Υπόθεση C‑231/14 P

InnoLux Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Άρθρο 101 ΣΛΕΕ — Άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Παγκόσμια αγορά οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD) — Καθορισμός των τιμών — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) — Σημείο 13 — Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων που σχετίζονται με την παράβαση — Εσωτερικές πωλήσεις του συγκεκριμένου προϊόντος εκτός του ΕΟΧ — Συνεκτίμηση των πωλήσεων προς τρίτους εντός του ΕΟΧ τελικών προϊόντων στα οποία είναι ενσωματωμένο το συγκεκριμένο προϊόν»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2015

  1. Ένδικη διαδικασία – Προφορική διαδικασία – Έναρξη νέας προθεσμίας – Υποχρέωση επανάληψης της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να δοθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να καταθέσουν παρατηρήσεις επί των νομικών ζητημάτων που τέθηκαν με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 252, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83)

  2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων – Κριτήρια – Συνεκτίμηση των πωλήσεων των επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις που είναι κάθετα ολοκληρωμένες με την κατηγορούμενη επιχείρηση – Επιτρέπεται – Συνυπολογισμός της αξίας των προϊόντων της συμπράξεως που ενσωματώθηκαν σε τελικά προϊόντα τα οποία πωλήθηκαν σε τρίτους από θυγατρικές – Επιτρέπεται

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

  3. Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  4. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε τρίτη χώρα για παράβαση της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού – Παραβίαση της αρχής ne bis in idem – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 26-29)

  2.  Για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η έννοια της αξίας των πωλήσεων η οποία αναφέρεται στο σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 καλύπτει τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί αν οι πωλήσεις αυτές επηρεάστηκαν πράγματι από την εν λόγω παράβαση, δεδομένου ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής. Μολονότι η έννοια αυτή δεν μπορεί να επεκτείνεται κατά τρόπον ώστε να καλύψει τις πωλήσεις της οικείας επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσαπτόμενης συμπράξεως, εντούτοις, το να παρέχεται στους καθέτως ολοκληρωμένους συμμετέχοντες σε σύμπραξη η δυνατότητα, αποκλειστικά και μόνον επειδή ενσωμάτωσαν τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως σε προϊόντα που ολοκληρώθηκαν εκτός του ΕΟΧ, να αφαιρείται από τον υπολογισμό του προστίμου το μέρος εκείνο της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν εντός του ΕΟΧ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

    Συγκεκριμένα, οι καθέτως ολοκληρωμένες επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από μία συμφωνία οριζόντιου καθορισμού των τιμών συναφθείσα κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, όχι μόνον από τις πωλήσεις προς ανεξάρτητους τρίτους στην αγορά του προϊόντος το οποίο συνιστά το αντικείμενο της παραβάσεως, αλλά και στη δευτερογενή αγορά των μεταποιημένων προϊόντων εντός των οποίων ενσωματώθηκαν τα προϊόντα αυτά, και τούτο για δύο διαφορετικούς λόγους. Είτε οι επιχειρήσεις αυτές μετακυλίουν τις αυξήσεις της τιμής των συστατικών οι οποίες απορρέουν εκ της παραβάσεως σε εκείνη των μεταποιημένων προϊόντων είτε δεν τις μετακυλίουν, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί στην περίπτωση αυτή με την παροχή σε αυτές ενός πλεονεκτήματος κόστους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που δεν προμηθεύονται τα ίδια συστατικά στην αγορά των αποτελούντων το αντικείμενο της παραβάσεως προϊόντων. Ο αποκλεισμός των πωλήσεων αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα την τεχνητή σμίκρυνση του οικονομικού βάρους της εκ μέρους δεδομένης επιχειρήσεως παραβάσεως, διότι απλώς και μόνον το γεγονός του αποκλεισμού από τον συνυπολογισμό των πωλήσεων αυτών που πράγματι επηρεάστηκαν από τη σύμπραξη εντός του ΕΟΧ θα είχε ως τελικό αποτέλεσμα την επιβολή προστίμου χωρίς καμία πραγματική σχέση με το πεδίο εφαρμογής της συμπράξεως αυτής στον χώρο αυτόν.

    Η συνεκτίμηση των εν λόγω εσωτερικών πωλήσεων, που πραγματοποιήθηκαν εκτός του ΕΟΧ από μία καθέτως ολοκληρωμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό του προστίμου, δεν υπερβαίνει την κατά τόπο αρμοδιότητα της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή είναι αρμόδια για την εφαρμογήν του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε παγκόσμιας κλίμακας σύμπραξη, εφόσον οι συμμετέχοντες στην εν λόγω σύμπραξη την ενεργοποίησαν εντός του ΕΟΧ πραγματοποιώντας εντός του χώρου αυτού απευθείας πωλήσεις του προϊόντος που αφορούσε η παράβαση προς τρίτες επιχειρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, αντιθέτως, η αξία των πωλήσεων που συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του προστίμου να αντιστοιχεί στην οικονομική σημασία της παραβάσεως και στο σχετικό βάρος της συμμετοχής της οικείας επιχειρήσεως σ’ αυτήν.

    (βλ. σκέψεις 51, 55, 56, 62, 70-74)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 59-61)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 75)