ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 3ης Φεβρουαρίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑5/14

Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH

κατά

Hauptzollamt Osnabrück

[αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Ρύθμιση κράτους μέλους περί φορολογήσεως των πυρηνικών καυσίμων — Συμβατότητα προς το εθνικό σύνταγμα και το δίκαιο της Ένωσης — Οδηγία 2003/96/ΕΚ — Άρθρα 2 και 14 — Οδηγία 2008/118/ΕΚ — Άρθρο 1 — Άρθρο 107 ΣΛΕΕ — Άρθρα 93 ΑΕ, 191 ΑΕ και 192 ΑΕ»

Εισαγωγή

1.

Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η επιβολή από κράτος μέλος φόρου επί της χρήσεως σχάσιμων υλικών εις βάρος των προσώπων που εκμεταλλεύονται πυρηνικούς σταθμούς; Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το ερώτημα του Finanzgericht Hamburg (δικαστήριο επιλύσεως οικονομικών διαφορών του Αμβούργου, Γερμανία).

2.

Το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει πολλές επιμέρους πτυχές. Πράγματι, αφορά τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο Συνθηκών. Θα πρέπει επίσης να αναλυθεί το εναρμονισμένο σύστημα των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.

3.

Τέλος, ή για να είμαι πιο ακριβής πριν από τη διαπραγμάτευση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, θα πρέπει να εξεταστεί το πρόβλημα της σχέσεως μεταξύ της προδικαστικής διαδικασίας και των διαδικασιών ελέγχου της συνταγματικότητας στα κράτη μέλη.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Τα άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 93 ΑΕ, 191 ΑΕ και 192 ΑΕ είναι οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου που αποτελούν το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Είναι επαρκώς γνωστά οπότε δεν συντρέχει λόγος να τα παραθέσω.

5.

Το εναρμονισμένο καθεστώς των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας ερείδεται στην οδηγία 2008/118/EΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ ( 2 ), και στην οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας ( 3 ). Η πρώτη οδηγία καθορίζει τους γενικούς κανόνες του καθεστώτος των ειδικών φόρων καταναλώσεως, ενώ η δεύτερη εξειδικεύει περισσότερο τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας.

6.

Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2003/96 ορίζουν:

«Άρθρο 1

Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 2

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο όρος “ενεργειακά προϊόντα” εφαρμόζεται στα προϊόντα:

α)

που υπάγονται στους κωδικούς 1507 έως 1518 της ΣΟ, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων·

β)

που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2701, 2702 και 2704 έως 2715·

γ)

που υπάγονται στους κωδικούς 2901 και 2902 της ΣΟ·

δ)

τα προϊόντα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 2905 11 00 και δεν παράγονται με συνθετικό τρόπο, όταν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο εσωτερικής ή εξωτερικής καύσης·

ε)

που υπάγονται στον κωδικό 3403 της ΣΟ·

στ)

που υπάγονται στον κωδικό 3811 της ΣΟ·

ζ)

που υπάγονται στον κωδικό 3817 της ΣΟ·

η)

που υπάγονται στον κωδικό 3824 90 99 της ΣΟ, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στην ηλεκτρική ενέργεια που υπάγεται στον κωδικό 2716 της ΣΟ.

3.   Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, να διατεθούν προς πώληση ή να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα κινητήρων ή ως καύσιμα θέρμανσης, τα ενεργειακά προϊόντα, εκτός εκείνων για τα οποία καθορίζεται επίπεδο φορολογίας στην παρούσα οδηγία, φορολογούνται, αναλόγως της χρήσης, με το συντελεστή του ισοδυνάμου καυσίμου θέρμανσης ή καυσίμου κινητήρων.

Εκτός από τα φορολογητέα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κάθε προϊόν το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, διατίθεται προς πώληση ή χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων ή ως πρόσθετο ή προκειμένου να αυξήσει τον τελικό όγκο του καυσίμου κινητήρων, φορολογείται με τον συντελεστή του ισοδυνάμου καυσίμου κινητήρων.

Εκτός από τα φορολογητέα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κάθε άλλος υδρογονάνθρακας, εκτός της τύρφης, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, διατίθεται προς πώληση ή χρησιμοποιείται για θέρμανση, φορολογείται με τον συντελεστή του ισοδυνάμου ενεργειακού προϊόντος.

[…]»

7.

Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96:

«Εκτός από τις γενικές διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ σχετικά με τις απαλλασσόμενες χρήσεις των φορολογητέων προϊόντων και με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα ακόλουθα προϊόντα από τη φορολογία, υπό τις προϋποθέσεις που θα ορίσουν προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και απρόσκοπτη εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή ή η κατάχρηση:

α)

ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ικανότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, να επιβάλουν στα προϊόντα αυτά φορολογία χωρίς να υποχρεούνται να τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που θεσπίζει η παρούσα οδηγία. […]»

8.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/118 ορίζει:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων (εφεξής: προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης):

α)

ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια που εμπίπτουν στην οδηγία 2003/96/ΕΚ,

[…]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν, για ειδικούς σκοπούς, να επιβάλλουν πρόσθετους έμμεσους φόρους στα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, υπό τον όρο ότι οι φόροι αυτοί είναι σύμφωνοι με τους κοινοτικούς κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου, εξαιρουμένων των διατάξεων περί απαλλαγών.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν φόρους:

α)

σε προϊόντα πλην των υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης,

[…]

Ωστόσο, η επιβολή αυτών των φόρων δεν μπορεί, κατά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, να συνεπάγεται διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.»

Το γερμανικό δίκαιο

9.

Ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος εισήχθη με τον νόμο σχετικά με τον φόρο πυρηνικών καυσίμων (Kernbrennstoffsteuergesetz), της 8ης Δεκεμβρίου 2010 ( 4 ) (στο εξής: KernbrStG). Κατά τον νόμο αυτόν, τα πυρηνικά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για τη βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεινται στον φόρο πυρηνικών καυσίμων. Ως πυρηνικά καύσιμα νοούνται το πλουτώνιο 239 και 241, καθώς και το ουράνιο 233 και 235. Ο φορολογικός συντελεστής καθορίζεται ανά γραμμάριο αυτού του καυσίμου και ανέρχεται σε 145 ευρώ. Ο φόρος καθίσταται απαιτητός όταν ένα καύσιμο στοιχείο χρησιμοποιείται για πρώτη φορά σε πυρηνικό αντιδραστήρα και όταν προκαλείται αλυσιδωτή αντίδραση. Υπόχρεος του φόρου είναι ο εκμεταλλευόμενος την εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της σχάσεως σχάσιμων υλικών (πυρηνικός σταθμός).

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

10.

Η Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH, εταιρεία γερμανικού δικαίου, εκμεταλλεύεται έναν πυρηνικό σταθμό στην πόλη Lingen (Γερμανία). Σε φορολογική δήλωση με ημερομηνία 13 Ιουλίου 2011, δήλωσε το ποσό των 154117745 ευρώ ως φόρο επί των πυρηνικών καυσίμων για τα καύσιμα που χρησιμοποίησε στους αντιδραστήρες της τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Εκ παραλλήλου, άσκησε επίσης, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προσφυγή κατά της αρμόδιας φορολογικής αρχής, ήτοι κατά του Hauptzollamt Osnabrück, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εν λόγω φόρου υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

11.

Στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας στην οποία εμπλεκόταν άλλη εταιρεία εκμεταλλεύσεως πυρηνικού σταθμού, το αιτούν δικαστήριο προσέφυγε ενώπιον του Bundesverfassungsgericht (ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου) ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας του KernbrStG. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, η διαδικασία αυτή εισέτι εκκρεμεί.

12.

Ως εκ τούτου, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει δικαστήριο κράτους μέλους την ευχέρεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερωτήματα για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που του τέθηκαν σε σχέση με τη συμβατότητα εθνικού νόμου προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες, ακόμη και όταν το δικαστήριο όχι μόνον έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του νόμου προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σχημάτισε την πεποίθηση ότι ο εθνικός νόμος αντιβαίνει προς το εθνικό Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, έχει ήδη ζητήσει, στο πλαίσιο παράλληλης υποθέσεως, να αποφανθεί το κατά το εθνικό δίκαιο αποκλειστικά αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων συνταγματικό δικαστήριο, του οποίου όμως η απόφαση δεν έχει ακόμη εκδοθεί;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)

Αντιβαίνει στις οδηγίες 2008/118 και 2003/96, που εκδόθηκαν για την εναρμόνιση των ειδικών φόρων καταναλώσεως και για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια στην Ένωση, η επιβολή εθνικού φόρου ο οποίος πλήττει πυρηνικά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για τη βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας; Έχει σημασία συναφώς το κατά πόσον μπορεί να πιθανολογηθεί ότι ο εθνικός φόρος δύναται, μέσω της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, να μετακυλισθεί στον καταναλωτή και πώς πρέπει ενδεχομένως να ερμηνευθεί ο όρος μετακύλιση;

3)

Μπορεί μια επιχείρηση να αμυνθεί κατά φόρου τον οποίον επιβάλλει κράτος μέλος, για τον προσπορισμό εσόδων, στη χρησιμοποίηση πυρηνικών καυσίμων για τη βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, υποστηρίζοντας ότι η επιβολή του φόρου συνιστά αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα: Συνιστά μέτρο κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ ο KernbrStG, κατά τον οποίο, για τον προσπορισμό εσόδων, επιβάλλεται φόρος μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν για εμπορικούς σκοπούς ηλεκτρική ενέργεια με χρησιμοποίηση πυρηνικών καυσίμων; Ποιες συνθήκες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος αν άλλες επιχειρήσεις, στις οποίες δεν επιβάλλονται φόροι κατά τον ίδιο τρόπο, βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση;

4)

Αντιβαίνει η επιβολή του γερμανικού φόρου πυρηνικών καυσίμων στις ρυθμίσεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ;»

13.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιανουαρίου 2014. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ίδια αυτά μέρη εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2014.

Ανάλυση

14.

Το πρώτο ερώτημα αφορά κατ’ ουσίαν το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ως εκ τούτου, θα το εξετάσω πρώτο προτού υπεισέλθω στα ερωτήματα ουσίας στη σειρά με την οποία αυτά ετέθησαν.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

15.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν μπορεί να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ μολονότι εκκρεμεί εθνική διαδικασία (εν προκειμένω η διαδικασία αυτή κινήθηκε από το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, πλην όμως τούτο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία) ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου επί των οποίων ερείδεται η ατομική πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης. Βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, εάν το Bundesverfassungsgericht αποφανθεί ότι ο KernbrStG είναι αντισυνταγματικός χωρίς να περιορίσει μόνο για το μέλλον τα αποτελέσματα της αποφάσεώς του, η επίμαχη φορολογική δήλωση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης θα ακυρωθεί αυτομάτως, πράγμα το οποίο θα είχε ως συνέπεια να παύσει η κύρια διαδικασία και να καταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα άνευ αντικειμένου.

16.

Πρέπει να τονιστεί ευθύς εξαρχής ότι, υπό το φως παγίας νομολογίας του Δικαστηρίου, το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως είναι αναμφισβήτητο.

17.

Βεβαίως, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι, σε περίπτωση όπως είναι η υπόθεση της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα, διότι η λυσιτέλειά τους εξαρτάται από την έκβαση της εθνικής διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας. Εάν οι εθνικές διατάξεις ακυρωθούν αναδρομικώς, το ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν τίθεται πλέον. Εντούτοις, δεν είναι αυτή η προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της προδικαστικής διαδικασίας και των εθνικών διαδικασιών ελέγχου της συνταγματικότητας.

18.

Πράγματι, πρώτον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι ενδέχεται να αποτελεί πλεονέκτημα η επίλυση των προβλημάτων που ανάγονται αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο κατά τον χρόνο της παραπομπής στο Δικαστήριο, τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν εκτιμούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν ( 5 ).

19.

Έτσι, εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει υποβληθεί διαφορά σχετική με το δίκαιο της Ένωσης και το οποίο κρίνει ότι διάταξη του εθνικού δικαίου είναι όχι μόνον αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και αντισυνταγματική, ούτε χάνει την κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ευχέρεια ούτε απαλλάσσεται από την κατά το ίδιο άρθρο υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο ότι η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης του εσωτερικού δικαίου προϋποθέτει υποχρεωτικά την προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης θα πληττόταν, αν η ύπαρξη υποχρεώσεως προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορούσε να εμποδίσει το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς διεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης να ασκήσει την ευχέρεια που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει αν ένας εθνικός κανόνας συμβιβάζεται προς το δίκαιο αυτό ( 6 ).

20.

Δεύτερον, πάντοτε κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει προδήλως καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 7 ).

21.

Ωστόσο, φρονώ ότι τούτο δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Φρονώ ότι ουδεμία επιφύλαξη δημιουργούν η σχέση μεταξύ των τεθέντων ερωτημάτων και του υποστατού της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και ο επαρκής όγκος στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο.

22.

Ως προς τον υποθετικό χαρακτήρα του τεθέντος ζητήματος, δεδομένου ότι είναι αβέβαιο το αποτέλεσμα της παράλληλης διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας —τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως του συνταγματικού δικαστή όσο και τα διαχρονικά αποτελέσματά της—, είναι σαφές ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν υποθετικά εκ του λόγου και μόνον ότι υπάρχει μια τέτοια διαδικασία. Είναι προφανές ότι διάφορα γεγονότα μπορούν να προκαλέσουν τη διακοπή της κύριας δίκης πριν το Δικαστήριο αποφανθεί επί της δικαστικής παραπομπής, αρχής γενομένης από το πολύ απλό ενδεχόμενο της παραιτήσεως από το δικόγραφο. Μεταξύ αυτών των πιθανών πλην αβέβαιων γεγονότων περιλαμβάνεται η ακύρωση από τον συνταγματικό δικαστή των εθνικών διατάξεων που αποτελούν τη νομική βάση του αντικειμένου της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να συναγάγει τις συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος, και, ειδικότερα, να αποφασίσει εάν πρέπει είτε να εμμείνει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως είτε να την τροποποιήσει είτε να την αποσύρει ( 8 ). Εντούτοις, εν ουδεμία περιπτώσει το ενδεχόμενο αυτό, ακόμη και όταν είναι πιθανότερο λόγω της κινήσεως διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί ότι τα τεθέντα ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

23.

Πρέπει επίσης ως προς το σημείο αυτό να επιστήσω την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στους κανόνες περί προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 100 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου που ετέθη σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012. Κατά τη διάταξη αυτή, η ανάκληση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη έως την επίδοση με την οποία γνωστοποιείται η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως στους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους.

24.

Τέλος, τρίτον, το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η προδικαστική διαδικασία και η εθνική διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας έχουν διαφορετικό αντικείμενο και διαφορετικά έννομα αποτελέσματα. Η διαπίστωση από τον συνταγματικό δικαστή ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι αντισυνταγματική συνεπάγεται κατά κανόνα την κατάργηση της διατάξεως αυτής από την έννομη τάξη. Η κατάργηση αυτή μπορεί, ανάλογα με το εθνικό σύστημα, να παράγει συνέπειες ex nunc ή ex tunc, και μάλιστα από συγκεκριμένο χρονικό σημείο που προσδιορίζει ο ίδιος ο συνταγματικός δικαστής. Εάν ο συνταγματικός δικαστής επιληφθεί συγκεκριμένης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, τότε ενδέχεται η επίμαχη διάταξη, μολονότι ακυρώθηκε, να εφαρμόζεται επί του διαδίκου που προκάλεσε τον έλεγχο της συνταγματικότητας. Όλως διαφορετικά έχουν τα πράγματα στην περίπτωση της προδικαστικής διαδικασίας. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, όταν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ανακύπτει σύγκρουση μεταξύ διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας και διατάξεως της Συνθήκης που έχει απευθείας εφαρμογή (την οποία διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου σε απάντηση προδικαστικής παραπομπής), η σύγκρουση αυτή αίρεται με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, μη εφαρμοζόμενης, εν ανάγκη, της αντίθετης διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, και όχι με τη διαπίστωση της ακυρότητας της εθνικής διατάξεως, μη θιγόμενης σχετικώς της αρμοδιότητας των αρχών και των δικαιοδοτικών οργάνων εκάστου κράτους μέλους ( 9 ).

25.

Πρέπει να προστεθεί, έστω και αν τούτο δεν επηρεάζει την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η προσφυγή ενώπιον του συνταγματικού δικαστή αφορά τη φερόμενη προσβολή των εσωτερικών κανόνων περί δικαιοδοσίας, και επομένως διαφορετικό ζήτημα από αυτό της ενδεχόμενης ασυμβατότητας του KernbrStG με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

26.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ότι εθνικό δικαστήριο νομίμως υποβάλλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, μολονότι εκκρεμεί εθνική διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου που αποτελούν τη νομική βάση της επίμαχης στο πλαίσιο της κύριας δίκης ατομικής πράξεως.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

27.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος αντιβαίνει στις οδηγίες 2003/96 και 2008/118. Περαιτέρω, ερωτά εάν η δυνατότητα μετακυλίσεως ή όχι του εν λόγω φόρου στον καταναλωτή της ηλεκτρικής ενέργειας επηρεάζει την απάντηση στο ερώτημα αυτό.

28.

Το αιτούν δικαστήριο δεν εξειδικεύει, με το προδικαστικό ερώτημα, ποιες είναι οι διατάξεις των οδηγιών 2003/96 και 2008/118 στις οποίες θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιβαίνει ο επίμαχος φόρος. Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι πρόκειται ειδικότερα για το ζήτημα, πρώτον, εάν τα πυρηνικά καύσιμα εμπίπτουν στην απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 και, δεύτερον, εάν ο επίμαχος φόρος μπορεί να θεωρηθεί ότι βαρύνει εμμέσως την ηλεκτρική ενέργεια, πράγμα το οποίο θα τον καθιστούσε δυνητικώς ασυμβίβαστο προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118. Οι πιθανές συνέπειες της δυνατότητας μετακυλίσεως του επίμαχου φόρου αποτελεί μέρος αυτού του δευτέρου προβλήματος.

29.

Επομένως, αυτό το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα διαιρείται σε δύο σκέλη τα οποία θα αναλύσω χωριστά.

Επί της οδηγίας 2003/96

– Προεισαγωγικές παρατηρήσεις επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 επί των πυρηνικών καυσίμων

30.

Τα πυρηνικά καύσιμα εμπίπτουν στον τομέα που καλύπτει η Συνθήκη ΕΚΑΕ ( 10 ). Ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα εάν οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου οι οποίες εξεδόθησαν επί τη βάσει της Συνθήκης ΕΚ ( 11 ) μπορούν να διέπουν τη φορολόγηση ενός τέτοιου προϊόντος. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, η ανάλυση του πρώτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος θα καθίστατο άνευ αντικειμένου.

31.

Όταν εξεδόθη η οδηγία 2003/96, οι σχέσεις μεταξύ των Συνθηκών ΕΚ και ΕΚΑΕ διέπονταν από το άρθρο 305, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, κατά το οποίο «[η] παρούσα συνθήκη [Συνθήκη ΕΚ] δεν θίγει τις διατάξεις της [Συνθήκης ΕΚΑΕ]» ( 12 ). Εντούτοις, ο κανόνας αυτός, ο οποίος προσδίδει στη Συνθήκη ΕΚΑΕ και στη Συνθήκη ΕΚ την ίδια νομική αξία, δεν θεωρώ ότι επιλύει το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Συνθήκης ΕΚ στον τομέα που καλύπτει η Συνθήκη ΕΚΑΕ. Δύο προσεγγίσεις μπορούν να επιλεγούν για το ζήτημα αυτό ( 13 ).

32.

Η πρώτη προσέγγιση συνίσταται στη θεώρηση των δύο Κοινοτήτων ως απολύτως διακριτών και αυτοτελών ως προς τους αντίστοιχους τομείς τους. Ως εκ τούτου, οι πράξεις που εκδίδονται επί τη βάσει της Συνθήκης ΕΚ δεν εφαρμόζονται στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΕ και το αντίστροφο. Τούτο θα σήμαινε, σε συνδυασμό με την αρχή της αναθέσεως αρμοδιοτήτων, ότι, για κάθε νομοθετική πράξη στον τομέα μίας εκ των δύο Συνθηκών, θα απαιτείτο νομική βάση στην ίδια αυτή τη Συνθήκη. Ωστόσο, η Συνθήκη ΕΚΑΕ είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη από τη Συνθήκη ΕΚ. Όχι μόνον περιορίστηκε, ως Συνθήκη αφορώσα έναν μόνον τομέα, ευθύς εξαρχής στα νομικά μέσα τα οποία, κατά την εποχή της συνάψεώς της, φαίνονταν αναγκαία για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πυρηνικής βιομηχανίας (π.χ. δεν προβλεπόταν γενική αρμοδιότητα για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών), αλλά δεν έτυχε, εν αντιθέσει προς τη Συνθήκη ΕΚ, σημαντικής διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της λόγω των διαδοχικών τροποποιητικών συνθηκών.

33.

Συνεπώς, αυτή η αυστηρώς «δυϊστική» προσέγγιση, εάν γινόταν αποδεκτή, θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα, καθώς το ευρωπαϊκό δίκαιο καλύπτει ποικίλους τομείς όπως είναι ο ανταγωνισμός, η φορολογία ή ακόμη το περιβάλλον και δεν δικαιολογείται ο αποκλεισμός από την παρέμβαση του Ευρωπαίου νομοθέτη αγαθών ή δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

34.

Επιλέγω τη δεύτερη προσέγγιση που συνίσταται στη θεώρηση ότι η Συνθήκη ΕΚ έχει, συμφώνως προς τον γενικό χαρακτήρα της, πεδίο εφαρμογής που καλύπτει όλα τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες, ενώ η Συνθήκη ΕΚΑΕ δεν περιλαμβάνει παρά μόνον ειδικούς κανόνες οσάκις το απαιτούν τα χαρακτηριστικά της πυρηνικής βιομηχανίας. Έτσι, οι πράξεις του παράγωγου δικαίου που εκδίδονται επί τη βάσει της Συνθήκης ΕΚ θα μπορούσαν να εφαρμόζονται επί των αγαθών και των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΕ, εφόσον η εν λόγω Συνθήκη δεν ορίζει άλλως. Έχω επίγνωση των νομικών προβλημάτων τα οποία και η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται, πλην όμως φρονώ ότι είναι ευχερές να υπερπηδηθούν και, εν πάση περιπτώσει, δεν επηρεάζουν την παρούσα υπόθεση.

35.

Εξάλλου, φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή ευρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Με τη γνωμοδότηση 1/94, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «[δ]εδoμέvoυ ότι η Συvθήκη [ΕΚΑΕ] δεv περιέχει καμία διάταξη σχετικά με τo εξωτερικό εμπόριo, τίπoτε δεv εμπoδίζει oι συμφωvίες πoυ συvάπτovται δυvάμει τoυ άρθρoυ 113 της Συvθήκης ΕΚ vα καλύπτoυv και τις διεθvείς συvαλλαγές επί πρoϊόvτωv [ΕΚΑΕ]» ( 14 ). Όσον αφορά τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Συνθήκη ΕΟΚ «[μπορούσε] να εφαρμοσθεί σε προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ κατά το μέτρο που τα ανακύπτοντα ζητήματα δεν αποτελούν αντικείμενο διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ» ( 15 ). Θεωρώ ότι η διαπίστωση αυτή μπορεί χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα να μεταφερθεί επί της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο προσφάτως εξάρτησε τη δυνατότητα εφαρμογής μιας διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ στο πεδίο της Συνθήκης ΕΚΑΕ από τον χαρακτήρα της ως γενικού κανόνα του ευρωπαϊκού δικαίου ( 16 ). Εντούτοις, φρονώ ότι τα πραγματικά περιστατικά στην εν λόγω υπόθεση ήσαν διαφορετικά από αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Πρώτον, επρόκειτο για την απευθείας εφαρμογή μιας διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ στο πεδίο της Συνθήκης ΕΚΑΕ, και όχι για τη διαπίστωση εάν οι πράξεις του παράγωγου δικαίου που εξεδόθησαν επί τη βάσει της Συνθήκης ΕΚ μπορούν να εφαρμόζονται στα προϊόντα που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΕ. Δεύτερον, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι μια αρχή της ευρωπαϊκής έννομης τάξεως τόσο θεμελιώδης όσο είναι η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγενείας είναι εφαρμοστέα στο πεδίο της Συνθήκης ΕΚΑΕ δεν μπορεί, κατά την εκτίμησή μου, να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι μόνον οι γενικές αρχές τις οποίες κατοχυρώνει η Συνθήκη ΕΚ έχουν εφαρμογή στις καταστάσεις που διέπει η Συνθήκη ΕΚΑΕ.

36.

Τέλος, η προσέγγιση την οποία προτείνω φαίνεται ότι ακολουθείται από μακρού χρόνου στην πρακτική των θεσμικών οργάνων. Πράγματι, πράξεις εκδοθείσες αποκλειστικά επί τη βάσει της Συνθήκης ΕΚ, όπως είναι η οδηγία 85/337/ΕΟΚ ( 17 ), η οδηγία 98/34/ΕΚ ( 18 ) ή ακόμη, στον φορολογικό τομέα, η οδηγία 2006/112/ΕΚ ( 19 ), εφαρμόζονται αδιακρίτως επί των αγαθών και των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στις Συνθήκες ΕΚ (νυν Συνθήκη ΛΕΕ) και ΕΚΑΕ. Συνεπώς, από θεωρητικής απόψεως δεν βλέπω κάποιο τυπικό εμπόδιο στη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 2003/96 και επί των πυρηνικών καυσίμων.

– Απευθείας εφαρμογή της οδηγίας 2003/96 επί των πυρηνικών καυσίμων

37.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/96 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν ειδικό φόρο καταναλώσεως στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια. Τα ενεργειακά προϊόντα ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, βάσει των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας ( 20 ) οι οποίοι αφορούν ορισμένο αριθμό προϊόντων τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, ο άνθρακας, το φυσικό αέριο και τα ορυκτέλαια, καθώς και ορισμένα παράγωγα προϊόντα. Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου προσθέτει στον κατάλογο αυτόν την ηλεκτρική ενέργεια. Ως εκ τούτου, τα πυρηνικά καύσιμα κατά την έννοια του KernbrStG δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προϊόντων τα οποία απαριθμούνται.

38.

Κατά το όρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96, φορολογούνται με ειδικό φόρο καταναλώσεως και όλα τα λοιπά προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται ως καύσιμα καθώς και όλοι οι λοιποί υδρογονάνθρακες, εκτός της τύρφης, που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα ( 21 ).

39.

Έτσι, το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/96, απαριθμώντας τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως, καθορίζει ταυτοχρόνως το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας ( 22 ).

40.

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 απαλλάσσει από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως τα «ενεργειακά προϊόντα και [την] ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας». Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, το ζητούμενο είναι αν η εν λόγω απαλλαγή καλύπτει και τα πυρηνικά καύσιμα. Φρονώ ότι δεν τα καλύπτει και τούτο για τους εξής λόγους.

41.

Πρώτον, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 κάνει ρητώς λόγο για «ενεργειακά προϊόντα». Ωστόσο, ο όρος αυτός καθορίζεται επακριβώς στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας μέσω της περιοριστικής και εξαντλητικής απαριθμήσεως των προϊόντων τα οποία υποδηλώνονται σαφώς με τους κωδικούς που έχουν στη συνδυασμένη ονοματολογία. Συνεπώς, ο εν λόγω όρος δεν μπορεί να έχει στο άρθρο 14 της οδηγίας αυτής διαφορετική σημασία από αυτήν την οποία του δίνει το εν λόγω άρθρο 2. Πράγματι, μόνον κατά παράβαση των κανόνων της νομικής λογικής μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε, στο ίδιο νομοθέτημα, τον ίδιο όρο με δύο διαφορετικές σημασίες.

42.

Βεβαίως, είναι αληθές ότι, πλην των προϊόντων που απαριθμεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως εφαρμόζεται εξίσου στα λοιπά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων και στους λοιπούς υδρογονάνθρακες που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως. Επομένως, από λογικής απόψεως, οι απαλλαγές που προβλέπει το άρθρο 14 της ιδίας οδηγίας θα έπρεπε να εφαρμόζονται και σε αυτές τις δύο κατηγορίες προϊόντων, εν προκειμένω, στους υδρογονάνθρακες που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Εντούτοις, τα πυρηνικά καύσιμα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως δεν αποτελούν υδρογονάνθρακες: πρόκειται στην πραγματικότητα για ειδικά ισότοπα του πλουτωνίου και του ουρανίου ( 23 ).

43.

Δεύτερον, όπως ήδη παρατήρησα στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 καθορίζεται από το άρθρο της 2. Συνεπώς, το άρθρο της 14 δεν μπορεί να εφαρμόζεται, πέραν αυτού του πεδίου εφαρμογής, στα προϊόντα που δεν εμπίπτουν σε αυτό, απαλλάσσοντάς τα από έναν φόρο ο οποίος δεν τα βαρύνει.

44.

Συνεπώς, είναι σαφές ότι η οδηγία 2003/96, και ειδικότερα το άρθρο της 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεν εφαρμόζεται επί των πυρηνικών καυσίμων.

– Αναλογική εφαρμογή

45.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς τη δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της οδηγίας 2003/96, ή τουλάχιστον του άρθρου της 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, στα πυρηνικά καύσιμα. Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο θα μπορούσε τούτο να συμβεί. Η παρατιθέμενη διάταξη προβλέπει την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να τύχει έστω και αναλογικής εφαρμογής επί των προϊόντων που δεν υπόκεινται στον φόρο αυτόν. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε πρώτα να υποβληθούν τα πυρηνικά καύσιμα στο καθεστώς της οδηγίας 2003/96. Πάντως, φρονώ ότι είναι τελείως αδιανόητο να φορολογηθεί κατ’ αναλογίαν ένα προϊόν το οποίο δεν εμπίπτει στον φόρο. Εξάλλου, ουδεμία δυνατή αναλογία υφίσταται ως προς το σημείο αυτό μεταξύ των πυρηνικών καυσίμων και των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως. Η οδηγία 2003/96 δεν αφορά τη φορολόγηση προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων όπως αυτά ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, ανεξαρτήτως της χρήσεώς τους. Συνεπώς, το γεγονός ότι στο πλαίσιο της ρυθμίσεως αυτής δεν περιλαμβάνονται τα πυρηνικά καύσιμα δεν αποτελεί νομικό κενό το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να πληρωθεί διά της οδού της αναλογίας.

46.

Το πολύ θα μπορούσε να προταθεί η μεταφορά επί της παρούσας υποθέσεως, κατ’ αναλογίαν, της νομολογίας που εγκαινίασε το Δικαστήριο με την απόφασή του Braathens ( 24 ). Η συλλογιστική του είχε ως εξής. Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ερμηνείας διατάξεως της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ ( 25 ) η οποία προηγήθηκε της οδηγίας 2003/96 σε σχέση με την απαλλαγή των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για τις αεροπορικές μεταφορές (νυν άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96), έκρινε ότι μια τέτοια απαλλαγή αποκλείει όχι μόνον την εφαρμογή, επί των απαλλασσόμενων προϊόντων, από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, αλλά και από άλλους εθνικούς φόρους που μπορούν κατά κανόνα να επιβληθούν στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως ( 26 ). Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, τέτοιου είδους εθνικοί φόροι θα καθιστούσαν την απαλλαγή που προβλέπει η οδηγία 92/81 άνευ πρακτικών συνεπειών ( 27 ). Η ίδια απαλλαγή από τους εθνικούς φόρους θα πρέπει να ισχύει για τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα οποία απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96. Πάντως, εάν τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορούν να βαρύνονται με εθνικούς φόρους, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύσει, διά της οδού της αναλογίας, και για άλλα προϊόντα τα οποία, μολονότι δεν αποτελούν ενεργειακά προϊόντα κατά την έννοια της οδηγίας 2003/96, χρησιμοποιούνται επίσης για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως είναι τα πυρηνικά καύσιμα.

47.

Εντούτοις, φρονώ ότι η συλλογιστική αυτή είναι εσφαλμένη. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 δεν εισάγει καμία γενική αρχή απαλλαγής των προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η οδηγία αυτή καθιερώνει ένα εναρμονισμένο σύστημα φορολογήσεως των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, η δε απαλλαγή των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εντάσσεται σε αυτό το αυστηρό πλαίσιο ( 28 ). Η απόφαση Braathens αφορά ακριβώς ένα προϊόν που εμπίπτει στην οδηγία 92/81 και το οποίο ρητώς απαλλάσσεται από τον φόρο. Ο μόνος σκοπός της ήταν να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της απαλλαγής αυτής και όχι να διευρύνει το πεδίο της. Τυχόν διασταλτικότερη ερμηνεία θα παραβίαζε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96, θα έπληττε τον σκοπό της εναρμονίσεως τον οποίον επιδιώκει και θα παραβίαζε την αρμοδιότητα των κρατών μελών για την επιβολή έμμεσων φόρων εκτός του εναρμονισμένου πεδίου, αρμοδιότητα την οποία επιβεβαιώνει το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/118.

48.

Εν κατακλείδι, φρονώ ότι φόρος επί της χρήσεως πυρηνικών καυσίμων από πυρηνικούς σταθμούς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 και, ως εκ τούτου, η επιβολή ενός τέτοιου φόρου δεν αντιβαίνει στις διατάξεις της.

Επί της οδηγίας 2008/118

49.

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματός του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το εάν ο επίμαχος φόρος μπορεί να θεωρηθεί έμμεσος φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Πρέπει να παρατηρήσω ευθύς εξαρχής ότι, εάν τούτο συνέβαινε, ο φόρος αυτός θα αντέβαινε στις διατάξεις της οδηγίας 2008/118, σε συνδυασμό με την οδηγία 2003/96. Εντούτοις, δεν θεωρώ ότι ο φόρος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί ως έμμεσος φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας.

– Επί της δυνατότητας επιβολής πρόσθετων εθνικών φόρων επί των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως

50.

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιβάλλουν πρόσθετους έμμεσους φόρους στα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα (όπως είναι ο ηλεκτρισμός), υπό τον όρο ότι οι φόροι αυτοί είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες φορολογήσεως του δικαίου της Ένωσης που ισχύουν για τον ειδικό φόρο καταναλώσεως ή τον φόρο προστιθέμενης αξίας. Μεταξύ των κανόνων αυτών περιλαμβάνεται ο καθορισμός της φορολογικής βάσεως, ο υπολογισμός, το απαιτητό και ο έλεγχος του φόρου.

51.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος δεν επιβάλλεται για ειδικούς σκοπούς, διότι τροφοδοτεί τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Εν πάση περιπτώσει, η εκτίμηση του σκοπού που επιδιώκει ένας φόρος εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων τα οποία πρέπει εντούτοις να λαμβάνουν υπόψη τους τα άκρως αυστηρά κριτήρια τα οποία έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου ( 29 ). Εάν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο επίμαχος φόρος δεν πληροί τα κριτήρια αυτά, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνος προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118.

52.

Όσον αφορά την τήρηση των κανόνων περί φορολογήσεως που ισχύουν στο δίκαιο της Ένωσης, φρονώ ότι ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος επίσης δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορεί, βεβαίως, παρά να πρόκειται για κανόνες σχετικούς με την επιβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως, δεδομένου ότι ο επίμαχος φόρος ουδόλως αναλογεί προς τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

53.

Βεβαίως, είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 δεν απαιτεί παρά μόνον τη συμβατότητα προς την όλη οικονομία της φορολογήσεως όπως έχει οργανωθεί στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης ( 30 ). Εντούτοις, έστω και στο πλαίσιο της όλης οικονομίας του, φρονώ ότι ο επίμαχος φόρος δεν συνάδει προς τους κανόνες οι οποίοι ισχύουν στο πεδίο της επιβολής ειδικών φόρων καταναλώσεως επί της ηλεκτρικής ενέργειας.

54.

Πρώτον, ο φόρος αυτός αφίσταται σαφώς των κανόνων αυτών όσον αφορά τη φορολογική βάση. Έτσι, στην περίπτωση του ειδικού φόρου καταναλώσεως, η φορολογική βάση συνίσταται από το ίδιο το προϊόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως, ήτοι από μια ορισμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η φορολογική βάση του επίμαχου φόρου συνίσταται από τα πυρηνικά καύσιμα, ήτοι από έναν παράγοντα παραγωγής, και μόνον ένας νέος υπολογισμός θα παρείχε ενδεχομένως τη δυνατότητα συσχετισμού της προς μια συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας.

55.

Δεύτερον, ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επί της ηλεκτρικής ενέργειας δεν καθίσταται απαιτητός παρά μόνον κατά τη στιγμή της διανομής στους καταναλωτές ( 31 ), ενώ ο επίμαχος φόρος καθίσταται απαιτητός κατά τη στιγμή που τα πυρηνικά καύσιμα χρησιμοποιούνται στον αντιδραστήρα, ήτοι προτού καν παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια. Η διαφορά αυτή δεν είναι μόνο χρονολογικής τάξεως, καθώς μεταβάλλεται επίσης το πρόσωπο του υπόχρεου. Πράγματι, στην περίπτωση του ειδικού φόρου καταναλώσεως, υπόχρεος είναι ο διανομέας ή ο αναδιανομέας της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ, στην περίπτωση του επίμαχου φόρου, υπόχρεος είναι ο παραγωγός. Τούτο σημαίνει επίσης ότι, εάν η ηλεκτρική ενέργεια εξάγεται προς άλλο κράτος μέλος, ο επίμαχος φόρος εισπράττεται στη χώρα παραγωγής (στη Γερμανία), ενώ ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επί της ηλεκτρικής ενέργειας εισπράττεται στη χώρα καταναλώσεως ( 32 ).

56.

Τέλος, τρίτον, ο έλεγχος της καταβολής του επίμαχου φόρου απαιτεί από τον υπόχρεο την υποβολή φορολογικής δηλώσεως κατά τον χρόνο της γενεσιουργού αιτίας του φόρου. Ωστόσο, από την προπαρατεθείσα νομολογία ( 33 ) μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 δεν παρέχει τη δυνατότητα της επιβολής φόρων οι οποίοι θα συνεπάγονταν για τους επιχειρηματίες πρόσθετες διατυπώσεις πέραν εκείνων που προβλέπει η ρύθμιση της Ένωσης περί ειδικών φόρων καταναλώσεως ή περί φόρου προστιθέμενης αξίας.

57.

Επομένως, φρονώ ότι, εάν ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος ήθελε θεωρηθεί ως έμμεσος φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας, τότε δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118. Εντούτοις, φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί έμμεσος φόρος.

– Επί του νομικού χαρακτηρισμού του επίμαχου φόρου ως έμμεσου φόρου επί της ηλεκτρικής ενέργειας

58.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα να θεωρηθεί ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος ως έμμεσος φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας για τον λόγο ότι είναι ανάλογος προς την παραγόμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας βάσει δεδομένης ποσότητας πυρηνικών καυσίμων. Εντούτοις, φρονώ ότι μια τέτοιου είδους αναλογικότητα δεν επαρκεί προς τούτο.

59.

Πράγματι, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας φόρος βαρύνει συγκεκριμένο προϊόν, πρέπει να πλήττει την κατανάλωση αυτού του προϊόντος. Τούτο μπορεί να συμβαίνει είτε άμεσα ( 34 ) είτε έμμεσα διά της ενσωματώσεως του φόρου στην τιμή του προϊόντος. Οι φόροι που εισπράττονται κατά το στάδιο της παραγωγής, όπως συμβαίνει ενδεχομένως με τον επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρο, εάν ήθελε θεωρηθεί ως φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μπορούν να αφορούν παρά τη δεύτερη περίπτωση, διότι επιβάλλονται κατά τον χρόνο που το φορολογούμενο αγαθό δεν υφίσταται εισέτι.

60.

Ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος αποτελεί προφανώς βάρος που προστίθεται στο κόστος παραγωγής των πυρηνικών σταθμών. Το κόστος αυτό αποτελεί συστατικό τμήμα της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας που ζητούν οι σταθμοί αυτοί. Εντούτοις, φρονώ ότι τούτο δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ο επίμαχος φόρος ως φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, μια τέτοια συλλογιστική θα κατέληγε να θεωρούνται όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις που φέρουν οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας ως έμμεσοι φόροι επ’ αυτής, όπως π.χ. ο φόρος επί των εταιρειών, του οποίου η βάση, ήτοι το φορολογητέο προϊόν, είναι επίσης ανάλογο, σε ορισμένο βαθμό, προς την ποσότητα της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας ( 35 ).

61.

Προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας φόρος που επιβάλλεται σε προγενέστερο στάδιο (κατά το στάδιο της παραγωγής) πλήττει την κατανάλωση ενός προϊόντος, πρέπει το ποσό του φόρου να περιλαμβάνεται ακριβώς στην τιμή εκάστης ποσότητας του προϊόντος που τίθεται στην κατανάλωση ούτως ώστε ο φόρος να είναι ουδέτερος για τον παραγωγό ή τον διανομέα ο οποίος, ως υποκείμενος στον φόρο, δεν λειτουργεί παρά ως ενδιάμεσος μεταξύ του καταναλωτή, που βαρύνεται με τον φόρο, και της φορολογικής αρχής.

62.

Ωστόσο, φρονώ ότι τούτο δεν είναι εφικτό στην περίπτωση φόρου που επιβάλλεται μόνον επί ορισμένων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα ειδικό προϊόν το οποίο δεν υφίσταται παρά μόνον υπό τη μορφή τάσεως στο ηλεκτρικό δίκτυο. Άπαξ η ηλεκτρική ενέργεια παραχθεί και εισαχθεί στο δίκτυο, δεν είναι πλέον δυνατόν να διαπιστωθεί από ποιον παραγωγό προέρχεται. Εάν οι τιμές που ζητούν οι παραγωγοί για τη διάθεση στο δίκτυο μπορούν στην περίπτωση αυτή να παρουσιάζουν διακυμάνσεις ως έναν ορισμένο βαθμό, η τιμή της παροχής στους καταναλωτές δεν μπορεί να απηχεί τη διακύμανση αυτή. Πράγματι, οι καταναλωτές πληρώνουν ενιαία τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από όλους τους παραγωγούς. Επομένως, θα ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί το ποσό του επίμαχου φόρου που καταβάλλουν οι καταναλωτές για δεδομένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, ο φόρος αυτός δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας.

63.

Τέλος, όσον αφορά το τελευταίο πρόβλημα που τέθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, το αποφασιστικό στοιχείο δεν είναι η αφηρημένη δυνατότητα μετακυλίσεως του φόρου επί των καταναλωτών (και επομένως ο χαρακτηρισμός του ως έμμεσου φόρου), αλλά η αδυναμία μετακυλίσεώς του στη συγκεκριμένη περίπτωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

64.

Επομένως, ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος δεν αποτελεί έμμεσο φόρο επί της ηλεκτρικής ενέργειας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φόρο επί προϊόντος διαφορετικού από τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως κατά την έννοια της παράγραφου 3, στοιχείο αʹ, του ιδίου άρθρου, το οποίο επιτάσσει απλώς να μην επιβάλλεται καμία διατύπωση συνδεόμενη με τη διέλευση των συνόρων. Στον βαθμό που ο επίμαχος φόρος δεν συνεπάγεται τέτοιες διατυπώσεις, ο εν λόγω φόρος δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118.

Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα

65.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στις οδηγίες 2003/96 και 2008/118 φόρος εισπραττόμενος επί των πυρηνικών καυσίμων ο οποίος βαρύνει τη χρήση των καυσίμων αυτών με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

66.

Με το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ αρχάς, κατ’ ουσίαν, εάν υποκείμενος στον επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την εφαρμογή του για τον λόγο ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση αντιβαίνουσα στην εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, ερωτά εάν ο εν λόγω φόρος μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Παρά το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τα ερωτήματά του με διαφορετική σειρά, φρονώ ότι επιβάλλεται να αρχίσω την ανάλυση από αυτό το δεύτερο σκέλος.

67.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα φορολογικό μέτρο μπορεί να αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 36 ). Τούτο συμβαίνει οσάκις το εν λόγω φορολογικό μέτρο συνεπάγεται για τα πρόσωπα που ευνοεί ευμενή φορολογική μεταχείριση περιορίζοντας τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως. Περαιτέρω, το μέτρο αυτό πρέπει να μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση ( 37 ). Επομένως, κατά την εκτίμηση των μέτρων αυτών, η παροχή πλεονεκτήματος με επιλεκτικό τρόπο είναι το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο μεταξύ των τεσσάρων σωρευτικών κριτηρίων που ορίζει η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ.

68.

Συνεπώς, ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει, κατά το Δικαστήριο, αυξημένη σημασία στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, καθόσον η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση προς την «κανονική» φορολόγηση ( 38 ). Επομένως, πρέπει να τεθεί το ζήτημα της υπάρξεως κανονικού καθεστώτος φορολογήσεως στο πλαίσιο του οποίου οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως σε σχέση με αυτήν που τυγχάνουν οι πυρηνικοί σταθμοί.

69.

Δεν αμφισβητείται ότι στο γερμανικό δίκαιο δεν υφίσταται κανένα γενικό καθεστώς φορολογήσεως πριν από την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Εντούτοις, υπό ορισμένες συνθήκες, η επιβολή νέου φόρου σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις των οποίων η κατάσταση είναι παρεμφερής μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό της απαλλαγής από ήδη υφιστάμενο φόρο ( 39 ). Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πιθανό ένα γενικό καθεστώς φορολογήσεως στο πλαίσιο του οποίου όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας θα φορολογούνταν εξίσου επί της παραγωγής τους ( 40 );

70.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ότι μπορεί να παραχθεί με πλειάδα τεχνικών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, όπως η καύση ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, φυσικό αέριο ή πετρέλαιο) και των παραγώγων τους, η πυρηνική αντίδραση, ή ακόμη η χρήση διαφόρων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως είναι το νερό, ο αέρας, η ηλιακή ενέργεια, η γεωθερμική ενέργεια κ.λπ.

71.

Επομένως, φρονώ ότι είναι αδύνατο να δημιουργηθεί ένα καθεστώς φορολογήσεως εισροών το οποίο θα συνεκτιμούσε εξίσου όλους αυτούς τους τρόπους παραγωγής ( 41 ). Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια βάσει αυτών των διαφορετικών τεχνολογιών δεν βρίσκονται σε παρεμφερή πραγματική κατάσταση όσον αφορά την ενδεχόμενη φορολόγησή τους εισροών. Το μόνο κοινό στοιχείο μεταξύ τους είναι το τελικό προϊόν, ήτοι η ηλεκτρική ενέργεια. Ωστόσο, όπως διαπίστωσα στο σημείο 64 των παρουσών προτάσεων, ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος δεν είναι ένας φόρος, έστω και έμμεσος, επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Εξάλλου, ένας τέτοιος φόρος επί της ηλεκτρικής ενέργειας κατά το στάδιο της παραγωγής θα αντέβαινε στις συνδυασμένες διατάξεις των οδηγιών 2003/96 και 2008/118 ( 42 ).

72.

Συνεπώς, το γεγονός ότι δεν επιβάλλεται φόρος πριν από την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας με μέσα άλλα εκτός των πυρηνικών καυσίμων δεν συνιστά πλεονέκτημα υπό το πρίσμα ενός γενικού καθεστώτος φορολογήσεως, διότι ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει. Συνεπώς, ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ειδικού τύπου που δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο στον πυρηνικό τομέα.

73.

Δεδομένου ότι ένα τέτοιο καθεστώς γενικής φορολογήσεως των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας σε στάδιο προγενέστερο της παραγωγής δεν συνιστά πιθανό πλαίσιο αναφοράς, το γεγονός ότι οι παραγωγοί αυτοί δεν υπάγονται σε ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελάφρυνση από επιβάρυνση η οποία κανονικά βαρύνει τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως.

74.

Συνεπώς, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλη πηγή ενέργειας πέραν των πυρηνικών καυσίμων δεν απολαύουν, σε σχέση με το γενικό καθεστώς, ιδιαίτερης ευνοϊκής φορολογικής μεταχειρίσεως η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο —ούτε εξάλλου λυσιτελές— να εξεταστεί το ζήτημα εάν οι οικείες επιχειρήσεις ευρίσκονται, υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει ένα καθεστώς φορολογήσεως το οποίο λαμβάνεται ως πλαίσιο αναφοράς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

75.

Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι οι διάφορες τεχνικές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας διαφοροποιούνται επίσης από τις περιβαλλοντικές δαπάνες τους, την επιρροή τους στην αγορά εργασίας, τα κατά το μάλλον ή ήττον επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία αποτελέσματά τους, τη δημόσια ασφάλεια κ.λπ. Έτσι, έστω και αν οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αυτές τις διαφορετικές τεχνολογίες ευρίσκονται σε ορισμένο βαθμό σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, εκ του λόγου ότι παράγουν το ίδιο προϊόν —την ηλεκτρική ενέργεια ( 43 )—, δεν ευρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση. Έτσι, οι δημόσιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν τα μέτρα που κρίνουν ενδεδειγμένα έναντι κάποιας από αυτές τις αλυσίδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς τούτο να συνιστά αυτομάτως επιλεκτική ενίσχυση προς όφελος άλλων αλυσίδων ( 44 ).

76.

Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το γεγονός ότι ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος εφαρμόζεται μόνον επί των επιχειρήσεων που παράγουν με βιομηχανικό τρόπο ηλεκτρική ενέργεια μέσω της χρήσεως πυρηνικών καυσίμων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν μια επιχείρηση θα μπορούσε να αμφισβητήσει μια τέτοια ενίσχυση προκειμένου να ζητήσει την απαλλαγή από τη φορολόγηση.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

77.

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος αντιβαίνει στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ, χωρίς να διευκρινίζει στη διατύπωση του ερωτήματος αυτού ποιες είναι in concreto οι κρίσιμες διατάξεις. Εντούτοις, από το σκεπτικό της προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι πρόκειται ειδικότερα για τις διατάξεις των άρθρων 93 ΑΕ, 191 ΑΕ και 192 ΑΕ.

78.

Κατόπιν αναγνώσεως του εν λόγω σκεπτικού φρονώ ότι οι επιφυλάξεις του αιτούντος δικαστηρίου ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου φόρου προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ εξηγούνται από τον σχεδιασμό και την ονομασία του εν λόγω φόρου στο εσωτερικό δίκαιο ως φόρου που βαρύνει τα προϊόντα, ήτοι τα πυρηνικά καύσιμα. Εντούτοις, ο εν λόγω φόρος, ο οποίος υπολογίζεται επί της ποσότητας των πυρηνικών καυσίμων, έχει στην πραγματικότητα υβριδικό χαρακτήρα. Εισπράττεται κατά τον χρόνο της χρήσεως του καυσίμου αυτού για τον σκοπό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που αποτελεί τη μόνη φορολογούμενη χρήση ( 45 ). Ο υπόχρεος στην καταβολή του φόρου είναι ο εκμεταλλευόμενος τον πυρηνικό σταθμό ο οποίος φέρει επίσης την οικονομική επιβάρυνση. Ταυτοχρόνως, τα φορολογούμενα πυρηνικά καύσιμα είναι απαραίτητα για την εκμετάλλευση των πυρηνικών σταθμών, διότι δεν υπάρχει κάποιο εναλλακτικό προϊόν. Με άλλα λόγια, ο εκμεταλλευόμενος πυρηνικό σταθμό έχει την επιλογή είτε να χρησιμοποιήσει το φορολογούμενο προϊόν είτε να παύσει τη δραστηριότητά του. Από την άποψη αυτή, ο επίμαχος φόρος ομοιάζει περισσότερο, ως προς τα αποτελέσματά του, με φόρο επί της οικονομικής δραστηριότητας των προσώπων που εκμεταλλεύονται πυρηνικούς σταθμούς παρά με πραγματικό φόρο που βαρύνει ένα προϊόν. Υπό το πρίσμα αυτό, ο επίμαχος φόρος δημιουργεί, κατά την άποψή μου, λιγότερες επιφυλάξεις όσον αφορά τη συμβατότητά του προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

79.

Πρώτον, το άρθρο 93 ΑΕ απαγορεύει όλους τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος και όλους τους ποσοτικούς περιορισμούς τόσο κατά την εισαγωγή όσο και κατά την εξαγωγή μεταξύ των κρατών μελών επί των προϊόντων τα οποία αναγράφονται στο παράρτημα IV της Συνθήκης ΕΚΑΕ, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται τα διάφορα πυρηνικά καύσιμα. Επομένως, το άρθρο αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το ισοδύναμο των νυν άρθρων 30 ΣΛΕΕ και 34 ΣΛΕΕ. Επομένως, βάσει των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη, δεδομένου ότι το σύνολο των πυρηνικών καυσίμων που χρησιμοποιούνται στη Γερμανία εισάγονται, ο επίμαχος φόρος πλήττει μόνον τα εισαγόμενα προϊόντα, αυξάνοντας το κόστος της χρησιμοποιήσεώς τους. Επομένως, πρόκειται για φόρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό.

80.

Εντούτοις, δεν νομίζω ότι ο επίμαχος φόρος μπορεί να εκτιμηθεί λυσιτελώς υπό το φως του άρθρου 93 ΑΕ. Πράγματι, όπως παρατήρησα στο σημείο 78 των παρουσών προτάσεων, ο φόρος αυτός πρέπει να εξεταστεί μάλλον ως φόρος επί της δραστηριότητας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ο εν λόγω φόρος απλώς αυξάνει το κόστος της δραστηριότητας αυτής ( 46 ). Ωστόσο, ο σκοπός του άρθρου 93 ΑΕ είναι να προστατεύσει την ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών και όχι τις δραστηριότητες στις οποίες χρησιμοποιούνται τα εμπορεύματα αυτά.

81.

Εξάλλου, έχω ισχυρές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον μπορεί να γίνεται λόγος εν προκειμένω για πραγματικές συναλλαγές και για κυκλοφορία. Μεταξύ των προϊόντων που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο της Συνθήκης ΕΚΑΕ, τα πυρηνικά καύσιμα («ειδικά σχάσιμα υλικά») διέπονται από ειδικό καθεστώς. Κατά τα άρθρα 57 ΑΕ έως 59 ΑΕ, εντός της Κοινότητας, ο οργανισμός που δημιουργείται με τη Συνθήκη ΕΚΑΕ έχει το μονοπώλιο της κτήσεως των υλικών αυτών και αυτά παραμένουν, κατά το άρθρο 86 ΑΕ, στην ιδιοκτησία της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη, τα πρόσωπα και οι επιχειρήσεις δεν έχουν, δυνάμει του άρθρου 87 ΑΕ, παρά μόνον δικαίωμα χρήσεως και αναλώσεως.

82.

Τέλος, όπως παρατηρεί η Γερμανική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της, ένας φόρος που έχει προδήλως δημοσιονομικά χαρακτηριστικά και δεν επιβάλλεται λόγω της διελεύσεως των συνόρων του κράτους μέλους που τον επιβάλλει διέπεται από το γενικό καθεστώς των εσωτερικών επιβαρύνσεων κατά την έννοια του άρθρου 110 ΣΛΕΕ και δεν αποτελεί φόρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος φόρος πλήττει στην πράξη μόνον τα εισαγόμενα προϊόντα, ελλείψει εθνικής παραγωγής, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του ως φόρου ισοδυνάμου αποτελέσματος αντί ως εσωτερικού φόρου, δεδομένου ότι εμπίπτει σε ένα γενικό καθεστώς εσωτερικών φόρων στο οποίο εμπίπτουν συστηματικά ορισμένα προϊόντα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως προελεύσεως των προϊόντων αυτών. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 110 ΣΛΕΕ κατά των εσωτερικών φόρων που επιβαρύνουν εισαγόμενα προϊόντα, όταν δεν υπάρχει ομοειδής ή ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή. Ειδικότερα, δεν μπορεί βάσει του άρθρου αυτού να ασκηθεί κριτική κατά της υπερβολικής φορολογίας που ενδέχεται να επιβάλλουν τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένα προϊόντα εφόσον δεν δημιουργούνται διακρίσεις ούτε υφίσταται προστατευτισμός ( 47 ).

83.

Ο επίμαχος στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρος, ο οποίος δεν συνδέεται με τη διέλευση των συνόρων, εφαρμόζεται αδιακρίτως επί όλων των οικείων προϊόντων, τα οποία προέρχονται αποκλειστικώς από εισαγωγές, όπως δήλωσε η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη με τις παρατηρήσεις της, ελλείψει εγχώριας παραγωγής. Έτσι, ο φόρος αυτός θα έπρεπε να εκτιμηθεί ως εσωτερικός φόρος και όχι ως φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό. Δεδομένου ότι δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετος προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, χωρίς να χρειάζεται να αναλυθεί εάν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

84.

Επομένως, φρονώ ότι ο επίμαχος φόρος δεν διέπεται από το άρθρο 93 ΑΕ.

85.

Δεύτερον, το άρθρο 191 ΑΕ προβλέπει ότι η Κοινότητα απολαύει στην επικράτεια των κρατών μελών των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της υπό τους όρους που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο επίμαχος φόρος αντιβαίνει στο άρθρο αυτό, σε συνδυασμό προς το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω πρωτοκόλλου που αφορά την απαλλαγή της Ένωσης και των αγαθών που της ανήκουν από όλους τους άμεσους φόρους, λόγω του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ειδικών σχάσιμων υλικών που μνημονεύω στο σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.

86.

Κατά την άποψή μου, η απάντηση είναι οπωσδήποτε αρνητική. Για μια ακόμη φορά, ο επίμαχος φόρος πλήττει τη δραστηριότητα των προσώπων που εκμεταλλεύονται πυρηνικούς σταθμούς μετά την κτήση από τα πρόσωπα αυτά του δικαιώματος χρήσεως των πυρηνικών καυσίμων. Υπόχρεοι του φόρου και φέροντες τη σχετική επιβάρυνση είναι τα εν λόγω πρόσωπα, η δε Κοινότητα ουδόλως εμπλέκεται.

87.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη επανέλαβε ότι, κατά το γερμανικό φορολογικό δίκαιο, τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για την εξόφληση του φόρου που τα βαρύνει. Έτσι, η Κοινότητα, ως ιδιοκτήτρια των πυρηνικών καυσίμων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εγγυήτρια για την καταβολή του επίμαχου φόρου από τον υπόχρεο, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε προς το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έστω και αν τούτο συνέβαινε —πράγμα το οποίο δεν μπορεί να εξετάσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως ελλείψει διευκρινίσεων για το ζήτημα αυτό τόσο στην απόφαση περί παραπομπής όσο και στις παρατηρήσεις των διαδίκων—, δεν θεωρώ ότι η ενδεχόμενη ασυμβατότητα του συστήματος διασφαλίσεως της καταβολής εθνικού φόρου προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να συνεπάγεται αυτομάτως την ακυρότητα του ίδιου του φόρου υπό το πρίσμα του εν λόγω δικαίου. Το πολύ, τα εθνικά δικαστήρια εν ανάγκη δεν θα εφαρμόσουν την εγγύηση.

88.

Έτσι, ο επίμαχος φόρος δεν αντιβαίνει, κατά την άποψή μου, στο άρθρο 191 ΑΕ.

89.

Τρίτον, κατά το άρθρο 192, δεύτερο εδάφιο, ΑΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από κάθε μέτρο δυνάμενο να θέσει σε κίνδυνο την πραγμάτωση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Μεταξύ των σκοπών της Συνθήκης, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει στην απόφασή του ειδικότερα τον τακτικό και δίκαιο εφοδιασμό όλων των καταναλωτών με πυρηνικά καύσιμα που διατυπώνεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, ΑΕ.

90.

Ωστόσο, όπως ήδη παρατήρησα, ο επίμαχος φόρος δεν αφορά τον εφοδιασμό με πυρηνικά καύσιμα, αλλά τη χρήση τους. Εξάλλου, όπως το ίδιο το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, ο σκοπός που διατυπώνεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, ΑΕ, συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 52 ΑΕ. Το εν λόγω άρθρο 52 προβλέπει, πέραν της δημιουργίας ενός οργανισμού του οποίου η κύρια αποστολή είναι ακριβώς να διασφαλίζει τον εφοδιασμό, ότι απαγορεύεται η εξασφάλιση προνομιακής θέσεως σε ορισμένους καταναλωτές. Είναι προφανές ότι ο επίμαχος φόρος δεν έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

91.

Γενικότερα, το άρθρο 1 ΑΕ αναθέτει στην Κοινότητα ως γενική αποστολή, να συμβάλει διά της δημιουργίας των αναγκαίων προϋποθέσεων στην ταχεία ίδρυση και ανάπτυξη των πυρηνικών βιομηχανιών. Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής αυτής απαριθμούνται στο άρθρο 2 ΑΕ. Ουδαμού η Συνθήκη ΕΚΑΕ απαιτεί από τα κράτη μέλη την καθιέρωση ή την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας καθ’ εαυτήν, και ακόμη λιγότερο της απαλλασσόμενης από κάθε φορολόγηση πυρηνικής ενέργειας.

92.

Επομένως, φρονώ ότι ένας φόρος επί των πυρηνικών καυσίμων που βαρύνει τη χρήση των καυσίμων αυτών στο πλαίσιο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν αντιβαίνει στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

Πρόταση

93.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το Finanzgericht Hamburg προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1)

Εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ μολονότι εκκρεμεί εθνική διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου επί των οποίων στηρίζεται η προσβληθείσα ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ατομική πράξη.

2)

Φόρος επιβαλλόμενος επί των πυρηνικών καυσίμων, ο οποίος βαρύνει τη χρήση των καυσίμων αυτών στο πλαίσιο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν αντιβαίνει στις οδηγίες 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, και 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

3)

Το γεγονός ότι ένας τέτοιος φόρος εφαρμόζεται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που παράγουν με βιομηχανικό τρόπο ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας πυρηνικά καύσιμα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος εάν μια επιχείρηση θα μπορούσε να αμφισβητήσει μια τέτοια ενίσχυση προκειμένου να ζητήσει την απαλλαγή από τη φορολόγηση.

4)

Ένας τέτοιος φόρος δεν αντιβαίνει ούτε στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2009, L 9, σ. 12.

( 3 ) ΕΕ L 283, σ. 51.

( 4 ) BGBl. 2010 Ι, σ. 1804.

( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 41), και A (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 6 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Melki και Abdeli (EU:C:2010:363, σκέψη 45), και A (EU:C:2014:2195, σκέψη 38).

( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, στη συνάφεια της κηρύξεως ως αντισυνταγματικών των ιδίων εθνικών διατάξεων με αυτές που αφορά η προδικαστική παραπομπή, απόφαση Filipiak (C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 40 έως 42).

( 8 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 96), και διάταξη Nationale Loterij (C‑525/06, EU:C:2009:179, σκέψη 11). Βλ., επίσης, σημείο 30 των συστάσεων προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1).

( 9 ) Βλ. απόφαση Filipiak (EU:C:2009:719, σκέψη 82).

( 10 ) Πρόκειται για τα «ειδικά σχάσιμα υλικά» κατά την ορολογία της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

( 11 ) Η οδηγία 2003/96 εξεδόθη πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Έχει ως νομική βάση το άρθρο 93 ΕΚ (νυν άρθρο 113 ΣΛΕΕ).

( 12 ) Προς το παρόν, από της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ανάλογη διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 106α, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Περαιτέρω, η παράγραφος 1 του ιδίου αυτού άρθρου απαριθμεί ρητώς τα άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ τα οποία εφαρμόζονται επί της Συνθήκης ΕΚΑΕ, πλην όμως πρόκειται στην περίπτωση αυτή απλώς για θεσμικές διατάξεις.

( 13 ) Βλ. Cusack, T. F., «A Tale of Two Treaties: an Assessment of the Euratom Treaty in Relation to the EC Treaty», Common Market Law Review, τεύχος 40/2003, σ. 117 έως 142 (ιδίως σ. 127).

( 14 ) EU:C:1994:384, σκέψη 24.

( 15 ) Απόφαση Hopkins κ.λπ. (C‑18/94, EU:C:1996:180, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Απόφαση ČEZ (C‑115/08, EU:C:2009:660, σκέψεις 87 έως 91).

( 17 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40).

( 18 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204, σ. 37).

( 19 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347, σ. 1).

( 20 ) Κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 2031/2001 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2001, που τροποποιεί το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 279, σ. 1).

( 21 ) Το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96 δεν διευρύνει την κλίμακα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως. Αφορά μόνον τη μέθοδο καθορισμού του ύψους της φορολογήσεως για τα προϊόντα για τα οποία το επίπεδο αυτό δεν διευκρινίζεται στην εν λόγω οδηγία.

( 22 ) Αυτό το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται επίσης από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, που είναι άσχετες προς την παρούσα υπόθεση.

( 23 ) Εξάλλου, φρονώ ότι δεν πρόκειται καν για καύσιμα. Ο όρος «πυρηνικά καύσιμα» αποτελεί απλούστευση, διότι στην πραγματικότητα η λειτουργία ενός πυρηνικού σταθμού στηρίζεται στην αυτοτροφοδοτούμενη αλυσιδωτή αντίδραση και όχι στην καύση ενός προϊόντος, όπως συμβαίνει με τους «κλασικούς» σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας.

( 24 ) C‑346/97, EU:C:1999:291.

( 25 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12).

( 26 ) Η δυνατότητα αυτή απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 (βλ. επίσης σημείο 51 των παρουσών προτάσεων).

( 27 ) Βλ. απόφαση Braathens (EU:C:1999:291, σκέψη 24).

( 28 ) Βλ. σημεία 41 έως 44 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Απόφαση Transportes Jordi Besora (C‑82/12, EU:C:2014:108, σκέψεις 27 έως 32).

( 30 ) Απόφαση EKW και Wein & Co (C‑437/97, EU:C:2000:110, σκέψη 47).

( 31 ) Άρθρο 21, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96. Βλ., επίσης, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑475/07, EU:C:2009:86, σκέψη 50).

( 32 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (EU:C:2009:86, σκέψη 56).

( 33 ) Απόφαση EKW και Wein & Co (EU:C:2000:110, σκέψη 46).

( 34 ) Αυτή ήταν η περίπτωση του φόρου που αποτελούσε το αντικείμενο στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Braathens (EU:C:1999:291). Επρόκειτο για φόρο εισπραττόμενο στο επόμενο στάδιο της καταναλώσεως του φορολογούμενου αγαθού, απευθείας από τον καταναλωτή ο οποίος επίσης υπέκειτο στον φόρο αυτόν. Εξάλλου, λόγω αυτού του χαρακτηριστικού φρονώ ότι η ύπαρξη άμεσης και αδιάρρηκτης σχέσεως μεταξύ της καταναλώσεως του φορολογούμενου αγαθού και της γενεσιουργού αιτίας του φόρου, την οποία διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή, δυσχερώς μπορεί να μεταφερθεί ως κριτήριο του νομικού χαρακτηρισμού του επίμαχου στο πλαίσιο της κύριας δίκης φόρου στην παρούσα υπόθεση που αφορά φόρο εισπραττόμενο σε προηγούμενο στάδιο από τον παραγωγό.

( 35 ) Εάν, κατά την κλασική τυπολογία, ο φόρος επί των εταιρειών αποτελεί όντως άμεσο φόρο, άπαξ επιβληθεί επί προϊόντος όπως είναι η ηλεκτρική ενέργεια καθίσταται έμμεσος φόρος. Πρόκειται για την ίδια συλλογιστική με αυτήν που εφαρμόζεται επί του επίμαχου φόρου.

( 36 ) Απόφαση Banco Exterior de España (C‑387/92, EU:C:1994:100, σκέψη 14).

( 37 ) Απόφαση Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 71 και 75 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 38 ) Απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 56).

( 39 ) Απόφαση Ferring (C‑53/00, EU:C:2001:627, σκέψη 20).

( 40 ) Δεν συμμερίζομαι την άποψη της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη, την οποία εκθέτει στις παρατηρήσεις της, ότι μόνον οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι δεν εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα (CO2) (ήτοι αυτοί που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια και τις ανανεώσιμες πηγές) θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της συγκρίσεως αυτής. Στην πραγματικότητα, οι εκπομπές ή όχι CO2 είναι τελείως άσχετες προς τη φορολόγηση σε προγενέστερο στάδιο. Κατά την ίδια λογική, θα μπορούσε να γίνει αντιδιαστολή των πυρηνικών καυσίμων, που παράγουν «πυρηνικά απόβλητα» τα οποία απαιτούν δαπανηρή επεξεργασία, από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είναι ουδέτερες από περιβαλλοντικής απόψεως.

( 41 ) Πρέπει ακόμη να προσθέσω ότι η φορολόγηση των ορυκτών καυσίμων, στον βαθμό που συνιστούν ενεργειακά προϊόντα κατά την έννοια της οδηγίας 2003/96, απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

( 42 ) Βλ. σημεία 50 έως 57 των παρουσών προτάσεων.

( 43 ) Μόνο σε ορισμένο βαθμό, διότι η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι μια αγορά πλήρως ανταγωνιστική. Όπως κάθε αγορά ενέργειας, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από πολιτικές αποφάσεις.

( 44 ) Ένα παράδειγμα τέτοιων μέτρων είναι η εισαγωγή του συστήματος χορηγήσεως αδειών εκπομπών καυσαερίων του θερμοκηπίου το οποίο συνεκτιμά τις περιβαλλοντικές συνέπειες από την καύση ορυκτών υλών.

( 45 ) Έτσι, άλλες ενδεχόμενες χρήσεις των ιδίων υλικών, όπως είναι π.χ. η ιατρική ή επιστημονική χρήση, δεν εμπίπτουν στον επίμαχο φόρο.

( 46 ) Επομένως, πρόκειται για την αντίστροφη κατάσταση από αυτήν που αναλύεται στην απόφαση Schöttle (20/76, EU:C:1977:26), την οποία παραθέτει η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ένας φόρος επί της δραστηριότητας (εν προκειμένω της μεταφοράς) χαρακτηρίστηκε ως φόρος ο οποίος πλήττει αδιακρίτως τα εμπορεύματα.

( 47 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση De Danske Bilimportører (C‑383/01, EU:C:2003:352, σκέψεις 34, 35 και 38).