ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές — Οδηγία 2000/35/ΕΚ — Άρθρα 2, 3 και 6 — Οδηγία 2011/7/ΕΕ — Άρθρα 2, 7 και 12 — Νομοθεσία κράτους μέλους που είναι δυνατό να τροποποιήσει, εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, τους τόκους οφειλής προγενέστερης προς τις οδηγίες αυτές»

Στην υπόθεση C‑104/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ιταλία) με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Ministero delle Politiche agricole, alimentari e forestali

κατά

Federazione Italiana Consorzi Agrari Soc. coop. arl — Federconsorzi, υπό προληπτικό της πτωχεύσεως συμβιβασμό,

Liquidazione giudiziale dei beni ceduti ai creditori della Federazione Italiana Consorzi Agrari Soc. coop. arl — Federconsorzi,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Ó Caoimh, πρόεδρο τμήματος, E. Jarašiūnas (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Liquidazione giudiziale dei beni ceduti ai creditori della Federazione Italiana Consorzi Agrari Soc. coop. arl — Federconsorzi, εκπροσωπούμενη από τους D. Santosuosso και G. Niccolini, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Ζαββό, επικουρούμενο από την A. Franchi, avvocatessa,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, 3 και 6 της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ L 200, σ. 35), καθώς και των άρθρων 2, 7 και 12 της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ L 48, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 233, σ. 3).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Ministero delle Politiche agricole, alimentari e forestali (Υπουργείου Γεωργικής Πολιτικής, Πολιτικής Τροφίμων και Δασικής Πολιτικής, στο εξής: Ministero), αφενός, και της Federazione Italiana Consorzi Agrari Soc. coop. arl (Ιταλικής ομοσπονδίας γεωργικών συνεταιρισμών), υπό προληπτικό της πτωχεύσεως συμβιβασμό (στο εξής: Federconsorzi) και της Liquidazione giudiziale dei beni ceduti ai creditori della Federazione Italiana Consorzi Agrari Soc. coop. arl — Federconsorzi (Δικαστικής εκκαθαρίσεως των περιουσιακών στοιχείων που παραχωρήθηκαν στους πιστωτές της Federconsorzi), αφετέρου, όσον αφορά τους τόκους μιας οφειλής του Ministero προς τη Federconsorzi.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 2000/35, η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2011/7 από τις 16 Μαρτίου 2013, προέβλεπε, στο άρθρο της 1, ότι είχε εφαρμογή σε όλες τις πληρωμές που είχαν τον χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών. Κατά το άρθρο της 2, συνιστά «εμπορική συναλλαγή»«κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής».

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35 επέβαλλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε ο πιστωτής να δικαιούται τόκους υπερημερίας καθόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπροθέσμως, εκτός εάν δεν ευθύνεται ο οφειλέτης για την καθυστέρηση, και θέσπιζε κανόνες ως προς την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταντο απαιτητοί οι τόκοι αυτοί και ως προς τον καθορισμό του επιτοκίου τους. Το άρθρο αυτό 3, παράγραφος 3, είχε ως εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια συμφωνία ως προς την ημερομηνία πληρωμής ή ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και της παραγράφου 2, είτε δεν είναι εκτελεστή είτε γεννά αξίωση αποζημίωσης εάν, συνεκτιμωμένων όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συναλλακτικών ηθών και της φύσης του προϊόντος, είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή. Για την εκτίμηση του τυχόν κατάφωρα καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας για το[ν] δανειστή, λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων κατά πόσον ο οφειλέτης διαθέτει οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και της παραγράφου 2. Σε περίπτωση που μια τέτοια συμφωνία χαρακτηρισθεί ως κατάφωρα καταχρηστική, εφαρμόζονται τα εκ του νόμου προβλεπόμενα, εκτός εάν τα εθνικά δικαστήρια καθορίσουν διαφορετικούς όρους που είναι δίκαιοι.»

5

Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής όριζε τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 8 Αυγούστου 2002 [...]

[...]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν διατάξεις ευνοϊκότερες για τον δανειστή από τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία.

3.   Κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν:

[...]

β)

τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 8 Αυγούστου 2002 [...]

[...]».

6

Όσον αφορά την οδηγία 2011/7, το άρθρο της 1 ορίζει τα εξής:

«1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των ΜΜΕ.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

[...]»

7

Ο ορισμός της «εμπορικής συναλλαγής» στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7 ταυτίζεται με τον προηγουμένως δοθέντα από την οδηγία 2000/35.

8

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2011/7 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημίωσης, εάν έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή.

Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον πιστωτή, υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων:

α)

τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία·

β)

της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας· και

γ)

του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την προθεσμία πληρωμής κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, παράγραφος 6, ή από το κατ’ αποκοπήν ποσό κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 6 θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

[...]»

9

Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 1 έως 8 και το άρθρο 10 έως τις 16 Μαρτίου 2013 [...]

[...]

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν διατάξεις ευνοϊκότερες για τον πιστωτή από τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία.

4.   Κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την εξαίρεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013.»

Το ιταλικό δίκαιο

10

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ιταλικές αρχές καθιέρωσαν ένα σύστημα κεντρικής διαχειρίσεως του εφοδιασμού σε δημητριακά και άλλα γεωργικά προϊόντα διατροφής, διεπόμενο από το νομοθετικό διάταγμα 169, περί της αναλήψεως από το κράτος των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εισαγωγές σιτηρών, παραγώγων και άλλων προϊόντων προοριζομένων για την αρτοποιία και την παραγωγή ζυμαρικών, από την περίοδο εμπορίας σιτηρών 1946-1947 (decreto legislativo n. 169 — Assunzione a carico dello Stato dell’onere risultante dalle importazioni di cereali derivati e prodotti comunque destinati alla pani — pastificazione a decorrere dalla campagna cerealicola 1946‑1947), της 23ης Ιανουαρίου 1948, στη συνέχεια δε από τον νόμο 1294, περί των αγορών πρώτων υλών, προϊόντων διατροφής και άλλων βασικών προϊόντων, στην αλλοδαπή για λογαριασμό του Δημοσίου (legge n. 1294 — Acquisti dall’estero per conto dello Stato di materie prime, prodotti alimentari ed altri prodotti essenziali), της 22ας Δεκεμβρίου 1957 (GURI αριθ. 9, της 13ης Ιανουαρίου 1958).

11

Εντός αυτού του νομοθετικού πλαισίου, η διαχείριση της υποχρεωτικής αποθεματοποιήσεως τροφίμων ανατέθηκε στις υφιστάμενες οργανώσεις γεωργών, οι οποίες έχουν συσταθεί σε κάθε επαρχία υπό τη μορφή συνεταιρισμών. Η Federconsorzi ήταν η συσταθείσα σε εθνικό επίπεδο οργάνωση, η οποία συγκέντρωνε όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς στους οποίους το Δημόσιο είχε αναθέσει τη διασφάλιση του εφοδιασμού σε τρόφιμα, με την υποχρέωση να λογοδοτούν ετησίως για τη διαχείρισή τους στο Δημόσιο, το οποίο τους επέστρεφε τα έξοδά τους.

12

Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί μεταρρυθμίστηκαν με τον νόμο 410, περί νέας ρυθμίσεως των γεωργικών συνεταιρισμών (legge n. 410 — Nuovo ordinamento dei consorzi agrari), της 28ης Οκτωβρίου 1999 (GURI αριθ. 265, της 11ης Νοεμβρίου 1999), με τον οποίο η Federconsorzi λύθηκε και τέθηκε υπό καθεστώς προληπτικού της πτωχεύσεως συμβιβασμού. Οι εκκρεμείς απαιτήσεις αποτελούν αντικείμενο του άρθρου 8, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, κατά το οποίο

«Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη διαχείριση της υποχρεωτικής αποθεματοποιήσεως και της εμπορίας των εθνικών γεωργικών προϊόντων από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς για λογαριασμό και προς το συμφέρον του Δημοσίου, φορείς των οποίων είναι οι γεωργικοί συνεταιρισμοί κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, όπως οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από τις αποδόσεις λογαριασμών που έχουν εγκριθεί από οριστικές και εκτελεστές αποφάσεις του Υπουργείου γεωργίας και δασών και όπως έχουν καταχωρισθεί από το Corte dei conti [(Ελεγκτικό Συνέδριο)], καθώς και οι δαπάνες και οι τόκοι που έχουν γεννηθεί από την ημερομηνία κλεισίματος των οικείων λογαριασμών, η οποία αναγράφεται στις ίδιες αποφάσεις, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997, αποσβένονται διά της χορηγήσεως στους συνεταιρισμούς τίτλων του Δημοσίου εκ μέρους του Υπουργού οικονομικών, προϋπολογισμού και οικονομικού προγραμματισμού.»

13

Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο 388, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς προϋπολογισμού του Δημοσίου (δημοσιονομικός νόμος του 2001) [legge n. 388 — Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2001)], της 23ης Δεκεμβρίου 2000 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 2000), το άρθρο 130 του οποίου ορίζει τα εξής:

«[...]

b)

στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, προστίθεται, στο τέλος, το ακόλουθο εδάφιο: “Οι τόκοι τους οποίους αφορά το παρόν εδάφιο υπολογίζονται, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995, βάσει του επισήμου προεξοφλητικού επιτοκίου προσαυξημένου κατά 4,4 μονάδες, με ετήσια κεφαλαιοποίηση· για τα έτη 1996 και 1997, μόνο βάσει των νομίμων τόκων”.

[…]»

14

Το νομοθετικό διάταγμα 16, περί επειγουσών διατάξεων στον τομέα της φορολογικής απλουστεύσεως, της αποτελεσματικότητας και της ενισχύσεως των διαδικασιών ελέγχου (decreto-legge n. 16 — Disposizioni urgenti in materia di semplificazioni tributarie, di efficientamento e potenziamento delle procedure di accertamento), της 2ας Μαρτίου 2012 (GURI αριθ. 52, της 2ας Μαρτίου 2012, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 16/2012), το οποίο εκδόθηκε αφού το Corte suprema di cassazione (Ακυρωτικό δικαστήριο) επιλήφθηκε της υποθέσεως της κύριας δίκης και το οποίο μετατράπηκε σε νόμο, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 44, της 26ης Απριλίου 2012 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 99, της 28ης Απριλίου 2012), προβλέπει, στο άρθρο του 12, τα εξής:

«Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη διαχείριση της υποχρεωτικής αποθεματοποιήσεως και της εμπορίας των εγχώριων γεωργικών προϊόντων από τους γεωργικούς συνεταιρισμούς για λογαριασμό και προς το συμφέρον του Δημοσίου, πλην αυτών που αποσβέσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου 410 της 28ης Οκτωβρίου 1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 130 του νόμου 388 της 23ης Δεκεμβρίου 2000, όπως οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από τις αποδόσεις λογαριασμών που έχουν εγκριθεί από οριστικές και εκτελεστές αποφάσεις του Υπουργείου γεωργίας και δασών και όπως έχουν καταχωρισθεί από το Corte dei conti, οι οποίες θα αποσβεσθούν έναντι των φορέων τους, καθώς και οι δαπάνες και οι τόκοι που έχουν γεννηθεί από την ημερομηνία κλεισίματος των οικείων λογαριασμών, η οποία αναγράφεται στις ίδιες αποφάσεις, παράγουν τόκους οι οποίοι υπολογίζονται: μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995, βάσει του επισήμου προεξοφλητικού επιτοκίου προσαυξημένου κατά 4,4 μονάδες, με ετήσια κεφαλαιοποίηση, και, για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, μόνο βάσει των νομίμων τόκων.»

15

Εξάλλου, η οδηγία 2000/35 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το νομοθετικό διάταγμα 231 (decreto legislativo n. 231 — Attuazione della direttiva 2000/35/CE relativa alla lotta contro i ritardi di pagamento nelle transazioni commerciali), της 9ης Οκτωβρίου 2002 (GURI αριθ. 249, της 23ης Οκτωβρίου 2002), το οποίο ορίζει, στο άρθρο του 11, ότι οι διατάξεις του δεν έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002.

16

Το νομοθετικό διάταγμα 192, περί τροποποιήσεως του νομοθετικού διατάγματος 231 της 9ης Οκτωβρίου 2002, για την πλήρη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2011/7/ΕΕ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, δυνάμει του άρθρου 10, πρώτο εδάφιο, του νόμου 180 της 11ης Νοεμβρίου 2011 (decreto legislativo n. 192 — Modifiche al decreto legislativo 9 ottobre 2002, n. 231, per l’integrale recepimento della direttiva 2011/7/UE relativa alla lotta contro i ritardi di pagamento nelle transazioni commerciali, a norma dell’articolo 10, comma 1, della legge 11 novembre 2011, n. 180), της 9ης Νοεμβρίου 2012 (GURI αριθ. 267, της 15ης Νοεμβρίου 2012), μετέφερε την οδηγία 2011/7 στο εσωτερικό δίκαιο. Ορίζει, στο άρθρο του 3, ότι οι διατάξεις του έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που διεξήχθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2013.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2004, το Corte d’appello di Roma (Εφετείο Ρώμης) καθόρισε σε 511878997,39 ευρώ την απαίτηση της Federconsorzi ως εκδοχέως των απαιτήσεων 58 επαρχιακών γεωργικών συνεταιρισμών εις βάρος του Ministero για δαπάνες τις οποίες κατέβαλαν οι συνεταιρισμοί αυτοί μέχρι το 1967 στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της υποχρεωτικής αποθεματοποιήσεως. Προκειμένου να καταλήξει στο ποσό αυτό, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου 410 της 28ης Οκτωβρίου 1999, με το σκεπτικό ότι η διάταξη αυτή σκοπούσε μόνον στην περάτωση των εκκρεμών δικών με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και δεν είχε εφαρμογή ως προς τα άλλα πρόσωπα, εκδοχείς των απαιτήσεων των συνεταιρισμών αυτών. Επιδίκασε τόκους από τις 31 Ιανουαρίου 1982, ημερομηνία βεβαιώσεως της εν λόγω απαιτήσεως, συμψήφισε τις αμοιβαίες απαιτήσεις των δύο διαδίκων στις 4 Ιουλίου 1991 και υπολόγισε τους οφειλόμενους τόκους επί του υπολοίπου, κεφαλαιοποιώντας τους ανά εξάμηνο για το διάστημα από τις 5 Ιουλίου 1991 έως τις 30 Ιουνίου 2004, το δε συνολικό ποσό παρήγε τόκους μέχρι την πραγματική εξόφληση.

18

Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με απόφαση του Corte suprema di cassazione της 13ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία αναπέμφθηκε η υπόθεση στο Corte d’appello di Roma, το οποίο διαπίστωσε εκ νέου, με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2011, ότι η οφειλή του Ministero ανερχόταν, στις 30 Ιουνίου 2004, στο ποσό των 551878997,39 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζομένων με το επίσημο προεξοφλητικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 4,4 μονάδες, κεφαλαιοποιούμενων ανά εξάμηνο, από 1ης Ιουλίου 2004, μέχρι την πραγματική εξόφληση. Το δικαστήριο αυτό επισήμανε ιδίως ότι μεταξύ του Δημοσίου και της Federconsorzi υπήρχε εντολή εκ του νόμου με αντικείμενο την ανάθεση του καθήκοντος της διασφαλίσεως του εφοδιασμού σε γεωργικά προϊόντα διατροφής, εντολή ασκούμενη με πλήρη αυτονομία ως προς τη δημοσιονομική διαχείριση, με υποχρέωση ετήσιας λογοδοσίας και με δικαίωμα επιστροφής των δαπανών.

19

Το Ministero άσκησε αναίρεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, προβάλλοντας μεταξύ άλλων παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του νόμου 410 της 28ης Οκτωβρίου 1999.

20

Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο διαχειριστής των υπό δικαστική εκκαθάριση περιουσιακών στοιχείων της Federconsorzi υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 16/2012, εκδοθέντος μετά την άσκηση της αναιρέσεως, του οποίου την εφαρμογή ζήτησε το Ministero, ήταν ασύμβατο προς τις οδηγίες 2000/35 και 2011/7. Υποστήριξε, συναφώς, ότι με νομοθετική πράξη μεταγενέστερη προς τις οδηγίες αυτές, το Ιταλικό Δημόσιο επέβαλε στον πιστωτή του όχι μόνον μείωση των τόκων υπερημερίας που είχαν γεννηθεί μέχρι το 1995, προβαίνοντας στην ετήσια κεφαλαιοποίηση των εν λόγω τόκων, αντί της εξαμηνιαίας κεφαλαιοποιήσεώς τους, αλλά και την εφαρμογή μόνον νομίμων τόκων από το 1995, ενώ οι εν λόγω οδηγίες αντιτίθενται, κατ’ αυτόν, στην παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη για τον αποκλεισμό του δικαιώματος ενός πιστωτή του Δημοσίου να λάβει τόκους υπερημερίας για ήδη υφιστάμενες απαιτήσεις, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων που απορρέουν από σχέσεις οι οποίες γεννήθηκαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002 ή τις 16 Μαρτίου 2013.

21

Το Ministero ζήτησε να μην εφαρμοσθούν η οδηγία 2000/35 και το νομοθετικό διάταγμα 231 της 9ης Οκτωβρίου 2002 στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, με το σκεπτικό, αφενός, ότι μεταξύ των διαδίκων δεν εχώρησε εμπορική συναλλαγή, αλλά δημιουργήθηκε σχέση δημοσίου δικαίου και, αφετέρου, ότι η οδηγία αυτή και το νομοθετικό διάταγμα αυτό δεν έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002.

22

Το Corte suprema di cassazione εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 12, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 16/2012 έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, κατά το χρονικό σημείο ενάρξεως ισχύος του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, το εφαρμοστέο επιτόκιο και ο ανατοκισμός δεν είχαν καθορισθεί με απόφαση που είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

23

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι δεν αποκλείεται η εκ του νόμου εντολή που υφίσταται μεταξύ των γεωργικών συνεταιρισμών και του Δημοσίου, για τη διαχείριση των υποχρεωτικών αποθεμάτων, να αποτελεί εμπορική συναλλαγή, υπό την έννοια των οδηγιών 2000/35 και 2011/7.

24

Κρίνει, δεύτερον, ότι δεν είναι προδήλως αβάσιμη η άποψη του διαχειριστή των υπό δικαστική εκκαθάριση περιουσιακών στοιχείων της Federconsorzi ότι οι οδηγίες αυτές δεν επιτρέπουν τη θέσπιση διατάξεων εφαρμοστέων στις σχέσεις που δημιουργήθησαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002 ή τις 16 Μαρτίου 2013, οι οποίες αποκλείουν την καταβολή τόκων υπερημερίας. Ως εκ τούτου, κρίνει ότι είναι αναγκαία η εκτίμηση του συμβατού του άρθρου 12, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 16/2012 προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εμπίπτει στον κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/35 και κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/7 ορισμό της εμπορικής συναλλαγής η εκ του νόμου σχέση εντολής μεταξύ της κεντρικής διοικήσεως και των αγροτικών συνεταιρισμών (σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση που διαδοχικά εκχωρήθηκε από τους συνεταιρισμούς στη Federconsorzi και από αυτήν στους πιστωτές της στο πλαίσιο διαδικασίας συλλογικής ικανοποιήσεως των πιστωτών) για την προμήθεια και τη διανομή αγροτικών προϊόντων, όπως η σχέση αυτή προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 169 της 23ης Ιανουαρίου 1948 και τον νόμο 1294 της 22ας Δεκεμβρίου 1957;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μήπως η υποχρέωση μεταφοράς των οδηγιών 2000/35 (άρθρο 6, παράγραφος 2) και 2011/7 (άρθρο 12, παράγραφος 3) στο εσωτερικό δίκαιο, με τη δυνατότητα διατηρήσεως σε ισχύ των ευνοϊκότερων διατάξεων, συνεπάγεται την υποχρέωση να μη μεταβληθεί προς το χειρότερο, και μάλιστα να μην αποκλειστεί, το επιτόκιο υπερημερίας που είχε εφαρμογή στις έννομες σχέσεις που ήδη υπήρχαν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των οδηγιών;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μήπως η υποχρέωση να μη μεταβληθεί προς το χειρότερο το επιτόκιο υπερημερίας στις ήδη υπάρχουσες έννομες σχέσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει μια ενιαία ρύθμιση περί τόκων που προέβλεπε για συγκεκριμένη περίοδο (εν προκειμένω, από τις 31 Ιανουαρίου 1982 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1995) την αναγνώριση επιτοκίου διαφορετικού από το νόμιμο και ανατοκισμού, έστω και ετήσιου και όχι εξάμηνου όπως ζητούσε ο πιστωτής, και μετά την περίοδο αυτή μόνο την καταβολή του νόμιμου τόκου, μέσω καθεστώτος το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως στην παρούσα διαφορά […], δεν είναι κατ’ ανάγκην δυσμενές για τον πιστωτή;

4)

Μήπως η υποχρέωση μεταφοράς των οδηγιών 2000/35 (άρθρο 6) και 2011/7 (άρθρο 12), κατά το μέρος που, όσον αφορά την απαγόρευση της καταχρήσεως της συμβατικής ελευθερίας εις βάρος του πιστωτή, προβλέπουν, αντιστοίχως στα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 7, τη μη εφαρμογή καταχρηστικών συμβατικών ρητρών ή πρακτικών, συνεπάγεται ότι απαγορεύεται στο Δημόσιο να επέμβει με διατάξεις που, όσον αφορά τις έννομες σχέσεις στις οποίες μετέχει το Δημόσιο και οι οποίες υπήρχαν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των οδηγιών, αποκλείουν την καταβολή τόκων υπερημερίας;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, μήπως η υποχρέωση του Δημοσίου να μην επέμβει, στις υπάρχουσες έννομες σχέσεις στις οποίες μετέχει το Δημόσιο, με διάταξη αποκλείουσα τους τόκους υπερημερίας, καταλαμβάνει ενιαία ρύθμιση περί τόκων η οποία προέβλεπε για συγκεκριμένη περίοδο (εν προκειμένω, από τις 31 Ιανουαρίου 1982 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1995) την αναγνώριση επιτοκίου διαφορετικού από το νόμιμο και ανατοκισμού, έστω και ετήσιου και όχι εξάμηνου όπως ζητούσε ο πιστωτής, και μετά την περίοδο αυτή μόνο την καταβολή του νόμιμου τόκου, μέσω καθεστώτος το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως στην παρούσα διαφορά […], δεν είναι κατ’ ανάγκην δυσμενές για τον πιστωτή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26

Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το νομοθετικό διάταγμα 16/2012 εκδόθηκε ενώ η οδηγία 2000/35 ίσχυε ακόμη, μετά την έκδοση και την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2011/7, αλλά πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο.

27

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 15 και 16 της παρούσας αποφάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχεται στα κράτη μέλη, στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/35, να εξαιρούν, κατά τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, τις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002 και, μετά την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος 16/2012, χρησιμοποίησε επίσης την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 δυνατότητα εξαιρέσεως των συμβάσεων που συνήφθησαν πριν τις 16 Μαρτίου 2013.

28

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαίτηση της Federconsorzi γεννήθηκε στο πλαίσιο σχέσεων, τις οποίες το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει ως εκ του νόμου εντολή, οι οποίες υφίσταντο μέχρι το 1967 μεταξύ του Ιταλικού Δημοσίου και των αγροτικών συνεταιρισμών, δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή απέρρεε από την εκχώρηση απαιτήσεων οι οποίες αντιστοιχούν σε δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι συνεταιρισμοί αυτοί πριν την εν λόγω ημερομηνία, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του Δημοσίου, στο πλαίσιο της εν λόγω εντολής.

29

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εντούτοις, αν από την υποχρέωση μεταφοράς των οδηγιών 2000/35 και 2011/7 στο εσωτερικό δίκαιο, καθώς και από τα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 6 της πρώτης από τις οδηγίες αυτές και 7 και 12 της δεύτερης, προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορούσε νομίμως να θεσπίσει τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 16/2012, μετατραπέντος σε νόμο, οι οποίες είναι δυνατό να τροποποιήσουν τους τόκους της απαιτήσεως της Federconsorzi εις βάρος της τελευταίας.

30

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, κρίνεται ότι, με το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν πρώτα και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και τα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 6 της οδηγίας 2000/35, καθώς και τα άρθρα 7 και 12 της οδηγίας 2011/7 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος το οποίο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της πρώτης από τις οδηγίες αυτές να θεσπίσει, διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της δεύτερης από αυτές στο εσωτερικό δίκαιο, νομοθετικές διατάξεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες είναι δυνατό να τροποποιήσουν, εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, τους τόκους απαιτήσεως που απορρέει από την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας πριν τις 8 Αυγούστου 2002.

31

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η δυνατότητα κράτους μέλους να εξαιρέσει, κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2000/35 στο εσωτερικό δίκαιο, τις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν τις 8 Αυγούστου 2002, όπως έπραξε η Ιταλική Δημοκρατία με την έκδοση του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 231 της 9ης Οκτωβρίου 2002, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής και έχει ως συνέπεια, όταν ασκείται, να καθιστά ανεφάρμοστες ratione temporis επί των συμβάσεων αυτών όλες τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

32

Εξάλλου, η τροποποίηση εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, με νομοθετική πράξη εκδοθείσα διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2011/7 στο εσωτερικό δίκαιο, των τόκων απαιτήσεως που απορρέει από την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας πριν τις 16 Μαρτίου 2013 δεν είναι δυνατόν εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί ικανή να διακυβεύσει σοβαρά επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ. απόφαση Inter-Environnement Wallonie, C‑129/96, EU:C:1997:628, σκέψη 45), δεδομένου ότι το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρούν τις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν την ημερομηνία αυτή και ότι το οικείο κράτος μέλος μπορούσε να ασκήσει τότε την εν λόγω δυνατότητα.

33

Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να προκύπτει από την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας 2011/7 στο εσωτερικό δίκαιο ούτε να συναχθεί από το άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ ή να θεσπίζουν διατάξεις ευνοϊκότερες για τον πιστωτή από τις απαιτούμενες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή, ή από το άρθρο 7 της ίδιας αυτής οδηγίας, το οποίο αφορά τις καταχρηστικές συμφωνίες, τους καταχρηστικούς όρους ή τις καταχρηστικές πρακτικές, ότι κράτος μέλος το οποίο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/35 δεν μπορεί να τροποποιήσει εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2011/7, τους τόκους απαιτήσεως που απορρέουν από την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας πριν από τις 8 Αυγούστου 2002, χωρίς να περιορίζεται, πάντως, η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων που ενδεχομένως προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο κατά μιας τέτοιας τροποποιήσεως.

34

Συνεπώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ακόμη και αν η σχέση που υφίστατο μεταξύ του Ιταλικού Δημοσίου και των γεωργικών συνεταιρισμών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εμπορική συναλλαγή», υπό την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2011/7 και, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, η σχέση αυτή δεν εμπόδιζε, εν πάση περιπτώσει, τη θέσπιση των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 16/2012.

35

Κατόπιν των σκέψεων αυτών, στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και τα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 6 της οδηγίας 2000/35, καθώς και τα άρθρα 7 και 12 της οδηγίας 2011/7 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος το οποίο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της πρώτης από τις οδηγίες αυτές να θεσπίσει, διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της δεύτερης από αυτές στο εσωτερικό δίκαιο, νομοθετικές διατάξεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες είναι δυνατό να τροποποιήσουν, εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, τους τόκους απαιτήσεως που απορρέει από την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας πριν τις 8 Αυγούστου 2002.

36

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

37

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και τα άρθρα 3, παράγραφος 3, και 6 της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, καθώς και τα άρθρα 7 και 12 της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος το οποίο έχει κάνει χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της πρώτης από τις οδηγίες αυτές να θεσπίσει, διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της δεύτερης από αυτές στο εσωτερικό δίκαιο, νομοθετικές διατάξεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες είναι δυνατό να τροποποιήσουν, εις βάρος πιστωτή του Δημοσίου, τους τόκους απαιτήσεως που απορρέει από την εκτέλεση συμβάσεως συναφθείσας πριν τις 8 Αυγούστου 2002.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.