Υπόθεση C‑425/14

Impresa Edilux Srl

και

Società Italiana Costruzioni e Forniture Srl (SICEF)

κατά

Assessorato Beni Culturali e Identità Siciliana — Servizio Soprintendenza Provincia di Trapani κ.λπ.

(αίτηση του Consiglio di Giustizia amministrativa per la Regione siciliana για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Λόγοι αποκλεισμού από διαγωνισμό — Σύμβαση αξίας υπολειπόμενης του κατώτατου χρηματικού ορίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής — Θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ — Δήλωση προσχωρήσεως σε πρωτόκολλο νομιμότητας σχετικό με την πάταξη εγκληματικών δραστηριοτήτων — Αποκλεισμός λόγω μη προσκομίσεως της εν λόγω δηλώσεως — Επιτρέπεται — Αναλογικότητα»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 22ας Οκτωβρίου 2015

  1. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Ερώτημα σχετικό με δημόσια σύμβαση που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης — Εξέταση λόγω του βέβαιου διασυνοριακού ενδιαφέροντος της συμβάσεως

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Ανάθεση συμβάσεων — Λόγοι αποκλεισμού από συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού — Εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών — Όρια — Εθνική ρύθμιση που παρέχει σε αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να αποκλείει προσφέροντες οι οποίοι δεν έχουν αποδεχθεί πρωτόκολλο νομιμότητας σχετικό με την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος — Επιτρέπεται — Αυτόματος αποκλεισμός όσων προσφερόντων δεν έχουν βεβαιώσει ότι δεν τελούν σε σχέση ελέγχου ή συνδέσεως με άλλους προσφέροντες και ότι δεσμεύονται ότι δεν θα αναθέσουν υπεργολαβικώς καθήκοντα σε άλλες επιχειρήσεις που μετέχουν στη διαδικασία του διαγωνισμού — Δεν επιτρέπεται — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

  1.  Το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο έχει διατυπώσει προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας μόνο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, είτε μνημονεύει τις διατάξεις αυτές είτε όχι στα ερωτήματά του. Συναφώς, στο Δικαστήριο απόκειται να αντλήσει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς.

    Όσον αφορά προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όταν η αξία της επίμαχης δημόσιας συμβάσεως έργων υπολείπεται του αντίστοιχου κατώτατου χρηματικού ορίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχετική διαδικασία αναθέσεως υπόκειται πάντως στους θεμελιώδεις κανόνες και στις γενικές αρχές της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και στην απορρέουσα εξ αυτών υποχρέωση διαφάνειας, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εφαρμόζονται οι αρχές του δικαίου της Ένωσης και διαπιστώνει, στο πλαίσιο αυτό, την ύπαρξη βέβαιου διασυνοριακού ενδιαφέροντος.

    (βλ. σκέψεις 20-23)

  2.  Οι θεμελιώδεις κανόνες και οι γενικές αρχές της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και η απορρέουσα εξ αυτών υποχρέωση διαφάνειας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ορίζει ότι οι προσφέροντες αποκλείονται αυτομάτως από διαδικασία διαγωνισμού για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως, λόγω μη προσκομίσεως, μαζί με την προσφορά τους, έγγραφης αποδοχής των δεσμεύσεων και δηλώσεων που περιλαμβάνονται σε πρωτόκολλο νομιμότητας του οποίου σκοπός είναι η καταπολέμηση της διεισδύσεως του οργανωμένου εγκλήματος στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Εντούτοις, κατά το μέρος που το πρωτόκολλο αυτό περιλαμβάνει δηλώσεις κατά τις οποίες ο υποψήφιος ή προσφέρων δεν τελεί σε σχέση ελέγχου ή συνδέσεως με άλλους υποψήφιους ή προσφέροντες, ότι δεν έχει ούτε πρόκειται να καταρτίσει συμφωνία με άλλους μετέχοντες στη διαδικασία του διαγωνισμού και ότι δεν θα αναθέσει υπεργολαβικώς καθήκοντα οποιασδήποτε φύσεως σε άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στην εν λόγω διαδικασία, η μη προσκόμιση των δηλώσεων αυτών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αυτόματο αποκλεισμό του υποψήφιου ή προσφέροντος από την προαναφερθείσα διαδικασία.

    Ειδικότερα, στα κράτη μέλη πρέπει να αναγνωρίζεται ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως διαφάνειας, προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι αναθέτουσες αρχές σε κάθε διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως. Πράγματι, κάθε κράτος μέλος είναι το πλέον αρμόδιο να εντοπίσει, βάσει των δικών του ιστορικών, νομικών, οικονομικών ή κοινωνικών συνθηκών, τις καταστάσεις εκείνες που ευνοούν την εμφάνιση συμπεριφορών ικανών να πλήξουν την τήρηση της προαναφερθείσας αρχής και της προαναφερθείσας υποχρεώσεως. Εντούτοις, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, μέτρο το οποίο συνίσταται στην υποχρεωτική δήλωση αποδοχής πρωτοκόλλου νομιμότητας δεν πρέπει να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Συναφώς, ο αυτόματος αποκλεισμός υποψηφίων ή προσφερόντων που τελούν σε σχέση ελέγχου ή συνδέσεως με άλλους υποψήφιους ή προσφέροντες βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την πρόληψη τυχόν μορφών συμπαιγνίας και, ακολούθως, για τη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως διαφάνειας. Πράγματι, τέτοιος αυτόματος αποκλεισμός συνιστά αμάχητο τεκμήριο για τη δυνατότητα αμοιβαίας παρεμβάσεως στις προσφορές που έχουν αντιστοίχως υποβάλει, για την ίδια σύμβαση, επιχειρήσεις που τελούν μεταξύ τους σε σχέση ελέγχου ή συνδέσεως. Επομένως, δεν παρέχει στους ως άνω υποψήφιους ή προσφέροντες τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι έχουν καταρτίσει τις προσφορές τους κατά τρόπο ανεξάρτητο και, ως εκ τούτου, είναι αντίθετος στο συμφέρον της Ένωσης το οποίο έγκειται στη διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού προσφερόντων σε διαδικασίες διαγωνισμών.

    (βλ. σκέψεις 26, 29, 36, 41 και διατακτ.)