ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Ιανουαρίου 2015 ( *1 ) ( 1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Επείγουσα προδικαστική διαδικασία — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Απαγωγή παιδιού — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Άρθρο 11, παράγραφοι 7 και 8»

Στην υπόθεση C‑498/14 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

RG

κατά

SF,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Jürimaë, J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2014, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2014, να εκδικαστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014 του τετάρτου τμήματος να κάνει δεκτό το αίτημα αυτό,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet, τον J.‑C. Halleux και την L. Van den Broeck,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του RG και της SF σχετικά με τη γονική μέριμνα του γιου τους TE, ο οποίος κατακρατείται στην Πολωνία από την SF.

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση της Χάγης του 1980

3

Το άρθρο 3 της Συμβάσεως για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1980), ορίζει τα εξής:

«Η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες:

α)

εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, και

β)

το δικαίωμα αυτό ησκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.

Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση α) μπορεί να απορρέει, ιδίως, είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους.»

4

Το άρθρο 12 της εν λόγω Συμβάσεως έχει ως εξής:

«Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

[...]»

5

Το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Παρά τις διατάξεις του προηγουμένου άρθρου, η δικαστική ή διοικητική αρχή του προς ο η αίτηση κράτους δεν υποχρεούται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού οσάκις το πρόσωπο, το ίδρυμα ή η οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:

α)

ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του τέκνου δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων, ή

β)

ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του τέκνου να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση.

[...]»

6

Η Σύμβαση της Χάγης του 1980 τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 1983. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συμβαλλόμενα μέρη της ως άνω Συμβάσεως.

Το δίκαιο της Ένωσης

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 17, 18 και 33 του κανονισμού έχουν ως εξής:

«(12)

Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

[...]

(17)

Σε περίπτωση παράνομης μετακινήσεως ή κατακρατήσεως παιδιού, η επιστροφή του θα πρέπει να επιτυγχάνεται αμελλητί, και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει η σύμβαση της Χάγης [του 1980] όπως συμπληρώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ειδικότερα του άρθρου 11. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει μετακινηθεί ή κατακρατείται παράνομα θα πρέπει να μπορούν να αντιτάσσονται στην επιστροφή του σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Εντούτοις, μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να μπορεί να αντικαθίσταται από μεταγενέστερη απόφαση δικαστηρίου του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Εάν η απόφαση αυτή συνεπάγεται την επιστροφή του παιδιού, η επιστροφή θα πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε καμία διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το απαχθέν παιδί.

(18)

Σε περίπτωση αποφάσεως μη επιστροφής δυνάμει του άρθρου 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο δικαστήριο ή την κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του. Το εν λόγω δικαστήριο, εάν δεν έχει επιληφθεί ακόμη, ή η κεντρική αρχή, θα πρέπει να απευθύνει κοινοποίηση στα μέρη. Η υποχρέωση αυτή δεν θα πρέπει να κωλύει την κεντρική αρχή να απευθύνει επίσης κοινοποίηση στις οικείες αρμόδιες αρχές κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

[...]

(33)

Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης]. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του [Χάρτη].»

8

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

[...]

β)

την ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.

2.

Οι υποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, αφορούν ιδίως:

α)

το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας·

[...]».

9

Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

Ο όρος “δικαστήριο” καλύπτει όλες τις αρχές των κρατών μελών που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τα ζητήματα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1.

[...]

7)

Ο όρος “γονική μέριμνα” περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού. Ειδικότερα ο όρος περιλαμβάνει το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας.

8)

Ο όρος “δικαιούχος γονικής μέριμνας” προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού.

9)

Ο όρος “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του.

10)

Ο όρος “δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας” περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα μετακίνησης του παιδιού για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του·

11)

Ο όρος “παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού” σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού:

α)

εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του

και

β)

με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από το νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας.»

10

Το άρθρο 8 του κανονισμού, με τίτλο «Γενική δικαιοδοσία», προβλέπει τα εξής:

«1.

Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της ασκήσεως της προσφυγής.

2.

Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

11

Το άρθρο 11 του κανονισμού, με τίτλο «Επιστροφή του παιδιού», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.

Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της Συμβάσεως της Χάγης [του 1980], απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8.»

[…]

3.

Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αίτησης επιστροφής ενός παιδιού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενεργεί αμέσως στα πλαίσια της διαδικασίας σχετικά με την αίτηση, χρησιμοποιώντας τις πλέον σύντομες διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Ανεξάρτητα από το προηγούμενο εδάφιο, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του το αργότερο έξι εβδομάδες από την ενώπιόν του κατάθεση της αίτησης, εκτός αν αυτό καθίσταται αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

[…]

6.

Εάν ένα δικαστήριο εκδώσει απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, το δικαστήριο αυτό διαβιβάζει αμέσως, είτε απευθείας είτε μέσω της κεντρικής του αρχής, αντίγραφο της αποφάσεως μη επιστροφής και συναφή έγγραφα, ιδίως πρακτικά, στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο. Τα εν λόγω έγγραφα επιδίδονται στο δικαστήριο εντός μηνός από την ημερομηνία της αποφάσεως περί μη επιστροφής.

7.

Αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του δεν έχουν ήδη επιληφθεί κατόπιν αιτήσεως ενός των μερών, το δικαστήριο ή η κεντρική αρχή που λαμβάνει την πληροφορία που μνημονεύεται στην παράγραφο 6 πρέπει να την γνωστοποιήσει στα μέρη και να τα καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, ώστε το δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού.

Με την επιφύλαξη των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο περατώνει την υπόθεση, εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία.

8

Ανεξάρτητα από απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, οιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση η οποία διατάσσει την επιστροφή του παιδιού και έχει εκδοθεί από δικαστήριο αρμόδιο βάσει του παρόντος κανονισμού είναι εκτελεστή σύμφωνα με το κεφάλαιο III, τμήμα 4, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιστροφή του παιδιού.»

12

Το άρθρο 15 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Παραπομπή σε δικαστήριο καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τ[ο] δικαστήρι[ο] κράτους μέλους που έχ[ει] δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού:

α)

να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 4, ή

β)

να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5.»

Το βελγικό δίκαιο

13

Το άρθρο 1322 decies του βελγικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 30ής Ιουλίου 2013 περί συστάσεως δικαστηρίου οικογενειακών υποθέσεων (στο εξής: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας), έχει ως εξής:

«§ 1. Η απόφαση για τη μη επιστροφή του παιδιού που εκδίδεται στην αλλοδαπή, καθώς και τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα που διαβιβάζονται στην βελγική κεντρική αρχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού του Συμβουλίου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1322bis, 3°, αποστέλλονται με συστημένη επιστολή στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του.

§ 2. Από της παραλαβής των εγγράφων και το αργότερο εντός τριών εργασίμων ημερών, ο Γραμματέας κοινοποιεί με ειδική συστημένη επιστολή στους διαδίκους και στην εισαγγελική αρχή τα στοιχεία που περιέχονται στο άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού του Συμβουλίου που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1. Η ειδική συστημένη επιστολή περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

το κείμενο του άρθρου 11 του κανονισμού του Συμβουλίου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1322 bis, 3°·

πρόσκληση προς τους διαδίκους να καταθέσουν προτάσεις στη Γραμματεία, εντός τριών μηνών από της κοινοποιήσεως. Από της καταθέσεως των προτάσεων αυτών, της υποθέσεως επιλαμβάνεται το tribunal de la famille de première instance.

§ 3. Αν καταθέσει προτάσεις τουλάχιστον ένας των διαδίκων, ο Γραμματέας καλεί αμέσως τους διαδίκους σε πρώτη συζήτηση.

§ 4. Αφής στιγμής το tribunal de la famille de première instance επιληφθεί της υποθέσεως, αναστέλλονται οι διαδικασίες που κινήθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφοράς περί γονικής μέριμνας ή συναφούς διαφοράς.

§ 5. Αν οι διάδικοι δεν υποβάλουν παρατηρήσεις στο δικαστήριο εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σημείο 2, το tribunal de la famille de première instance εκδίδει διάταξη περί διαπιστώσεως της μη υποβολής παρατηρήσεων, η οποία κοινοποιείται από τον Γραμματέα στους διαδίκους, στην κεντρική αρχή και στην εισαγγελική αρχή.

§ 6. Η απόφαση που εκδίδεται σχετικά με την επιμέλεια του παιδιού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού του Συμβουλίου που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1 μπορεί επίσης να αφορά, κατ’ αίτηση ενός των διαδίκων, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας σε περίπτωση που διατάσσει την επιστροφή του παιδιού στο Βέλγιο.

§ 7. Η απόφαση που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 6 κοινοποιείται από τον Γραμματέα με συστημένη επιστολή στους διαδίκους, στην εισαγγελική αρχή και στην κεντρική αρχή.

§ 8. Η βελγική κεντρική αρχή είναι η μόνη αρμόδια να διασφαλίζει τη διαβίβαση της αποφάσεως και των συνοδευτικών αυτής εγγράφων στις αρμόδιες αρχές του κράτους εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση περί μη επιστροφής.

§ 9. Για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού του Συμβουλίου που διαλαμβάνεται στην παράγραφο 1, πραγματοποιείται ακρόαση του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού και τον κανονισμό (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14

Ο TE είναι ένα παιδί που γεννήθηκε στην Πολωνία, στις 21 Δεκεμβρίου 2011, από τη σχέση μεταξύ της SF, πολωνικής ιθαγένειας, και του RG, βρετανικής ιθαγένειας, κατοίκου Βελγίου.

15

Η μητέρα και το παιδί εγκαταστάθηκαν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) κατά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο 2012, ενώ το παιδί ήταν επτά μηνών. Από της εγκαταστάσεώς τους, το παιδί κατοικούσε με τη μητέρα του και συναντούσε τακτικά τον πατέρα του.

16

Ο πατέρας και η μητέρα μετέσχον, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 2013, σε τοπική διαμεσολάβηση προκειμένου να έλθουν σε συμφωνία σχετικά με την κατανομή της διαμονής του παιδιού, αλλά η συμφωνία δεν επετεύχθη.

17

Στις 16 Οκτωβρίου 2013 η μητέρα ανακοίνωσε στον πατέρα ότι έφευγε για διακοπές με το παιδί στην Πολωνία.

18

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 18 Οκτωβρίου 2013, ο πατέρας προσέφυγε ενώπιον του tribunal de la jeunesse de Bruxelles, ζητώντας την έκδοση αποφάσεως σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον τρόπο ασκήσεως της γονικής μέριμνας και τη διαμονή του παιδιού.

19

Με δικόγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2013, ο πατέρας υπέβαλε επίσης στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων αίτηση λήψεως επειγόντων και προσωρινών μέτρων προκειμένου να προσδιοριστεί η οικία του ως τόπος δευτερεύουσας διαμονής του παιδιού.

20

Όταν ο πατέρας κατάλαβε ότι η μητέρα δεν είχε την πρόθεση να επιστρέψει στο Βέλγιο μαζί με το παιδί τους, τροποποίησε τα αιτήματά του ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων και ενώπιον του tribunal de la jeunesse de Bruxelles και ζήτησε, μεταξύ άλλων, να ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα, να οριστεί η οικία του ως κύρια διαμονή του παιδιού και να απαγορευθεί στη μητέρα να αναχωρήσει από το βελγικό έδαφος με το παιδί. Η μητέρα αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων, ζητώντας την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού και την παραπομπή της υποθέσεως στα πολωνικά δικαστήρια που έχουν ειδικό σύνδεσμο με την κατάσταση του παιδιού, εφόσον αυτό διαμένει στην Πολωνία και εντωμεταξύ ενεγράφη στο νηπιαγωγείο.

21

Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2013, οι δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία, προσωρινώς και λόγω του επείγοντος, να κάνει δεκτά τα αιτήματα του πατέρα.

22

Με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2014, το tribunal de la jeunesse de Bruxelles, αφού επιβεβαίωσε τη δικαιοδοσία του, έκρινε ότι η γονική μέριμνα θα ασκείται από κοινού από τους γονείς, αποφάσισε δε ότι το παιδί θα διαμένει με τη μητέρα του, ενώ δευτερευόντως και προσωρινώς θα διαμένει κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο με τον πατέρα του, ο οποίος οφείλει να μεταβαίνει στην Πολωνία.

23

Θεωρώντας ότι η απόφαση αυτή επικύρωνε την παράνομη μετακίνηση του κοινού τέκνου προς την Πολωνία και αναγνώριζε μια θετική έννομη συνέπεια στην πραγματική αυτή κατάσταση, ο πατέρας άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles, ζητώντας, κυρίως, την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας καθώς και τον ορισμό της οικίας του ως κύριας διαμονής του παιδιού.

24

Παράλληλα προς την επί της ουσίας διαδικασία ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, ο πατέρας υπέβαλε, στις 20 Νοεμβρίου 2013, στη βελγική κεντρική αρχή αίτηση για την άμεση επιστροφή του παιδιού στο Βέλγιο βάσει της διαδικασίας επιστροφής που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης του 1980.

25

Στις 13 Φεβρουαρίου 2014 το Πρωτοδικείο του Płońsk (Πολωνία) διαπίστωσε την παράνομη μετακίνηση του παιδιού από τη μητέρα του και το ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού πριν από τη μετακίνηση ήταν στο Βέλγιο. Το δικαστήριο αυτό αποφάσισε ωστόσο να εκδώσει απόφαση περί μη επιστροφής του παιδιού στηριζόμενη στο άρθρο 13, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Χάγης του 1980.

26

Η βελγική κεντρική αρχή, που έλαβε από την πολωνική κεντρική αρχή αντίγραφο της εν λόγω αποφάσεως περί μη επιστροφής και τα συναφή έγγραφα, κατέθεσε στις 10 Απριλίου 2014 την εν λόγω δικογραφία στη Γραμματεία του tribunal de première instance francophone de Bruxelles, το οποίο κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν προτάσεις. Λόγω της καταθέσεως προτάσεων από τον πατέρα ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, στις 9 Ιουλίου 2014, της υποθέσεως επελήφθη ο πρόεδρος του tribunal de première instance francophone de Bruxelles, ο οποίος ήταν αρμόδιος, σύμφωνα με το άρθρο 1322 decies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυε πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου της 30ής Ιουλίου 2013 περί δημιουργίας δικαστηρίου οικογενειακών υποθέσεων, να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού. Δυνάμει του άρθρου 1322 decies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όταν το εν λόγω δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως, αναστέλλονται οι διαδικασίες που έχουν κινηθεί ενώπιον των δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφοράς περί γονικής μέριμνας ή συναφούς διαφοράς. Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω νόμου, η υπόθεση ανατέθηκε εκ νέου στο tribunal de la famille de Bruxelles.

27

Με παρεμπίπτουσα απόφαση της 30ης Ιουλίου 2014, που εκδόθηκε ερήμην ως προς τη μητέρα, το cour d’appel de Bruxelles επικύρωσε την απόφαση που εξέδωσε το tribunal de la jeunesse de Bruxelles στο μέτρο που διαπίστωσε τη διεθνή δικαιοδοσία του βελγικού δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ουσίας επί των θεμάτων γονικής μέριμνας. Αντιθέτως, διαπιστώνοντας ότι ενώπιον του προέδρου του tribunal de première instance francophone de Bruxelles είχε εντωμεταξύ υποβληθεί από τους διαδίκους αίτηση στηριζόμενη στο άρθρο 11, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού, το εν λόγω cour d’appel ανέστειλε την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς και ζήτησε από την κεντρική αρχή του Βελγίου να θέσει στη δικογραφία της διαδικασίας που είχε κινηθεί ενώπιόν του το σύνολο της δικογραφίας που η αρχή αυτή είχε καταθέσει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1322 decies του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στη Γραμματεία του tribunal de première instance francophone de Bruxelles. Τέλος, εν αναμονή της εκβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, της διαδικασίας του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού, το cour d’appel de Bruxelles αποφάνθηκε προσωρινώς και διέταξε τη μητέρα να γνωστοποιήσει στον πατέρα τη διεύθυνση του νέου τόπου κατοικίας της με το παιδί και καθόρισε τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί.

28

Δεδομένου ότι η μητέρα αρνήθηκε να γνωστοποιήσει τη διεύθυνση όπου κατοικεί με το παιδί, ο πατέρας δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας που του αναγνώρισε το cour d’appel.

29

Παραλλήλως προς τις διαδικασίες που κινήθηκαν από τον πατέρα στο Βέλγιο, η μητέρα άσκησε στην Πολωνία διάφορες αγωγές σχετικά με τη γονική μέριμνα. Τα πολωνικά δικαστήρια, αφού διαπίστωσαν ότι το βελγικό δικαστήριο είχε επιληφθεί της υποθέσεως πρώτο και είχε αναγνωρίσει τη διεθνή του δικαιοδοσία, έκριναν ότι δεν ήταν αρμόδια συναφώς.

30

Με οριστική απόφαση εκδοθείσα στις 8 Οκτωβρίου 2014, το tribunal de la famille de Bruxelles παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles, με το σκεπτικό ότι η υπόθεση είχε αχθεί στα βελγικά δικαστήρια από τον πατέρα πριν από την παράνομη μετακίνηση του παιδιού κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 7, του κανονισμού και ότι η επί της ουσίας συζήτηση εκκρεμούσε ενώπιον του εν λόγω cour d’appel.

31

Το cour d’appel de Bruxelles εκτιμά ότι, κατά το βελγικό δίκαιο, δεν μπορεί να θεωρήσει ότι κινήθηκε ενώπιόν του η διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού διά της αποφάσεως περί παραπομπής που εξέδωσε το tribunal de la famille de Bruxelles στις 8 Οκτωβρίου 2014. Το εν λόγω cour d’appel εκτιμά συγκεκριμένα ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να κινηθεί ενώπιόν του μόνο με έφεση που θα ασκούσε διάδικος κατά της αποφάσεως αυτής.

32

Το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της ταχείας διεκπεραίωσης και της αποτελεσματικότητας που πρέπει να διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού, η παράγραφος 7 του εν λόγω άρθρου απαγορεύει στο δίκαιο κράτους μέλους να απονέμει σε εξειδικευμένο δικαστήριο την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται της διαδικασίας αυτής και να ορίζει συναφώς ότι όλες οι ενώπιον δικαστηρίου κινηθείσες διαδικασίες σχετικά με τη γονική μέριμνα αναστέλλονται αφής στιγμής επιλαμβάνεται το δικαστήριο αυτό.

33

Συνεπώς, το cour d’appel de Bruxelles εκτιμά ότι πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού, προκειμένου να μπορέσει να καθορίσει το αρμόδιο βάσει του δικαίου της Ένωσης βελγικό δικαστήριο και, ειδικότερα, να αποφασίσει αν το ίδιο αυτό cour d’appel είναι αρμόδιο, αφού επελήφθη της διαδικασίας επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα, να αποφανθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί το άρθρο 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει τα κράτη μέλη

να προκρίνουν, στις περιπτώσεις απαγωγής παιδιού από γονέα, την εξειδίκευση των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων μπορεί να διεξάγεται η διαδικασία που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, ακόμη και στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί, ενώπιον ετέρου δικαστηρίου, διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού;

να αφαιρούν από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού, την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της επιμέλειας του παιδιού, ενώ το δικαστήριο αυτό διαθέτει τόσο διεθνή δικαιοδοσία όσο και αρμοδιότητα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να αποφανθεί επί των ζητημάτων γονικής μέριμνας του παιδιού;»

Επί της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

35

Το cour d’appel de Bruxelles ζήτησε να εκδικαστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, λόγω του εξαιρετικά επείγοντος της υποθέσεως της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η υπόθεση αυτή αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας του παιδιού εντός ενός πλαισίου στο οποίο υφίσταται κίνδυνος ανεπανόρθωτης επιδείνωσης της σχέσης μεταξύ πατέρα και γιου, καθόσον ο τελευταίος εξακολουθεί να στερείται της επαφής με τον πατέρα του.

36

Επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού, ο οποίος έχει εκδοθεί ειδικότερα βάσει του άρθρου 61, στοιχείο γʹ, ΕΚ, νυν άρθρου 67 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, οπότε η εν λόγω αίτηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας επείγουσας διαδικασίας.

37

Δεύτερον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η SF αρνείται να συμμορφωθεί με την απόφαση που εξέδωσε επί της ουσίας το cour d’appel de Bruxelles, στις 30 Ιουλίου 2014, και με την οποία το δικαστήριο αυτό, αφενός, διέταξε την SF να γνωστοποιήσει στον RG, εντός 8 ημερών από της κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, τη διεύθυνση του νέου τόπου κατοικίας της με το παιδί και, αφετέρου, αποφάσισε ότι ο RG θα ασκεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τον TE, υπό την επιφύλαξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο.

38

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά ένα παιδί ηλικίας τριών ετών, το οποίο αποχωρίστηκε από τον πατέρα του από ενός έτους και πλέον. Επομένως, η παράταση της ισχύουσας κατάστασης, που χαρακτηρίζεται επιπλέον από τη σημαντική απόσταση που χωρίζει την κατοικία του πατέρα από τον τόπο διαμονής του παιδιού, θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τη μελλοντική σχέση του παιδιού αυτού με τον πατέρα του.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, βάσει του άρθρου 108 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικαστεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

40

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους απονομή σε εξειδικευμένο δικαστήριο της αρμοδιότητας να εξετάζει τα ζητήματα της επιστροφής ή της επιμέλειας του παιδιού στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, ακόμη και στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί, ενώπιον ετέρου δικαστηρίου, διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού.

41

Πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός του κανονισμού δεν είναι η ενοποίηση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου των διαφόρων κρατών μελών. Εντούτοις, η εφαρμογή των σχετικών κανόνων της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Rinau, C‑195/08 PPU, EU:C:2008:406, σκέψη 82).

42

Στο υπό κρίση πλαίσιο, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 33, ο κανονισμός 2201/2003 αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνει ο Χάρτης, μεριμνώντας, μεταξύ άλλων, για τον σεβασμό των προβλεπόμενων στο άρθρο 24 αυτού θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απ’ ευθείας επαφές με τους δύο γονείς του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση McB, C‑400/10 PPU, EU:C:2010:582, σκέψη 60).

43

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού, αν, κατόπιν απαγωγής παιδιού, ένα δικαστήριο εκδώσει απόφαση περί μη επιστροφής του παιδιού, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, το δικαστήριο αυτό διαβιβάζει αμέσως αντίγραφο της απόφασης περί μη επιστροφής και των συναφών έγγραφων στο αρμόδιο δικαστήριο ή στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο. Πρέπει να τονιστεί ότι η ρητή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι απόκειται στο κράτος μέλος εντός του οποίου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση να καθορίσει, τηρώντας τους σκοπούς του κανονισμού, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για να αποφανθεί επί του ζητήματος της επιστροφής του παιδιού, κατόπιν αποφάσεως περί μη επιστροφής εκδοθείσας εντός του κράτους μέλους προς το οποίο το παιδί απήχθη.

44

Όσον αφορά το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, αν έχει εκδοθεί απόφαση περί μη επιστροφής, εκτός αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν ήδη επιληφθεί κατόπιν αιτήσεως ενός των μερών, το δικαστήριο ή η κεντρική αρχή που λαμβάνει την πληροφορία σχετικά με τη δικαστική αυτή απόφαση πρέπει να την γνωστοποιήσει στα μέρη και να τα καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου, προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού. Ούτε όμως η εν λόγω διάταξη του κανονισμού ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 6, αυτού προσδιορίζουν το εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για να εξετάσει το ζήτημα της επιμέλειας του παιδιού κατόπιν αποφάσεως περί μη επιστροφής. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.

45

Συναφώς, ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού, το δικαστήριο αυτό ή η κεντρική αρχή πρέπει να κοινοποιήσει στους διαδίκους, μεταξύ άλλων, αντίγραφο της αποφάσεως περί μη επιστροφής που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως της Χάγης του 1980, προκειμένου να καταστεί δυνατή, ενδεχομένως, η εξέταση του ζητήματος της επιμέλειας του παιδιού, εκτός αν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του έχουν ήδη επιληφθεί, πλην όμως το ζήτημα αν, εφόσον τα εν λόγω δικαστήρια έχουν επιληφθεί της υποθέσεως, το δικαστήριο που καθορίζεται ως αρμόδιο από το κράτος μέλος για την εν λόγω εξέταση χάνει την αρμοδιότητά του υπέρ άλλων δικαστηρίων του ίδιου αυτού κράτους μέλους εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο.

46

Συγκεκριμένα, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 της γνώμης του, το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού δεν συνιστά κανόνα περί καθορισμού του αρμόδιου δικαστηρίου, αλλά κανόνα τεχνικού χαρακτήρα που αποσκοπεί κυρίως στον καθορισμό της διαδικασίας κοινοποιήσεως των πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με την απόφαση περί μη επιστροφής.

47

Περαιτέρω, μπορεί να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η απόφαση περί της επιμέλειας του παιδιού συνιστά οπωσδήποτε προϋπόθεση της εκδόσεως, ενδεχομένως, αποφάσεως διατάσσουσας την επιστροφή του παιδιού. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή ενδιάμεση απόφαση εξυπηρετεί επίσης την υλοποίηση του σκοπού των δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών, ήτοι την τακτοποίηση της κατάστασης του παιδιού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Povse, C‑211/10 PPU, EU:C:2010:400, σκέψη 53).

48

Καίτοι η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εξειδικευμένο δικαστήριο που επελήφθη του ζητήματος της επιστροφής του παιδιού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού μπορούσε, κατόπιν αιτήσεως ενός των διαδίκων, να παραπέμψει την υπόθεση στο cour d’appel που επελήφθη της διαφοράς επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα προκειμένου το τελευταίο αυτό δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος της επιστροφής καθώς και επί του ζητήματος της επιμέλειας του παιδιού, το σημείο αυτό εντούτοις αφορά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Συνεπώς, εναπόκειται στα βελγικά δικαστήρια να αποφανθούν επί του ζητήματος αυτού.

49

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο καθορισμός του εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να εξετάσει τα ζητήματα της επιστροφής ή της επιμέλειας του παιδιού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού εξαρτάται από την επιλογή των κρατών μελών, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση που κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί μη επιστροφής παιδιού έχει ήδη κινηθεί ενώπιον δικαστηρίου διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού αυτού.

50

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η επιλογή αυτή δεν πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού.

51

Το γεγονός όμως ότι κράτος μέλος απονέμει σε εξειδικευμένο δικαστήριο την αρμοδιότητα να εξετάζει τα ζητήματα της επιστροφής ή της επιμέλειας του παιδιού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 11, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού, ακόμη και στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί, ενώπιον ετέρου δικαστηρίου, διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού, δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού.

52

Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει μέριμνα ώστε, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αυτή η απονομή αρμοδιότητας να είναι σύμφωνη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού που διαλαμβάνονται στο άρθρο 24 του Χάρτη και, ειδικότερα, προς τον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής των διαδικασιών αυτών.

53

Όσον αφορά τον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής των διαδικασιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφαρμόζοντας τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να τις ερμηνεύσει οφείλει να το πράττει με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως τον κανονισμό.

54

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκ μέρους κράτους μέλους απονομή σε εξειδικευμένο δικαστήριο της αρμοδιότητας να εξετάζει τα ζητήματα της επιστροφής ή της επιμέλειας του παιδιού στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, ακόμη και στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί, ενώπιον ετέρου δικαστηρίου, διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού.

Επί των δικαστικών εξόδων

55

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 11, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκ μέρους κράτους μέλους απονομή σε εξειδικευμένο δικαστήριο της αρμοδιότητας να εξετάζει τα ζητήματα της επιστροφής ή της επιμέλειας του παιδιού στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, ακόμη και στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί, ενώπιον ετέρου δικαστηρίου, διαδικασία επί της ουσίας όσον αφορά τη γονική μέριμνα του παιδιού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( 1 ) Στην κεφαλίδα, στο εισαγωγικό μέρος και στις σκέψεις 2, 14 και 37 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.