Υπόθεση C‑203/14

Consorci Sanitari del Maresme

κατά

Corporació de Salut del Maresme i la Selva

(αίτηση του Tribunal Català de Contractes del Sector Públic για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Ιδιότητα του αιτούντος οργάνου ως δικαστηρίου — Ανεξαρτησία — Δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του αιτούντος οργάνου — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ — Άρθρο 2 — Υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής αρχές — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρα 1, παράγραφος 8, και 52 — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων — Έννοια του δημόσιου φορέα — Δημόσιες διοικητικές αρχές — Εμπίπτουν»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Οκτωβρίου 2015

  1. Προδικαστικά ερωτήματα — Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο — Εθνικό δικαστήριο κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Έννοια

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια — Κατάσταση αμιγώς εσωτερικής φύσεως — Αίτηση ερμηνείας διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν εφαρμογή μόνον έναντι επιχειρήσεων εγκατεστημένων εντός του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου — Διατάξεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 89/665 του Συμβουλίου)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Οικονομικοί φορείς — Έννοια — Δημόσιες διοικητικές αρχές — Εμπίπτουν — Προϋπόθεση — Εξουσία των αρχών αυτών να προσφέρουν υπηρεσίες σε ορισμένη αγορά έναντι αμοιβής

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 4 και άρθρο 1 § 8)

  4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Καθιέρωση από τα κράτη μέλη επισήμων καταλόγων εγκεκριμένων επιχειρήσεων ή διαδικασιών πιστοποιήσεως — Εθνική νομοθεσία αποκλείουσα τη δυνατότητα εγγραφής στους εν λόγω καταλόγους ή πιστοποιήσεως για τις δημόσιες διοικητικές αρχές, ενώ το δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμό εξαρτάται από την εγγραφή αυτή ή την κατοχή τέτοιας πιστοποιήσεως — Δεν επιτρέπεται

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 52)

  5. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Ερμηνεία του εθνικού δικαίου — Αποκλείεται

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  1.  Προκειμένου για την εκτίμηση της ιδιότητας του αιτούντος οργάνου ως δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνεται υπόψη ένα σύνολο στοιχείων, όπως η ίδρυση του οργάνου αυτού διά νόμου, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Συναφώς, έστω και αν το αιτούν όργανο θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως διοικητικό όργανο, αυτό καθαυτό το εν λόγω γεγονός δεν ασκεί καθοριστική επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής.

    Το Tribunal Català de Contractes del Sector Públic (καταλανικό δικαστήριο για υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων) πληροί τα κριτήρια αυτά και, ως εκ τούτου, έχει την ιδιότητα του δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το κριτήριο της ανεξαρτησίας, το εν λόγω δικαστήριο έχει την ιδιότητα τρίτου έναντι της αρχής που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη με την προσφυγή της κύριας δίκης απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι το εν λόγω δικαστήριο ασκεί τα καθήκοντά του εντελώς αυτόνομα, χωρίς να υπόκειται ιεραρχικώς στον οποιονδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως, οπότε προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του. Όσον αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του Tribunal Català de Contractes del Sector Públic, ναι μεν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, η αρμοδιότητά του έχει προαιρετικό χαρακτήρα, πλην όμως πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι οι αποφάσεις του αιτούντος οργάνου, του οποίου η αρμοδιότητα δεν εξαρτάται από τη συμφωνία των διαδίκων, είναι δεσμευτικές γι’ αυτούς. Αφετέρου, στην πράξη, οι διαγωνιζόμενοι στις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων δεν κάνουν συνήθως χρήση της δυνατότητάς τους να ασκήσουν απευθείας ένδικη διοικητική προσφυγή, χωρίς να έχουν προηγουμένως προσφύγει ενώπιον του Tribunal Català de Contractes del Sector Públic. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω δικαστήριο πληροί και το κριτήριο του δεσμευτικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του.

    (βλ. σκέψεις 17, 19, 22-25, 27)

  2.  Το Δικαστήριο δεν είναι, καταρχήν, αρμόδιο να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα όταν είναι πρόδηλο ότι η διάταξη του δικαίου της Ένωσης την οποία του ζητείται να ερμηνεύσει δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Προκειμένου για αίτηση ερμηνείας μιας υποχρεώσεως που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο στον τομέα της συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων, το γεγονός ότι η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλους του αιτούντος δικαστηρίου δεν ασκεί επιρροή ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κανένα στοιχείο των οδηγιών 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, και 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών τους εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, οι εν λόγω οδηγίες δεν εξαρτούν την υπαγωγή των διαδικασιών συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων στις διατάξεις τους από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκαταστάσεως των διαγωνιζομένων.

    (βλ. σκέψεις 29, 30)

  3.  Το άρθρο 1, παράγραφος 8, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι ο όρος «οικονομικός φορέας» του δευτέρου εδαφίου της διατάξεως αυτής καλύπτει και τις δημόσιες διοικητικές αρχές, οι οποίες μπορούν, συνεπώς, να συμμετέχουν σε δημόσιους διαγωνισμούς αν και στο μέτρο που τους έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να προσφέρουν σε ορισμένη αγορά υπηρεσίες έναντι αμοιβής.

    Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2004/18, η οποία αναφέρεται ρητώς στη δυνατότητα των οργανισμών δημοσίου δικαίου να συμμετέχουν ως προσφέροντες σε διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, καθώς και από το άρθρο 1, παράγραφος 8, της εν λόγω οδηγίας, που αναγνωρίζει ρητώς την ιδιότητα του οικονομικού φορέα σε κάθε φορέα του δημοσίου, προκύπτει ότι η οδηγία 2004/18 δεν αποκλείει τη συμμετοχή των δημοσίων διοικητικών αρχών στους διαγωνισμούς. Συναφώς, δικαίωμα υποβολής προσφοράς ή καταθέσεως αιτήσεως συμμετοχής έχει κάθε πρόσωπο που, βάσει των όρων που θέτει η προκήρυξη του διαγωνισμού, φρονεί ότι διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα προς εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, απευθείας ή μέσω υπεργολαβίας, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος —δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου— που το διέπει και ανεξαρτήτως του αν δραστηριοποιείται στην αγορά επί συστηματικής βάσεως ή μόνον ευκαιριακά, ή αν επιδοτείται από κρατικούς πόρους ή όχι.

    (βλ. σκέψεις 33, 34, 36, διατακτ. 1)

  4.  Το άρθρο 52 της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι, έστω και αν θεσπίζει ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την εγγραφή των οικονομικών φορέων στους επίσημους εθνικούς καταλόγους αυτούς ή για την πιστοποίηση, δεν καθορίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις προϋποθέσεις εγγραφής των οικονομικών αυτών φορέων στους επίσημους εθνικούς καταλόγους ή τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να τύχουν πιστοποιήσεως, καθώς και τα συναφή δικαιώματα και τις συναφείς υποχρεώσεις των δημοσίων φορέων. Εν πάση περιπτώσει, η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σ’ αυτήν εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, αφενός, οι εθνικές δημόσιες διοικητικές αρχές στις οποίες έχει επιτραπεί να πραγματοποιούν τις εργασίες, να προσφέρουν τα προϊόντα ή να παρέχουν τις υπηρεσίες που αφορά η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν μπορούν να εγγραφούν στους καταλόγους αυτούς ή δεν μπορούν να τύχουν της πιστοποιήσεως αυτής, ενώ, αφετέρου, επιφυλάσσεται το δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό μόνο στους λοιπούς οικονομικούς φορείς που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους ή διαθέτουν την εν λόγω πιστοποίηση.

    (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 2)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 43)