ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 14ης Ιανουαρίου 2016 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑381/14 και C‑385/14

Jorge Sales Sinués

κατά

Caixabank SA

και

Youssouf Drame Ba

κατά

Catalunya Caixa SA (Catalunya Banc SA)

[αιτήσεις του Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona (Ισπανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις συναφθείσες με καταναλωτές — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου — Καταχρηστικές ρήτρες — Αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας ρήτρας — Ένωση για την προστασία των καταναλωτών — Συλλογική αγωγή παραλείψεως — Αναστολή της εκδικάσεως της ατομικής αγωγής — Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας»

I – Εισαγωγή

1.

Στις κρινόμενες υποθέσεις, το Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona (9ο μονομελές δικαστήριο εμπορικών υποθέσεων της Βαρκελώνης, Ισπανία) διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα μιας ισπανικής ρυθμίσεως για το παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα με το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ( 2 ) και, κατά συνέπεια, ως προς τη συμβατότητα με το ίδιο άρθρο της αναστολής της διαδικασίας εκδικάσεως των ατομικών αγωγών εν αναμονή τελεσίδικης αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής που έχει ασκηθεί από ένωση καταναλωτών και χρηστών.

2.

Τα προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ δύο καταναλωτών και δύο τραπεζών με αντικείμενο ατομικές αγωγές για την αναγνώριση της ακυρότητας ρητρών περί ελάχιστου επιτοκίου που περιέχονται σε συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου.

3.

Οι υποθέσεις αυτές παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβεί με τη νομολογία του σε διευκρινίσεις όσον αφορά τη φύση των ατομικών και των συλλογικών αγωγών και τη μεταξύ τους σχέση.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

5.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τα εξής:

«[...] ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.»

6.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7.

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.

2.   Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση, έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.

[...]»

Β — Το ισπανικό δίκαιο

8.

Το άρθρο 13 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Ley de enjuiciamiento), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575, στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«1.   Ενόσω εκκρεμεί δίκη, μπορεί να γίνει δεκτός ως ενάγων ή εναγόμενος όποιος αποδεικνύει άμεσο έννομο συμφέρον από το αποτέλεσμα της δίκης αυτής.

Ειδικότερα, οποιοσδήποτε καταναλωτής ή χρήστης μπορεί να παρέμβει στις ένδικες διαδικασίες που έχουν κινήσει οι εκ του νόμου αναγνωρισμένοι φορείς για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών και χρηστών.

2.   Η αίτηση παρεμβάσεως δεν αναστέλλει την εξέλιξη της διαδικασίας. Το δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη εντός της κοινής δεκαήμερης προθεσμίας, κατόπιν προηγούμενης ακροάσεως των παριστάμενων διαδίκων.

3.   Αν η παρέμβαση γίνει δεκτή, δεν ανακαλούνται οι διενεργηθείσες πράξεις, αλλά ο παρεμβαίνων θεωρείται διάδικος της δίκης από όλες τις απόψεις και μπορεί να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς που έχει προβάλει ο ομόδικός του ή εκείνους που προβάλλει ο ίδιος, αν έχει τη δικονομική ευκαιρία προς τούτο, ακόμη και αν ο ομόδικός του παραιτηθεί από το δικαίωμα ή από το δικόγραφο της αγωγής, αναγνωρίσει την αγωγή ή παραιτηθεί από τη δίκη για οποιονδήποτε άλλον λόγο.

Επίσης, επιτρέπεται στον παρεμβαίνοντα να προβάλει τους αναγκαίους για την άμυνά του ισχυρισμούς, σε περίπτωση που δεν το έπραξε επειδή αυτοί αφορούσαν δικονομικά στάδια της δίκης προγενέστερα του χρόνου της παρεμβάσεώς του. Ο Secretario judicial (γραμματέας του δικαστηρίου) διαβιβάζει σε κάθε περίπτωση τους ισχυρισμούς αυτούς στους λοιπούς διαδίκους εντός πενθήμερης προθεσμίας.

Ο παρεμβαίνων μπορεί επίσης να ασκεί τα κατάλληλα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων που θεωρεί βλαπτικές για τα συμφέροντά του, έστω και αν ο ομόδικός του συναινεί σε αυτές.»

9.

Το άρθρο 15 του κώδικα πολιτικής δικονομίας έχει ως εξής:

«1.   Στις ένδικες διαδικασίες που έχουν κινήσει ενώσεις ή φορείς συσταθέντες με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των καταναλωτών και χρηστών ή ομάδες θιγομένων, καλούνται [να συμμετάσχουν] όσοι θεωρούνται θιγέντες ως καταναλωτές του προϊόντος ή χρήστες της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, προκειμένου να προβάλουν το ατομικό τους δικαίωμα ή συμφέρον. Η κλήση αυτή πραγματοποιείται από τον Secretario judicial με τη δημοσίευση της αποφάσεως περί του τυπικώς παραδεκτού της αγωγής σε μέσα επικοινωνίας της περιοχής στην οποία εκδηλώθηκε η βλάβη των εν λόγω δικαιωμάτων ή συμφερόντων.

[…]

3.   Σε δίκη με αντικείμενο ζημιογόνο γεγονός το οποίο έβλαψε περισσότερα πρόσωπα, ο αριθμός των οποίων είναι δύσκολο ή αδύνατο να προσδιοριστεί, η κλήση αναστέλλει τη διαδικασία για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες και το οποίο ο Secretario judicial προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση, αναλόγως των περιστάσεων ή της πολυπλοκότητας του ζημιογόνου γεγονότος και των δυσκολιών προσδιορισμού και εντοπισμού των ζημιωθέντων. Η διαδικασία αρχίζει εκ νέου με την παρέμβαση όλων των καταναλωτών που ανταποκρίθηκαν στην κλήση, ενώ δεν επιτρέπεται η μεταγενέστερη ατομική παράσταση των καταναλωτών ή χρηστών, οι οποίοι, ωστόσο, μπορούν να προβάλουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους σύμφωνα με τα άρθρα 221 και 519 του παρόντος νόμου.

4.   Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες που κινήθηκαν με την άσκηση αγωγής παραλείψεως με αντικείμενο την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών και χρηστών.»

10.

Κατά το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«Όταν για την έκδοση αποφάσεως επί του επίδικου αντικειμένου είναι αναγκαία η κρίση επί ζητήματος το οποίο αποτελεί συγχρόνως το κύριο αντικείμενο άλλης δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, αν δεν είναι δυνατή η συνεκδίκαση των υποθέσεων, το δικαστήριο, μετά από αίτημα ενός ή και των δύο διαδίκων, αφού ακούσει την άλλη πλευρά, μπορεί με διάταξή του να αναστείλει τη διαδικασία στο στάδιο στο οποίο βρίσκεται μέχρις ότου ολοκληρωθεί η δίκη που έχει ως αντικείμενο το ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί προδικαστικώς.»

11.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα των αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινούν οι ενώσεις καταναλωτών ή χρηστών, το άρθρο 221 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των προηγούμενων άρθρων, οι αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών ή χρηστών με τη νομιμοποίηση στην οποίαν αναφέρεται το άρθρο 11 του παρόντος νόμου υπόκεινται στους εξής κανόνες:

1a.

Αν με το αίτημα ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή χρηματικού ποσού ή σε γενική ή ειδική πράξη ή σε παράλειψη ή σε παροχή, η απόφαση που δέχεται την αγωγή προσδιορίζει ατομικά τους καταναλωτές και χρήστες οι οποίοι, σύμφωνα με τους νόμους για την προστασία τους, πρέπει να θεωρηθεί ότι ωφελούνται από αυτήν.

Όταν δεν είναι δυνατός ο ατομικός προσδιορισμός [των ωφελουμένων], η απόφαση ορίζει τα στοιχεία, τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την αξίωση της καταβολής και, ενδεχομένως, για τη διαδικασία της εκτελέσεως ή την παρέμβαση σε αυτήν, σε περίπτωση που την κινήσει η ενάγουσα ένωση.

2a.

Αν κριθεί αθέμιτη ή παράνομη συγκεκριμένη δραστηριότητα ή συμπεριφορά, ως προϋπόθεση της επιβολής της ως άνω χρηματικής καταβολής ή ως κύριο ή μοναδικό αντικείμενο της αποφάσεως, η απόφαση προσδιορίζει αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών και χρηστών, η κρίση παράγει απεριόριστα δικονομικά αποτελέσματα έναντι όσων ήταν διάδικοι στην αντίστοιχη δίκη.

3a.

Σε περίπτωση που παρέστησαν συγκεκριμένοι καταναλωτές ή χρήστες, η απόφαση πρέπει να περιέχει ρητή κρίση επί των αιτημάτων τους.

2.   Στις αποφάσεις που δέχονται αγωγή παραλείψεως υπέρ των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και χρηστών ως μελών συγκεκριμένης ομάδας, το δικαστήριο, αν το κρίνει αναγκαίο και με έξοδα του εναγομένου, μπορεί να διατάξει τη δημοσιοποίηση του συνόλου ή μέρους της αποφάσεως ή τη δημοσίευση διορθωτικής δηλώσεως, σε περίπτωση που η παράβαση εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα.»

12.

Δυνάμει του άρθρου 222 του κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«1.   Το δεδικασμένο των τελεσίδικων αποφάσεων, είτε δέχονται είτε απορρίπτουν την αγωγή, αποκλείει, σύμφωνα με τον νόμο, μεταγενέστερη δίκη με το ίδιο αντικείμενο.

2.   Το δεδικασμένο εκτείνεται στα αιτήματα της αγωγής και της ανταγωγής, καθώς και στα σημεία στα οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 408 του παρόντος νόμου.

Θεωρούνται νέα ανεξάρτητα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τη βάση των ως άνω αιτημάτων, όσα προβάλλονται μετά την πλήρη παρέλευση των προθεσμιών για την προβολή ισχυρισμών στη δίκη στο πλαίσιο της οποίας προβλήθηκαν τα αιτήματα αυτά.

3.   Το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η σχετική απόφαση, των διαδόχων τους και όσων αντλούν δικαίωμα από αυτούς, καθώς και των μη διαδίκων που έχουν δικαιώματα επί των οποίων στηρίζεται η νομιμοποίηση των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος νόμου.

[…]

4.   Τα κριθέντα με ισχύ δεδικασμένου σε τελεσίδικη απόφαση που έχει περατώσει δίκη δεσμεύουν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η μεταγενέστερη δίκη, όταν αποτελούν λογικό προαπαιτούμενο σε σχέση με το αντικείμενο της τελευταίας, εφόσον και στις δύο δίκες πρόκειται για τους ίδιους διαδίκους ή το δεδικασμένο εκτείνεται σε αυτούς εκ του νόμου.»

13.

Δυνάμει του άρθρου 519 του κώδικα πολιτικής δικονομίας:

«Σε περίπτωση που με την καταδικαστική απόφαση στην οποίαν αναφέρεται ο πρώτος κανόνας του άρθρου 221 δεν προσδιορίζονται οι μεμονωμένοι καταναλωτές ή χρήστες που ωφελούνται από αυτήν, το αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστήριο, μετά από αίτηση ενός ή περισσότερων ενδιαφερομένων και κατόπιν ακροάσεως του καθού, εκδίδει διάταξη με την οποίαν κρίνει αν, σύμφωνα με τα στοιχεία, τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις που ορίζονται με την απόφαση, αναγνωρίζει τους αιτούντες ως ωφελούμενους από την ως άνω απόφαση. Βάσει της διατάξεως αυτής, οι αναγνωρισθέντες ως ωφελούμενοι μπορούν να ζητήσουν την εκτέλεση. Η Ministerio Fiscal [εισαγγελία] μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση της αποφάσεως υπέρ των θιγέντων καταναλωτών και χρηστών.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.

Στις 20 Οκτωβρίου και 7 Φεβρουαρίου 2005, οι J. Salés Sinués και Y. Drame Ba συνήψαν αντίστοιχα σύμβαση τροποποιήσεως των όρων ενυπόθηκου δανείου και σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με τις τράπεζες Caixabank SA (στο εξής: Caixabank) και Catalunya Caixa SA (Catalunya Banc SA) (στο εξής: Catalunya Caixa). Οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν με ονομαστικό επιτόκιο για ποσά 78132 και 209000 ευρώ αντίστοιχα και προέβλεπαν, με τον όρο «ρήτρα περί ελάχιστου επιτοκίου», όριο στη διακύμανση του ονομαστικού επιτοκίου που επρόκειτο να εφαρμοστεί στις διαδοχικές ετήσιες ανανεώσεις, το οποίο οριζόταν αντίστοιχα σε 2,85 % και 3,75 %. Οι ίδιες συμβάσεις προέβλεπαν ομοίως ανώτατο όριο ή «οροφή» του επιτοκίου αυτού το 12 %.

15.

Οι ως άνω συμβάσεις περιείχαν επιπλέον ρήτρα δυνάμει της οποίας το σταθερό ονομαστικό επιτόκιο θα εφαρμοζόταν από την υπογραφή των συμβάσεων μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2006 και τις 31 Αυγούστου 2005, αντίστοιχα. Μεταξύ της επομένης των ημερομηνιών αυτών και της πλήρους αποπληρωμής των δανείων, θα εφαρμοζόταν κυμαινόμενο ονομαστικό επιτόκιο βάσει ενός τύπου αναφοράς, συγκεκριμένα το Euribor πλέον 0,60 % και 0,50 %, αντίστοιχα.

16.

Στις 10 Οκτωβρίου και 25 Οκτωβρίου 2013, αντίστοιχα, οι J. Salés Sinués και Y. Drame Ba άσκησαν έκαστος ατομική αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας των ρητρών περί ελάχιστου επιτοκίου που περιέχονταν στις συμβάσεις τους ενυπόθηκου δανείου. Με τις αγωγές τους, οι ενάγοντες στις υποθέσεις των κύριων δικών υποστηρίζουν, σε σχέση με τους γενικούς όρους των συμβάσεων, ότι οι ρήτρες περί ελάχιστου επιτοκίου τούς είχαν επιβληθεί μονομερώς, χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως. Ως εκ τούτου, ζητούν από το αιτούν δικαστήριο, αφενός, να αναγνωρίσει την ακυρότητα των συμβάσεων αυτών ως αδιαφανών και ανισοβαρών και, αφετέρου, να διατάξει τις εν λόγω τράπεζες να τους επιστρέψουν τα ποσά που εισέπραξαν αδικαιολόγητα δυνάμει των εν λόγω ρητρών.

17.

Σε χρόνο προγενέστερο των αγωγών των εναγόντων, στις 11 Νοεμβρίου 2010, η ένωση καταναλωτών και χρηστών Adicae (Asociación de Usuarios de Bancos Cajas y Seguros) ( 3 ) άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil no 11 de Madrid (11ου μονομελούς δικαστηρίου εμπορικών διαφορών της Μαδρίτης, Ισπανία) συλλογική αγωγή κατά 72 τραπεζών, μεταξύ των οποίων και οι Caixabank και Catalunya Caixa ( 4 ). Η αγωγή αυτή είχε ως αίτημα να παύσει η χρήση των ρητρών περί ελάχιστου επιτοκίου λόγω καταχρηστικότητας.

18.

Στηριζόμενες στα άρθρα 11, παράγραφος 4, 43 και 222 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, οι εναγόμενες των κύριων δικών προέβαλαν ένσταση παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος και ζήτησαν την αναστολή των διαδικασιών εκδικάσεως των ατομικών αγωγών εναντίον τους μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που θα περατώνει τη διαδικασία εκδικάσεως της συλλογικής αγωγής.

19.

Οι ενάγοντες των κύριων δικών αντέταξαν στην ένσταση αυτή το δικαίωμά τους να αποδεσμευθούν από τη συλλογική αγωγή της ενώσεως καταναλωτών και χρηστών και να ασκήσουν ατομική αγωγή.

20.

Στο πλαίσιο των διαφορών των οποίων επελήφθη, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει ανασταλτικό αποτέλεσμα επί της διαδικασίας εκδικάσεως της ατομικής αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της συλλογικής αγωγής. Προσθέτει, δε, ότι, όταν ο αριθμός των θιγόμενων προσώπων είναι δύσκολο ή και αδύνατο να προσδιοριστεί, το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας επιτρέπει στα θιγόμενα πρόσωπα να ασκήσουν ατομική αγωγή μόνον μετά την παρέλευση δύο μηνών από την κλήση για συμμετοχή στη διαδικασία, η οποία δημοσιοποιείται με τα μέσα μαζικής ενημερώσεως. Τέλος, διευκρινίζει ότι η ατομική συμμετοχή σε διαδικασία προστασίας συλλογικών συμφερόντων βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κώδικα πολιτικής δικονομίας υποχρεώνει τον θιγόμενο καταναλωτή να παραστεί στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η σχετική υπόθεση και να αποποιηθεί, έτσι, τον φυσικό του δικαστή (δηλαδή το δικαστήριο εμπορικών διαφορών του τόπου κατοικίας του).

21.

Κατόπιν των ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες σε σχέση με τη συμβατότητα του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας με το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 σε περιπτώσεις όπως αυτές των κύριων δικών. Υπενθυμίζει, ειδικότερα, ότι η διαδικασία εκδικάσεως της συλλογικής αγωγής, της οποίας η έκβαση θα ήταν καθοριστική σε περίπτωση αναστολής των διαφορών των κύριων δικών, εκκρεμεί —κατά τον χρόνο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως— από τετραετίας, ότι δεν έχει ακόμη οριστεί δικάσιμος και ότι πολλές τράπεζες δεν έχουν ακόμη υποβάλει υπομνήματα αντικρούσεως.

22.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona, με δύο αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2014, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 (C‑381/14) και στις 13 Αυγούστου 2014 (C‑385/14), αντίστοιχα, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί να θεωρηθεί [ότι η ισπανική έννομη τάξη προβλέπει] κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13;

2)

Σε ποιον βαθμό συνιστά το ως άνω ανασταλτικό αποτέλεσμα εμπόδιο για τον καταναλωτή κατά την καταγγελία των καταχρηστικών ρητρών στη σύμβασή του, και, ως εκ τούτου, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας;

3)

Συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή;

4)

Ή, αντιθέτως, το ανασταλτικό αποτέλεσμα του άρθρου 43 του [κώδικα πολιτικής δικονομίας] είναι σύμφωνο με το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13, αν θεωρηθεί ότι τα δικαιώματα του καταναλωτή προστατεύονται πλήρως από τη συλλογική αγωγή, λαμβανομένου υπόψη ότι η ισπανική έννομη τάξη προβλέπει άλλους δικονομικούς μηχανισμούς εξίσου αποτελεσματικούς για την προστασία των δικαιωμάτων του, καθώς και από την αρχή της ασφάλειας δικαίου;»

23.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑381/14 και C‑385/14 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο J. Salés Sinués, η Catalunya Caixa, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο J. Salés Sinués, η Caixabank, η Catalunya Caixa, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικώς τις θέσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Σεπτεμβρίου 2015.

IV – Ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων

24.

Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, όπως έχουν διατυπωθεί από το αιτούν δικαστήριο, αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο δύο συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου οι οποίες περιέχουν αμφότερες ρήτρα περί ελάχιστου επιτοκίου. Αυτό το είδος ρήτρας καθορίζει για τα κυμαινόμενα επιτόκια ένα ελάχιστο όριο κάτω από το οποίο οι καταναλωτές δεν μπορούν να επωφεληθούν από την πτώση των επίσημων επιτοκίων.

25.

Οι κρινόμενες υποθέσεις εντάσσονται όχι μόνον σε ένα περίπλοκο νομικό πλαίσιο, αλλά και σε ένα πλαίσιο στο οποίο τα εθνικά δικαστήρια ακολουθούν πολλά ερμηνευτικά κριτήρια με διαφορετικό τρόπο. Θεωρώ, επομένως, αναγκαίο να υπενθυμίσω κατ’ αρχάς, στηριζόμενος στα στοιχεία που προκύπτουν από τις δικογραφίες που έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, τα ουσιώδη στοιχεία της επίδικης δικονομικής ρυθμίσεως, πριν προβώ στην εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων.

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26.

Το αιτούν δικαστήριο, ο J. Salés Sinués, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναφέρονται στην έκταση της εφαρμογής της επίδικης ρυθμίσεως, ιδίως του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο οποίο επικεντρώνεται, εξάλλου, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν το αιτούν δικαστήριο και το Δικαστήριο.

1. Η ένσταση του παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος

27.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, κατά το ισπανικό δικονομικό δίκαιο, δεν μπορούν να κινηθούν ούτε συγχρόνως ούτε διαδοχικώς δύο ένδικες διαδικασίες μεταξύ των ίδιων διαδίκων με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια πραγματική και νομική αιτία, λόγω του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, το ισπανικό δίκαιο προβλέπει τρεις διαφορετικούς μηχανισμούς για την αποτροπή ενός τέτοιου κινδύνου: το ουσιαστικό δεδικασμένο ( 5 ), την εκκρεμοδικία ( 6 ) και το παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα.

28.

Αυτός ακριβώς ο τελευταίος δικονομικός μηχανισμός, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αποτελεί το βασικό πρόβλημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο. Το εν λόγω άρθρο αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί του αντικειμένου διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον ενός πολιτικού δικαστηρίου, «είναι αναγκαία η κρίση επί ζητήματος το οποίο αποτελεί συγχρόνως το κύριο αντικείμενο άλλης δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου ή άλλου [πολιτικού] δικαστηρίου». Σύμφωνα με το ίδιο αυτό άρθρο, αν είναι δυνατή η συνεκδίκαση των υποθέσεων αυτών, το δικαστήριο υποχρεούται να τις συνεκδικάσει. Αν, όμως, η συνεκδίκαση είναι αδύνατη, η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στο επιληφθέν δικαστήριο να διατάξει την αναστολή της διαδικασίας.

29.

Προκειμένου να διαταχθεί η εν λόγω αναστολή, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις: το παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα να επηρεάζει άμεσα και αποφασιστικά τη λύση που θα δοθεί στην κύρια υπόθεση, να έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από έναν ή και τους δύο διαδίκους ( 7 ) και να εκκρεμεί υπόθεση που να αφορά το παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα. Ωστόσο, το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι το δικαστήριο «μπορεί […] να διατάξει την αναστολή της διαδικασίας». Ως εκ τούτου, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, η αναστολή φαίνεται να έχει προαιρετικό χαρακτήρα, καθόσον το άρθρο 43 αναγνωρίζει στα δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίσουν αν είναι σκόπιμη μια τέτοια αναστολή ( 8 ).

2. Η διαφορετική ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας από τα εθνικά δικαστήρια

30.

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας στη διάθεση του Δικαστηρίου, η διαφορετική ερμηνεία και εφαρμογή από τα διάφορα εθνικά δικαστήρια του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της συλλογικής αγωγής παραλείψεως που άσκησε η Adicae, καθιστούν την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων ακόμη πιο περίπλοκη, το δε ακυρωτικό δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού σε εθνικό επίπεδο.

31.

Αφενός, ορισμένα δικαστήρια φαίνεται να εκτιμούν ότι υφίσταται παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα, βάσει του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, και διατάσσουν την αναστολή των προηγούμενων διαδικασιών εν αναμονή τελεσίδικης αποφάσεως επί των μεταγενέστερων, στηριζόμενα στη συνάφεια των αντικειμένων των ατομικών και των συλλογικών αγωγών ( 9 ).

32.

Αφετέρου, άλλα δικαστήρια φαίνεται να θεωρούν ότι υφίσταται εκκρεμοδικία μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών αγωγών, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας του αντικειμένου, της αιτίας και των διαδίκων ( 10 ), και αποφασίζουν να θέσουν τις ατομικές αγωγές στο αρχείο βάσει του άρθρου 222, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι πρόκειται για τη μειοψηφούσα άποψη.

33.

Τέλος, ορισμένα δικαστήρια εκτιμούν ότι δεν υφίσταται ούτε παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα ούτε εκκρεμοδικία, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχει πραγματική ταυτότητα ούτε του αντικειμένου ούτε των διαδίκων, ότι η έκβαση της συλλογικής αγωγής δεν είναι αποφασιστική για τις ατομικές αγωγές και ότι, ακόμη και αν η κήρυξη της ακυρότητας των ρητρών περί ελάχιστου επιτοκίου μπορούσε να έχει θετικό αποτέλεσμα επί των ατομικών αγωγών, η απόρριψη της πρώτης δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την απόρριψη και των δεύτερων. Καταλήγουν, επομένως, στο συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής εξακολουθεί να νομιμοποιείται ενεργητικώς να υπερασπιστεί δικαστικώς τα δικά του συμφέροντα και ότι δεν συντρέχει λόγος αναστολής της διαδικασίας εκδικάσεως της ατομικής αγωγής ( 11 ).

34.

Με αυτή την τελευταία ερμηνεία συντάσσονται η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, με τις γραπτές τους παρατηρήσεις ότι η εφαρμογή του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την αναστολή της εκδικάσεως της ατομικής αγωγής.

35.

Η Ισπανική Κυβέρνηση προσθέτει, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της συλλογικής αγωγής παραλείψεως των καταχρηστικών γενικών συμβατικών ρητρών και της ατομικής αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας μιας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω του ότι περιέχει καταχρηστική ρήτρα. Οι δύο αυτές αγωγές έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και το αντικείμενό τους συμπίπτει μόνον εν μέρει. Στην πραγματικότητα, ενώ στη συλλογική αγωγή παραλείψεως, οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους χωρίς να είναι δυνατή η αξιολόγηση όλων των περιστάσεων της επίδικης υποθέσεως (γενικός και αφηρημένος έλεγχος), ιδίως αν πρόκειται για καταναλωτές που συνήψαν σύμβαση προσχωρήσεως, στην περίπτωση της ατομικής αγωγής, ο δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο της συνάψεως της δανειακής συμβάσεως, καθώς και την εξέλιξή τους, όλες τις περιστάσεις που πλαισιώνουν τη σύναψή της, καθώς και όλες τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως ή κάποιας άλλης συμβάσεως από την οποίαν αυτή εξαρτάται ( 12 ).

36.

Κατά συνέπεια, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αφενός, ότι η λογική και συστηματική ερμηνεία της ισπανικής δικονομικής ρυθμίσεως αποκλείει το παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα και, αφετέρου, ότι το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν αφορά την υποθετική ή την εν δυνάμει, αλλά την πραγματική περίπτωση παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος· ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν πρέπει να προβεί σε αναστολή της διαδικασίας.

3. Η προβληματική των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που δέχονται τις συλλογικές αγωγές σε σχέση με τους καταναλωτές οι οποίοι δεν ήταν διάδικοι στη δίκη

37.

Η Ισπανική Κυβέρνηση και η Catalunya Caixa υποστηρίζουν ότι το άρθρο 221 του κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν προβλέπει ότι απόφαση που δέχεται συλλογική αγωγή παράγει αποτελέσματα υπέρ όλων των καταναλωτών των οποίων η σύμβαση περιέχει γενική ρήτρα ίδιας φύσεως με την επίδικη. Μάλιστα, σε περίπτωση απορρίψεως της συλλογικής αγωγής, το εν λόγω άρθρο δέχεται την εξακολούθηση της εκδικάσεως της ατομικής αγωγής, έτσι ώστε ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεώς του. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, κάτι τέτοιο θα ήταν σύμφωνο με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο η νομιμοποίηση των ενώσεων καταναλωτών γίνεται δεκτή «[μ]ε την επιφύλαξη της ατομικής ενεργητικής νομιμοποιήσεως των θιγομένων προσώπων» ( 13 ). Αντιθέτως, η Ισπανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το άρθρο 221 του κώδικα πολιτικής δικονομίας περιορίζεται στην πρόβλεψη ότι τα αποτελέσματα αποφάσεως η οποία δέχεται συλλογική αγωγή μπορούν να εκτείνονται πέραν των προσώπων που ήταν διάδικοι στη δίκη και ότι η σχετική κρίση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο ( 14 ).

38.

Ωστόσο, ο J. Salés Sinués υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η άσκηση ατομικής αγωγής προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την αποδέσμευση από τη διαδικασία εκδικάσεως της συλλογικής αγωγής· προϋποθέτει, δηλαδή, ότι ο καταναλωτής αποποιείται το επεκτατικό αποτέλεσμα που προσδίδει το άρθρο 221, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας σε ενδεχόμενη θετική απόφαση επί της συλλογικής αγωγής. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει κίνδυνος εκδόσεως δύο αντιφατικών αποφάσεων επί της ίδιας αγωγής. Ο ίδιος υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η ερμηνεία του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας κατά την έννοια ότι υφίσταται παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα και, ως εκ τούτου, η εκδίκαση της υποθέσεως αναστέλλεται εν αναμονή τελεσίδικης αποφάσεως επί της συλλογικής αγωγής θα είχε ως συνέπεια την αδυναμία του καταναλωτή να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή.

4. Η παρέμβαση στις δίκες με αντικείμενο την προστασία των συλλογικών δικαιωμάτων και συμφερόντων απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών

39.

Το αιτούν δικαστήριο, ο J. Salés Sinués, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναφέρονται στην απόφαση του Tribunal Supremo της 9ης Μαΐου 2013 ( 15 ), η οποία εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής παραλείψεως, διαφορετικής από εκείνη στην οποίαν αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, αλλά η οποία επίσης αφορούσε ρήτρα περί ελάχιστου επιτοκίου. Το Tribunal Supremo κήρυξε άκυρες τις ρήτρες αυτού του είδους, όχι λόγω του περιεχομένου τους, αλλά λόγω αδιαφάνειας, επειδή, δηλαδή, οι καταναλωτές δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τις ρήτρες αυτές κατά τρόπο σαφή και διαφανή ( 16 ).

40.

Όσον αφορά τη φύση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή υποστηρίζει με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι, εφόσον επρόκειτο μόνο για συλλογική αγωγή παραλείψεως και, ως εκ τούτου, αφορούσε τη νομιμότητα των ρητρών περί ελάχιστου επιτοκίου και μόνον, η εν λόγω συλλογική αγωγή δεν παρήγαγε αποτελέσματα όσον αφορά την αποζημίωση.

41.

Αντιθέτως, ο J. Salés Sinués υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η συλλογική αγωγή που άσκησε η Adicae περιλαμβάνει, αφενός, αναγνωριστικό αίτημα να παραλείπεται στο μέλλον η ενσωμάτωση ρήτρας περί ελάχιστου επιτοκίου στις δανειακές συμβάσεις και, αφετέρου, ομαδικό αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που προκάλεσε η ρήτρα αυτή. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι το άρθρο 15 του κώδικα πολιτικής δικονομίας δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως, αλλά μόνον στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής αποζημιώσεως. Κατά συνέπεια, η ατομική παρέμβαση των καταναλωτών, η οποία πραγματοποιήθηκε εντός προθεσμίας δύο μηνών μετά τη δημόσια κλήση προς συμμετοχή στην συλλογική δίκη μέσω των μέσων μαζικής ενημερώσεως, όπως προβλέπεται από το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, δεν αφορούσε τη συλλογική αγωγή παραλείψεως της Adicae, αλλά μόνον τη συλλογική αγωγή αποζημιώσεως ( 17 ). Κατά τον J. Salés Sinués, επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση της δίκης οφείλεται στη συλλογική αγωγή αποζημιώσεως, λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού καταναλωτών που παρέστησαν ατομικώς ( 18 ). Υποστηρίζει, έτσι, ότι η συλλογική αγωγή αποζημιώσεως εκδικάζεται με αργότερο ρυθμό από την ατομική αγωγή.

42.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα, με την επιφύλαξη της επαληθεύσεώς τους από το αιτούν δικαστήριο.

Β — Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

43.

Υπενθυμίζεται, εξαρχής, ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, απόκειται στο τελευταίο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 19 ). Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τις διατάξεις και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς ( 20 ).

44.

Στην προκειμένη περίπτωση, είμαι της γνώμης ότι, με τα ερωτήματά του, το Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13, προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να κρίνει αν η επίδικη δικονομική ρύθμιση είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

45.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι αντίθετο σε εθνική δικονομική ρύθμιση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, η οποία επιτρέπει την αναστολή, λόγω παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος, της εκδικάσεως ατομικής αγωγής που ασκήθηκε παράλληλα με συλλογική αγωγή παραλείψεως, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της συλλογικής αγωγής, χωρίς να παρέχει στον θιγόμενο καταναλωτή τη δυνατότητα να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή.

1. Επί των κριτηρίων εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13 και της νομολογίας

α) Οι ατομικές αγωγές καταναλωτών και οι ομαδικές αγωγές παραλείψεως

46.

Θεωρώ σημαντικό να υπομνηστεί εξαρχής ότι το σύστημα προστασίας που εφαρμόζεται με την οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρεί στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους ( 21 ).

47.

Προκειμένου να εγγυηθεί την προστασία στην οποία σκοπεί η οδηγία 93/13, ο νομοθέτης της Ένωσης καθιέρωσε κριτήρια εκτιμήσεως της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών, τα οποία απαιτούν, μεταξύ άλλων, ανάλυση των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως ( 22 ). Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13, πρέπει να εξετάζεται αν η επίδικη συμβατική ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγματεύσεως και, ως εκ τούτου, αν η ρήτρα αυτή καταρτίστηκε εκ των προτέρων, χωρίς ο καταναλωτής να μπορεί να ασκήσει επιρροή στο περιεχόμενό της, ιδίως στο πλαίσιο συμβάσεως προσχωρήσεως. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι η καταχρηστικότητα μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη «όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη», καθώς και «όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται».

48.

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τις ατομικές αγωγές καταναλωτών, όπως οι επίδικες στις υποθέσεις των κύριων δικών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω υποδεέστερης θέσεως, «το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες, “τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές”. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα» ( 23 ).

49.

Θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι τα άρθρα 3 και 6 της οδηγίας 93/13 παρέχουν στους καταναλωτές δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν ακόμη και αυτεπαγγέλτως.

50.

Όσον αφορά, δεύτερον, τις συλλογικές αγωγές παραλείψεως, όπως αυτή που άσκησε η Adicae, υπενθυμίζω ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η οδηγία 93/13 δεν έχει ως σκοπό να εναρμονίσει τις εφαρμοστέες κυρώσεις σε περίπτωση αναγνωρίσεως της καταχρηστικότητας μιας ρήτρας κατόπιν ασκήσεως τέτοιας αγωγής. Εντούτοις, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι προβλέπονται κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές ( 24 ).

51.

Το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει επανειλημμένως ότι το σύστημα προστασίας που καθιερώνει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι η ανισότητα μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση ( 25 ). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 διευκρινίζει ότι στα προαναφερθέντα μέσα συγκαταλέγεται η η δυνατότητα εγκεκριμένων ενώσεων καταναλωτών να προσφεύγουν στα αρμόδια δικαστήρια [ή διοικητικά όργανα], ζητώντας να εξεταστεί εάν οι ρήτρες που έχουν συνταχθεί για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, και να επιτυγχάνουν, ενδεχομένως, την απαγόρευσή τους ( 26 ).

52.

Βεβαίως, είναι σκόπιμο να σημειωθεί επίσης ότι η σχέση μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών αγωγών δεν έχει ρυθμισθεί ρητώς από τον νομοθέτη της Ένωσης. Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η φύση και τα όρια των σχέσεων μεταξύ των δύο αυτών ειδών αγωγών μπορούν να συναχθούν όχι μόνον από την οδηγία 93/13, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

β) Η φύση των ατομικών αγωγών και των συλλογικών αγωγών παραλείψεως και η μεταξύ τους σχέση

i) Επί της διαφορετικής φύσεως των ατομικών και των συλλογικών αγωγών στην οδηγία 93/13

53.

Η Επιτροπή υποστηρίζει με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αναφέρεται γενικώς στις ατομικές αγωγές που ασκούνται από τους καταναλωτές οι οποίοι θίγονται από καταχρηστικές ρήτρες, καθώς οι αγωγές αυτές αποτελούν το ένδικο βοήθημα της τακτικής διαδικασίας για την προστασία των συμφερόντων τους, ενώ οι συλλογικές αγωγές παραλείψεως της παραγράφου 2 αποτελούν συμπλήρωμα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής.

54.

Συμφωνώ με την ανάλυση αυτή.

55.

Ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των συλλογικών αγωγών παραλείψεως συνδέεται, κατά τη γνώμη μου, με το γεγονός ότι πρόκειται για αγωγές γενικού χαρακτήρα, με τις οποίες δεν ασκείται συγκεκριμένος έλεγχος, όπως απαιτεί η οδηγία 93/13 στο πλαίσιο των αγωγών που ασκούνται ατομικά από τους καταναλωτές, αλλά μόνον γενικός και αφηρημένος έλεγχος του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών ( 27 ).

56.

Ως εκ τούτου, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιερώσουν στην έννομη τάξη τους, αφενός και κυρίως, ατομικές αγωγές για την ανάδειξη του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών και, αφετέρου και συμπληρωματικώς ( 28 ), συλλογικές αγωγές παραλείψεως, οι οποίες, ωστόσο, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις ατομικές αγωγές ή να αποτελέσουν εμπόδιο για την άσκηση των τελευταίων.

ii) Επί της συμπληρωματικής σχέσεως μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών αγωγών στη νομολογία

57.

Όσον αφορά τις ατομικές αγωγές, προκύπτει από τη νομολογία ότι ο ρόλος τον οποίον αναθέτει η οδηγία 93/13 στον εθνικό δικαστή, και ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας προστασίας, «δεν περιορίζεται απλώς στην ευχέρειά του να αποφαίνεται επί της ενδεχόμενης καταχρηστικής φύσεως συμβατικής ρήτρας, αλλά συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό» ( 29 ). Κατά το Δικαστήριο, η υποχρέωση αυτή παρεμβάσεως, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο των ατομικών αγωγών αποτελεί γενικώς τη θετική δράση ή το κατάλληλο μέσο για την αντιστάθμιση της υποδεέστερης θέσεως στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής σε σχέση με τον επαγγελματία ( 30 ). Αντιθέτως, όσον αφορά τις συλλογικές αγωγές παραλείψεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι ενώσεις προστασίας δεν βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία ( 31 ). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συλλογική αγωγή παραλείψεως μεταξύ τέτοιας ενώσεως και επαγγελματία «δεν χαρακτηρίζεται από την ανισότητα που υπάρχει στο πλαίσιο των ατομικών δικών μεταξύ μεμονωμένων καταναλωτών και των αντισυμβαλλομένων τους επαγγελματιών» ( 32 ). Η διαφορά αυτή μεταξύ των ατομικών αγωγών και των συλλογικών αγωγών παραλείψεως, η οποία απορρέει από την οδηγία 93/13 και αναγνωρίζεται από τη νομολογία, ενισχύει, κατά τη γνώμη μου, τον συμπληρωματικό χαρακτήρα των δεύτερων σε σχέση με τις πρώτες.

58.

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των [συλλογικών] αγωγών παραλείψεως, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις ( 33 )». Προκειμένου να υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός στην πράξη απαιτείται, κατά το Δικαστήριο, οι ρήτρες οι οποίες περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και οι οποίες κρίνονται καταχρηστικές στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως ασκηθείσας κατά του ενδιαφερόμενου επαγγελματία [ή επαγγελματιών], όπως αυτή στην οποίαν αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, «να μη δεσμεύουν ούτε τους καταναλωτές που είναι διάδικοι ούτε οποιονδήποτε άλλο καταναλωτή έχει συνάψει με τον εν λόγω επαγγελματία σύμβαση με τους ίδιους γενικούς όρους» ( 34 ). Συγκεκριμένα, «η εφαρμογή της κυρώσεως που συνίσταται στην ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας ως προς όλους τους καταναλωτές οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους [γενικούς όρους] εγγυάται ότι οι καταναλωτές αυτοί δεν δεσμεύονται από την εν λόγω ρήτρα, χωρίς ωστόσο να αποκλείονται άλλα είδη κατάλληλων και αποτελεσματικών κυρώσεων προβλεπόμενων από τις εθνικές νομοθεσίες» ( 35 ).

59.

Από την ως άνω νομολογία προκύπτει, επομένως, ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, πρέπει να υφίσταται σχέση ευνοϊκή για τους καταναλωτές μεταξύ της συλλογικής αγωγής παραλείψεως και των συγκεκριμένων ρητρών που τους δεσμεύουν και όχι σχέση που να εμποδίζει την άσκηση ατομικών αγωγών ή που να τις υποκαθιστά με τις συλλογικές αγωγές παραλείψεως.

2. Επί της εκτιμήσεως της επίδικης δικονομικής ρυθμίσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 7 της οδηγίας και των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

60.

Είναι σκόπιμο να σημειωθεί, υπό το πρίσμα της διατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων, ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να στηρίζεται στην αρχή ότι η αναστολή της εκδικάσεως των επίδικων ατομικών αγωγών, οι οποίες ασκήθηκαν παράλληλα από τους ενάγοντες εν αναμονή της εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως επί της συλλογικής αγωγής, αποτελεί αναγκαία συνέπεια του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ( 36 ). Ωστόσο, από τις παρατηρήσεις του J. Salés Sinués, της Ισπανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής προκύπτει ότι η αναστολή αυτή έχει προαιρετικό χαρακτήρα, καθώς η επίδικη διάταξη αναγνωρίζει στα ισπανικά δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίσουν αν ενδείκνυται ή όχι μια τέτοια αναστολή.

61.

Παρατηρώ, επιπλέον, όπως προκύπτει από τα σημεία 30 έως 33 των παρουσών προτάσεων, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της πολυπλοκότητας της επίδικης δικονομικής ρυθμίσεως υπάρχουν και αποκλίνουσες ερμηνείες της από τα εθνικά δικαστήρια.

62.

Εν προκειμένω, όσον αφορά την επίδικη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, υπενθυμίζω ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθώς αυτή αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να εξετάζουν εάν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως ανταποκρίνονται στις επιταγές του δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται, αν παραστεί ανάγκη, να προβεί σε διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην κρίση του ( 37 ).

63.

Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσω, υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, αν η επίδικη εθνική δικονομική ρύθμιση συνιστά εμπόδιο για την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13.

64.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει επανειλημμένως ότι, ελλείψει εναρμονίσεως των δικονομικών ρυθμίσεων, τα σχετικά ζητήματα εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτοτέλειας των τελευταίων. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι οι διαδικαστικές λεπτομέρειες ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων τα οποία αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι διάδικοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης υπόκεινται στη διττή προϋπόθεση να μην είναι δυσμενέστερες από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 38 ).

α) Τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας

65.

Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, αυτή σημαίνει ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσο και σε εκείνα των οποίων η άσκηση αφορά τη μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον έχουν παρόμοιο αντικείμενο και αιτία. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των δικονομικών κανόνων που ισχύουν για τα ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να ελέγξει εάν οι λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση, στο εσωτερικό δίκαιο, της προστασίας των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων των ιδιωτών είναι σύμφωνοι με την αρχή αυτή και να εξετάσει τόσο το αντικείμενο όσο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των ενδίκων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου που προβάλλονται ως παρόμοια. Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει την ομοιότητα των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων από απόψεως του αντικειμένου τους, της αιτίας τους και των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους. Για να καθορίσει εάν οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες είναι λιγότερο ευνοϊκοί, οφείλει να λάβει υπόψη τον ρόλο τους στην όλη διαδικασία, τη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής και τις ιδιομορφίες των εν λόγω κανόνων ( 39 ).

66.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενδεχόμενη ύπαρξη παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος ή εκκρεμοδικίας μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών αγωγών στηρίζεται σε ερμηνευτικά κριτήρια της επίμαχης ρυθμίσεως τα οποία δεν είναι ενιαία μεταξύ των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ρύθμιση αυτή θα ερμηνευόταν διαφορετικά στο πλαίσιο διαφορών σχετικών με δικαιώματα στηριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

β) Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας

67.

Αντιθέτως, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, όπως θα εκθέσω στα σημεία που ακολουθούν, πολλά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία της επίδικης δικονομικής ρυθμίσεως η οποία δέχεται παρεμπίπτον προδικαστικό ζήτημα και, ως εκ τούτου, την αναστολή της εκδικάσεως της ατομικής αγωγής εν αναμονή τελεσίδικης αποφάσεως επί της συλλογικής αγωγής κατέστησε αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13.

68.

Κατ’ αρχάς, αν δεχθούμε ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 46 έως 59 των παρουσών προτάσεων, αφενός, η οδηγία 93/13 παρέχει δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν με ατομική αγωγή, και, αφετέρου, ότι η συλλογική αγωγή παραλείψεως είναι συμπληρωματική, χωριστή και αυτοτελής σε σχέση με ενδεχόμενη ατομική αγωγή, δεν δικαιολογείται αναγκαστική ή αυτόματη αναστολή της εκδικάσεως της τελευταίας μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της συλλογικής αγωγής.

69.

Όσον αφορά την ατομική διάσταση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, σημειώνεται ότι, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας μιας συμβατικής ρήτρας, ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται πάντως, δυνάμει της οδηγίας 93/13, να αποκλείσει την εφαρμογή της επίμαχης ρήτρας, σε περίπτωση που ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως από τον δικαστή, δεν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της ( 40 ). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν ο εθνικός δικαστής εξετάσει αυτεπαγγέλτως μια συμβατική ρήτρα και την κρίνει καταχρηστική, «δεν την εφαρμόζει, εκτός και αν αντιτίθεται σε αυτό ο καταναλωτής» ( 41 ). Η ατομική αυτή διάσταση, σύμφωνα με την οποία «[τ]ο δικαίωμα του ατόμου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία εμπεριέχει ακριβώς και την εξουσία για μη επίκληση των δικαιωμάτων του» ( 42 ), υλοποιείται με τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκφράσει την άποψή του και με την υποχρέωση του εθνικού δικαστή «να λάβει ενδεχομένως υπόψη την πρόθεση που εκφράζει ο καταναλωτής όταν, όντας ενήμερος περί του μη δεσμευτικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας, δηλώνει εντούτοις ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή της, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα» ( 43 ).

70.

Κατά συνέπεια, δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας μια ερμηνεία της επίδικης ρυθμίσεως, ιδίως του άρθρου 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η οποία προβλέπει την αναστολή εκδικάσεως της ατομικής αγωγής ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη παράλληλη διαδικασία επί συλλογικής αγωγής ( 44 ) ή αναγνωρίζει αυτομάτως προτεραιότητα στη συλλογική αγωγή παραλείψεως επί των ατομικών αγωγών, χωρίς να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποφασίσει, αφενός, να μην ασκήσει το δικαίωμά του ή να το ασκήσει αποτελεσματικά με ατομική αγωγή ή, αφετέρου, να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή.

71.

Ως προς το σημείο αυτό, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας των ατομικών δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13 προϋποθέτει ότι κάθε καταναλωτής πρέπει να μπορεί να αποδεσμεύεται από τη συλλογική αγωγή και να ασκεί ατομική αγωγή ή απλώς να παραμένει ως διάδικος στη δίκη επί της συλλογικής αγωγής και να δέχεται τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας. Ο καταναλωτής, δηλαδή, «θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εγκαταλείπει τη διαδικασία [επί της συλλογικής αγωγής] οποτεδήποτε πριν από την έκδοση τελικής απόφασης ή από την επίλυση της διαφοράς με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την παραίτηση από ατομικές αγωγές, χωρίς να του αφαιρείται η δυνατότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του υπό κάποια άλλη μορφή, εφόσον αυτό δεν θίγει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης» ( 45 ). Το συμπέρασμα αυτό αφορά την περίπτωση στην οποία ο καταναλωτής δεν συμμετείχε στη διαδικασία εκδικάσεως της συλλογικής αγωγής.

72.

Δεύτερον, αν, όπως προκύπτει από το σημείο 55 των παρουσών προτάσεων, γίνει δεκτό ότι ο γενικός και αφηρημένος έλεγχος καταχρηστικότητας μιας συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής παραλείψεως έχει διαφορετικό σκοπό από εκείνον των ατομικών αγωγών, δηλαδή από τον συγκεκριμένο έλεγχο μιας ρήτρας υπό το πρίσμα συγκεκριμένων περιστάσεων, τότε πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των συλλογικών αγωγών και επί των ατομικών αγωγών μπορούν κατ’ αρχήν να είναι διαφορετικές, αλλά σπανίως να είναι αντιφατικές μεταξύ τους ( 46 ). Έτσι, ένας καταναλωτής που αποφασίζει να κινηθεί ατομικώς δεν θα έπρεπε να θίγεται άμεσα από την απόφαση επί συλλογικής αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο που επελήφθη της ατομικής αγωγής τη λάβει προφανώς υπόψη ( 47 ).

73.

Τρίτον, και τελευταίο, η δυνατότητα ενός καταναλωτή να παρέμβει σε δίκη επί συλλογικής αγωγής δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την άσκηση ατομικής αγωγής. Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η ατομική συμμετοχή σε δίκη για την προστασία συλλογικών συμφερόντων, η οποία κινείται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, θα υποχρέωνε τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της σχετικής υποθέσεως αποποιούμενος τον φυσικό του δικαστή, δηλαδή το δικαστήριο εμπορικών υποθέσεων του τόπου κατοικίας του. Έπειτα, η δίμηνη προθεσμία από τη δημοσίευση στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, μπορεί να παρουσιάσει ορισμένες πρακτικές δυσκολίες για την παρέμβαση των θιγομένων καταναλωτών στη δίκη επί της συλλογικής αγωγής ( 48 ). Τέλος, ο καταναλωτής περιορίζεται από τον τρόπο με τον οποίον η ένωση για την προστασία των καταναλωτών έχει προσεγγίσει την υπόθεση, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει το αντικείμενο ή να προβάλει άλλα αιτήματα, ή από την καθυστέρηση η οποία, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά εμπόδιο για την προστασία του ως καταναλωτή.

74.

Κατά συνέπεια, κατόπιν όλων των ανωτέρω, είμαι της γνώμης ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν είναι αντίθετο σε εθνική δικονομική ρύθμιση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, η οποία επιτρέπει την αναστολή, λόγω παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος, της εκδικάσεως ατομικής αγωγής που ασκήθηκε παράλληλα με συλλογική αγωγή παραλείψεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της τελευταίας, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, η αναστολή αυτή δεν είναι υποχρεωτική ούτε αυτόματη και, αφετέρου, ο θιγόμενος καταναλωτής μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή.

V – Πρόταση

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona ως εξής:

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι δεν είναι αντίθετο σε εθνική δικονομική ρύθμιση όπως η επίδικη στις κύριες δίκες, η οποία επιτρέπει την αναστολή, λόγω παρεμπίπτοντος προδικαστικού ζητήματος, της εκδικάσεως ατομικής αγωγής που ασκήθηκε παράλληλα με συλλογική αγωγή παραλείψεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της τελευταίας, υπό την προϋπόθεση ότι:

η αναστολή αυτή δεν είναι υποχρεωτική ούτε αυτόματη, και

ο θιγόμενος καταναλωτής μπορεί να αποδεσμευθεί από τη συλλογική αγωγή.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).

( 3 ) Ένωση καταναλωτών η οποία ειδικεύεται στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών και των ασφαλειών.

( 4 ) Σε σχέση με την εν λόγω συλλογική αγωγή πραγματοποιήθηκε κλήση προς τους ενδιαφερομένους κατόπιν σχετικής διατάξεως του επιληφθέντος δικαστηρίου, η οποία δημοσιοποιήθηκε στα μέσα μαζικής ενημερώσεως και μέσω της Adicae.

( 5 ) Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ουσιαστικό δεδικασμένο, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 222 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, υφίσταται όταν έχει εκδοθεί στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης τελεσίδικη απόφαση, είτε υπέρ είτε κατά της αγωγής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κινηθεί άλλη μεταγενέστερη ένδικη διαδικασία με το ίδιο αντικείμενο, την ίδια πραγματική και νομική αιτία και τους ίδιους διαδίκους.

( 6 ) Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι υφίσταται εκκρεμοδικία όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης ταυτίζεται με εκείνο άλλης προγενέστερης δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί του ίδιου αντικειμένου, η δεύτερη αυτή υπόθεση τίθεται στο αρχείο.

( 7 ) Βλ., συναφώς, την απόφαση του Tribunal Supremo 527/2013, της 3ης Σεπτεμβρίου 2013.

( 8 ) Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι «καλείται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας να αποφασίσει αν θα αναστείλει τη διαδικασία […] ή αν θα συνεχίσει τη συνήθη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως». Η υπογράμμιση δική μου. Σχετικά με το άρθρο 43 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, βλ., μεταξύ άλλων, De la Oliva Santos, A., Objeto del proceso y cosa juzgada en el proceso civil, Thomson-Civitas, 2006, σ. 85 έως 88· Montero Aroca, J., κ.λπ., Derecho Jurisdiccional II. Proceso civil, 21η έκδ., Tirant lo Blanch, 2013, σ. 126 και 127, και Gimeno Sendra, V., Derecho Procesal Civil 1. El proceso de declaración. Parte General, 5η έκδ., Colex, 2014, σ. 215.

( 9 ) Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται συναφώς στη διάταξη του Audiencia Provincial de Barcelona (εφετείου της επαρχίας της Βαρκελώνης) 84/2013, της 11ης Ιουνίου 2013, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να εκδοθεί απόφαση επί της συλλογικής αγωγής η οποία να κηρύσσει άκυρες τις ρήτρες περί ελάχιστου επιτοκίου, προβλέπει ρητώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 221, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, ότι παράγει αποτελέσματα ultra partes.

( 10 ) Η Επιτροπή αναφέρει ότι τη μειοψηφούσα αυτή άποψη φαίνεται να ακολουθεί το Audiencia Provincial de Barcelona στη διάταξή του 112/2014, της 9ης Οκτωβρίου 2014.

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Audiencia Provincial de Huelva (εφετείου της επαρχίας της Huelva) 76/2013, της 24ης Φεβρουαρίου 2014, και αποφάσεις του Audiencia Provincial de Orense (εφετείου της επαρχίας της Orense) 278/2013 και 494/2013, της 22ας Μαΐου και της 22ας Σεπτεμβρίου 2014.

( 12 ) Απόφαση του Tribunal Supremo 241/13, της 9ης Μαΐου 2013, σκέψεις 235 έως 238.

( 13 ) Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι «[μ]ε την επιφύλαξη της ατομικής ενεργητικής νομιμοποιήσεως των θιγομένων, οι νομίμως συσταθείσες ενώσεις καταναλωτών και χρηστών νομιμοποιούνται ενεργητικώς να προασπίζουν δικαστικώς τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μελών τους και εκείνα της ενώσεως, καθώς και τα γενικά συμφέροντα των καταναλωτών και των χρηστών [υπηρεσιών]».

( 14 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 15 ) Απόφαση του Tribunal Supremo 241/13, της 9ης Μαΐου 2013. Στην απόφαση αυτή, το Tribunal Supremo είχε περιορίσει την αναδρομική ισχύ της αναγνωρίσεως της ακυρότητας, κατά τρόπον ώστε να παράγει αποτελέσματα ex nunc, όχι, δηλαδή, από τον χρόνο συνάψεως της δανειακής συμβάσεως (ex tunc), αλλά μόνον από την 9η Μαΐου 2013, ημερομηνία της δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως. Ο περιορισμός αυτός επικυρώθηκε με την απόφαση του ίδιου δικαστηρίου 139/2015 της 25ης Μαρτίου 2015. Επιπλέον, ο περιορισμός αυτός των αποτελεσμάτων αποτέλεσε το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ισπανικού δικαστηρίου στην υπόθεση Gutierrez Naranjo (C‑154/15), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 16 ) Από τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε ο J. Salés Sinués προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η ρήτρα περί ελάχιστου επιτοκίου είναι ενσωματωμένη στο ποσό του δανείου, οι τράπεζες υποχρεούνται να πληροφορούν τον καταναλωτή για τη ρήτρα αυτή, έτσι ώστε, κατά τον χρόνο υπογραφής της συμβάσεως, αυτός να είναι πλήρως ενημερωμένος για την ύπαρξή της και για το πώς επηρεάζει το πραγματικό ύψος του δανείου.

( 17 ) Ο ενάγων παραθέτει το άρθρο 15, παράγραφος 4, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο «[ο]ι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες που κινήθηκαν με την άσκηση αγωγής παραλείψεως με αντικείμενο την προάσπιση συλλογικών συμφερόντων απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών και χρηστών».

( 18 ) Η Catalunya Caixa υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας επί της συλλογικής αγωγής συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τον μεγάλο αριθμό καταναλωτών (9000) οι οποίοι παρέστησαν ατομικώς στην δίκη αυτή.

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Krüger (C‑334/95, EU:C:1997:378, σκέψεις 22 και 23), Byankov (C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 57), και Biovet (C‑306/14, EU:C:2015:689, σκέψη 17).

( 20 ) Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Redmond (83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 26), Byankov (C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 58), και Κωνσταντινίδης (C‑475/11, EU:C:2013:542, σκέψη 42).

( 21 ) Βλ. αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25), Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, point 25), Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 29), Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 22), Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 33), Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 44), και Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 32).

( 22 ) Κατά τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, «[...] είναι αναγκαίο να καθοριστούν τα γενικά κριτήρια εκτίμησης του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών».

( 23 ) Βλ. απόφαση Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 34).

( 24 ) Όπ.π. (σκέψη 35).

( 25 ) Βλ. αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 27), Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 26), Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 31), και Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 41).

( 26 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 27), Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑372/99, EU:C:2002:42, σκέψη 15), και Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 36). Βλ. επίσης εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13.

( 27 ) Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα «πρόσωπα» τα οποία αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 δεν είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές, αλλά τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την προστασία τους, όπως, για παράδειγμα, ο διαμεσολαβητής σε υποθέσεις καταναλωτών.

( 28 ) Κατά την Επιτροπή, η προστασία των καταναλωτών είναι ένας από τους τομείς στους οποίους «η παρέμβαση των ιδιωτών υπό τη μορφή συλλογικής αγωγής συμπληρώνει επωφελώς τον δημόσιο έλεγχο της τήρησης των αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων». Βλ. Σύσταση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παράλειψης και αποζημίωσης στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων (ΕΕ 2013, L 201, αιτιολογική σκέψη 7, σ. 60). Η υπογράμμιση δική μου.

( 29 ) Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32).

( 30 ) Βλ. αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 27), Cofidis (C‑473/00, EU:C:2002:705, σκέψη 32), και Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32).

( 31 ) Βλ. απόφαση Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León (C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 49).

( 32 ) Όπ.π. (σκέψη 50).

( 33 ) Βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑372/99, EU:C:2002:42, σκέψη 15), Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37), και Pohotovosť (C‑470/12, EU:C:2014:101, σκέψη 44).

( 34 ) Βλ. απόφαση Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 38).

( 35 ) Όπ.π. (σκέψη 40).

( 36 ) Από την απόφαση περί παραπομπής, ωστόσο, φαίνεται να προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν υποχρεούται να αναστείλει την εκδίκαση των κρινόμενων υποθέσεων. Βλ. συναφώς, ανωτέρω, υποσημείωση 8.

( 37 ) Βλ. συναφώς απόφαση Mascolo κ.λπ. (C‑22/13, C‑61/13, C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψεις 81 και 83).

( 38 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 12), και Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 44 έως 46). Βλ., επίσης, αποφάσεις Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 26), Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 50), και Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 37).

( 39 ) Βλ., συναφώς, απόφαση Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 90).

( 40 ) Απόφαση Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 33).

( 41 ) Όπ.π. (σκέψη 35).

( 42 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Duarte Hueros (C‑32/12, EU:C:2013:128, σημείο 53).

( 43 ) Απόφαση Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 35).

( 44 ) Αντιθέτως, επισημαίνω ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να διατηρούν τη δυνατότητα αναστολής της εκδικάσεως συγκεκριμένης ατομικής αγωγής για άλλους νόμιμους λόγους, εφόσον η αναστολή αποτελεί επαρκές και ανάλογο μέσο για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

( 45 ) Σύσταση της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2013, σ. 64, σημείο 22.

( 46 ) Για παράδειγμα, μια συμβατική ρήτρα μπορεί να είναι καταχρηστική μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις και όχι γενικώς· ή μπορεί να είναι εν δυνάμει καταχρηστική, αλλά να έχει αποτελέσει σε συγκεκριμένη περίπτωση αντικείμενο χωριστής διαπραγματεύσεως και, ως εκ τούτου, να δεσμεύει τον θιγόμενο καταναλωτή.

( 47 ) Παρατηρώ ότι την ερμηνεία αυτή έχουν ακολουθήσει ορισμένα εθνικά δικαστήρια τα οποία αρνούνται να αναστείλουν τη διαδικασία, στηριζόμενα, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η διαφορετική φύση της ατομικής αγωγής (συγκεκριμένος έλεγχος) και της συλλογικής αγωγής (γενικός και αφηρημένος έλεγχος) θα αποτελούσε εμπόδιο για την επέκταση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως επί της δεύτερης στην πρώτη. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Audiencia Provincial de Granada (εφετείου της επαρχίας της Granada) 128/2014, της 23ης Μαΐου 2014, του Audiencia Provincial de Oviedo (εφετείου της επαρχίας του Oviedo) 308/2014 και 141/2015, της 17ης Δεκεμβρίου 2014 και της 20ής Μαΐου 2015, και του Audiencia Provincial de Girona (εφετείου της επαρχίας της Girona) 332/2014, της 3ης Δεκεμβρίου 2014.

( 48 ) Βλ. συναφώς, ανωτέρω, σημείο 41.