Υπόθεση C‑33/14 P
Mory SA, υπό εκκαθάριση, κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Προσφυγή ακυρώσεως — Άρθρο 263 ΣΛΕΕ — Παραδεκτό — Παράνομες και ασύμβατες ενισχύσεις — Υποχρέωση ανακτήσεως — Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην επεκτείνει την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως στον αγοραστή του αποδέκτη της — Έννομο συμφέρον — Αγωγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με τις οποίες ζητείται αποζημίωση και ανάκτηση των ενισχύσεων — Ενεργητική νομιμοποίηση — Η πράξη δεν αφορά τον προσφεύγοντα ατομικά»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 2015
Ένδικη διαδικασία – Αίτηση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας – Αίτηση με την οποία ζητείται να επιτραπεί η κατάθεση παρατηρήσεων επί των νομικών ζητημάτων που θίγονται με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα – Προϋποθέσεις για την επανάληψη
(Άρθρο 252, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83)
Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Σωρευτικές προϋποθέσεις – Απαράδεκτο της προσφυγής σε περίπτωση μη συνδρομής μίας μόνον από τις εν λόγω προϋποθέσεις
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)
Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Δικαστήριο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών – Επιτρέπεται
(Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Βάση ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως ασκούμενη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου μετά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Βάση αντλούμενη από κάθε ένδικη διαδικασία κινούμενη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – Παραδεκτό – Προϋπόθεση
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννοια της κανονιστικής πράξεως όπως νοείται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Όλες οι πράξεις γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία ο αγοραστής των στοιχείων του ενεργητικού επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκαν παράνομες και ασύμβατες ενισχύσεις εξαιρείται από την υποχρέωση επιστροφής – Δεν εμπίπτει
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση εκδοθείσα χωρίς κίνηση της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, συναφής και συμπληρωματική προς απόφαση που εκδίδεται κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας ελέγχου – Επιχείρηση ανταγωνιστική της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση – Δεν αποδεικνύεται ότι η ανταγωνιστική θέση στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από το κρατικό μέτρο – Απαράδεκτο
(Άρθρα 108 § 2, ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 24-28)
Όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως, το έννομο συμφέρον και η ενεργητική νομιμοποίηση αποτελούν δύο διαφορετικές προϋποθέσεις του παραδεκτού τις οποίες πρέπει να πληροί σωρευτικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκειμένου να ασκήσει παραδεκτώς την προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
Πρώτον, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς, πρέπει δε, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, και να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως. Κατά συνέπεια, το έννομο συμφέρον συνιστά την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος.
Δεύτερον, το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό νομιμοποιείται ενεργητικώς, πράγμα που συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως η οποία δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα.
Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη αφορά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά αποδεικνύει κατ’ ανάγκη το έννομο συμφέρον του.
(βλ. σκέψεις 55-59, 62)
Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εξακριβώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη σε σχέση με αυτά, εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκεί τον έλεγχό του, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει προσδώσει στα εν λόγω περιστατικά ορισμένο νομικό χαρακτηρισμό και έχει συναγάγει από αυτά ορισμένες έννομες συνέπειες. Επομένως, το ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της Ένωσης μπορεί να ωφελήσει τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, δυνάμενης να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του να προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.
(βλ. σκέψη 68)
Ένα πρόσωπο μπορεί να έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως στηριζόμενη στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ως βάση για την άσκηση μελλοντικής αγωγής αποζημιώσεως, υπό τον όρο ότι το ενδεχόμενο ασκήσεως της εν λόγω αγωγής δεν είναι εντελώς υποθετικό. Συναφώς, όταν ο προσφεύγων προαναγγέλλει με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, η άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
Στο πλαίσιο αυτό, το έννομο συμφέρον πρέπει να εκτιμάται in concreto λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των συνεπειών της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας και της φύσεως της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε. Επομένως, στην περίπτωση που, με την έκδοση αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε σε επιχείρηση στην οποία χορηγήθηκαν παράνομες και ασύμβατες ενισχύσεις την υποχρέωση να επιστρέψει τις ενισχύσεις αυτές και που, με μεταγενέστερη απόφαση, προσβληθείσα στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, εξαίρεσε από την εν λόγω υποχρέωση επιστροφής την επιχείρηση που εξαγόρασε τα στοιχεία ενεργητικού της αποδέκτριας της ενισχύσεως, το γεγονός αυτό και μόνον είναι ικανό να αποδείξει ότι ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, δεδομένου ότι η αγωγή του αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο μέτρο που αποσκοπεί στην επανόρθωση της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη λόγω της χορηγήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, βασίζεται ακριβώς στην προκείμενη ότι η επιχείρηση που αποκτά τα στοιχεία ενεργητικού της ενισχυόμενης επιχειρήσεως πρέπει, ως αγοράστρια, να θεωρηθεί αποδέκτρια των ενισχύσεων αυτών. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι ο προσφεύγων πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματικός αποδέκτης των ενισχύσεων η χορήγηση των οποίων προκάλεσε την προβαλλόμενη από τον προσφεύγοντα ζημία, η ακύρωση αυτή είναι αφ’ εαυτής ικανή να αυξήσει τις πιθανότητες ευδοκιμήσεως της αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κατά το μέτρο που η τελευταία αυτή αγωγή στρέφεται κατά της αγοράστριας επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, να τον ωφελήσει στο πλαίσιο της αγωγής αυτής.
Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, μπορούσε όντως να καταλογιστεί ευθύνη στην αγοράστρια εταιρία για την προβαλλόμενη ζημία αποκλειστικά και μόνον εξαιτίας της εξαγοράς των στοιχείων του ενεργητικού του αποδέκτη των παράνομων και ασύμβατων ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο εξετάσεως του έννομου συμφέροντος προσώπου να προσφύγει ενώπιόν του, να εκτιμά την πιθανότητα του βασίμου αγωγής ασκούμενης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου και, ως εκ τούτου, να υποκαθιστά τα δικαστήρια αυτά στο πλαίσιο τέτοιας εκτιμήσεως.
(βλ. σκέψεις 69, 70, 74-76, 79)
Το έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δύναται να θεμελιωθεί σε κάθε ένδικη διαδικασία κινούμενη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της οποίας η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορεί να ωφελήσει τον προσφεύγοντα.
Επομένως, η ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής βάσει της οποίας η επιχείρηση που εξαγόρασε τα στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεως αποδέκτριας παράνομων και ασύμβατων ενισχύσεων τις οποίες η τελευταία οφείλει να επιστρέψει εξαιρείται η ίδια από την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων μπορεί, αφ’ εαυτής, να ωφελήσει τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της αγωγής που άσκησε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να υποχρεωθεί ένα κράτος μέλος να ανακτήσει τις επίμαχες ενισχύσεις, δεδομένου ότι η ακύρωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να μην εξαιρεθεί κατ’ ανάγκη η αγοράστρια επιχείρηση από την υποχρέωση επιστροφής η οποία απορρέει από την επίδικη απόφαση, οπότε η ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως θα αύξανε ενδεχομένως τις πιθανότητες ευδοκιμήσεως της εν λόγω αγωγής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι ορισμένες εκτιμήσεις δύνανται να επηρεάζουν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν ασκεί την παραμικρή επιρροή στη θεμελίωση του έννομου συμφέροντος του ίδιου αυτού προσφεύγοντος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δεδομένου ότι η ενώπιον του τελευταίου ασκηθείσα προσφυγή ακυρώσεως δύναται, ως εκ του αποτελέσματός της, να επηρεάσει την έκβαση της αγωγής ενώπιον του εθνικού δικαστή η οποία αποσκοπεί στην ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων.
(βλ. σκέψεις 80, 81, 83)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 92)
Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνίσταται στο να διευκρινιστεί ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούν να επιστραφούν από τον αγοραστή μέρους των στοιχείων του ενεργητικού του αρχικού αποδέκτη των εν λόγω ενισχύσεων, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες και ασύμβατες και τις οποίες ο αρχικός αποδέκτης οφείλει να επιστρέψει κατ’ εφαρμογή προγενέστερης αποφάσεως της Επιτροπής, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά απόφαση συναφή και συμπληρωματική προς την εν λόγω προγενέστερη απόφαση που διατάσσει την επιστροφή των ενισχύσεων από τον αρχικό αποδέκτη, στο μέτρο που διευκρινίζει το περιεχόμενό της όσον αφορά την ιδιότητα του αποδέκτη των επίμαχων ενισχύσεων και, κατά συνέπεια, όσον αφορά την ιδιότητα του υπόχρεου επιστροφής τους, μετά την επέλευση συμβάντος μεταγενέστερου της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, όπως είναι η εκ μέρους τρίτου εξαγορά ενός μέρους των στοιχείων του ενεργητικού του αρχικού αποδέκτη των εν λόγω ενισχύσεων.
Όταν όμως η προγενέστερη απόφαση, που διατάσσει την επιστροφή των παράνομων και ασύμβατων ενισχύσεων από τον αρχικό αποδέκτη, εκδόθηκε από την Επιτροπή κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίδικη απόφαση αφορά τον προσφεύγοντα ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον αυτός αποδείξει, μεταξύ άλλων, ότι η θέση του στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων. Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή.
Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό, ούτε το γεγονός ότι ο προσφεύγων άσκησε αγωγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ζητώντας, αφενός, να υποχρεωθούν οι κρατικές αρχές να ανακτήσουν τις επίμαχες ενισχύσεις και, αφετέρου, να του επιδικαστεί αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη χορήγηση των ενισχύσεων αυτών αρκεί αφ’ εαυτού προκειμένου να εξατομικευθεί ο προσφεύγων υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε εν δυνάμει να ασκήσει τέτοιες αγωγές.
(βλ. σκέψεις 103-106, 109)