σήματος “The English Cut” — Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών και κοινοτικών λεκτικών και εικονιστικών σημάτων που περιλαμβάνουν τα λεκτικά στοιχεία “El Corte Inglés” — Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 5 — Κίνδυνος συσχετίσεως εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού με σήμα το οποίο χαίρει φήμης — Αναγκαίος βαθμός ομοιότητας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2015

  1. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58 εδ. 1)

  2. Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που χαίρει φήμης — Προστασία του προγενέστερου φημισμένου σήματος η οποία καλύπτει και ανόμοια προϊόντα ή ανόμοιες υπηρεσίες — Προϋποθέσεις — Ομοιότητα των οικείων σημάτων — Αναγκαίος βαθμός ομοιότητας

    (Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1, στοιχείο βʹ, και 5)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 31)

  2.  Δεδομένου ότι ούτε από το γράμμα των παραγράφων 1, στοιχείο βʹ, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια της ομοιότητας έχει διαφορετικό περιεχόμενο σε καθεμιά από τις παραγράφους αυτές, συνάγεται, ιδίως, ότι οσάκις, επ’ ευκαιρία της εξετάσεως των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων τότε, κατ’ ανάγκην, δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου. Αντιστρόφως, οσάκις το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, στο πλαίσιο της ίδιας αυτής εξετάσεως, ότι μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων υφίσταται κάποια ομοιότητα, η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης για την εφαρμογή τόσο της παραγράφου 1, στοιχείο βʹ, όσο και της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού.

    Εντούτοις, στην περίπτωση που ο βαθμός της επίμαχης ομοιότητας δεν αποδεικνύεται επαρκής ώστε να οδηγήσει στην εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, τούτο δεν σημαίνει ότι η εφαρμογή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου κατ’ ανάγκην αποκλείεται.

    Συγκεκριμένα, ο βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων που απαιτείται κατά τη μία ή την άλλη παράγραφο της εν λόγω διατάξεως είναι διαφορετικός. Ενώ η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 εξαρτάται από τη διαπίστωση ενός βαθμού ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω σημείων ικανού να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως αυτών από το ενδιαφερόμενο κοινό, αντιθέτως, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου.

    Δεδομένου ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 απαιτεί απλώς η υφιστάμενη ομοιότητα να είναι ικανή να οδηγήσει το ενδιαφερόμενο κοινό όχι σε σύγχυση των αντιπαρατιθέμενων σημείων αλλά στον συσχετισμό τους, δηλαδή στο να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προστασία την οποία καθιερώνει η εν λόγω διάταξη υπέρ των σημάτων που χαίρουν φήμης μπορεί να εφαρμοστεί, παρά το γεγονός ότι ο βαθμός ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων είναι μικρός.

    Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία από την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει κάποια ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, προκειμένου αυτή τη φορά να διαπιστώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, να εξετάσει εάν, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως είναι το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη του προγενέστερου σήματος, το ενδιαφερόμενο κοινό ενδέχεται να θεωρήσει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ των εν λόγω σημείων.

    Τέλος, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέτασε κατά πόσον υφίστατο ενδεχομένως σχέση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 δεν συνέτρεχαν λόγω του ότι από την εξέταση, στην οποία αυτό προέβη, των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω άρθρου προέκυπτε ότι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές δεν ήταν σε θέση να προβούν σε άμεση εννοιολογική συσχέτιση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια αιτιολογία πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις προσβολών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού δεν απαιτούν η συσχέτιση των αντιπαρατιθέμενων σημείων, στην οποία ενδέχεται να προβούν οι καταναλωτές, να είναι άμεση.

    (βλ. σκέψεις 39-43, 50)