Υπόθεση C‑438/14
Nabiel Peter Bogendorff von Wolffersdorff
κατά
Standesamt der Stadt Karlsruhe
και
Zentraler Juristischer Dienst der Stadt Karlsruhe
(αίτηση του Amtsgericht Karlsruhe
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή — Ιθαγένεια της Ένωσης — Άρθρο 21 ΣΛΕΕ — Ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής εντός των κρατών μελών — Νόμος κράτους μέλους περί καταργήσεως των προνομίων και απαγορεύσεως απονομής νέων τίτλων ευγενείας — Επώνυμο ενηλίκου, υπηκόου του εν λόγω κράτους, κτηθέν κατά τη διάρκεια της συνήθους διαμονής του εντός άλλου κράτους μέλους, του οποίου την ιθαγένεια έχει επίσης το πρόσωπο αυτό — Επώνυμο περιέχον στοιχεία δηλωτικά τίτλου ευγενείας — Διαμονή εντός του πρώτου κράτους μέλους — Άρνηση των αρχών του πρώτου κράτους μέλους να προβούν σε ληξιαρχική καταχώριση του κτηθέντος στο δεύτερο κράτος μέλος ονοματεπωνύμου — Δικαιολόγηση — Δημόσια τάξη — Μη συμβατός χαρακτήρας με τις ουσιώδεις αρχές του γερμανικού δικαίου»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 2ας Ιουνίου 2016
Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής εντός των κρατών μελών – Εθνικός νόμος περί καταργήσεως των προνομίων και απαγορεύσεως απονομής νέων τίτλων ευγενείας – Υπήκοος κράτους μέλους έχων επίσης την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους εντός του οποίου απέκτησε επώνυμο που επελέγη ελεύθερα και περιέχει πλείονα στοιχεία δηλωτικά τίτλου ευγενείας – Υποχρέωση των αρχών του πρώτου κράτους μέλους να αναγνωρίσουν το επώνυμο αυτό – Δεν υφίσταται – Δικαιολόγηση βασιζόμενη σε λόγους δημοσίας τάξεως – Διακρίβωση από το εθνικό δικαστήριο
(Άρθρο 21 ΣΛΕΕ)
Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι αρχές κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να αναγνωρίσουν το ονοματεπώνυμο υπηκόου αυτού του κράτους μέλους σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό έχει και την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους όπου απέκτησε αυτό το ονοματεπώνυμο το οποίο επέλεξε ελεύθερα ο ίδιος και το οποίο περιέχει πλείονα στοιχεία δηλωτικά τίτλου ευγενείας που δεν γίνονται δεκτά κατά το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους, εφόσον αποδεικνύεται, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, ότι η άρνηση αυτή αναγνωρίσεως δικαιολογείται, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, βάσει λόγων απτομένων της δημοσίας τάξεως, καθόσον είναι κατάλληλη και αναγκαία για τη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου όλων των πολιτών του εν λόγω κράτους μέλους.
Ειδικότερα, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι αρμόδιες επί ληξιαρχικών θεμάτων αρχές του πρώτου κράτους μέλους, αρνούμενες να αναγνωρίσουν το κτηθέν σε άλλο κράτος μέλος ονοματεπώνυμο, για τον λόγο ότι η επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως της αρχής της ισότητας όλων των πολιτών του πρώτου κράτους μέλους ενώπιον του νόμου προϋποθέτει ότι απαγορεύεται στους υπηκόους του κράτους αυτού να αποκτούν και να χρησιμοποιούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τίτλους ευγενείας ή στοιχεία δηλωτικά τίτλων ευγενείας δυνάμενα να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι ο φορέας του ονόματος κατέχει τέτοιο τίτλο, υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκομένου θεμελιώδους σκοπού συνταγματικού χαρακτήρα.
Συναφώς, κατά τη στάθμιση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που παρέχεται στους πολίτες της Ένωσης βάσει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ και των θεμιτών συμφερόντων τα οποία επιδιώκονται διά των περιορισμών της χρήσεως τίτλων ευγενείας και διά της απαγορεύσεως της εκ νέου δημιουργίας εντυπώσεως περί αριστοκρατικής καταγωγής που θέσπισε ο εθνικός νομοθέτης, πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορα στοιχεία. Μολονότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν αφεαυτών να αποτελέσουν δικαιολόγηση, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας.
Επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος άσκησε το δικαίωμα αυτό και έχει διπλή ιθαγένεια, δηλαδή τόσο αυτήν του πρώτου όσο και εκείνη του δευτέρου κράτους μέλους, το ότι τα κτηθέντα στο δεύτερο κράτος μέλος στοιχεία του ονοματεπωνύμου που, κατά τις αρχές του πρώτου κράτους μέλους, θίγουν τη δημόσια τάξη δεν αποτελούν τυπικώς ούτε στη πρώτο ούτε στο δεύτερο κράτος μέλος τίτλους ευγενείας και το γεγονός ότι το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους που υποχρέωσε τις αρμόδιες αρχές να προβούν στην καταχώριση του ονοματεπωνύμου της κόρης του ενδιαφερομένου, το οποίο αποτελείται από στοιχεία δηλωτικά τίτλου ευγενείας, όπως είχε καταχωρισθεί από τις αρχές του δευτέρου κράτους μέλους, δεν έκρινε ότι η καταχώριση αυτή αντέβαινε στη δημόσια τάξη. Αφετέρου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση μεταβολή ονοματεπωνύμου στηρίζεται σε επιλογή που αποσκοπεί αμιγώς στην προσωπική εξυπηρέτηση του ενδιαφερομένου, ότι η συνεπεία αυτής της μεταβολής διαφορά μεταξύ ονοματεπωνύμων δεν οφείλεται ούτε στις συνθήκες γεννήσεως του ενδιαφερομένου ούτε σε υιοθεσία ή σε κτήση της ιθαγενείας του δευτέρου κράτους μέλους και ότι το ονοματεπώνυμο που επελέγη στο δεύτερο αυτό κράτος περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία, χωρίς να αποτελούν τυπικώς τίτλους ευγενείας στο πρώτο ή στο δεύτερο κράτος μέλος, του προσδίδουν την εντύπωση ονόματος δηλωτικού αριστοκρατικής καταγωγής.
Εν πάση περιπτώσει, μολονότι ο αντικειμενικός λόγος που αντλείται από τη δημόσια τάξη και από την αρχή της ισότητας των πολιτών του πρώτου κράτους μέλους ενώπιον του νόμου δύναται, εφόσον γίνει δεκτός, να δικαιολογήσει την άρνηση αναγνωρίσεως της αλλαγής του επωνύμου του ενδιαφερομένου, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση αναγνωρίσεως της αλλαγής των ονομάτων του.
(βλ. σκέψεις 79-84 και διατακτ.)