ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 12ης Μαΐου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑555/14

IOS Finance EFC SA

κατά

Servicio Murciano de Salud

[αίτηση του Juzgado Contencioso-Administrativo No 6, Murcia (δικαστήριο διοικητικών διαφορών αριθ. 6 της Murcia, Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγίες 2000/35/ΕΚ και 2011/7/ΕΕ — Καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές — Συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών — Καταχρηστικοί συμβατικοί όροι και πρακτικές»

1. 

Η οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών ( 2 ) επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής ή το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημιώσεως, εάν έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή. Προς τούτο, ως κατάφωρα καταχρηστικοί νοούνται οι όροι ή οι πρακτικές που αποκλείουν τη χρέωση τόκων για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την καταβολή αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως. Εξάλλου, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι, στις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο πιστωτής δικαιούται τόκους υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση.

2. 

Στην Ισπανία, το Real Decreto-ley 8/2013, de 28 de junio, de medidas urgentes contra la morosidad de las administraciones públicas y de apoyo a entidades locales con problemas financieros (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013, της 28ης Ιουνίου 2013, περί εκτάκτων μέτρων κατά των καθυστερήσεων πληρωμής εκ μέρους των δημοσίων αρχών και στηρίξεως των τοπικών αρχών με οικονομικά προβλήματα, στο εξής: βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013), θέσπισε έκτακτο χρηματοδοτικό μηχανισμό μέσω του οποίου επιχειρήσεις οι οποίες είχαν απαιτήσεις κατά δημοσίων αρχών των οποίων η δυνατότητα να καταβάλουν τις οφειλές τους ετίθετο εν αμφιβόλω μπορούσαν να παραιτηθούν από τις αξιώσεις για τόκους, δικαστικά έξοδα και έξοδα εισπράξεως με αντάλλαγμα την άμεση καταβολή του ποσού της κύριας οφειλής. Η ρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή απόσβεση της απαιτήσεως και την κατάργηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας είχε, ενδεχομένως, κινηθεί.

3. 

Μια εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων απέκτησε διάφορες εκκρεμείς απαιτήσεις τις οποίες είχαν ορισμένοι προμηθευτές κατά μιας τοπικής αρχής υγείας στην Ισπανία και άσκησε αγωγή ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων ζητώντας την εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεων, καθώς και την καταβολή των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας και εξόδων εισπράξεως. Στη συνέχεια, ζήτησε να υπαχθεί στον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδοτήσεως και εισέπραξε το σύνολο (σχεδόν) του ποσού της κύριας οφειλής. Παρά ταύτα, άσκησε και δεύτερη αγωγή με την οποία αμφισβήτησε την εξαίρεση των τόκων υπερημερίας και των εξόδων εισπράξεως, υποστηρίζοντας ότι αυτή αντιβαίνει στην οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών.

4. 

Προκειμένου να κρίνει αν η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία ευσταθεί, το Juzgado Contencioso-Administrativo No 6, Murcia (δικαστήριο διοικητικών διαφορών αριθ. 6 της Murcia) ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας. Ένα πρόσθετο ζήτημα, το οποίο έθεσε η Επιτροπή, αφορά το αν στις επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης απαιτήσεις τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis η οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών (οδηγία 2011/7) υπό την ισχύουσα μορφή της ή αν έχει εφαρμογή η προϊσχύσασα ρύθμιση (οδηγία 2000/35).

Νομικό πλαίσιο

Οδηγία 2000/35

5.

Η οδηγία 2000/35 εφαρμοζόταν σε «[ό]λες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών» (άρθρο 1), δηλαδή, σε «[κ]άθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής» (άρθρο 2, παράγραφος 1).

6.

Ειδικότερα, το άρθρο 3 προέβλεπε τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)

τόκος σύμφωνα με το στοιχείο δʹ καθίσταται απαιτητός από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση·

β)

εάν η ημερομηνία ή η περίοδος πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, τόκος καθίσταται αυτόματα απαιτητός χωρίς να απαιτείται όχληση:

i)

30 ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλης ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή,

[…]·

γ)

ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας στο βαθμό που:

i)

έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και

ii)

δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν δεν ευθύνεται ο οφειλέτης για την καθυστέρηση·

δ)

το ύψος των τόκων υπερημερίας (“νόμιμο επιτόκιο”), τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης, ισούται με το άθροισμα του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πλέον πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησής της η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (“επιτόκιο αναφοράς”), συν τουλάχιστον 7 εκατοστιαίες μονάδες (“περιθώριο”), εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλως. […]

ε)

με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για όλα τα σχετικά έξοδα είσπραξης που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του τελευταίου. Τα εν λόγω έξοδα είσπραξης ανταποκρίνονται στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας όσον αφορά τη σχετική οφειλή. Τα κράτη μέλη, σεβόμενα τις προαναφερθείσες αρχές, μπορούν να καθορίζουν ανώτατα ποσά όσον αφορά τα έξοδα είσπραξης για διαφορετικά επίπεδα οφειλής.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια συμφωνία ως προς την ημερομηνία πληρωμής ή ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και της παραγράφου 2, είτε δεν είναι εκτελεστή είτε γεννά αξίωση αποζημιώσεως εάν, συνεκτιμωμένων όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συναλλακτικών ηθών και της φύσης του προϊόντος, είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή. Για την εκτίμηση του τυχόν κατάφωρα καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας για τον δανειστή, λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων κατά πόσον ο οφειλέτης διαθέτει οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τις διατάξεις της παραγράφου 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και της παραγράφου 2. Σε περίπτωση που μια τέτοια συμφωνία χαρακτηρισθεί ως κατάφωρα καταχρηστική, εφαρμόζονται τα εκ του νόμου προβλεπόμενα, εκτός εάν τα εθνικά δικαστήρια καθορίσουν διαφορετικούς όρους που είναι δίκαιοι.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, προς όφελος των δανειστών και των ανταγωνιστών, την ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών μέσων ώστε να αποτρέπεται η συνέχιση της χρησιμοποίησης όρων που είναι κατάφωρα καταχρηστικοί κατά την έννοια της παραγράφου 3.

[…]»

7.

Το άρθρο 6 προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να μεταφέρουν την οδηγία στις έννομες τάξεις τους πριν από τις 8 Αυγούστου 2002, αλλά τους επέτρεπε να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν διατάξεις ευνοϊκότερες για τους δανειστές από τις διατάξεις που απαιτούνταν για τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία και να εξαιρούν, μεταξύ άλλων, συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 8 Αυγούστου 2002.

Οδηγία 2011/7

8.

Το άρθρο 1 προβλέπει τα εξής:

«1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των ΜΜΕ.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιάρθρωσης χρέους.»

9.

Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, παρατίθεται ο ορισμός των «εμπορικών συναλλαγών» ο οποίος είναι πανομοιότυπος με αυτόν του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/35.

10.

Το άρθρο 4 διέπει τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο πιστωτής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι παράγραφοι 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)

ο πιστωτής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και

β)

ο πιστωτής δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.»

11.

Στο άρθρο 4, παράγραφοι 3, 4 και 6, καθορίζονται ως περίοδοι πληρωμής οι 30 και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έως και οι 60 ημέρες.

12.

Το άρθρο 6 έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 3 ή το 4, ο πιστωτής δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη τουλάχιστον το σταθερό ποσό των 40 ευρώ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το κατά την παράγραφο 1 κατ’ αποκοπήν ποσό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του πιστωτή.

3.   Ο πιστωτής δικαιούται, επιπλέον του κατά την παράγραφο 1 κατ’ αποκοπήν ποσού, να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης πάνω από το κατ’ αποκοπήν ποσό, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Τούτο θα μπορούσε να περιλαμβάνει δαπάνες που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη χρήση δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.»

13.

Το άρθρο 7 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημιώσεως, εάν έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή.

Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής για τον πιστωτή, υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων:

α)

τυχόν κατάφωρης παρέκκλισης από τα συναλλακτικά ήθη, αντίθετης προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία·

β)

της φύσης του προϊόντος ή της υπηρεσίας· και

γ)

του εάν ο οφειλέτης διαθέτει οιονδήποτε αντικειμενικό λόγο απόκλισης από τον νόμιμο τόκο υπερημερίας [ή] από την προθεσμία πληρωμής […].

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 6 [τεκμαίρεται] ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα.

[…]»

14.

Το άρθρο 12 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 1 έως 8 και το άρθρο 10 έως τις 16 Μαρτίου 2013. […]

[…]

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν διατάξεις ευνοϊκότερες για τον πιστωτή από τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία.

4.   Κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την εξαίρεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013.»

15.

Το άρθρο 13 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η οδηγία 2000/35/ΕΚ καταργείται από τις 16 Μαρτίου 2013, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της. Εντούτοις, παραμένει σε ισχύ για συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία στις οποίες η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4.

[…]»

Ισπανικό δίκαιο

16.

Η οδηγία 2000/35 μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον Ley 3/2004, de 29 de diciembre, por la que se establecen medidas de lucha contra la morosidad en las operaciones comerciales (νόμος 3/2004, της 29ης Δεκεμβρίου 2004, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, στο εξής: νόμος 3/2004). Ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή σε συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί από τις 8 Αυγούστου 2002 και εντεύθεν.

17.

Η οδηγία 2011/7 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το Real Decreto-ley 4/2013, de 22 de febrero, de medidas de apoyo al emprendedor y de estímulo del crecimiento y de la creación de empleo (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 4/2013, της 22ας Φεβρουαρίου 2013, περί μέτρων στηρίξεως της επιχειρηματικότητας, τονώσεως της αναπτύξεως και δημιουργίας θέσεων απασχολήσεως, στο εξής: βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 4/2013) ( 3 ), το άρθρο 33 του οποίου τροποποίησε τον νόμο 3/2004. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου 3/2004, ορίζει, πλέον, τα εξής:

«Είναι άκυροι οι όροι που συμφωνούνται από τα μέρη σχετικά με την ημερομηνία πληρωμής ή τις συνέπειες της καθυστερήσεως, οι οποίοι διαφέρουν ως προς την προθεσμία πληρωμής και το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας που προβλέπονται […] καθώς και οι όροι οι οποίοι δεν συνάδουν με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 6 για την αξίωση τόκων υπερημερίας, όταν έχουν καταχρηστικό περιεχόμενο εις βάρος του πιστωτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και, ιδίως, της φύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, της παροχής από τον οφειλέτη πρόσθετων εγγυήσεων και των συναλλακτικών ηθών. Τεκμαίρεται η καταχρηστικότητα όρου που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως […].

[…]

Για την εκτίμηση της καταχρηστικότητας συμβατικού όρου ή πρακτικής έναντι του πιστωτή, συνεκτιμώνται, μεταξύ άλλων παραγόντων, η τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του οφειλέτη αντικειμενικού λόγου που δικαιολογεί παρέκκλιση από την προθεσμία πληρωμής και το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας […]· η φύση του προϊόντος ή της υπηρεσίας ή το κατά πόσον συντρέχει σοβαρή παρέκκλιση από τα συναλλακτικά ήθη αντίθετη προς την καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία.

Επίσης, για την εκτίμηση της καταχρηστικότητας συμβατικού όρου ή πρακτικής έναντι του πιστωτή λαμβάνεται υπόψη, συνεκτιμωμένων όλων των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, εάν [ο όρος ή η πρακτική] χρησιμεύει κυρίως για να παράσχει στον οφειλέτη πρόσθετη ρευστότητα εις βάρος του πιστωτή ή εάν ο εργολάβος επιβάλλει στους προμηθευτές ή στους υπεργολάβους του όρους πληρωμής οι οποίοι δεν δικαιολογούνται βάσει των όρων που ισχύουν για τον ίδιο ή βάσει άλλων αντικειμενικών λόγων.» ( 4 )

18.

Όσον αφορά τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 4/2013, η τρίτη μεταβατική διάταξη του διατάγματος αυτού ορίζει τα εξής:

«Ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η εκτέλεση όλων των συμβάσεων θα διέπεται από τις διατάξεις του [νόμου 3/2004], της 29ης Δεκεμβρίου 2004, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, όπως τροποποιείται με το παρόν, ακόμη και αν οι συμβάσεις αυτές έχουν συναφθεί προγενέστερα.»

19.

Το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013 ( 5 ) προέβλεψε το τρίτο και τελικό στάδιο ενός έκτακτου χρηματοδοτικού μηχανισμού, ο οποίος είχε θεσπιστεί και διατηρηθεί σε ισχύ από δύο παλαιότερους νόμους, για την εξόφληση οφειλών προς τους προμηθευτές, μεταξύ άλλων, της Αυτόνομης Κοινότητας της Περιφέρειας της Murcia (Comunidad Autónoma de la Región de Murcia). Σύμφωνα με αυτόν τον μηχανισμό, οι προμηθευτές παραιτούνταν από μέρος της απαιτήσεώς τους που είχε προκύψει λόγω της καθυστερήσεως πληρωμών εκ μέρους της δημόσιας αρχής με αντάλλαγμα την άμεση εξόφληση του ποσού της κύριας οφειλής ( 6 ).

20.

Όπως σημειώνει το αιτούν δικαστήριο, σκοπός αυτού του νόμου ήταν η θέσπιση πρόσκαιρων, έκτακτων και επειγόντων μέτρων τα οποία θα συνέβαλαν στη μείωση και στην εξάλειψη των καθυστερήσεων πληρωμών εκ μέρους των δημοσίων αρχών ως στάδιο που προηγείται της εφαρμογής διαρθρωτικών μέτρων σε συμμόρφωση με τις αρχές της δημοσιονομικής σταθερότητας και της χρηματοπιστωτικής βιωσιμότητας.

21.

Το άρθρο 6 του ως άνω βασιλικού νομοθετικού διατάγματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνέπειες της καταβολής των εκκρεμών οφειλών», προβλέπει τα εξής:

«Η καταβολή προς τον προμηθευτή συνεπάγεται την απόσβεση της οφειλής της Αυτόνομης Κοινότητας ή της τοπικής αρχής, κατά περίπτωση, ως προς το κεφάλαιο, τους τόκους, τα δικαστικά έξοδα και κάθε άλλο παρεπόμενο έξοδο.»

Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

22.

Μεταξύ των ετών 2008 και 2013, αρκετοί προμηθευτές που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της υγείας προμήθευαν προϊόντα και παρείχαν υπηρεσίες σε ιατρικά κέντρα τα οποία υπάγονται στη Servicio Murciano de Salud (υπηρεσία υγείας της Murcia, στο εξής: υπηρεσία υγείας), η οποία δεν εξόφλησε τα σχετικά τιμολόγια κατά τη λήξη τους.

23.

Η IOS Finance EFC SA απέκτησε από τους προμηθευτές αυτούς ορισμένες απαιτήσεις από τα ως άνω ανεξόφλητα τιμολόγια ( 7 ). Τον Σεπτέμβριο του 2013, η ως άνω εταιρία ζήτησε από την υπηρεσία υγείας την καταβολή ποσού 2780463,37 ευρώ για τα ανεξόφλητα τιμολόγια για τα οποία οι σχετικές απαιτήσεις της είχαν εκχωρηθεί, ποσού 165164,24 ευρώ για τόκους υπερημερίας για τα ανεξόφλητα έως τις 2 Σεπτεμβρίου 2013 τιμολόγια, με την επιφύλαξη των τόκων για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και ποσού 14256,35 ευρώ ως αποζημίωση για έξοδα εισπράξεως. Η υπηρεσία υγείας δεν κατέβαλε τα ως άνω ποσά.

24.

Τον Δεκέμβριο του 2013, η IOS Finance δήλωσε ότι επρόκειτο να προσφύγει κατά της σιωπηρής απορρίψεως του αιτήματός της για εξόφληση των απαιτήσεων. Στη συνέχεια, ωστόσο, ζήτησε να υπαχθεί στον έκτακτο μηχανισμό χρηματοδοτήσεως της εξόφλησης απαιτήσεων προμηθευτών της Αυτόνομης Κοινότητας της Περιφέρειας της Murcia, στο τμήμα 2, στάδιο 3, του εν λόγω μηχανισμού, όπως το προέβλεπε το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013, με τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση. Ως εκ τούτου, από το αρχικό κεφάλαιο το οποίο αξίωνε, η IOS Finance εισέπραξε μέσω του μηχανισμού το ποσό των 2765621,79 ευρώ. Δεν της καταβλήθηκαν, όμως, ούτε τόκοι υπερημερίας ούτε αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως.

25.

Τον Μάιο του 2014, η IOS Finance άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado Contencioso-Administrativo No 6, Murcia (δικαστήριο διοικητικών διαφορών αριθ. 6 της Murcia) ζητώντας να της καταβληθεί το ποσό των 272771,03 ευρώ για τόκους υπερημερίας και το ποσό των 14256,35 ευρώ ως αποζημίωση για έξοδα εισπράξεως.

26.

Υποστήριξε ότι: (α) από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως δεν χωρεί παραίτηση και ότι το σχετικό δικαίωμα γεννάται εκ του νόμου λόγω της εκπνοής της προθεσμίας πληρωμής χωρίς να έχει καταβληθεί το ποσό της κύριας οφειλής από τη δημόσια αρχή· (β) το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013 αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον προβλέπει ότι η καταβολή της κύριας οφειλής συνεπάγεται την απόσβεση των τόκων, των δικαστικών εξόδων και κάθε άλλου παρεπόμενου εξόδου· και (γ) ότι η οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, εφόσον προβλέπει ότι συμβατικοί όροι και πρακτικές που αποκλείουν την καταβολή τόκων υπερημερίας και την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως είναι κατάφωρα καταχρηστικοί.

27.

Η υπηρεσία υγείας αντέτεινε ότι η υπαγωγή στον έκτακτο μηχανισμό για την εξόφληση απαιτήσεων προμηθευτών ήταν προαιρετική και ότι η παραίτηση από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως δεν έλαβε χώρα πριν από τη γένεση της οφειλής αλλά μετά τη γένεση και τη μη καταβολή της.

28.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες για την ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης και τη συμβατότητα το ισπανικού δικαίου με το δίκαιο αυτό. Ως εκ τούτου, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, του άρθρου 6 και του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, [της οδηγίας 2011/7]:

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας την έννοια ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτήσει την είσπραξη του κεφαλαίου οφειλής από την προϋπόθεση παραιτήσεως από τους τόκους υπερημερίας;

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας την έννοια ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτήσει την είσπραξη του κεφαλαίου οφειλής από την προϋπόθεση παραιτήσεως από τα έξοδα εισπράξεως;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα δύο ερωτήματα, μπορεί ο οφειλέτης, όταν είναι αναθέτουσα αρχή, να επικαλεστεί την αυτονομία της βουλήσεως των μερών για να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας και εξόδων εισπράξεως;»

29.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η IOS Finance, η Ισπανική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 2016, ανέπτυξαν τις προφορικές τους παρατηρήσεις η IOS Finance, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

Ανάλυση

Εισαγωγική παρατήρηση

30.

Μολονότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο βασίζονται, κατά τα φαινόμενα, στην προκείμενη ότι στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis η οδηγία 2011/7, εντούτοις, στις γραπτές της παρατηρήσεις η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να μην είναι τόσο απλό.

31.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7 επιτρέπει στα κράτη μέλη, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στις έννομες τάξεις τους, να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεις οι οποίες συνάφθηκαν πριν από τις 16 Μαρτίου 2013. Επιπλέον, επισημαίνει τη μεταβατική διάταξη που προβλέπεται από το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 4/2013, κατά την οποία η «εκτέλεση» όλων των συμβάσεων «ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του […], ακόμη και αν οι συμβάσεις αυτές έχουν συναφθεί προγενέστερα», διέπεται από τις διατάξεις του νόμου 3/2004. Εξ αυτών, η Επιτροπή συνάγει ότι ο Ισπανός νομοθέτης επέλεξε να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/7 συμβάσεις οι οποίες είχαν εκτελεστεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 4/2013, ήτοι την 24η Φεβρουαρίου 2014. Επομένως, οι συμβάσεις αυτές εξακολουθούν να υπάγονται στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35.

32.

Δεν θα εκφέρω άποψη σχετικά με την ερμηνεία της επίμαχης μεταβατικής διατάξεως ή το αν αυτή έχει εφαρμογή στις επίδικες συμβάσεις στην υπόθεση της κύριας δίκης. Το ζήτημα αυτό υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι εθνικό δικαστήριο διατύπωσε, από τυπικής απόψεως, προδικαστικό ερώτημα αναφερόμενο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμα για την εκδίκαση της επίδικης υποθέσεως, ανεξαρτήτως του αν το εθνικό δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτά κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του. Συναφώς, στο Δικαστήριο απόκειται να εξαγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς ( 8 ).

33.

Ως εκ τούτου, θα εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, διαδοχικά, τόσο υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/35 όσο και υπό το πρίσμα της οδηγίας 2011/7.

Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα

34.

Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η νομοθεσία της Ένωσης που διέπει τις καθυστερήσεις πληρωμών εμπορικών οφειλών έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία (α) παρέχει στον πιστωτή το δικαίωμα υπαγωγής σε μηχανισμό ο οποίος προβλέπει την «ταχεία» εξόφληση του ποσού της κύριας οφειλής από σύμβαση, όταν αυτός έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι παραιτείται από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως, ενώ παράλληλα (β) επιτρέπει στον πιστωτή να επιλέξει να μην υπαχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα τόσο η αξίωσή του που αφορά τους τόκους υπερημερίας όσο και αυτή που αφορά την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως να παραμένουν ενεργές, μολονότι είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να υποχρεωθεί να αναμείνει σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι την εξόφληση. Το αιτούν δικαστήριο θέτει τα ερωτήματά του ιδίως σε σχέση με τις διατάξεις του νυν άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/7 που αφορούν τους κατάφωρα καταχρηστικούς όρους ή πρακτικές.

Οδηγία 2000/35

35.

Η οδηγία 2000/35 εκδόθηκε με σκοπό την καταπολέμηση των αποκαλούμενων «μεγάλ[ων] διοικητικ[ών] και οικονομικ[ών] βαρ[ών] […] [που επωμίζονται οι επιχειρήσεις] εξαιτίας των υπερβολικά μεγάλων προθεσμιών πληρωμής και των καθυστερήσεων πληρωμών» ( 9 ). Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας αναφέρει ότι «[ο] στόχος της καταπολέμησης των καθυστερήσεων πληρωμών στην εσωτερική αγορά δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς αν τα κράτη μέλη δρουν μεμονωμένα και συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία είναι σύμφωνη, στο σύνολό της, με τις απαιτήσεις των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης». Κατά την αιτιολογική σκέψη 16, «[η] καθυστέρηση πληρωμής αποτελεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει γίνει οικονομικά ελκυστική για τους οφειλέτες στα περισσότερα κράτη μέλη λόγω των χαμηλών τόκων υπερημερίας ή/και της βραδύτητας των διαδικασιών είσπραξης». Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 19 αναφέρει ότι «[η] παρούσα οδηγία θα πρέπει να απαγορεύει την κατάχρηση της ελευθερίας των συμβάσεων εις βάρος του δανειστή».

36.

Επιβάλλεται να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/35 ήταν περιορισμένο. Με την απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Caffaro, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία της οδηγίας πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που αυτή επιδιώκει και του συστήματος που θεσπίζει ( 10 ). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η οδηγία «[…] αποσκοπεί μόνο στο να εναρμονίσει, στο μέτρο του δυνατού, ορισμένους κανόνες και πρακτικές πληρωμής στα κράτη μέλη για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» καθώς και ότι «[…] ρυθμίζει μόνον κάποιους συγκεκριμένους κανόνες σχετικούς με τέτοιες καθυστερήσεις, ήτοι τους τόκους υπερημερίας […], την παρακράτηση της κυριότητας […] και τις διαδικασίες εισπράξεως για μη αμφισβητούμενες απαιτήσεις […]» ( 11 ). Στις προτάσεις της επί της υποθέσεως εκείνης, η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak επισήμανε ότι η οδηγία αποτελούσε απλώς την «ελάχιστη εναρμόνιση» ( 12 ). Με άλλα λόγια, η οδηγία δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε να εναρμονίσει πλήρως τους κανόνες των κρατών μελών σχετικά με τις καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές ( 13 ).

37.

Στη συνέχεια θα εξετάσω λεπτομερέστερα την εναρμόνιση την οποία επεδίωκε η οδηγία στο πλαίσιο που τίθεται με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα.

38.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/35 προέβλεψε ορισμένα δικαιώματα για την προστασία των πιστωτών έναντι των καθυστερήσεων πληρωμών. Ειδικότερα, καθόριζε την ημέρα που καθίστατο απαιτητός ο τόκος ( 14 ) και το ύψος των τόκων υπερημερίας που καλείτο να καταβάλει ο οφειλέτης σε περίπτωση υπερημερίας του ( 15 ). Ο δανειστής είχε το δικαίωμα να του καταβληθούν τόκοι υπερημερίας στον βαθμό που ο ίδιος είχε εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν είχε λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν για την καθυστέρηση δεν ευθυνόταν ο οφειλέτης ( 16 ). Η οδηγία παρείχε επίσης στον δανειστή το δικαίωμα να αναζητήσει εύλογη αποζημίωση από τον οφειλέτη για όλα τα σχετικά έξοδα που οφείλονταν στην καθυστερημένη καταβολή (εκτός εάν για την καθυστέρηση δεν ευθυνόταν ο οφειλέτης) ( 17 ). Τα εν λόγω έξοδα εισπράξεως έπρεπε να ανταποκρίνονται στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας όσον αφορά την εκάστοτε επίμαχη οφειλή και τα κράτη μέλη, σεβόμενα τις προαναφερθείσες αρχές, μπορούσαν να καθορίζουν ανώτατα ποσά όσον αφορά τα έξοδα εισπράξεως για διαφορετικά επίπεδα οφειλής. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, ρύθμιζε την ημερομηνία μετά την οποία καθίστατο απαιτητός ο τόκος καθώς και το ύψος του επιτοκίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις συμβάσεων ( 18 ).

39.

Τα δικαιώματα που αναγνώριζε το άρθρο 3, παράγραφος 1, ως προς την ημερομηνία πληρωμής και το επιτόκιο ίσχυαν αποκλειστικά και μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η σύμβαση δεν όριζε διαφορετικά. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, κάλυψε ένα κενό το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελούσε σημαντικό ρήγμα στην προστασία των πιστωτών, θεσπίζοντας διατάξεις σχετικά με τους κατάφωρα καταχρηστικούς συμβατικούς όρους. Τα κράτη μέλη έπρεπε να προβλέπουν ότι συμφωνία σχετικά με την ημερομηνία πληρωμής ή τις επιπτώσεις της υπερημερίας πληρωμής η οποία δεν ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και 2 είτε δεν ήταν εκτελεστή είτε γεννούσε αξίωση αποζημιώσεως εάν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, ήταν κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία ενέπιπτε σε αυτή την κατηγορία, έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά πόσον στο πρόσωπο του οφειλέτη συνέτρεχαν αντικειμενικοί λόγοι παρεκκλίσεως από τις ως άνω διατάξεις. Σε περίπτωση που μια τέτοια συμφωνία χαρακτηριζόταν ως κατάφωρα καταχρηστική, εφαρμόζονταν οι διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφοι 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, και 2 (οι οποίες στην οδηγία ορίζονται ως «τα εκ του νόμου προβλεπόμενα»), εκτός εάν τα εθνικά δικαστήρια καθόριζαν διαφορετικούς όρους που ήταν δίκαιοι. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, δεν επεκτεινόταν στα μέτρα για τα έξοδα εισπράξεως που προέβλεπε το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ. Πάντως, η προστασία την οποία παρείχε η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορούσε να περιοριστεί από τους όρους της συμβάσεως.

40.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35 παρείχε στους πιστωτές μια σειρά από δικαιώματα όσον αφορά τις καθυστερήσεις πληρωμών ( 19 ). Εάν, και στον βαθμό που, η σχετική σύμβαση σιωπούσε ως προς την ημερομηνία πληρωμής και το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου, θα ίσχυαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο. Αν η συγκεκριμένη σύμβαση περιείχε όρους για τα ζητήματα αυτά, οι οποίοι όμως δεν παρείχαν την προστασία που προέβλεπε το άρθρο 3, παράγραφοι 1, στοιχεία βʹ και δʹ, και 2, υπήρχε το ενδεχόμενο είτε αυτοί να θεωρηθούν ανίσχυροι είτε ο πιστωτής να έχει αξίωση αποζημιώσεως. Το δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω της καθυστερήσεως πληρωμής έπρεπε να προβλεφθεί στο εθνικό δίκαιο. Η σύμβαση, όπως είχε συναφθεί μεταξύ του πιστωτή και του οφειλέτη, παρέμενε ισχυρή πλην των όρων που αφορούσαν το επιτόκιο υπερημερίας και την αποζημίωση για την καθυστέρηση πληρωμής και μόνο. Αυτό ήταν το (περιορισμένο) επίπεδο εναρμονίσεως το οποίο επεδίωκε να επιτύχει η οδηγία. Με άλλα λόγια, στον πιστωτή παρεχόταν μια σειρά από δικαιώματα, τα οποία ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να επιλέξει εάν θα ασκήσει ή όχι.

41.

Μπορεί να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 2000/35 απαγόρευε στον πιστωτή στον οποίο παρείχε αυτά τα δικαιώματα να επιλέξει να παραιτηθεί από αυτά με αντάλλαγμα την ταχεία εξόφλησή του στην περίπτωση που ο ίδιος μπορούσε, εάν το επέλεγε, να αποφασίσει να αρνηθεί και να αναμένει προκειμένου να εξοφληθεί ολοσχερώς; Κατά την άποψή μου, όχι.

42.

Είναι αληθές ότι για μια τέτοια παραίτηση απαιτείται σύμβαση. Ωστόσο, η σύμβαση αυτή θα ήταν εξ ορισμού συμπληρωματική της αρχικής συμβάσεως, δυνάμει της οποίας δημιουργήθηκε η αρχική οφειλή. Η σύμβαση δε αυτή θα τροποποιούσε τα δικαιώματα που αναγνωρίζονταν στον πιστωτή από την αρχική σύμβαση, εισάγοντας ένα νέο δικαίωμα, ήτοι το δικαίωμα της άμεσης εξοφλήσεως. Υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι το δικαίωμα του πιστωτή να περιμένει μέχρι την πλήρη του εξόφληση είναι πραγματικό και όχι θεωρητικό, δεν μπορώ να διακρίνω για ποιο λόγο μια τέτοια συμφωνία θα χαρακτηριζόταν ως «κατάφωρα καταχρηστική» για τον πιστωτή βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/35. Αυτή καθαυτή η δυνατότητα επιλογής που παρέχεται στον πιστωτή αποκλείει αυτό το συμπέρασμα.

43.

Εφαρμόζοντας αυτή τη συλλογιστική στη διαφορά της κύριας δίκης, κρίνω σκόπιμο να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις. Πρώτον, όπως σημείωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της IOS Finance κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι για τους όρους της συμβάσεως ισχύει γενικώς η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, εντούτοις, στην ελευθερία αυτή ενδέχεται να επιβάλλονται περιορισμοί από την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ( 20 ). Για να ισχύει όμως κάτι τέτοιο, το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει όντως να προβλέπει περιορισμό της εν λόγω ελευθερίας. Μολονότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η οδηγία είχε ως αποτέλεσμα, μέσω της διατάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 3, να περιορίσει, μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, την ελευθερία των συμβαλλομένων σε σχέση με την αδυναμία του οφειλέτη να εξοφλήσει εγκαίρως την οφειλή, εντούτοις, κατά την άποψή μου, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά την περίπτωση που περιγράφηκε στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

44.

Δεύτερον, ο χρηματοδοτικός μηχανισμός που θεσπίστηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013 παρείχε στους πιστωτές τη δυνατότητα επιλογής. Ο πιστωτής μπορούσε να ζητήσει να υπαχθεί στον μηχανισμό και, στην περίπτωση αυτή, να εξοφληθεί, αν όχι άμεσα τουλάχιστον σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Εναλλακτικά, μπορούσε να επιλέξει η κατάσταση να παραμείνει ως είχε. Εάν επέλεγε αυτή την εναλλακτική θα έπρεπε να περιμένει για (κατά πάσα πιθανότητα, πολύ) μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι να εξοφληθεί, πλην όμως διατηρούσε τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως. Όταν ερωτήθηκε σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Ισπανικής Κυβερνήσεως απάντησε ότι όλοι οι πιστωτές που επέλεξαν να μην υπαχθούν στον μηχανισμό έχουν πλέον εξοφληθεί πλήρως. Παρότι η Επιτροπή επιχείρησε μετ’ επιτάσεως να αντιτείνει ότι, κατά κάποιο τρόπο, η υπαγωγή στον μηχανισμό δεν ήταν προαιρετική και ότι, στην πράξη, οι πιστωτές δεν είχαν καμία άλλη επιλογή, εκτιμώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της διευκρινίσεως που παρέσχε η Ισπανική Κυβέρνηση, η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί ( 21 ).

45.

Πράγματι, αυτό το στοιχείο της επιλογής –και οι κίνδυνοι που αυτή ενέχει– φρονώ ότι αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μετά τη θέσπιση του χρηματοδοτικού μηχανισμού, οι διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις ήταν δύο. Η πρώτη (υπαγωγή στον μηχανισμό) ενείχε μικρότερο κίνδυνο και προσέφερε μειωμένο όφελος. Η δεύτερη (επιλογή παραμονής στην προγενέστερη κατάσταση) ενείχε αυξημένο κίνδυνο αλλά και την πιθανότητα αποκομίσεως μεγαλύτερου οφέλους. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι σκοπός της οδηγίας ήταν ο αποκλεισμός τέτοιου είδους ρυθμίσεων.

46.

Τρίτον, κατά την άποψή μου, το συνολικό συμπέρασμα ουδόλως επηρεάζεται από το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση οφειλέτης είναι κρατικός φορέας και όχι ιδιωτική επιχείρηση. Είναι αληθές ότι οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη βάσει των οδηγιών βαίνουν πέραν της απλής εκδόσεως εθνικών μέτρων τα οποία θα αποτυπώνουν τους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου που θεσπίζει η κάθε οδηγία. Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να εφαρμόζουν και να επιβάλουν στην πράξη αυτούς τους κανόνες ( 22 ). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν υπόχρεος οφειλέτης είναι το Δημόσιο ή ένας κρατικός φορέας. Όμως, η συναφής υποχρέωση των κρατών μελών δεν μπορεί, εξ ορισμού, να βαίνει πέραν των ορίων των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία. Δεδομένου ότι, όπως συμπέρανα ανωτέρω, αυτές οι υποχρεώσεις δεν φτάνουν στο σημείο να απαγορεύουν ρυθμίσεις σχετικά με την εξόφληση των πιστωτών, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορεί να επιβληθεί βάσει των ως άνω αρχών στα κράτη μέλη η υποχρέωση να συμμορφωθούν με απαίτηση την οποία δεν προβλέπει καν η ίδια η οδηγία ( 23 ).

47.

Με άλλα λόγια, το ζήτημα, κατά την άποψή μου, είναι αν οι ενέργειες του κράτους μέλους στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης ήταν σύννομες. Ας υποθέσουμε ότι υπόχρεος οφειλέτης δεν ήταν το Δημόσιο ή κρατικός φορέας, αλλά μια ιδιωτική επιχείρηση. Εκτιμώ ότι με ευκολία θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση αυτή, βάσει της οδηγίας, νομίμως παρέχει στον πιστωτή της μια συμβιβαστική διευθέτηση της οφειλής παρόμοια με αυτή που προσφέρθηκε στην IOS Finance βάσει του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση χρηματοδοτικού μηχανισμού. Διαφοροποιείται αυτή η απάντηση αν στην εν λόγω εξίσωση αντικατασταθεί η ιδιωτική επιχείρηση από κράτος μέλος ή κρατικό φορέα; Θεωρώ πως όχι.

48.

Τέλος, στο πλαίσιο και πάλι της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, τέθηκε το ζήτημα αν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι πιστωτής στη διαφορά της κύριας δίκης δεν ήταν ο αρχικός προμηθευτής των προϊόντων ή των υπηρεσιών στην υπηρεσία υγείας αλλά μια εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων. Επηρεάζουν, αυτοί που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως υποκείμενους τίτλους το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων;

49.

Φρονώ πως δεν το επηρεάζουν.

50.

Οι εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων παρέχουν μια υπηρεσία στην επιχειρηματική κοινότητα. Η υπηρεσία αυτή συνίσταται στο ότι αποκτούν με έκπτωση τις απαιτήσεις εταιριών, συνήθως δε αυτών που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποιήσεως, του λιανικού εμπορίου ή της παροχής υπηρεσιών. Κατά τον υπολογισμό αυτής της εκπτώσεως, οι ενδιαφερόμενες εταιρίες λαμβάνουν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού χρόνου που θα απαιτηθεί για την εξόφληση της οφειλής καθώς και τον κίνδυνο της μη εξοφλήσεως. Αναπόφευκτα, αυτό το εγχείρημα απαιτεί έναν βαθμό εκτιμήσεως εκ μέρους της εταιρίας. Η ικανότητά της να προσδιορίσει επαρκώς το ύψος στο οποίο μπορεί να φθάσει αυτή η έκπτωση μετά από αυτή την εκτίμηση είναι αυτή που καθορίζει και την επιτυχία ή την αποτυχία της εταιρίας στην αγορά. Προκειμένου δε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να δεχθεί την έκπτωση που της προτείνεται, λαμβάνει ως αντάλλαγμα την άμεση καταβολή (μέρους) της οφειλής. Όσον αφορά την εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, σε αυτήν εκχωρείται ολόκληρη η απαίτηση. Σύμφωνα με τη νομική ρήση assignatus utitur iure auctoris, η απαίτηση που εκχωρείται είναι ακριβώς αυτή –ούτε μεγαλύτερη αλλά ούτε και μικρότερη– η οποία, πριν από την εκχώρηση, ήταν καταχωρισμένη στα λογιστικά βιβλία της εκχωρήτριας επιχειρήσεως. Το γεγονός ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης η επίμαχη εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων φαίνεται ότι είχε αποκτήσει τις απαιτήσεις πριν από τη θέσπιση του χρηματοδοτικού μηχανισμού και, κατά συνέπεια, αποκόμισε απροσδόκητο κέρδος, κατά την άποψή μου, δεν ασκεί επιρροή στα εξεταζόμενα βασικά ζητήματα.

51.

Επομένως, η οδηγία 2000/35, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 3, αυτής, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία (α) παρέχει στον πιστωτή το δικαίωμα να υπαχθεί σε μηχανισμό ο οποίος προβλέπει την «ταχεία» εξόφληση του ποσού της κύριας οφειλής από σύμβαση, όταν αυτός έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι παραιτείται από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως, ενώ παράλληλα (β) επιτρέπει στον πιστωτή να επιλέξει να μην υπαχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα τόσο η αξίωσή του που αφορά τους τόκους υπερημερίας όσο και αυτή που αφορά την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως να παραμένουν ενεργές, μολονότι είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να υποχρεωθεί να αναμείνει σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι την εξόφληση.

Οδηγία 2011/7

52.

Η οδηγία 2011/7 αναδιατύπωσε την οδηγία 2000/35, ενισχύοντας την προστασία που η δεύτερη παρείχε στους πιστωτές όσον αφορά τις καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Κατά τα φαινόμενα, υπήρχε η αντίληψη ότι η οδηγία 2000/35 αδυνατούσε, ή τουλάχιστον δεν μπορούσε επαρκώς, να εκπληρώσει τους σκοπούς της ως προς τα ζητήματα αυτά ( 24 ). Οι βασικότερες τροποποιήσεις που επέφερε η νέα νομοθετική ρύθμιση είναι οι ακόλουθες.

53.

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιαρθρώσεως χρέους. Δεδομένου ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Δικαστήριο ενημερώθηκε ότι η Ισπανία δεν είχε θέσει σε εφαρμογή τέτοιου είδους μέτρα, δεν θα εξετάσω περαιτέρω το συγκεκριμένο ζήτημα.

54.

Τόσο το άρθρο 3 όσο και το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/7 προβλέπουν ότι ο πιστωτής δικαιούται τόκους υπερημερίας και ακολουθούν ως προς τούτο το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/35. Ωστόσο, καθιερώνουν τη διάκριση μεταξύ συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ( 25 ) (τις οποίες διέπει το άρθρο 3) και συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών ( 26 ) (τις οποίες ρυθμίζει το άρθρο 4). Δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές συναλλαγές θεωρείται γενικώς ότι διαθέτουν ισχυρότερες ροές εσόδων και μπορούν να λάβουν χρηματοδότηση με ελκυστικότερους όρους σε σχέση με τις επιχειρήσεις ( 27 ), υπόκεινται, κατά κανόνα, σε πιο αυστηρούς όρους. Όσον αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το άρθρο 3 ορίζει ότι αυτή μπορεί να καθορίζεται στη σύμβαση και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 60 ημέρες εκτός και αν έχει ρητά συμφωνηθεί διαφορετικά στο κείμενο της συμβάσεως και δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή υπό την έννοια του άρθρου 7 ( 28 ). Κατά το άρθρο 4, η προθεσμία αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας που οφείλονται σύμφωνα με το άρθρο 3 είναι το επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, υπό την επιφύλαξη πάντοτε των διατάξεων για τους κατάφωρα καταχρηστικούς όρους και πρακτικές και προβλέπονται στο άρθρο 7 ( 29 ). Το αντίστοιχο επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 είναι, σε κάθε περίπτωση, επιτόκιο ποινής που υπολογίζεται βάσει του αποκαλούμενου «επιτοκίου αναφοράς» ( 30 ), προσαυξημένου τουλάχιστον κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες.

55.

Το άρθρο 6 της οδηγίας παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια στους πιστωτές που επιδιώκουν να αποζημιωθούν για έξοδα εισπράξεως στα οποία υπεβλήθησαν σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2000/35. Ειδικότερα, ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 4, ο πιστωτής δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη τουλάχιστον το κατ’ αποκοπήν ποσό των 40 ευρώ.

56.

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2011/7 αντικατέστησε το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/35. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αφορά την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής ή το επιτόκιο για την καθυστέρηση της πληρωμής ή την αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης είτε δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα είτε γεννά αξίωση αποζημιώσεως, εάν έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα για τον πιστωτή. Για την εκτίμηση του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικού όρου ή πρακτικής, συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της υποθέσεως. Ως προς το σημείο αυτό και μολονότι η προστασία που παρέχει στους πιστωτές το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7 δεν διατυπώνεται με όρους ταυτόσημους με αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν στη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/35, επί της ουσίας δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την προστασία που παρείχε η προϊσχύσασα ρύθμιση. Ωστόσο, σημαντική επιπλέον προστασία για τους πιστωτές καθιερώνουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 7 και, για τον λόγο αυτό, χρήζουν λεπτομερούς εξετάσεως.

57.

Πρώτον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, προβλέπει ότι για τους σκοπούς της παραγράφου 1, συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει τη χρέωση τόκου για την καθυστέρηση της πληρωμής θεωρείται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα. Μολονότι η φράση «συμβατικός όρος» δεν απαιτεί περαιτέρω επεξήγηση, εντούτοις, ο όρος «πρακτική» ενδέχεται να την απαιτεί. Η οδηγία δεν περιλαμβάνει σχετικό ορισμό. Θεωρώ ότι ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται ως κάτι που ισχύει κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως. Εννοώ δηλαδή μια ρύθμιση η οποία, παρά το γεγονός ότι δεν καταγράφεται ούτε προβλέπεται ρητώς από τη σύμβαση, εντούτοις, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά κανόνα διότι είτε αποτελεί περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσεώς τους είτε στηρίζεται στα συναλλακτικά ήθη ή τις συνήθειες του οικείου εμπορικού ή επιχειρηματικού κλάδου. Τούτο αντικατοπτρίζει την όλη οικονομία και τον σκοπό αυτού του συγκεκριμένου τμήματος της σχετικής νομοθεσίας, που είναι η θέσπιση κανόνων οι οποίοι διέπουν την ουσιαστική ισχύ των συμβάσεων μεταξύ συμβαλλομένων οι οποίοι, συνήθως, δεν έχουν την ίδια διαπραγματευτική ισχύ. Αποσκοπώντας στο να παράσχει την απαραίτητη προστασία, το άρθρο 7, παράγραφος 2, θεσπίζει κανόνες σχετικά με την πληρωμή και τις συνέπειες της καθυστερήσεως πληρωμών, τους οποίους, εξ ορισμού, τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνονται να ενσωματώσουν στις μεταξύ τους συμβάσεις (το καρότο) ενώ αν δεν το πράξουν, ενδέχεται οι σχετικοί όροι είτε να μην έχουν εκτελεστό χαρακτήρα (ή να παραμένουν ανεκτέλεστοι σε ορισμένες περιπτώσεις) είτε να γεννούν αξίωση αποζημιώσεως (το μαστίγιο).

58.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω για την ερμηνεία του όρου «πρακτική» ενισχύεται από την αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 2011/7, κατά την οποία «[η] παρούσα οδηγία θα πρέπει να απαγορεύει την κατάχρηση της ελευθερίας των συμβάσεων εις βάρος του πιστωτή. Κατά συνέπεια, όταν ένας όρος σύμβασης ή μια πρακτική σε σχέση με την ημερομηνία ή την προθεσμία πληρωμής, το επιτόκιο υπερημερίας ή την αποζημίωση για το κόστος είσπραξης δεν δικαιολογείται με βάση τους όρους που ισχύουν για τον οφειλέτη ή εξυπηρετεί κυρίως τον σκοπό της εξασφάλισης μεγαλύτερης ρευστότητας για τον οφειλέτη εις βάρος του πιστωτή, μπορεί να θεωρηθεί υπό την έννοια αυτή ότι προβλέπεται καταχρηστικώς. Προς τούτο, και σύμφωνα με το ακαδημαϊκό “σχέδιο κοινού πλαισίου αναφοράς” [ ( 31 )], τυχόν συμβατικός όρος ή πρακτική που παρεκκλίνει κατάφωρα από τα συναλλακτικά ήθη και αντιβαίνει στην καλή πίστη και τη συναλλακτική δεοντολογία θα πρέπει να θεωρείται ότι προβλέπεται καταχρηστικώς για τον πιστωτή. […]». Συναφώς, σημειώνω ότι κατά το κοινό πλαίσιο αναφοράς ως «συμβατικοί όροι» νοούνται οι «[ό]ροι της συμβάσεως, οι οποίοι ενδέχεται να απορρέουν είτε από ρητή είτε από σιωπηρή συμφωνία των μερών, από τον νόμο ή τις καθιερωμένες πρακτικές μεταξύ των μερών ή τη συνήθεια» ( 32 ).

59.

Δεύτερον, το άρθρο 7, παράγραφος 3, ορίζει ότι συμβατικός όρος ή πρακτική που αποκλείει την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως τεκμαίρεται ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα. Υπ’ αυτή την έννοια, διαφέρει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, στον βαθμό που εκεί ορίζεται ότι ο αποκλεισμός χρεώσεως τόκου για την καθυστέρηση πληρωμής «θεωρείται» ότι έχει κατάφωρα καταχρηστικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος κανόνας είναι απόλυτος, ενώ το τεκμήριο που εισάγει η παράγραφος 3 είναι μαχητό. Ως εκ τούτου, ο οφειλέτης ο οποίος θα επιχειρήσει να το ανατρέψει οφείλει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να καταρρίψουν τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα και να στοιχειοθετήσουν τον ισχυρισμό του.

60.

Με την εξαίρεση αυτού του σημείου, το άρθρο 7, παράγραφος 3, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με το άρθρο 7, παράγραφος 2.

61.

Μολονότι, η οδηγία 2011/7, αναμφίβολα, ενίσχυσε την προστασία που παρέχεται στους πιστωτές όσον αφορά τις καθυστερήσεις πληρωμών, η συνολική της οικονομία παρέμεινε, ουσιαστικά, παρόμοια με εκείνη της οδηγίας 2000/35. Έτσι, απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι στους πιστωτές παρέχονται δικαιώματα σε σχέση με την ημερομηνία κατά την οποία, βάσει της συμβάσεως, υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκου υπερημερίας, το οικείο επιτόκιο και την καταβολή αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως. Οποιαδήποτε απόπειρα εκ μέρους του οφειλέτη να επιβάλει κατάφωρα καταχρηστικούς όρους ή πρακτικές κατά τη σύναψη της συμβάσεως, θα έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν θα έχει εκτελεστό χαρακτήρα ή ότι ο πιστωτής θα έχει αξίωση αποζημιώσεως.

62.

Πάντως, κατά την άποψή μου, από την οδηγία 2011/7 ουδόλως συνάγεται ότι αποκλείει τη δυνατότητα του πιστωτή να συμφωνήσει εκουσίως με τον οφειλέτη, μετά την εκτέλεση της συμβάσεως από αυτόν, ότι θα του καταβληθεί άμεσα το κύριο ποσό της οφειλής από τη σύμβαση με αντάλλαγμα την παραίτησή του από τις αξιώσεις που συνεπάγεται η καθυστέρηση πληρωμής και από τη διεκδίκηση αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως. Ειδικότερα, θεωρώ ότι οι όροι μιας τέτοιας συμφωνίας δεν πληρούν την έννοια των «συμβατικών όρων ή πρακτικών» για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας, ούτε, κατ’ επέκταση, είναι «κατάφωρα καταχρηστικ[οί]» για τους λόγους που παρέθεσα στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων. Όσον δε αφορά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στη διαφορά της κύριας δίκης, οι παρατηρήσεις τις οποίες έκανα στα σημεία 43 έως 50 των παρουσών προτάσεων για την οδηγία 2000/35 ισχύουν εξίσου και για την οδηγία 2011/7.

63.

Κρίνω σκόπιμο να προσθέσω ότι, μολονότι η Γερμανική Κυβέρνηση συμφωνεί ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, εντούτοις, υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 7, παράγραφος 1. Με άλλα λόγια, προβάλλει ότι αυτή η διάταξη δεν υπόκειται στους ίδιους χρονικούς περιορισμούς με τις παραγράφους 2 και 3.

64.

Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή.

65.

Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης, χρησιμοποιώντας τη φράση «συμβατικός όρος ή πρακτική» σε κάθε μία από τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 7, επεδίωκε κάθε μία από αυτές τις διατάξεις να τυγχάνει εφαρμογής υπό τις ίδιες περιστάσεις. Επομένως, οι παράγραφοι 2 και 3 εισάγουν απλώς αυστηρότερες διατάξεις οι οποίες καλύπτουν ιδιαίτερα κραυγαλέες περιπτώσεις καταχρηστικότητας. Εφαρμόζονται δε «για τους σκοπούς της παραγράφου 1». Η εφαρμογή και των τριών αυτών παραγράφων ratione temporis είναι ίδια.

66.

Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, η οδηγία 2011/7, και ιδίως το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 αυτής, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία (α) παρέχει στον πιστωτή το δικαίωμα υπαγωγής σε μηχανισμό ο οποίος προβλέπει την «ταχεία» εξόφληση του κυρίου ποσού της οφειλής από σύμβαση, όταν αυτός έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι παραιτείται από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως, ενώ παράλληλα (β) επιτρέπει στον πιστωτή να επιλέξει να μην υπαχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα, τόσο η αξίωσή του που αφορά τους τόκους υπερημερίας όσο και αυτή που αφορά την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως, να παραμένουν ενεργές, μολονότι είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να υποχρεωθεί να αναμείνει σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι την εξόφληση.

Το τρίτο ερώτημα

67.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο έθεσε το τρίτο ερώτημα υπό την προϋπόθεση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, φρονώ ότι αυτό δεν χρήζει απαντήσεως.

Πρόταση

68.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα που του υπέβαλε το Juzgado Contencioso-Administrativo No 6, Murcia (δικαστήριο διοικητικών διαφορών αριθ. 6 της Murcia) ως ακολούθως:

Η οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 3, αυτής, καθώς και η οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, και ιδίως το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, αυτής, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία:

(α)

παρέχει στον πιστωτή το δικαίωμα να προσχωρήσει σε μηχανισμό ο οποίος προβλέπει την «ταχεία» εξόφληση του ποσού της κύριας οφειλής από σύμβαση, όταν αυτός έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι παραιτείται από τις αξιώσεις τόκων υπερημερίας και αποζημιώσεως για τα έξοδα εισπράξεως, ενώ παράλληλα

(β)

επιτρέπει στον πιστωτή να επιλέξει να μην υπαχθεί σε έναν τέτοιο μηχανισμό με αποτέλεσμα, τόσο η αξίωσή του που αφορά τους τόκους υπερημερίας όσο και αυτή που αφορά την αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως, να παραμένουν ενεργές, μολονότι είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να υποχρεωθεί να αναμείνει σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι την εξόφληση.

Δεν είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Η οποία έχει πλέον ενσωματωθεί στην οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2011, L 48, σ. 1), που αναδιατύπωσε και τροποποίησε την οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2000, L 200, σ. 35).

( 3 ) Αυτό τουλάχιστον αναφέρει η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη έγινε με τον Ley 11/2013, de 26 de julio, de medidas de apoyo al emprendedor y de estímulo del crecimiento y de la creación de empleo (νόμος 11/2013, της 26ης Ιουνίου 2013, περί μέτρων στηρίξεως της επιχειρηματικότητας, τονώσεως της αναπτύξεως και δημιουργίας θέσεων απασχολήσεως). Δεν θα εκφέρω άποψη ως προς το ποιο από τα δύο είναι το ορθό.

( 4 ) Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τη σειρά της από τον Ley 17/2014, de 30 de septiembre, por la que se adoptan medidas urgentes en materia de refinanciación y reestructuración de deuda empresarial (νόμος 17/2014, της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, για τη θέσπιση έκτακτων μέτρων για την αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωση επιχειρηματικών χρεών). Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η τροποποίηση.

( 5 ) Παρατίθεται στο σημείο 2 των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) Όπως σημειώθηκε κατά επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δυνατότητα υπαγωγής στον εν λόγω μηχανισμό έχει πλέον καταργηθεί, ενώ τελική ημερομηνία για την υποβολή σχετικής αιτήσεως ήταν η 31η Δεκεμβρίου 2013.

( 7 ) Μολονότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει η ημερομηνία ή ημερομηνίες κατά τις οποίες έγινε η εκχώρηση των επίμαχων απαιτήσεων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της IOS Finance δήλωσε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα που του υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εταιρία είχε αποκτήσει τις απαιτήσεις πριν θεσπιστεί το σχέδιο αναχρηματοδοτήσεως που προέβλεπε το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2013.

( 8 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2015, Stadt Landau in der Pfalz (C‑115/14, EU:C:2015:760, σκέψη 46).

( 9 ) Αιτιολογική σκέψη 7.

( 10 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Caffaro (C‑265/07, EU:C:2008:496, σκέψη 14).

( 11 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Caffaro (C‑265/07, EU:C:2008:496, σκέψεις 15 και 16).

( 12 ) Προτάσεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Caffaro (C‑265/07, EU:C:2008:250, σημείο 28).

( 13 ) Βλ., επίσης, αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑302/05, EU:C:2006:683, σκέψη 23), και της 3ης Απριλίου 2008, 01051 Telecom (C‑306/06, EU:C:2008:187, σκέψη 21), με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία δεν προέβη σε εναρμόνιση όλων των κανόνων σχετικά με τις καθυστερήσεις πληρωμών αλλά θέσπισε μόνον ορισμένους συγκεκριμένους κανόνες σε αυτόν τον τομέα.

( 14 ) Στοιχεία αʹ και δʹ.

( 15 ) Στοιχείο δʹ.

( 16 ) Στοιχείο γʹ.

( 17 ) Στοιχείο εʹ.

( 18 ) Βλ., επίσης, όσον αφορά το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑380/06, EU:C:2008:702, σκέψεις 17 επ.).

( 19 ) Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 3 να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμών καταβάλλεται τόκος υπερημερίας είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα. Βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Amia (C‑97/11, EU:C:2012:306, σκέψη 37).

( 20 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Harms (C‑434/08, EU:C:2010:285, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 21 ) Οφείλω να υπογραμμίσω ότι, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά και ο πιστωτής πράγματι δεν είχε τη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, θα θεωρούσα ότι η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στις απαιτήσεις της οδηγίας και ότι είναι, για τους σκοπούς του άρθρου 3, παράγραφος 3, «κατάφωρα καταχρηστική» για τον πιστωτή.

( 22 ) Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 23), και της 2ας Αυγούστου 1993, Marshall (C‑271/91, EU:C:1993:335, σκέψη 24). Βλ., επίσης, Prechal, S., «Directives in EC Law», Oxford University Press, Οξφόρδη, 2010, σ. 51 επ.

( 23 ) Θα πρέπει να προσθέσω, χάριν πληρότητας, ότι, μολονότι κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως η καταβολή στην IOS Finance έγινε από την υπηρεσία υγείας, εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ισπανική Κυβέρνηση ανέφερε ότι, στην πραγματικότητα, η καταβολή του ποσού πραγματοποιήθηκε από το Δημόσιο, με την ταυτόχρονη ανάληψη εκ μέρους της υπηρεσίας υγείας της υποχρεώσεως να επιστρέψει το ποσό αυτό στο Δημόσιο μελλοντικά. Φρονώ ότι η περίσταση αυτή δεν ασκεί καμία επιρροή στην εξέταση των βασικών ζητημάτων της υποθέσεως.

( 24 ) Βλ., για παράδειγμα, την αιτιολογική έκθεση στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αναδιατύπωση) [COM(2009) 126 τελικό], όπου σημειώνεται ότι «[υ]πάρχουν σημαντικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, παρά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, οι καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές εξακολουθούν να αποτελούν ένα γενικό πρόβλημα στο εσωτερικό της ΕΕ».

( 25 ) Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, ως «επιχείρηση» νοείται «[ο]ιαδήποτε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο».

( 26 ) Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, ως «δημόσια αρχή» νοείται «[κ]άθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας και των μεταφορών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1)] και το άρθρο 1, παράγραφος 9, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)], ανεξαρτήτως του αντικειμένου ή της αξίας της σύμβασης».

( 27 ) Αιτιολογική σκέψη 23.

( 28 ) Βλ., επίσης, σημεία 57 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Βλ., επίσης, σημεία 57 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Το οποίο, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, μπορεί να σημαίνει ένα από τα ακόλουθα: «α) για κράτος μέλους που έχει ως νόμισμα το ευρώ, είτε i) το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξεις αναχρηματοδότησης ή ii) το οριακό επιτόκιο το οποίο προκύπτει από τη διαδικασία της προσφοράς με κυμαινόμενο επιτόκιο για τις πλέον πρόσφατες βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας· β) για κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ, το αντίστοιχο επιτόκιο που ορίζει η κεντρική εθνική του τράπεζα».

( 31 ) Το έγγραφο αυτό είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: http://ec.europa.eu/justice/policies/civil/docs/dcfr_outline_edition_en.pdf.

( 32 ) Τμήμα ΙΙ. – 9:101.