ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 6ης Οκτωβρίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑314/14

Sanoma Media Finland Oy–Nelonen Media

κατά

Viestintävirasto

[αίτηση του Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Τηλεοπτική εκπομπή — Τηλεοπτική διαφήμιση — Οδηγία 2010/13/ΕΕ — Άρθρα 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, 19, παράγραφος 1, και 23 — Διάκριση της διαφημίσεως από τα άλλα μέρη του προγράμματος — Μέθοδος “split screen” — Περιορισμός της διάρκειας των διαφημιστικών διαλειμμάτων — Πληροφόρηση για τη χορηγία προγράμματος — “Μαύρη οθόνη” που παρεμβάλλεται μεταξύ διαφημιστικών μηνυμάτων»

Εισαγωγή

1.

Το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Φινλανδίας) υποβάλλει τρία αναλυτικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων για τις τηλεοπτικές διαφημίσεις και τη χορηγία τηλεοπτικών προγραμμάτων από επιχειρήσεις.

2.

Μολονότι οι διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως βρίσκονται από μακρόν σε ισχύ στο δίκαιο της Ένωσης (έστω και αν το γράμμα τους έχει τροποποιηθεί στο εν τω μεταξύ), η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει απαντήσει μέχρι σήμερα στα νομικά ζητήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση. Παράλληλα, η πρακτική των εθνικών διοικητικών αρχών και δικαστηρίων των επιμέρους κρατών μελών παρουσιάζει αποκλίσεις στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ως εκ τούτου προσφέρεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να τις ερμηνεύσει και ταυτοχρόνως να εναρμονίσει την πρακτική εφαρμογή τους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Korkein hallinto-oikeus έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία της οδηγίας 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) ( 2 ).

4.

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13 ορίζει τα εξής:

«Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ή τα προγράμματα που δέχονται χορηγία πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

γ)

οι θεατές πρέπει να ενημερώνονται σαφώς για την ύπαρξη συμφωνίας χορηγίας. Προγράμματα τα οποία δέχονται χορηγία πρέπει να επισημαίνονται σαφώς με την επωνυμία, το λογότυπο ή/και κάθε άλλο σύμβολο του χορηγού, όπως π.χ. αναφορά στο προϊόν ή τα προϊόντα ή στην υπηρεσία ή τις υπηρεσίες με διακριτικό σήμα κατά κατάλληλο τρόπο για προγράμματα, κατά την έναρξη, τη διάρκεια ή/και το τέλος των προγραμμάτων.»

5.

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Η τηλεοπτική διαφήμιση και οι τηλεπωλήσεις πρέπει να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες και διακριτές από το συντακτικό περιεχόμενο. Με την επιφύλαξη της χρήσης νέων διαφημιστικών τεχνικών, η τηλεοπτική διαφήμιση και οι τηλεπωλήσεις διακρίνονται σαφώς από τα άλλα μέρη της υπηρεσίας του προγράμματος μέσω οπτικών ή/και ακουστικών ή/και χωρικών μέσων.»

6.

Τέλος, το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεπώλησης μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20 %.»

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όσον αφορά ανακοινώσεις που γίνονται από τηλεοπτικό οργανισμό για τα δικά του προγράμματα και δευτερεύοντα προϊόντα που παράγονται απευθείας από τα προγράμματα αυτά, ανακοινώσεις χορηγίας και τοποθέτηση προϊόντων.»

Φινλανδικό δίκαιο

7.

Η οδηγία 2010/13 μεταφέρθηκε στο φινλανδικό δίκαιο με τον Laki televisio- ja radiotoiminnasta 744/1998 (νόμος 744/1998 περί ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως, στο εξής: νόμος 744/1998). Η μεταφορά των άρθρων 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, 19, παράγραφος 1, και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας έγινε με τα άρθρα 26, παράγραφος 2, 22, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, του νόμου 744/1998.

Τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και τα προδικαστικά ερωτήματα

8.

Η εταιρία φινλανδικού δικαίου Sanoma Media Finland Oy–Nelonen Media (στο εξής: Sanoma) αποτελεί ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό υπαγόμενο στη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας της Φινλανδίας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2010/13.

9.

Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2012, η Viestintävirasto (φινλανδική ρυθμιστική αρχή της αγοράς υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων) ζήτησε από τη Sanoma να παύσει τις παραβάσεις του νόμου 744/1988 που η εν λόγω αρχή είχε διαπιστώσει. Οι επιφυλάξεις της ρυθμιστικής αρχής αφορούσαν τον χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων και τον τρόπο με τον οποίον η Sanoma διέκρινε τις διαφημίσεις από τα άλλα μέρη του προγράμματος.

10.

Πρώτον, η Sanoma εφάρμοζε τη μέθοδο «split screen» κατά τρόπο ώστε στο ένα τμήμα της οθόνης να προβάλλεται το «κυρίως πρόγραμμα» (συγκεκριμένα: οι τίτλοι τέλους του προγράμματος) και στο άλλο τμήμα η αναγγελία των ακόλουθων προγραμμάτων. Ωστόσο, η φινλανδική ρυθμιστική αρχή διαπίστωσε ότι, υπό το πρίσμα των διατάξεων του νόμου 744/1998 με τις οποίες έγινε η μεταφορά του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, δεν αρκεί μόνον ο διαχωρισμός της οθόνης σε τμήμα που προορίζεται για το κυρίως πρόγραμμα και σε τμήμα που προορίζεται για την αναγγελία των ακόλουθων προγραμμάτων.

11.

Δεύτερον, η φινλανδική ρυθμιστική αρχή διαπίστωσε ότι η προβολή του λογοτύπου του χορηγού προγράμματος σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν του προγράμματος το οποίο δέχεται χορηγία αποτελεί στην πραγματικότητα διαφήμιση και επομένως ο χρόνος προβολής του πρέπει να προσμετρηθεί στον χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων. Κατά συνέπεια, η Sanoma υπερέβη τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο διαφημίσεων που προβλέπεται από το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου 744/1998 (άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13).

12.

Τρίτον, κατά την εκτίμηση της φινλανδικής ρυθμιστικής αρχής, η Sanoma υπερέβη τον ως άνω μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο διαφημίσεων επειδή στον εν λόγω χρόνο προσμετρώνται και οι σύντομες διακοπές που παρεμβάλλονται μεταξύ των επιμέρους διαφημιστικών μηνυμάτων (αποκαλούμενες «μαύρη οθόνη»).

13.

Η Sanoma άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της Viestintävirasto ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό δικαστήριο του Ελσίνκι). Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή διατηρώντας σε ισχύ την απόφαση της ρυθμιστικής αρχής. Η Sanoma άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

14.

Στο πλαίσιο αυτό, το Korkein hallinto-oikeus αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13/EΕ, υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, την έννοια ότι προσκρούει προς αυτό ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου κατά την οποία δεν θεωρείται ως διαχωριστικό μέσο διαφημίσεων ο διαχωρισμός της οθόνης βάσει του οποίου το οπτικοακουστικό πρόγραμμα διακρίνεται από την τηλεοπτική διαφήμιση εάν ένα τμήμα της οθόνης χρησιμοποιείται για τη μετάδοση των τίτλων τέλους του προγράμματος και ένα άλλο τμήμα της χρησιμοποιείται για την αναγγελία των ακόλουθων εκπομπών του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού με σχετικό πίνακα, ενώ ούτε στη διαχωρισμένη οθόνη ούτε στη συνέχεια εκπέμπεται ακουστικό ή οπτικό μέσο το οποίο σηματοδοτεί ρητώς την έναρξη διαφημιστικού διαλείμματος;

2)

Δοθέντος ότι η οδηγία 2010/13 προβλέπει ένα ελάχιστο ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, την έννοια ότι δεν συνάδει προς την οδηγία το γεγονός ότι οι ανακοινώσεις χορηγίας που εκπέμπονται σε συνδυασμό με άλλα, εκτός των δεχομένων τη χορηγία προγράμματα, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως “διαφημιστικά μηνύματα” κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα οποία πρέπει να προσμετρώνται για τον υπολογισμό του μέγιστου επιτρεπόμενου διαφημιστικού χρόνου;

3)

Δοθέντος ότι η οδηγία 2010/13 προβλέπει ένα ελάχιστο ρυθμιστικό πλαίσιο, πρέπει, υπό συνθήκες όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, ο όρος “διαφημιστικά μηνύματα” του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την έκφραση που ορίζει τον μέγιστο επιτρεπόμενο διαφημιστικό χρόνο και κατά την οποία “η αναλογία [...] μέσα σε κάθε δεδομένη […] ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20 %”, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν συνάδει προς την οδηγία ο συνυπολογισμός στον διαφημιστικό χρόνο των διαστημάτων κατά τα οποία “η οθόνη είναι μαύρη” και τα οποία παρεμβάλλονται μεταξύ μεμονωμένων διαφημιστικών μηνυμάτων και κατά τη λήξη διαφημιστικού διαλείμματος;»

15.

Η Φινλανδική, Η Ελληνική, η Αυστριακή και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Νομική εκτίμηση

16.

Η νομική εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων θα πραγματοποιηθεί μεμονωμένα, με τη σειρά κατά την οποία αυτά υποβλήθηκαν.

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

17.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι ο διαχωρισμός και μόνον της οθόνης σε επιμέρους τμήματα, από τα οποία το ένα προορίζεται για διαφημίσεις, αποτελεί επαρκή τρόπο διακρίσεως των εν λόγω διαφημίσεων από το συντακτικό περιεχόμενο ή μήπως το τμήμα της οθόνης που προορίζεται για διαφημίσεις πρέπει να έχει επιπρόσθετη σήμανση.

18.

Σε συνάρτηση με την υπό κρίση υπόθεση επισημαίνεται ότι, βάσει του ορισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2010/13, προγράμματα τα οποία προβάλλονται από τον τηλεοπτικό οργανισμό με σκοπό την αυτοπροβολή, συμπεριλαμβανομένης της διαφημίσεως για προγράμματα του ίδιου του τηλεοπτικού οργανισμού, αποτελούν ιδιαίτερη μορφή τηλεοπτικής διαφημίσεως. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 96 της οδηγίας. Συνεπώς, η αναγγελία των προγραμμάτων που ακολουθούν πρέπει να λογίζεται ως διαφήμιση καθόσον αποσκοπεί να παρακινήσει τους τηλεθεατές να συνεχίσουν να παρακολουθούν τον ίδιο σταθμό.

19.

Μολονότι τέτοια προγράμματα εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας από τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων, εντούτοις υπόκεινται καταρχήν στις λοιπές διατάξεις της οδηγίας για τις τηλεοπτικές διαφημίσεις, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεώσεως σαφούς διακρίσεως από το συντακτικό περιεχόμενο την οποία θεσπίζει το άρθρο 19, παράγραφος 1. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 96 της οδηγίας 2010/13 επισημαίνει ότι αναγγελίες αποτελούμενες από αποσπάσματα προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα. Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής, αναγγελίες προγραμμάτων που δεν περιλαμβάνουν τέτοια αποσπάσματα, αλλά επί παραδείγματι απλώς αναφέρουν τον τίτλο, θα πρέπει επίσης να διακρίνονται σαφώς από το συντακτικό περιεχόμενο καθώς και από άλλες μορφές διαφημίσεως.

20.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, πρέπει πρωτίστως να επισημανθεί ότι η εν λόγω διάταξη, εκτός των οπτικών και ακουστικών σημάτων, επιτρέπει επίσης ρητώς τη διάκριση των διαφημίσεων από το συντακτικό περιεχόμενο και με χωρικά μέσα (διαχωρισμός της οθόνης). Ταυτοχρόνως όμως απαιτείται, βάσει του πρώτου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως, οι τηλεοπτικές διαφημίσεις να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες και διακριτές από το συντακτικό περιεχόμενο.

21.

Εντούτοις, η μέθοδος «split screen» μπορεί να χρησιμοποιηθεί —και όντως χρησιμοποιείται συχνά— όχι μόνο για την προβολή διαφημίσεων, αλλά και για την προβολή περιεχομένου διαφορετικού είδους, όπως επί παραδείγματι ιδιαιτέρως σημαντικών πληροφοριών μέσω του αποκαλούμενου «Newsticker» στο κάτω τμήμα της οθόνης, αλλά και διαγωνισμών για τους τηλεθεατές, αυτοπροβολής του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού κ.λπ. Επομένως, ο διαχωρισμός της οθόνης και μόνον δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι προβάλλεται διαφήμιση σε τμήμα της.

22.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2010/13, οι διαφημίσεις πρέπει να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες και διακριτές από το συντακτικό περιεχόμενο, δεν αρκεί κατά τη γνώμη μου οι διαφημίσεις να προβάλλονται σε τμήμα της διαχωρισμένης οθόνης. Το εν λόγω τμήμα πρέπει επιπροσθέτως να έχει επισημανθεί αναλόγως ώστε ο τηλεθεατής να μην έχει αμφιβολία ότι το προβαλλόμενο πρόγραμμα αποτελεί διαφήμιση. Τέτοια σήμανση μπορεί να έχει τη μορφή ακουστικού ή οπτικού σήματος, παρόμοιου με το σήμα που διακρίνει τις διαφημίσεις που προβάλλονται σε ολόκληρη την οθόνη, ή τη μορφή ειδικής σήμανσης η οποία θα προβάλλεται συνεχώς στο τμήμα της διαχωρισμένης οθόνης που προορίζεται για διαφημίσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να αναγγέλλεται με σαφήνεια το είδος του εμπορικού προγράμματος, ήτοι αν πρόκειται για διαφημίσεις, τηλεπωλήσεις, αυτοπροβολή κ.λπ. Ο διαχωρισμός της οθόνης και μόνον, χωρίς επιπρόσθετη σήμανση, δεν εξασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού που θέτει το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2010/13.

23.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει μνεία και του άρθρου 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 κατά το οποίο οι διαφημίσεις που παρεμβάλλονται κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων δεν πρέπει να επηρεάζουν τη συνοχή των προγραμμάτων. Συνεπώς, τα σήματα τα οποία αναγγέλλουν τις διαφημίσεις που προβάλλονται στο ένα τμήμα της οθόνης πρέπει να έχουν μορφή που πληροί την ως άνω προϋπόθεση.

24.

Για τους ανωτέρω λόγους προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι ο διαχωρισμός και μόνον της οθόνης σε επιμέρους τμήματα, από τα οποία το ένα προορίζεται για διαφημίσεις, δεν αποτελεί επαρκή τρόπο διακρίσεως των εν λόγω διαφημίσεων από το συντακτικό περιεχόμενο. Το τμήμα που προορίζεται για διαφημίσεις πρέπει επιπροσθέτως να έχει επισημανθεί με οπτικό ή ακουστικό σήμα κατά την έναρξη ή το τέλος του διαφημιστικού διαλείμματος ή με σταθερή ένδειξη η οποία προβάλλεται κατά τη διάρκεια του διαχωρισμού της οθόνης. Αυτό το σήμα ή αυτή η ένδειξη πρέπει να δηλώνει με σαφήνεια το είδος του προβαλλόμενου προγράμματος.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

25.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13, έχουν την έννοια ότι η προβολή πληροφοριών για πρόγραμμα το οποίο δέχεται χορηγία σε χρόνο διαφορετικό από τον χρόνο μεταδόσεως του προγράμματος αποτελεί στην πραγματικότητα τηλεοπτική διαφήμιση.

26.

Οι διατάξεις της οδηγίας 2010/13 με τις οποίες ορίζεται η χορηγία τηλεοπτικών προγραμμάτων ( 3 ) δεν είναι διατυπωμένες με απόλυτη σαφήνεια. Συγκεκριμένα, αφενός, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της ως άνω οδηγίας, ως χορηγία νοείται κάθε συνεισφορά προσώπων που δεν παρέχουν υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων ή δεν παράγουν οπτικοακουστικά έργα (οι αποκαλούμενοι «χορηγοί») για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ή προγραμμάτων, με σκοπό την προώθηση της επωνυμίας, του εμπορικού σήματος, της εικόνας, των δραστηριοτήτων ή των προϊόντων τους. Αφετέρου, το ίδιο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας κατατάσσει τη χορηγία στις μορφές «οπτικοακουστικής εμπορικής ανακοινώσεως».

27.

Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η χορηγία εν στενή εννοία συνιστά συμμετοχή του χορηγού στη χρηματοδότηση τηλεοπτικού προγράμματος, ενώ η οπτικοακουστική εμπορική ανακοίνωση αποτελεί πληροφόρηση περί του ανωτέρω, η οποία συνοδεύει πρόγραμμα το οποίο δέχεται χορηγία. Η πληροφόρηση αυτή εξυπηρετεί, αφενός, την πραγματοποίηση του σκοπού της χορηγίας, που έγκειται ακριβώς στην προώθηση του χορηγού, αλλά, αφετέρου, είναι επίσης αναγκαία βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13 προκειμένου να πληροφορηθεί ο τηλεθεατής ότι το πρόγραμμα δέχεται χορηγία. Η χορηγία με σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν της διαφημίσεως του χορηγού, όπως επί παραδείγματι για την άσκηση επιρροής επί του περιεχομένου προγραμμάτων (το οποίο ρητώς απαγορεύεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας) καθώς και η μη γνωστοποιημένη χορηγία ( 4 ) είναι παράνομες.

28.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω και όπως ορθώς επισημαίνει η Πολωνική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στην υπό κρίση υπόθεση, η πληροφόρηση ότι ορισμένο πρόγραμμα δέχεται χορηγία εξυπηρετεί δύο σκοπούς. Πρώτον, αποτελεί ενημέρωση για τον τηλεθεατή και αποτρέπει τις μη γνωστοποιημένες χορηγίες με τις οποίες επιδιώκονται άλλοι σκοποί πλην της διαφημίσεως του χορηγού. Δεύτερον, εξυπηρετεί ακριβώς αυτόν τον διαφημιστικό σκοπό μέσω της προβολής και διαδόσεως της επωνυμίας, του εμπορικού σήματος ή άλλων περιεχομένων συνδεομένων με τον χορηγό.

29.

Υπό αυτήν τη δεύτερη λειτουργία, η πληροφόρηση για τη χορηγία μπορεί συνεπώς να συγκριθεί με την τηλεοπτική διαφήμιση. Οι επιχειρήσεις χορηγούν τηλεοπτικά προγράμματα για να διαδώσουν την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα τους ή για να βελτιώσουν τη δημόσια εικόνα τους. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται εμμέσως η αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρουν και ως εκ τούτου η επίτευξη των ίδιων σκοπών με αυτούς που εξυπηρετεί και η διαφήμιση.

30.

Δύσκολα μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό το επιχείρημα που διατύπωσε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της επί της υπό κρίση υποθέσεως ότι ο μόνος σκοπός των γνωστοποιήσεων χορηγίας είναι η πληροφόρηση των τηλεθεατών για την ύπαρξη συμφωνίας χορηγίας. Δεν συμμερίζομαι επίσης τη γνώμη που διατυπώνει η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των γνωστοποιήσεων χορηγίας, με τις οποίες επιδιώκεται αποκλειστικώς η ταυτοποίηση του χορηγού, και των τηλεοπτικών διαφημίσεων, με τις οποίες επιδιώκεται η προώθηση των πωλήσεων προϊόντων και υπηρεσιών. Η απόφαση Österreichischer Rundfunk ( 5 ), στην οποία παραπέμπει η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της προς αιτιολόγηση της θέσεώς της, δεν είχε ως αντικείμενο τη διαφορά μεταξύ χορηγίας και διαφημίσεως, αλλά το ζήτημα αν ένας τηλεοπτικός διαγωνισμός με δώρα για τους τηλεθεατές και οι προβαλλόμενες στην τηλεόραση αναγγελίες του διαγωνισμού αυτού αποτελούν διαφήμιση.

31.

Στην πραγματικότητα, η πληροφόρηση για τη χορηγία προγράμματος διαφέρει από τη διαφήμιση μόνον ως προς τη μορφή και όχι ως προς τον σκοπό ή την ουσία του προγράμματος. Ακόμη και αυτή η διαφορά ως προς τη μορφή δεν συντρέχει πάντοτε διότι η διαφήμιση μπορεί επίσης να περιορίζεται στην παρουσίαση της επωνυμίας ή του εμπορικού σήματος και του προϊόντος ή της υπηρεσίας της επιχείρησης χωρίς πρόσθετο περιεχόμενο. Ο λόγος είναι ότι η οδηγία 2010/13 δεν θέτει περιορισμούς όσον αφορά τη μορφή των τηλεοπτικών διαφημίσεων. Στην περίπτωση αυτή, η διαφήμιση ομοιάζει με την πληροφόρηση για τη χορηγία προγράμματος (ανακοινώσεις χορηγίας κατά την ορολογία του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13).

32.

Επομένως, ο μόνος λόγος για τον οποίον το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13 επιτάσσει να μη προσμετρώνται οι ανακοινώσεις χορηγίας στον διαφημιστικό τηλεοπτικό χρόνο είναι η λειτουργία πληροφορήσεως που επιτελούν. Η εν λόγω λειτουργία έχει ωστόσο ληφθεί υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης με την υποχρέωση που θεσπίζει το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας σύμφωνα με την οποία τέτοιες ανακοινώσεις πρέπει να επισημαίνονται σαφώς κατά την έναρξη, τη διάρκεια ή/και το τέλος των προγραμμάτων. Αντιθέτως, πληροφορίες για χορηγό οι οποίες προβάλλονται σε άλλον χρόνο δεν επιτελούν λειτουργία πληροφορήσεως αλλά αποκλειστικώς διαφημιστική λειτουργία.

33.

Με άλλα λόγια, ανακοινώσεις χορηγίας κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13 είναι μόνον εκείνες οι οποίες εξυπηρετούν τον σκοπό της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως που θεσπίζεται με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ. Εντούτοις, η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει όχι τόσο την πληροφόρηση για προγράμματα τα οποία δέχονται χορηγία όσο τα ίδια τα προγράμματα. Το πρόγραμμα που δέχεται χορηγία πρέπει να επισημαίνεται διότι τέτοια σήμανση εξασφαλίζει ότι ο τηλεθεατής ενημερώνεται σε απαιτούμενο και ταυτοχρόνως ικανοποιητικό βαθμό ( 6 ). Η απαλλαγή που θεσπίζεται με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας καταλαμβάνει ως εκ τούτου μόνον τις ανακοινώσεις χορηγίας που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ήτοι εκείνες που προβάλλονται κατά την έναρξη, τη διάρκεια ή/και το τέλος του προγράμματος που δέχεται χορηγία. Συνεπώς, δεν καταλαμβάνει την πληροφόρηση για τη χορηγία προγραμμάτων που προβάλλεται σε άλλο χρόνο, έστω και αν η εν λόγω πληροφόρηση συνδέεται με προγράμματα που δέχονται χορηγία, όπως επί παραδείγματι οι αναγγελίες των προγραμμάτων αυτών.

34.

Αποτελεί γεγονός ότι —όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της επί της υπό κρίση υποθέσεως—, όσον αφορά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ ( 7 ) (πρώην άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν περιορίζει την προβολή πληροφοριών για τη χορηγία προγράμματος μόνο στην έναρξη ή/και στο τέλος του προγράμματος ( 8 ). Ωστόσο, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε τη δυνατότητα προβολής πληροφορήσεως για χορηγία κατά τη διάρκεια του προγράμματος που δέχεται τη χορηγία. Σήμερα, η εν λόγω απόφαση έχει, ούτως ειπείν, «αναλωθεί» από τον νομοθέτη της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/13 προβλέπει ρητώς την εν λόγω δυνατότητα. Φρονώ όμως ότι η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε πληροφόρηση για τη χορηγία προγράμματος, η οποία προβάλλεται σε οποιαδήποτε στιγμή, αποτελεί ανακοίνωση χορηγίας κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας και εμπίπτει στην εξαίρεση από τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων που προβλέπει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου.

35.

Αντιθέτως, μια τέτοια ανακοίνωση πρέπει, λόγω της διαφημιστικής λειτουργίας που επιτελεί, να λογίζεται ως τηλεοπτική διαφήμιση και να υπόκειται σε όλους τους κανόνες τους οποίους θεσπίζει η οδηγία 2010/13 για τέτοιες διαφημίσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον χρόνο μεταδόσεως (άρθρο 23, παράγραφος 1) και τη διάκριση από άλλα μέρη του προγράμματος (άρθρο 19, παράγραφος 1). Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα καθιστούσε δυνατή την κατάχρηση της εξαιρέσεως που προβλέπει το 23, παράγραφος 2, της οδηγίας, καθόσον θα αρκούσε επί παραδείγματι η αρκούντως συχνή προβολή της —επισημαινόμενης με αντίστοιχη πληροφόρηση για τον χορηγό— αναγγελίας προγράμματος που δέχεται χορηγία προκειμένου να καταστρατηγηθεί εύκολα ο περιορισμός του χρόνου μεταδόσεως διαφημίσεων τον οποίο προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας.

36.

Για τους ανωτέρω λόγους προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι τα άρθρα 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13 έχουν την έννοια ότι η προβολή πληροφοριών για χορηγία σε χρόνο διαφορετικό από την έναρξη, τη διάρκεια ή/και το τέλος του προγράμματος που δέχεται χορηγία αποτελεί τηλεοπτική διαφήμιση και δεν εμπίπτει στην εξαίρεση από τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

37.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι ο εκεί προβλεπόμενος μέγιστος επιτρεπόμενος χρόνος μεταδόσεως διαφημίσεων αφορά μόνο τη διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος ή ότι ο εν λόγω περιορισμός του διαφημιστικού χρόνου καταλαμβάνει τον συνολικό χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων (με την εξαίρεση των προγραμμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου), συμπεριλαμβανομένων επομένως και των διακοπών μεταξύ των επιμέρους διαφημιστικών μηνυμάτων.

38.

Το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού του χρόνου για τον σκοπό της εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις τηλεοπτικές διαφημίσεις έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεων του Δικαστηρίου. Με την απόφαση ARD ( 9 ) το Δικαστήριο επιλήφθηκε του ερωτήματος κατά πόσον οι κανόνες που θεσπίζονται με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/552 (στη διάταξη αυτή αντιστοιχεί τώρα το άρθρο 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13), ως προς τη συχνότητα με την οποία επιτρέπεται να διακόπτονται τα προγράμματα από διαφημίσεις, αφορούν την «καθαρή διάρκεια» του προγράμματος, ήτοι μόνο τη διάρκεια του συντακτικού περιεχομένου, ή τη «μικτή διάρκεια», προσμετρώντας δηλαδή στη διάρκεια και τα διαφημιστικά διαλείμματα.

39.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε αρχικώς ότι από τη γραμματική ερμηνεία δεν προκύπτει σαφής απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα και αποφάνθηκε ότι ο σκοπός της οδηγίας 89/552, ο οποίος έγκειται στην κατοχύρωση της διασυνοριακής μεταδόσεως των τηλεοπτικών προγραμμάτων, απαιτεί την ερμηνεία της οικείας διατάξεως υπό την έννοια ότι επιτρέπεται ο μέγιστος δυνατός αριθμός διαφημιστικών διαλειμμάτων κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος, εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή της «μικτής διάρκειας» του προγράμματος ( 10 ). Εάν εφαρμοστεί η ως άνω επιχειρηματολογία στην υπό κρίση υπόθεση θα πρέπει να υιοθετηθεί η πλέον φιλελεύθερη ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 κατά την οποία ο εκεί προβλεπόμενος μέγιστος επιτρεπόμενος διαφημιστικός χρόνος αφορά μόνον την ίδια τη διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος και δεν καταλαμβάνει επί παραδείγματι τον χρόνο της αποκαλούμενης «μαύρης οθόνης».

40.

Ωστόσο, στην πρόσφατη νομολογία του το Δικαστήριο επισήμανε επίσης και άλλους σκοπούς τους οποίους πρέπει να εξυπηρετούν οι ειδικές διατάξεις της οδηγίας 89/552. Ιδίως με την απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας ( 11 ) το Δικαστήριο επισήμανε, παραπέμποντας εμμέσως στην απόφαση ARD, ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε να εναρμονισθεί η άσκηση της ελευθερίας μεταδόσεως διαφημιστικών μηνυμάτων με την ανάγκη προστασίας των τηλεθεατών από την υπερβολική μετάδοση διαφημίσεων ( 12 ).

41.

Αλλά και η αιτιολογική σκέψη 83 της οδηγίας 2010/13 καταλέγει τη διασφάλιση της πλήρους και κατάλληλης προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών ως τηλεθεατών μεταξύ των σκοπών της οδηγίας αυτής. Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σπουδαιότητα αυτής της προστασίας —ήδη με βάση την οδηγία 2010/13—και με την απόφαση Sky Italia ( 13 ). Τούτων δοθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της προστασίας των τηλεθεατών από την υπερβολική μετάδοση διαφημίσεων καθώς και κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την ισόρροπη προστασία, αφενός, των οικονομικών συμφερόντων των τηλεοπτικών οργανισμών και των διαφημιζομένων επιχειρήσεων και, αφετέρου, των συμφερόντων των τηλεθεατών ( 14 ).

42.

Επομένως, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 προβλέπει μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως «διαφημιστικών μηνυμάτων», εντούτοις η διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνευθεί κατά γράμμα υπό την έννοια ότι το εν λόγω όριο καταλαμβάνει αποκλειστικώς τη διάρκεια των μηνυμάτων αυτών. Φρονώ ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε στην ως άνω διάταξη την έννοια «διαφημιστικά μηνύματα» προκειμένου να διακρίνει αυτό το είδος διαφημίσεως από άλλες μορφές οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων, όπως ιδίως της αυτοπροβολής, των ανακοινώσεων χορηγίας και της τοποθέτησης προϊόντων που κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας εξαιρούνται από τον περιορισμό του χρόνου μεταδόσεως.

43.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης καθόρισε τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων ως τμήμα του συνολικού χρόνου μεταδόσεως (20 % σε κάθε ωρολογιακή ώρα). Με τον τρόπο αυτόν διακρίνεται ο χρόνος μεταδόσεως σε χρόνο για διαφημίσεις (και τηλεπωλήσεις) —κατ’ ανώτατο όριο 20 %— και σε χρόνο για συντακτικό περιεχόμενο και ενδεχομένως για εμπορικές ανακοινώσεις που δεν καταλαμβάνονται από τον περιορισμό —κατ’ ελάχιστο όριο 80 %.

44.

Αντιθέτως, είναι σαφές ότι ορισμένο τμήμα του χρόνου μεταδόσεως —εκτός του κυρίως προγράμματος (ήτοι διαφημιστικά μηνύματα κατά τη διάρκεια του διαφημιστικού χρόνου και προγράμματα κατά τη διάρκεια του συντακτικού περιεχομένου)— περιλαμβάνει από τεχνικής απόψεως αναγκαία στοιχεία όπως ανακοινώσεις, εναρκτήριους τίτλους προγραμμάτων ή διακοπές μεταξύ τους. Μεταξύ αυτών των στοιχείων περιλαμβάνεται και ο χρόνος «μαύρης οθόνης» που διακρίνει τα επιμέρους «διαφημιστικά μηνύματα» μεταξύ τους. Μολονότι αυτός ο χρόνος δεν ανήκει στη διάρκεια των εν λόγω μηνυμάτων εν στενή εννοία, είναι όμως χρόνος μεταδόσεως διαφημίσεων, όπως επίσης ορθώς επισημαίνουν η Φινλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στην υπό κρίση υπόθεση, διότι είναι απαραίτητος για τη διάκριση των διαφημιστικών μηνυμάτων μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτόν ο χρόνος «μαύρης οθόνης» πρέπει να προσμετράται στον μέγιστο επιτρεπόμενο διαφημιστικό χρόνο που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13.

45.

Παρόμοια είναι η περίπτωση των οπτικών ή ακουστικών σημάτων τα οποία διακρίνουν τα διαφημιστικά προγράμματα από το συντακτικό περιεχόμενο. Μολονότι δεν πρόκειται για διαφημιστικά μηνύματα, ωστόσο η μετάδοση των σημάτων αυτών είναι υποχρεωτική βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/13. Συνεπώς, ο χρόνος μεταδόσεως αυτών των σημάτων αποτελεί χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων εν ευρεία εννοία και πρέπει επίσης να προσμετράται στο όριο που καθορίζεται με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13.

46.

Σε περίπτωση διακρίσεως της διαφημίσεως με χωρικά μέσα το εν λόγω όριο καταλαμβάνει τον συνολικό χρόνο κατά τον οποίον εμφανίζεται στην οθόνη το πεδίο που προορίζεται για διαφημίσεις. Είναι ασφαλώς προφανές ότι ο μέγιστος επιτρεπόμενος χρόνος δεν διαφοροποιείται και ανέρχεται στο 20 % κάθε ωρολογιακής ώρας ακόμη και αν οι διαφημίσεις προβάλλονται μόνο σε τμήμα της οθόνης.

47.

Για τους ανωτέρω λόγους προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι στον προβλεπόμενο με την εν λόγω διάταξη μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως προσμετράται ο χρόνος από την έναρξη μεταδόσεως του οπτικού ή ακουστικού σήματος το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του διαφημιστικού διαλείμματος μέχρι τη λήξη μεταδόσεως του οπτικού ή ακουστικού σήματος το οποίο σηματοδοτεί το τέλος του διαφημιστικού διαλείμματος. Σε περίπτωση διακρίσεως των διαφημίσεων από άλλα τμήματα του προγράμματος με χωρικά μέσα, το εν λόγω όριο καταλαμβάνει τον συνολικό χρόνο κατά τον οποίον εμφανίζεται στην οθόνη το πεδίο που προορίζεται για διαφημίσεις.

Καταληκτική επισήμανση: Ελάχιστη εναρμόνιση και διαφάνεια των εθνικών διατάξεων

48.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων —συμπεριλαμβανομένων και των τηλεοπτικών οργανισμών— οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία τους να συμμορφώνονται προς λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με τη νομολογία του την εξουσία αυτή των κρατών μελών επισημαίνοντας ότι η εναρμόνιση των κανόνων των κρατών μελών στην οποία προβαίνει η οδηγία 2010/13 έχει τον χαρακτήρα ελάχιστης εναρμονίσεως ( 15 ). Συναφώς, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν δεχτεί την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα της υπό κρίση υποθέσεως επιλέγοντας μια πιο φιλελεύθερη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας 2010/13, εγείρεται το ζήτημα αν οι εν λόγω διατάξεις εμποδίζουν τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες όπως οι εφαρμοσθέντες από τη φινλανδική ρυθμιστική αρχή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

49.

Καταρχήν φρονώ ότι η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική. Τόσο η απαίτηση για σαφή σήμανση των διαφημιστικών προγραμμάτων, τα οποία διακρίνονται από τα άλλα τμήματα του τηλεοπτικού προγράμματος με χωρικά μέσα, αλλά και οι περιορισμοί όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο προβολής πληροφοριών για τη χορηγία προγραμμάτων, όσο επίσης και η προσμέτρηση του χρόνου της αποκαλούμενης «μαύρης οθόνης» στον μέγιστο επιτρεπόμενο διαφημιστικό χρόνο εμπίπτουν στην έννοια των λεπτομερέστερων ή αυστηρότερων κανόνων και καταλαμβάνονται από την εξουσιοδότηση που παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.

50.

Φρονώ, ωστόσο, με πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των έννομων τάξεων των κρατών μελών, ότι τέτοιοι λεπτομερέστεροι ή αυστηρότεροι κανόνες πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια. Αντιθέτως, εθνικές διατάξεις πανομοιότυπες ή παρεμφερείς με αυτές της οδηγίας 2010/13 και οι οποίες δεν παρεκκλίνουν ρητώς από αυτές πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ενιαίο σε όλη την Ένωση και δη, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που παρέχει η νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, οι φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών έχουν την εύλογη προσδοκία να ερμηνεύονται οι κανόνες που έχουν παρόμοιο γράμμα με αυτό των διατάξεων της οδηγίας κατά τρόπο ομοιόμορφο και αμετάβλητο. Συνεπώς, η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αποκλειστικά και μόνον υπό το πρίσμα της εθνικής δικαστικής και διοικητικής πρακτικής θα υπονόμευε την ασφάλεια δικαίου αυτών των φορέων καθώς και τον κύριο σκοπό της οδηγίας που έγκειται στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών.

Πρόταση

51.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus ως εξής:

«1)

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), έχει την έννοια ότι ο διαχωρισμός και μόνον της οθόνης σε επιμέρους τμήματα, από τα οποία το ένα προορίζεται για διαφημίσεις, δεν αποτελεί επαρκή τρόπο διακρίσεως των εν λόγω διαφημίσεων από το συντακτικό περιεχόμενο. Το τμήμα που προορίζεται για διαφημίσεις πρέπει επιπροσθέτως να έχει επισημανθεί με οπτικό ή ακουστικό σήμα κατά την έναρξη ή το τέλος του διαφημιστικού διαλείμματος ή με σταθερή ένδειξη η οποία προβάλλεται κατά τη διάρκεια του διαχωρισμού της οθόνης. Αυτό το σήμα ή αυτή η ένδειξη πρέπει να δηλώνει με σαφήνεια το είδος του προβαλλόμενου προγράμματος.

2)

Τα άρθρα 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/13 έχουν την έννοια ότι η προβολή πληροφοριών για χορηγία σε χρόνο διαφορετικό από την έναρξη, τη διάρκεια ή/και το τέλος του προγράμματος που δέχεται χορηγία αποτελεί τηλεοπτική διαφήμιση και δεν εμπίπτει στην εξαίρεση από τον μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως διαφημίσεων που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

3)

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 έχει την έννοια ότι στον προβλεπόμενο με την εν λόγω διάταξη μέγιστο επιτρεπόμενο χρόνο μεταδόσεως προσμετράται ο χρόνος από την έναρξη μεταδόσεως του οπτικού ή ακουστικού σήματος το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του διαφημιστικού διαλείμματος μέχρι τη λήξη μεταδόσεως του οπτικού ή ακουστικού σήματος το οποίο σηματοδοτεί το τέλος του διαφημιστικού διαλείμματος. Σε περίπτωση διακρίσεως των διαφημίσεων από άλλα τμήματα του προγράμματος με χωρικά μέσα, το εν λόγω όριο καταλαμβάνει τον συνολικό χρόνο κατά τον οποίον εμφανίζεται στην οθόνη το πεδίο που προορίζεται για διαφημίσεις.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πολωνική.

( 2 )   EE L 95, σ. 1.

( 3 )   Βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2010/13, η χορηγία μπορεί, εκτός από τις τηλεοπτικές προβολές, να αφορά και άλλες υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Για λόγους σαφήνειας ωστόσο, με τις παρούσες προτάσεις θα αρκεστώ στην εξέταση του ζητήματος της χορηγίας τηλεοπτικών προγραμμάτων καθόσον τούτο αποτελεί και το αντικείμενο των υπό εξέταση προδικαστικών ερωτημάτων. Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ τηλεοπτικής προβολής και άλλων μορφών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων παραπέμπω στις προτάσεις μου στην υπόθεση New Media Online (C‑347/14, EU:C:2015:434).

( 4 )   Το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/13 περιλαμβάνει επίσης περαιτέρω περιορισμούς της χορηγίας οι οποίοι ωστόσο δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

( 5 )   C‑195/06, EU:C:2007:613.

( 6 )   Υπενθυμίζω ότι κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/13 «τα προγράμματα που δέχονται χορηγία [...] πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις» (η υπογράμμιση δική μου).

( 7 )   Οδηγία του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23). Η οδηγία 2010/13 αποτελεί κωδικοποίηση της οδηγίας 89/552.

( 8 )   Απόφαση RTI κ.λπ. (C-320/94, C-328/94, C-329/94 και C-337/94 έως C-339/94, EU:C:1996:486, σκέψη 43).

( 9 )   C‑6/98, EU:C:1999:532.

( 10 )   Απόφαση ARD (C‑6/98, EU:C:1999:532, σκέψεις 28 έως 32).

( 11 )   C‑281/09, EU:C:2011:767.

( 12 )   Απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑281/09, EU:C:2011:767, σκέψεις 48 και 49). Βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑281/09, EU:C:2011:216, σημείο 75).

( 13 )   C‑234/12 (EU:C:2013:496, σκέψη 17).

( 14 )   Υπό την έννοια αυτήν επίσης η απόφαση Sky Italia (C-234/12, EU:C:2013:496, σκέψη 18).

( 15 )   Βλ. ιδίως αποφάσεις Leclerc-Siplec (C-412/93, EU:C:1995:26, σκέψεις 29 και 44) και Sky Italia (C-234/12, EU:C:2013:496, σκέψη 12).