ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Διοικητική διαδικασία — Δημοσίευση αποφάσεως της Επιτροπής αφορώσα σύμπραξη στην ευρωπαϊκή αγορά κρυστάλλων που προορίζονται για αυτοκίνητα οχήματα — Αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απερρίφθη μερικώς αίτηση της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων πληροφοριών που περιέχονται στην απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η σύμπραξη»

Στην υπόθεση C‑278/13 P(R),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Μαΐου 2013,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer, P. Van Nuffel και G. Meessen,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Pilkington Group Ltd, με έδρα το Lathom (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους J. Scott, S. Wisking και K. Φουντουκάκο‑Κυριακάκο, solicitors,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον πρώτο γενικό εισαγγελέα, N. Jääskinen,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Μαρτίου 2013, T-462/12 R, Pilkington Group κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων σε σχέση με την απόφαση C(2012) 5718 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2012, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλε η Pilkington Group Ltd, δυνάμει του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (Υπόθεση COMP/39.125 – Κρύσταλλα αυτοκινήτων) (στο εξής: επίδικη απόφαση)

Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

2

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 8 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«2

Με την [επίδικη] απόφαση, η [...] Επιτροπή απέρριψε την αίτηση περί διατηρήσεως του μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεώς της C(2008) 6815 τελικό, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/39.125 – Κρύσταλλα αυτοκινήτων) (στο εξής: απόφαση του 2008), όπως αυτή δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο 2010 στην ιστοσελίδα της Γενικής Διευθύνσεως “Ανταγωνισμός”.

3

Με την απόφαση του 2008, η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ την οποία διέπραξε το διάστημα μεταξύ 1998 και 2003 στο έδαφος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) η [Pilkington Group Ltd (στο εξής: Pilkington)] και άλλες εταιρίες του ομίλου της, διάφορες εταιρίες του γαλλικού ομίλου Saint-Gobain και του ιαπωνικού ομίλου Asahi –μέλος του οποίου είναι η εταιρία AGC Glass Europe– καθώς και η βελγική εταιρία Soliver, όσον αφορά τις πωλήσεις κρυστάλλων για καινούργια αυτοκίνητα και γνήσιων ανταλλακτικών αυτοκινήτων (στο εξής: σύμπραξη κρυστάλλων αυτοκινήτων). Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή επέβαλε στα μέλη της σύμπραξης αυτής πρόστιμα συνολικού ύψους άνω του 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ και το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον όμιλο της [Pilkington] ανήλθε σε 370 εκατομμύρια ευρώ.

4

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν οι αποδέκτες της αποφάσεως του 2008, δημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2010, ένα πλήρες μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως αυτής στην ιστοσελίδα της. Η δημοσίευση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από [την Pilkington].

5

Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε [την Pilkington] ότι θα δημοσιεύσει, για λόγους διαφάνειας, ένα λεπτομερέστερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως του 2008 και ότι θα απορρίψει, προς τούτο, τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχαν υποβληθεί όσον αφορά, πρώτον, τα ονόματα των πελατών, τις ονομασίες και τις περιγραφές των προϊόντων, καθώς και άλλες πληροφορίες από τις οποίες μπορούσαν, ενδεχομένως, να ταυτοποιηθούν ορισμένοι πελάτες (στο εξής: πληροφορίες της κατηγορίας I), δεύτερον, τον αριθμό των ανταλλακτικών που παρέδωσε η [Pilkington], το μερίδιο συγκεκριμένου κατασκευαστή αυτοκινήτων, τους υπολογισμούς των τιμών, τις μεταβολές των τιμών κ.λπ. (στο εξής: πληροφορίες της κατηγορίας II) και, τρίτον, πληροφορίες από τις οποίες, κατά την [Pilkington], θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν ορισμένα μέλη του προσωπικού της τα οποία φέρονταν ως εμπλεκόμενοι στη λειτουργία της σύμπραξης (στο εξής: πληροφορίες της κατηγορίας III). Η Επιτροπή κάλεσε την [Pilkington] να προσφύγει, σε περίπτωση διαφωνίας, στον σύμβουλο ακροάσεων δυνάμει της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του Προέδρου της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275, σ. 29).

6

Η [Pilkington], διαπιστώνοντας ότι το προτεινόμενο λεπτομερέστερο κείμενο περιείχε πολλές πληροφορίες που δεν είχαν δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο του 2010 για λόγους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, πληροφόρησε, με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2011, τον σύμβουλο ακροάσεων ότι δεν συμφωνούσε με τη δημοσίευση ενός κειμένου της αποφάσεως του 2008 περισσότερο λεπτομερούς από το κείμενο που είχε δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο του 2010, προβάλλοντας ότι έπρεπε να προστατευθούν οι πληροφορίες των κατηγοριών I και II, διότι αποτελούσαν επιχειρηματικό απόρρητο, ενώ η δημοσιοποίηση των πληροφοριών της κατηγορίας III θα καθιστούσε δυνατή την ταυτοποίηση των φυσικών προσώπων, δηλαδή των υπαλλήλων της [Pilkington] που φέρονταν ως εμπλεκόμενοι στη λειτουργία της σύμπραξης. Η [Pilkington] ζήτησε, επομένως, την εμπιστευτική μεταχείριση του συνόλου των πληροφοριών αυτών.

7

Με την [επίδικη] απόφαση, η οποία φέρει υπογραφή “[γ]ια την Επιτροπή”, ο σύμβουλος ακροάσεων, μολονότι δέχθηκε τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων από τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η [Pilkington], απέρριψε σχεδόν όλες τις αιτήσεις της περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

8

Η [επίδικη] απόφαση κοινοποιήθηκε στην [Pilkington] στις 9 Αυγούστου 2012.»

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Οκτωβρίου 2012, η Pilkington άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη δημοσίευση, αφενός, συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ και του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1) και, αφετέρου, συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία υπέχει το εν λόγω θεσμικό όργανο δυνάμει του άρθρου 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθόσον το λεπτομερέστερο κείμενο της αποφάσεως του 2008 περιέχει επιχειρηματικά απόρρητα, τα οποία καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, και πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των υπαλλήλων της.

4

Με χωριστό έγγραφο, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια μέρα, η Pilkington υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

να αναστείλει την εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει επί της προσφυγής·

να απαγορεύσει στην Επιτροπή να δημοσιεύσει κείμενο της αποφάσεως του 2008 περισσότερο λεπτομερές, κατά το μέρος που την αφορά, από το κείμενο που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2010 στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

5

Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

να καταδικάσει την Pilkington στα δικαστικά έξοδα.

Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

6

Αφού απέρριψε διάφορες αιτήσεις παρεμβάσεως στις σκέψεις 14 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στις σκέψεις 23 επ.

7

Στις σκέψεις 24 έως 27 της διατάξεως αυτής, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπενθύμισε ότι οι δυο προϋποθέσεις που αφορούν αντιστοίχως το επείγον και το fumus boni juris είναι σωρευτικές και ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης σε στάθμιση των συμφερόντων. Επισήμανε ότι ο εν λόγω δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο εξακριβώνεται η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων και αποφάσισε να εξετάσει, καταρχάς, από κοινού τα ζητήματα σχετικά με τη στάθμιση των συμφερόντων και το επείγον.

8

Στις σκέψεις 28 και 29 της εν λόγω διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, παραπέμποντας στις διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 76/89 R, 77/89 R και 91/89 R, Radio Telefis Eireann κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 1141, σκέψη 15), και της 26ης Ιουνίου 2003, C-182/03 R και C-217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-6887, σκέψη 142), υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να καθορίσει κατά πόσον το συμφέρον του αιτούντος τα προσωρινά μέτρα διαδίκου για τη χορήγηση των μέτρων αυτών υπερισχύει του συμφέροντος που αντιπροσωπεύει η άμεση εφαρμογή της επίμαχης πράξεως εξετάζοντας, ειδικότερα, αν η τυχόν ακύρωση της πράξεως αυτής από τον δικαστή που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς θα καθιστούσε δυνατή την αναστροφή της καταστάσεως που θα προέκυπτε από την άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως θα ήταν ικανή να την εμποδίσει να αναπτύξει πλήρως το αποτέλεσμά της σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής. Παραπέμποντας στη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1991, C-313/90 R, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-2557, σκέψη 24), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου προσέθεσε ότι η απόφαση που λαμβάνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ούτε να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας.

9

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου συνέχισε σημειώνοντας, στις σκέψεις 31 και 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, προς εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας μιας αποφάσεως που ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, η Pilkington έπρεπε να είναι σε θέση να εμποδίσει την Επιτροπή να προβεί σε παράνομη δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών, διότι μια τέτοια απόφαση θα ήταν μάταιη και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας εάν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορριπτόταν, καθόσον σε περίπτωση απορρίψεως η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί στην άμεση δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών, τούτο δε παρά το γεγονός ότι ακόμα και στην περίπτωση που όντως δημοσιευόνταν οι εν λόγω πληροφορίες η Pilkington θα εξακολουθούσε προφανώς να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι το συμφέρον της Επιτροπής στην απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων έπρεπε να υποχωρήσει έναντι του συμφέροντος που επικαλείτο η Pilkington, κατά μείζονα λόγο εφόσον η λήψη των ζητηθέντων προσωρινών μέτρων θα συνεπαγόταν απλώς και μόνον τη διατήρηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, του status quo που υπήρχε από τον Φεβρουάριο του 2010.

10

Καθόσον η Επιτροπή αναφέρθηκε στο συμφέρον των δυνητικών θυμάτων της συμπράξεως κρυστάλλων αυτοκινήτων τα οποία χρειάζονταν τις πληροφορίες των κατηγοριών Ι και ΙΙ για να αποδείξουν τη βασιμότητα των αγωγών τους αποζημιώσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε, στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν ήταν ικανά να αποδυναμώσουν το συμφέρον της Pilkington εν προκειμένω, δεδομένου ότι, ιδίως όσον αφορά τους εθνικούς κανόνες παραγραφής, η Επιτροπή δεν προσδιόριζε ποιο γεγονός εμπόδιζε τα εν λόγω θύματα να ασκήσουν τις αγωγές αποζημιώσεως εμπροθέσμως, επιτυγχάνοντας συγχρόνως την αναστολή των εθνικών διαδικασιών μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας.

11

Στη σκέψη 38 της διατάξεως αυτής, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι, εφόσον από τη στάθμιση των συμφερόντων προέκυπτε ότι υπερίσχυε το συμφέρον της Pilkington, συνέτρεχε προφανώς επείγουσα ανάγκη να προστατευθεί το συμφέρον που η εταιρία αυτή επικαλείτο, υπό την προϋπόθεση ότι κινδύνευε να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων. Επισήμανε ότι, κατά την Pilkington, η κατάσταση που θα προέκυπτε από τη δημοσίευση του λεπτομερέστερου κειμένου της αποφάσεως του 2008 δεν θα ήταν πλέον αναστρέψιμη.

12

Στις σκέψεις 39 έως 42 της εν λόγω διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του επείγοντος όσον αφορά τη δημοσίευση των πληροφοριών της κατηγορίας III, ουσιαστικώς διότι η Pilkington δεν είχε αποδείξει, κατά την άποψή του, ότι τα ζητηθέντα μέτρα ήταν αναγκαία για την προστασία ιδίου συμφέροντος.

13

Αντιθέτως, όσον αφορά τις πληροφορίες των κατηγοριών I και II, στις σκέψεις 43 έως 45 της ίδιας διατάξεως, έκρινε ότι η εν λόγω προϋπόθεση καταρχήν πληρούνταν. Σημείωσε, πράγματι, ότι στην περίπτωση που η δημοσίευση των κρίσιμων πληροφοριών ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα στην προστασία του επαγγελματικού απορρήτου, όπως αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, και με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα της Pilkington θα μπορούσε να καταστεί, κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, κενό περιεχομένου. Επιπροσθέτως, η Pilkington κινδύνευε να απολέσει το θεμελιώδες δικαίωμά της στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 47 του Χάρτη, αν επιτρεπόταν στην Επιτροπή να δημοσιεύσει τις εν λόγω πληροφορίες πριν το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της ουσίας.

14

Στις σκέψεις 46 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε τα αντίθετα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή. Συναφώς, στη σκέψη 47 της εν λόγω διατάξεως, σημείωσε ότι η παρατήρηση της Επιτροπής ότι η Pilkington δεν είχε προβάλει προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος στερούνταν πραγματικής βάσεως. Στις σκέψεις 48 έως 50 της εν λόγω διατάξεως έκρινε, επίσης, ότι δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επίμαχη δημοσίευση προέκυπτε κατά τρόπο προβλέψιμο από τις πράξεις της Pilkington, δηλαδή από την παραβατική συμπεριφορά της εταιρίας αυτής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδοθεί η συνέπεια αυτή σε προσβολή των θεμελιωδών της δικαιωμάτων, όπως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφαση Gillberg κατά Σουηδίας της 3ης Απριλίου 2012 (§§ 67 και 72), δεδομένου ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων πληροφοριών, σε αντίθεση με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση.

15

Επιπροσθέτως, στις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπογράμμισε ότι δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη η προγενέστερη νομολογία (διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2003, T-198/03 R, Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4879, και της 22ας Δεκεμβρίου 2004, T-201/04 R, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-4463), όπου ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, εξετάζοντας το επιχείρημα που αντλείται από τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της κοινοποιήσεως ευαίσθητων πληροφοριών, που δύνανται να χρησιμοποιηθούν σε αγωγές αποζημιώσεως κατά του ενδιαφερομένου, είχε χαρακτηρίσει ως καθαρά οικονομική, και μη δυνάμενη κατά κανόνα να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη, τη ζημία που θα μπορούσε να προκύψει για τον ενδιαφερόμενο από μια τέτοια χρήση των εν λόγω πληροφοριών. Προσέθεσε, συγκεκριμένα, ότι, το αργότερο από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η οποία προσέδωσε στον Χάρτη την τυπική ισχύ του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και ορίζει ότι ο Χάρτης και οι Συνθήκες έχουν την ίδια νομική ισχύ (άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ), ο άμεσος κίνδυνος από τη σοβαρή και ανεπανόρθωτη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα άρθρα 7 και 47 του Χάρτη στον τομέα αυτό έπρεπε να χαρακτηριστεί, αυτός καθαυτόν, ως ζημία που δικαιολογεί τη λήψη των ζητούμενων προσωρινών μέτρων προστασίας.

16

Εν συνεχεία, στις σκέψεις 54 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε ως μη κρίσιμε εν προκειμένω τις υπόλοιπες διατάξεις που επικαλέσθηκε η Επιτροπή, ήτοι τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1998, C-43/98 P(R), Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-1815), και του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2011, T‑457/09 R, Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, καθότι αφορούσαν απλούς περιορισμούς στην άσκηση των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C-7/04 P(R), Επιτροπή κατά Akzo και Akcros (Συλλογή 2004, σ. I-8739), καθότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η τελευταία, η οποία αφορούσε τον εμπιστευτικό ή μη χαρακτήρα εγγράφων τα οποία κατέσχεσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια ελέγχου, το κρίσιμο ζήτημα δεν ήταν η πρόσβαση του κοινού στα εν λόγω έγγραφα, αλλά το εντελώς διαφορετικό ζήτημα κατά πόσον επιτρεπόταν στην Επιτροπή να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών, δεδομένου ότι οφείλει και αυτή η ίδια να σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο.

17

Στις σκέψεις 58 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε την προϋπόθεση περί το fumus boni juris. Έχοντας υπενθυμίσει, στη σκέψη 58, ότι η περί fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα στο πλαίσιο της επί της ουσίας δίκης κρίνεται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος βάσεως, έκρινε, στη σκέψη 59 της διατάξεως αυτής, ότι, στο ειδικό πλαίσιο της προσωρινής προστασίας των φερόμενων ως εμπιστευτικών πληροφοριών, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, κατ’ αρχήν, να συμπεράνει ότι δεν συντρέχει fumus boni juris όταν ελλείπει προδήλως ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων πληροφοριών, διότι, άλλως, θα παραβλεπόταν ο εγγενώς παρεπόμενος και προσωρινός χαρακτήρας της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και ο άμεσος κίνδυνος καταστρατηγήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επικαλείται ο διάδικος και των οποίων ζητεί την προσωρινή προστασία.

18

Στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε τον δεύτερο λόγο που προέβαλε η Pilkington προς στήριξη της προσφυγής της επί της ουσίας, με τον οποίο προσάπτει, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι, αποφασίζοντας να δημοσιεύσει τις πληροφορίες που έπρεπε να θεωρηθούν ως επιχειρηματικά απόρρητα και των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας έπρεπε να προστατευθεί, παρέβη το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 28, παράγραφος 1, και το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επισήμανε, εξάλλου, ότι, κατά την Pilkington, η Επιτροπή είχε σφάλει στην εκτίμησή της ως προς την ύπαρξη επιτακτικών λόγων για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών.

19

Στις σκέψεις 61 έως 65 της διατάξεως αυτής, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες των κατηγοριών I και II, συνολικά θεωρούμενες, ήταν εμπορικά ευαίσθητες, παρά το γεγονός ότι ανάγονταν σε χρόνο προγενέστερο των πέντε ετών, επειδή αποκάλυπταν κατ’ ουσίαν τις επιχειρηματικές πρακτικές της Pilkington έναντι των κατασκευαστών αυτοκινήτων που εξακολουθούσαν να είναι πελάτες της.

20

Στις σκέψεις 67 έως 73 της διατάξεως αυτής, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε, επίσης, ότι, χωρίς να θίγεται η ουσία των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή, δεν μπορούσε να συναχθεί ότι δεν συνέτρεχε προδήλως fumus boni juris. Υπογράμμισε, συγκεκριμένα, ότι η αξιολόγηση του ουσία βάσιμου της προσφυγής προϋπέθετε επισταμένη εξέταση των πληροφοριών για τις οποίες εζητείτο εμπιστευτική μεταχείριση, καθώς και στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων της Pilkington και του γενικού συμφέροντος διαφάνειας, εκτιμήσεις στις οποίες δεν μπορεί να προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων. Έκρινε, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι ο σύμβουλος ακροάσεων αναγνώρισε ότι ορισμένες πληροφορίες, τόσο της κατηγορίας I όσο και της κατηγορίας II, έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα καταδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν μπορούσαν, εκ πρώτης όψεως, να χαρακτηριστούν συνολικώς, λόγω της φύσεώς τους, ως προδήλως στερούμενες απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα. Επιπλέον, όσον αφορά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι επίμαχες πληροφορίες, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι το επιχείρημα της Pilkington, κατά το οποίο οι πληροφορίες αυτές ήταν παρά ταύτα εμπιστευτικές υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν στερείτο προφανώς κάθε σημασίας.

21

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να κάνει δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Pilkington στο μέτρο που αφορούσε την απαγόρευση της δημοσιεύσεως από την Επιτροπή των πληροφοριών των κατηγοριών I και II και να την απορρίψει κατά τα λοιπά. Τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως έχουν ως εξής:

«2)

Αναστέλλει την εκτέλεση της [επίδικης] αποφάσεως […] όσον αφορά δύο κατηγορίες πληροφοριών, όπως αυτές αναφέρονται στο σημείο 6 της αποφάσεως C(2012) 5718 τελικό, σχετικές, αφενός, με τα ονόματα των πελατών, τις ονομασίες και τις περιγραφές των προϊόντων, καθώς και άλλες πληροφορίες από τις οποίες μπορούσαν, ενδεχομένως, να ταυτοποιηθούν ορισμένοι πελάτες και, αφετέρου, με τον αριθμό των ανταλλακτικών που παρέδωσε η [Pilkington], το μερίδιο συγκεκριμένου κατασκευαστή αυτοκινήτων, τους υπολογισμούς των τιμών, τις μεταβολές των τιμών, κ.λπ.

3)

Διατάσσει την [...] Επιτροπή να μη δημοσιεύσει κείμενο της [αποφάσεως του 2008], περισσότερο λεπτομερές, όσον αφορά τις προαναφερθείσες πληροφορίες των δύο κατηγοριών που αναφέρονται στο σημείο 2 του διατακτικού, από εκείνο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της τον Φεβρουάριο του 2010.»

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

22

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως που αντλούνται αντιστοίχως:

από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως σχετικά με το επείγον, και

επικουρικώς, από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως σχετικά με το fumus boni juris, σε συνδυασμό με εκείνη περί επείγοντος.

23

Το τελευταίο τμήμα της αιτήσεως αναιρέσεως αφορά τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει, κατά την Επιτροπή, η απόφαση που έλαβε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. Το θεσμικό αυτό όργανο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εάν οι δικαστές των ασφαλιστικών μέτρων της Ένωσης υιοθετήσουν την προσέγγιση που αναλύεται στη διάταξη αυτή, θα καταστεί στην πράξη αδύνατο για αυτήν να δημοσιεύει εν ευθέτω χρόνω πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003, δεδομένου ότι θα αρκεί εφεξής σε μια επιχείρηση να ισχυρίζεται ότι κάποιες πληροφορίες είναι εμπιστευτικές προκειμένου να εμποδίζει τη δημοσίευσή τους πριν ο δικαστής της ουσίας αποφανθεί επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα. Κατά την Επιτροπή, η νομολογία αυτή του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου θα έχει επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη διεξαγωγή των διαδικασιών για την καταστολή των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, διότι μπορεί να εφαρμόζεται επίσης στο στάδιο προσβάσεως στην κοινοποίηση αιτιάσεων.

24

Η Pilkington υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής είναι απαράδεκτα καθότι δεν περιέχουν κανέναν λόγο αναιρέσεως και ότι, σε κάθε περίπτωση, οι επιφυλάξεις της Επιτροπής δεν είναι βάσιμες. Σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή, κατ’ αναλογία, της προσεγγίσεως που υιοθέτησε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την πρόσβαση στην κοινοποίηση αιτιάσεων, υπογραμμίζει ότι υφίσταται σημαντική διαφορά μεταξύ της κοινοποιήσεως μιας πληροφορίας σε περιορισμένο αριθμό εταιριών και της κοινοποιήσεώς της μέσω του διαδικτύου στο ευρύ κοινό.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως περί επείγοντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

25

Η Επιτροπή διατείνεται ότι η εκ μέρους του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου αξιολόγηση της προϋποθέσεως περί επείγοντος, στις σκέψεις 44 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι η προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης συνιστά ζημία που δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως μιας τέτοιας αποφάσεως χωρίς να χρειάζεται να εκτιμηθεί κατά πόσον η εν λόγω παραβίαση συνεπάγεται, εν προκειμένω, σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία. Η ζημία, όμως, που οφείλει να αποδείξει η Pilkington προκειμένου να τεκμηριώσει ότι πληρούται η προϋπόθεση περί επείγοντος πρέπει να είναι σοβαρή και μη επανορθώσιμη, υπό την έννοια ότι ούτε μια απόφαση επί της ουσίας ούτε μια αυτοτελής αγωγή αποζημιώσεως θα μπορούσε να την αποκαταστήσει. Στις σκέψεις 45 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου πιθανολόγησε την ύπαρξη «ζημία[ς] που δικαιολογεί τη χορήγηση των ζητούμενων προσωρινών μέτρων προστασίας» με βάση και μόνον την υποτιθέμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, χωρίς να αξιολογήσει κατά πόσον η Pilkington είχε εκθέσει με πειστικό τρόπο ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων εν προκειμένω, κινδύνευε να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία αν δεν λαμβάνονταν τα προμνησθέντα μέτρα.

26

Κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση προσδιορισμού του επείγοντος μέσω της αξιολογήσεως του κινδύνου προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας ισχύει, αδιακρίτως, σε όλους τους κλάδους του δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο προσφεύγων διάδικος ζητεί να ληφθούν προσωρινά μέτρα για την αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως για τη δημοσίευση πληροφοριών, οι οποίες διατείνεται ότι είναι εμπιστευτικές. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, το γεγονός ότι η γνωστοποίηση των μέχρι τότε απορρήτων αυτών πληροφοριών είναι μη αναστρέψιμη δεν σημαίνει ότι η κοινοποίησή τους θα συνεπαγόταν αναγκαστικά, στο πλαίσιο αιτήσεως για λήψη προσωρινών μέτρων, κίνδυνο σοβαρής και μη επανορθώσιμης ζημίας σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι, ορθώς έκρινε σχετικώς ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στις προμνησθείσες διατάξεις Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής (σκέψεις 50 έως 62) και Microsoft κατά Επιτροπής (σκέψεις 253 έως 256).

27

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν οι διαδικασίες οι σχετικές με το δίκαιο ανταγωνισμού έχουν συνήθως οικονομικά κυρίως συμφέροντα για την προστασία του απορρήτου των πληροφοριών τους. Το κατά πόσον η κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών θα ήταν μη αναστρέψιμη εξαρτάται από ένα συνδυασμό περιστάσεων, όπως η εμπορική χρησιμότητα των πληροφοριών αυτών για τις επιχειρήσεις που τις παρέχουν και για άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά. Επομένως, η πιθανότητα να προξενήσει η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών σοβαρή και μη επανορθώσιμη μέσω μεταγενέστερης αποζημιώσεως ζημία δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνον κατόπιν αξιολογήσεως των συνεπειών μιας τέτοιας κοινοποιήσεως λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

28

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση εξακριβώσεως του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση η σχετική με το επείγον κατόπιν αξιολογήσεως του κινδύνου προκλήσεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως ισχύει, επίσης, οσάκις μια αίτηση για λήψη προσωρινού μέτρου αφορά απόφαση που φέρεται ότι προσβάλλει θεμελιώδη δικαιώματα. Επισημαίνει, ιδίως, ότι, στην προμνησθείσα διάταξη Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (σκέψεις 46 και 47), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε το επιχείρημα κατά το οποίο η προβαλλόμενη ζημία ήταν εξ ορισμού μη επανορθώσιμη εφόσον «άπτεται της σφαίρας των θεμελιωδών ελευθεριών», και έκρινε ότι δεν αρκούσε η αόριστη επίκληση προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ζημία που θα μπορούσε να προκληθεί θα είναι οπωσδήποτε μη επανορθώσιμη.

29

Κατά την Επιτροπή, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένως έκρινε ότι δεν ήταν κρίσιμη η προμνησθείσα διάταξη Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου επειδή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω διάταξη η αιτούσα προέβαλε «περιορισμό» μόνον των θεμελιωδών της δικαιωμάτων, ενώ, εν προκειμένω, εάν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορριφθεί, η Pilkington θα «στερηθεί πλήρως των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επικαλείται». Πράγματι, η προμνησθείσα διάταξη Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου δεν προβαίνει σε τέτοια διάκριση όσον αφορά το κατά πόσον ο διάδικος που προβάλλει προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων οφείλει να αποδείξει την πιθανότητα προκλήσεως «μη επανορθώσιμης» ζημίας.

30

Όσον αφορά τις συνέπειες, συναφώς, της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και της κατόπιν αυτού ενισχυμένης προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, περιστάσεις που επισημαίνονται στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν διευκρίνισε κατά ποιο τρόπο οι εν λόγω περιστάσεις άσκησαν επιρροή στις προβλεπόμενες στο άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προϋποθέσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι τόσο το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη, όσο και το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 της εν λόγω συμβάσεως και 47 του Χάρτη, προστατεύονται βάσει των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Η προσέγγιση που υιοθετεί ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνει στην πάγια νομολογία κατά την οποία η προβαλλόμενη παράβαση ιεραρχικώς υπέρτερου κανόνα δικαίου δεν αρκεί, αυτή καθαυτήν, για να αποδειχθούν η σοβαρότητα και ο μη επανορθώσιμος χαρακτήρας ενδεχόμενης ζημίας [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 1998, C-159/98 P(R), Antilles néerlandaises κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-4147, σκέψη 62, καθώς και της 25ης Ιουλίου 2000, C-377/98 R, Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-6229, σκέψη 45].

31

Κατά την Επιτροπή, παρότι η υψηλή εγγενής αξία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται ενδεχομένως ότι ορισμένες προσβολές τους δεν μπορούν να αποκατασταθούν με οικονομική αντιστάθμιση, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας εάν η επίκληση προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων αρκούσε αυτομάτως για την απόδειξη του επείγοντος χαρακτήρα μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Η Επιτροπή προσάπτει στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι απέρριψε, χωρίς να το εξετάσει, το ενδεχόμενο να αρκεί μια οικονομική αντιστάθμιση για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο οικονομικό συμφέρον, το οποίο αποτελεί για την Pilkington η προβληθείσα προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα, ενώ η εταιρία αυτή υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η κοινοποίηση προβαλλόμενων ως εμπιστευτικών πληροφοριών θα μπορούσε να τη φέρει σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση έναντι των ανταγωνιστών της ή των πελατών της. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση που υιοθέτησε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η οικονομική ζημία που ενδέχεται να προκληθεί από την προβληθείσα προσβολή του δικαιώματος της Pilkington στην εμπιστευτικότητα είναι αμιγώς οικονομική.

32

Παρότι αναγνωρίζει ότι η κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών ενδέχεται, εξαιτίας του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα της, να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή διατείνεται ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 278 ΣΛΕΕ μη ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών που ασκούνται κατά των πράξεων της Ένωσης, υποχρεώνουν τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αξιολογεί, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, το ενδεχόμενο να προκληθεί σε περίπτωση μη λήψεως προσωρινών μέτρων σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία δεν πρέπει απλώς να πιθανολογείται επειδή προβάλλεται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

33

Η Pilkington υποστηρίζει ότι κανένα στοιχείο της νομολογίας δεν είναι ικανό να θεμελιώσει την προσέγγιση της Επιτροπής. Θα ήταν προδήλως εσφαλμένο να γίνει δεκτό ότι η προκαλούμενη σε ένα θεμελιώδες δικαίωμα σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη αποτελεί ένα είδος ειδικής βλάβης που μπορεί να αγνοηθεί.

34

Η Pilkington συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία, κατά πάγια νομολογία, η σχετική με το επείγον προϋπόθεση πληρούται μόνον όταν ενδέχεται να προκληθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία εάν δεν ληφθούν τα ζητηθέντα προσωρινά μέτρα. Εντούτοις, η εταιρία αυτή εκτιμά, όπως και ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, ότι μια τέτοια ζημία μπορεί να απορρέει από εκείνη που προκαλείται σε θεμελιώδη δικαιώματα λόγω της σοβαρής και ανεπανόρθωτης προσβολής τους. Αντιθέτως προς ό,τι φρονεί η Επιτροπή, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασε την ειδική βλάβη που θα προκαλούσε στην Pilkington η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελλόχευε ο κίνδυνος να προσβληθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα της τελευταίας κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο, πράγμα που θα συνεπαγόταν, επομένως, σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία για την εν λόγω εταιρία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

35

Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν «το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται». Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κυρίας προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων είναι απορριπτέες εάν δεν πληρούται μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-1461, σκέψη 73).

36

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σκοπός της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι η διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει το Δικαστήριο. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε βάρος του αιτούντος την προσωρινή προστασία [βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001, C-404/01 P(R), Επιτροπή κατά Euroalliages κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-10367, σκέψεις 61 και 62]. Στον διάδικο αυτό απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί ζημία αυτής της φύσεως (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, T-278/00 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8787, σκέψη 14).

37

Καίτοι είναι αληθές ότι, για τη διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, δεν απαιτείται να διαπιστώνεται με απόλυτη ακρίβεια η επέλευση της ζημίας και αρκεί να είναι αυτή σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμη, εξίσου αληθές είναι ότι ο αιτών τη λήψη προσωρινού μέτρου υποχρεούται πάντα να αποδεικνύει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεωρείται ότι στηρίζεται η προοπτική μιας τέτοιας σοβαρής κι ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8705, σκέψη 67].

38

Πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται στη δημοσίευση προβαλλόμενων ως εμπιστευτικών πληροφοριών. Προκειμένου να αξιολογηθεί η ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, και με την επιφύλαξη της εξετάσεως της προϋποθέσεως περί fumus boni juris, εξέταση που συνδέεται με την εν λόγω αξιολόγηση χωρίς να συγχέεται προς αυτήν, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έπρεπε κατά λογική ανάγκη να στηριχθεί στην προκείμενη ότι οι προβαλλόμενες ως εμπιστευτικές πληροφορίες ήταν πράγματι εμπιστευτικές, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίστηκε η Pilkington τόσο στην προσφυγή της όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

39

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου συνήγαγε την ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας από το γεγονός ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα της Pilkington θα προσβάλλονταν κατά σοβαρό και ανεπανόρθωτο τρόπο από τη δημοσίευση των δήθεν επιχειρηματικών της απορρήτων υπό συνθήκες στις οποίες δεν θα μπορούσε να ασκήσει καμία αποτελεσματική προσφυγή. Συναφώς, από τις σκέψεις 52 και 53 της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να αποστεί της παλαιότερης νομολογίας του ίδιου δικαστηρίου, κατά την οποία η δημοσιοποίηση μιας απόρρητης πληροφορίας εμπορικής φύσεως, προσβάλλουσας τα θεμελιώδη δικαιώματα του διαδίκου που ζητεί τη λήψη προσωρινού μέτρου, δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε την επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Προς στήριξη της συλλογιστικής αυτής, έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη του την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς και την κατόπιν αυτού ενισχυμένη προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

40

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η άποψη, κατά την οποία μια ζημία είναι εξ ορισμού ανεπανόρθωτη εφόσον άπτεται της σφαίρας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι δεν αρκεί να προβληθεί αορίστως η προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ζημία που θα μπορούσε να επέλθει έχει οπωσδήποτε μη επανορθώσιμο χαρακτήρα (βλ., συναφώς, προμνησθείσα διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψεις 46 και 47). Η ενισχυμένη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέει από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομολογία αυτή, καθότι τα δικαιώματα αυτά, και κυρίως εκείνα των οποίων γίνεται εν προκειμένω επίκληση, προστατεύονταν ήδη στο δίκαιο της Ένωσης πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής.

41

Ασφαλώς, η προσβολή ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως της απαγορεύσεως των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχειρίσεως η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Χάρτη, μπορεί, λόγω της ίδιας της φύσεως του προσβαλλόμενου δικαιώματος, να συνεπάγεται, αυτή καθαυτήν, σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη. Εντούτοις, δεν παύει να ισχύει ότι, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στις σκέψεις 36 και 37 της παρούσας διατάξεως νομολογία, απόκειται πάντα στον διάδικο που ζητεί τη λήψη ενός προσωρινού μέτρου να εκθέτει και να αποδεικνύει την πιθανή επέλευση μιας τέτοιας βλάβης στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

42

Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν ένας διάδικος ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων προσκειμένου να εμποδίσει τη δημοσίευση εμπορικών δεδομένων που φέρονται να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το κατά πόσον η κοινοποίηση τέτοιων πληροφοριών προκαλεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία εξαρτάται από ένα συνδυασμό περιστάσεων, όπως, μεταξύ άλλων, η από εμπορικής απόψεως σημασία των πληροφοριών αυτών για την επιχείρηση που τις παρέχει και η χρησιμότητά τους για άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

43

Στο μέτρο που ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπογράμμισε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, εξαιτίας της προσβολής των επίμαχων εν προκειμένω θεμελιωδών δικαιωμάτων, η Pilkington θα υφίστατο πλήρη απώλεια των δικαιωμάτων της, ενώ στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα διάταξη Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου επρόκειτο για απλό περιορισμό των επίμαχων δικαιωμάτων, αρκεί η διαπίστωση ότι η διαφορά που υφίσταται μεταξύ των δύο αυτών υποθέσεων δεν καθιστά άνευ σημασίας την τελευταία ως άνω διάταξη. Πράγματι, η διαφορά αυτή ουδόλως επηρεάζει την προαναφερθείσα υποχρέωση, η οποία βαρύνει τον διάδικο που ζητεί τη λήψη ενός προσωρινού μέτρου, να εκθέτει και να αποδεικνύει την πιθανή επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

44

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προβαλλόμενη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της Pilkington στην προστασία των επαγγελματικών της απορρήτων, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 339 ΣΛΕΕ, 8 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη, καθώς και του δικαιώματος της εταιρίας αυτής στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη, αρκούσε, αυτή καθαυτήν, για να αποδειχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

45

Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι, αν από το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της αποφάσεως είναι προφανώς βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της οικείας αποφάσεως και ότι πρέπει να υπάρξει αντικατάσταση αιτιολογίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I-3755, σκέψη 28, καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C-120/06 P και C-121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-6513, σκέψη 187 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46

Συναφώς, από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, και κυρίως από τη σκέψη 43, προκύπτει ότι η προβληθείσα από την Pilkington ζημία όσον αφορά τις πληροφορίες των κατηγοριών I και II συνίσταται στο ότι, μετά τη δημοσίευση των εμπιστευτικών πληροφοριών, τυχόν μεταγενέστερη ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 339 ΣΛΕΕ και προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία του επαγγελματικού απορρήτου δεν θα ανέστρεφε τα αποτελέσματα της δημοσίευσης των πληροφοριών αυτών. Οι πελάτες, οι ανταγωνιστές και οι προμηθευτές της Pilkington, οι οικονομικοί αναλυτές καθώς και το ευρύ κοινό θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες και να τις αξιοποιούν ελεύθερα, γεγονός που θα προκαλούσε σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην εν λόγω εταιρία. Συνεπώς, αν οι επίμαχες πληροφορίες δημοσιοποιούνταν πριν από την επίλυση της διαφοράς επί της ουσίας, η Pilkington θα στερείτο αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

47

Πρέπει να επισημανθεί ότι η ως άνω προβαλλόμενη ζημία ενέχει τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας. Πράγματι, βάσει της προκείμενης ότι οι πληροφορίες των κατηγοριών I και II καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο, η δημοσιοποίησή τους θα προξενούσε οπωσδήποτε σημαντική ζημία στην Pilkington, εφόσον πρόκειται για ειδικές εμπορικές πληροφορίες αναφορικά με στοιχεία όπως η ταυτότητα των πελατών, ο αριθμός των εξαρτημάτων που πωλήθηκαν, ο υπολογισμός των τιμών και οι μεταβολές των τιμών.

48

Όσον αφορά τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας αυτής, είναι πράγματι προφανές ότι η ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αναστρέψει τα αποτελέσματα της δημοσιεύσεως ενός περιέχοντος τις επίμαχες πληροφορίες κειμένου της αποφάσεως του 2008, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να αναστραφεί το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές περιήλθαν εις γνώση των προσώπων που διάβασαν την απόφαση αυτή.

49

Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η εν προκειμένω βλάβη την οποία προβάλλει η Pilkington είναι αμιγώς οικονομική, καθότι, αντιτασσόμενη στη δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών, η εταιρία αυτή αποβλέπει στο να προστατεύσει εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα.

50

Μια χρηματική, όμως, ζημία δεν μπορεί να θεωρείται ανεπανόρθωτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου ότι ένα χρηματικό αντιστάθμισμα μπορεί, κατά κανόνα, να επαναφέρει τον ζημιωθέντα στην προ της επελεύσεως της ζημίας κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1991, C-213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-5109, σκέψη 24). Μια τέτοια ζημία μπορεί να αποκατασταθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ασκούμενης βάσει των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1988, 229/88 R, Cargill κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. 5183, σκέψη 18, και Επιτροπή κατά Euroalliages κ.λπ., προμνησθείσα, σκέψη 70).

51

Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισήμανε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η Pilkington στηρίζεται στα αποτελέσματα της δημοσιοποιήσεως των επίμαχων πληροφοριών, τα οποία απορρέουν από την ελεύθερη αξιοποίησή τους από διάφορες κατηγορίες τρίτων, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Επομένως, η προβαλλόμενη από την Pilkington ζημία θα συνίστατο, εφόσον επερχόταν, στην προσβολή των εμπορικών και οικονομικών της συμφερόντων συνεπεία μιας τέτοιας αξιοποιήσεως. Στην περίπτωση που τα εμπορικά και οικονομικά αυτά συμφέροντα της Pilkington θίγονταν εξαιτίας της δημοσιεύσεως των επίμαχων πληροφοριών, η καταβολή ενός προσήκοντος αντισταθμίσματος θα έπρεπε, θεωρητικώς τουλάχιστον, να επαρκεί για την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας. Ως εκ τούτου, η ζημία αυτή μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί ως οικονομική, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως, και θα ήταν μάλιστα, καταρχήν, επανορθώσιμη στο πλαίσιο μιας αγωγής αποζημιώσεως.

52

Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι μια οικονομικής φύσεως ζημία μπορεί ειδικότερα να θεωρηθεί ως μη επανορθώσιμη εάν δεν είναι δυνατόν να εκφρασθεί αριθμητικώς, ακόμα και όταν επέλθει [διάταξη του Αντιπρόεδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2013, C‑551/12 P(R), EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

53

Ασφαλώς, η αβεβαιότητα που συνδέεται με την αποκατάσταση χρηματικής ζημίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτήν, ως περίσταση ικανή να αποδείξει τον μη επανορθώσιμο χαρακτήρα τέτοιας ζημίας, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, στο στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, η δυνατότητα να επιτευχθεί αργότερα αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας στο πλαίσιο ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως η οποία θα μπορούσε να ασκηθεί κατόπιν της ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως είναι οπωσδήποτε αβέβαιη. Η διαδικασία, όμως, των ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει μια τέτοια αγωγή αποζημιώσεως προς εξάλειψη της αβεβαιότητας αυτής, δεδομένου ότι μοναδικός σκοπός της είναι η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως στη δίκη, με την οποία συνδέεται η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι, εν προκειμένω, της προσφυγής ακυρώσεως [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2011, C‑446/10 P(R), Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, σκέψεις 55 έως 57 83· βλ., επίσης, τη σκέψη 36 της παρούσας διατάξεως].

54

Αντιθέτως, τα ανωτέρω δεν ισχύουν οσάκις από την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει σαφώς ότι η προβαλλόμενη ζημία, λαμβανομένων υπόψη της φύσεώς της και του προβλέψιμου της ελεύσεώς της, δεν θα μπορεί να προσδιοριστεί και να εκφρασθεί αριθμητικώς προσηκόντως εφόσον επέλθει και ότι, στην πράξη, τυχόν αγωγή αποζημιώσεως δεν θα καταστήσει, επομένως, δυνατή την αποκατάστασή της. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τη δημοσίευση ειδικών και προβαλλομένων ως εμπιστευτικών εμπορικών πληροφοριών σχετικά με στοιχεία όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, ιδίως η ταυτότητα των πελατών, ο αριθμός των εξαρτημάτων που πωλήθηκαν, ο υπολογισμός των τιμών και οι μεταβολές των τιμών.

55

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ζημία που θα μπορούσε να υποστεί η Pilkington εξαιτίας της δημοσιεύσεως των προβαλλομένων ως επαγγελματικών της απορρήτων θα ήταν διαφορετική, τόσο όσον αφορά τη φύση της όσο και την έκτασή της, αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν τα μνημονευόμενα στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως πρόσωπα που θα ελάμβαναν γνώση των εν λόγω πληροφοριών, ήτοι οι πελάτες της, οι ανταγωνιστές της, οι προμηθευτές της, ή ακόμα οικονομικοί αναλυτές ή πρόσωπα από το ευρύ κοινό. Πράγματι, θα ήταν αδύνατον να προσδιορισθεί ο αριθμός και η ιδιότητα κάθε προσώπου που έλαβε όντως γνώση των δημοσιευθεισών πληροφοριών και να αξιολογηθεί, επομένως, ο συγκεκριμένος αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει η δημοσίευσή τους στα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα της Pilkington.

56

Τέλος, πρέπει σε κάθε περίπτωση να προστεθεί ότι, όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή στο τρίτο τμήμα της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη θα είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών για την καταστολή των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι μπορεί να εφαρμοσθεί, επίσης, κατ’ αναλογία, στο στάδιο της προσβάσεως στην κοινοποίηση αιτιάσεων, η τελευταία αυτή περίπτωση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της δημοσιεύσεως μιας οριστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη τέτοιας παραβάσεως.

57

Πράγματι, όταν μετέχων σε διοικητική διαδικασία έχει πρόσβαση σε κείμενο μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων που περιέχει επαγγελματικά απόρρητα, η πρόσβαση αυτή του παρέχεται, κατ’ αρχήν, μόνον προκειμένου να είναι σε θέση να μετάσχει λυσιτελώς στη διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται να αξιοποιήσει τις περιεχόμενες στο έγγραφο αυτό πληροφορίες για άλλους σκοπούς. Εξάλλου, η βλάβη που ενδέχεται να επέλθει από την πρόσβαση σε κοινοποίηση αιτιάσεων, η οποία παρέχεται σε περιορισμένο αριθμό προσώπων που μπορούν σαφώς να προσδιοριστούν, δεν είναι συγκρίσιμη, ιδίως όσον αφορά της δυνατότητα να αξιολογηθεί και, τελικώς, να εκφρασθεί αριθμητικώς, με εκείνη που προκαλείται από τη δημοσίευση στο διαδίκτυο μιας οριστικής αποφάσεως προσβάσιμης από οποιοδήποτε.

58

Ως εκ τούτου, από τα όσα κρίθηκαν στις σκέψεις 51 έως 55 της παρούσας διατάξεως, δεν μπορεί να συναχθεί, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παροχή προσβάσεως σε κοινοποίηση αιτιάσεων είναι οπωσδήποτε ικανή να προξενήσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, όπως ακριβώς και η δημοσίευση οριστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως.

59

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ορθώς έκρινε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ότι, εν προκειμένω, πληρούταν η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον, δεδομένου ότι αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο η πιθανή επέλευση, για την Pilkington, μιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

60

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως περί fumus boni juris, σε συνδυασμό με εκείνη περί επείγοντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

61

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου της επέβαλε, συγκεκριμένα στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το βάρος να αποδείξει την απουσία fumus boni juris καταδεικνύοντας ότι οι επίμαχες πληροφορίες στερούνταν προδήλως εμπιστευτικού χαρακτήρα.

62

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατά τη νομολογία, ο δικαστής πρέπει, κατά την εκ μέρους του εκτίμηση του επείγοντος και, ενδεχομένως, κατά τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, να λαμβάνει υπόψη τον κατά το μάλλον ή ήττον σοβαρό χαρακτήρα των προβαλλόμενων λόγων για τη θεμελίωση του fumus boni juris. Δεδομένου ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου είχε στηρίξει την εκ μέρους του αξιολόγηση του επείγοντος αποκλειστικά στο γεγονός ότι κάθε κοινοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών συνεπαγόταν προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν μπορούσε να περιοριστεί σε μια αφηρημένη ανάλυση της προϋποθέσεως περί fumus boni juris. Κατά την Επιτροπή, δεν απόκειτο σε αυτήν να αποδείξει ότι οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν προδήλως εμπιστευτικές, αλλά απόκειτο στην Pilkington να αποδείξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επίμαχων πληροφοριών, πράγμα που ήταν έτι δυσχερέστερο καθότι αυτές ανάγονταν σε χρόνο προγενέστερο των πέντε ετών.

63

Η Επιτροπή προσάπτει επίσης στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 69 και 70 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι καθήκον του συμβούλου ακροάσεων ήταν όχι να αποδείξει ότι ορισμένες πληροφορίες δεν ήταν εμπιστευτικές, αλλά μόνον να εξετάσει το κατά πόσον η Pilkington είχε επαρκώς αιτιολογήσει τις αιτήσεις της για εμπιστευτική μεταχείριση. Εξάλλου, τα επιχειρήματα της Επιτροπής διαστρεβλώθηκαν, καθότι η Επιτροπή βασίσθηκε στο γεγονός ότι οι επίμαχες πληροφορίες ανάγονταν σε χρόνο προγενέστερο των πέντε ετών και είχαν ανταλλαγεί μεταξύ των μελών της συμπράξεως όχι για να αποκλείσει εν γένει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα, αλλά για να υπενθυμίσει απλώς ότι απόκειτο στην Pilkington να διευκρινίσει, αναφορικά με κάθε στοιχείο, τους λόγους για τους οποίους πληροφορίες αναγόμενες σε χρόνο προγενέστερο των πέντε ετών και γνωστές στα υπόλοιπα μέλη της συμπράξεως εξακολουθούσαν να είναι εμπιστευτικές. Η αποδοχή από τον σύμβουλο ακροάσεων ορισμένων αιτήσεων της Pilkington για εμπιστευτική μεταχείριση, χωρίς να χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνοχής, καταδεικνύει ότι αυτός ήταν διατεθειμένος να κάνει δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις, στο μέτρο που η Pilkington θα προέβαλε επαρκείς λόγους προς δικαιολόγηση της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των επίμαχων πληροφοριών.

64

Κατά την Pilkington, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εφάρμοσε ορθώς την πάγια νομολογία που απαιτεί συγκεκριμένη αξιολόγηση των επιχειρημάτων του διαδίκου ο οποίος ζητεί τη λήψη προσωρινού μέτρου προκειμένου να καθορισθεί κατά πόσον πληρούται η περί fumus boni juris προϋπόθεση. Σημειώνει ότι η απαίτηση αποδείξεως ισχυρότερης του fumus boni juris αντιβαίνει στη νομολογία περί προσωρινών μέτρων και δεν έχει καμία σχέση με την προσωρινή αξιολόγηση στην οποία οφείλει να προβεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, η Pilkington υποστηρίζει ότι οι συναφείς παρατηρήσεις της Επιτροπής όχι μόνον είναι εσφαλμένες, αλλά στερούνται επίσης σημασίας στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η ίδια απέδειξε πράγματι την ύπαρξη fumus boni juris, όπως έκανε δεκτό ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 67 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65

Με τον δεύτερο αυτό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση της προϋποθέσεως περί fumus boni juris σε συνδυασμό με την προϋπόθεση περί επείγοντος, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι προέβη σε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την εξέταση της προϋποθέσεως περί fumus boni juris, η δε αντιστροφή αυτή είναι κατά μείζονα λόγο κατακριτέα, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ερμήνευσε ιδιαιτέρως διασταλτικώς την προϋπόθεση περί επείγοντος.

66

Λαμβανομένης υπόψη της αντικαταστάσεως της αιτιολογίας που πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 46 επ. της παρούσας διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν εξ αρχής τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τις συνέπειες που είχε στην ανάλυση περί fumus boni juris η προσέγγιση που υιοθέτησε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την προϋπόθεση περί επείγοντος. Πράγματι, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή θεωρείται πλέον ως πληρωθείσα όχι λόγω μιας απλής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αυτής καθαυτήν, αλλά, κατ’ ουσίαν, λόγω της αδυναμίας να υπολογισθεί αριθμητικώς με κατάλληλο τρόπο η προβαλλόμενη εν προκειμένω ζημία, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

67

Κατά την υπομνησθείσα στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως πάγια νομολογία, η περί fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα προς στήριξη της κύριας προσφυγής κρίνεται, εκ πρώτης όψεως, ως μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος [βλ., συναφώς, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-2165, σκέψη 26, καθώς και της 8ης Μαΐου 2003, C-39/03 P-R, Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-4485, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Τούτο συντρέχει ειδικότερα, όπως ορθώς επισήμανε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, όταν ένας από τους προβληθέντες λόγους καταδεικνύει την ύπαρξη δυσχερών νομικών ζητημάτων η επίλυση των οποίων δεν είναι προφανής και απαιτεί, επομένως, επισταμένη εξέταση, η οποία δεν μπορεί να γίνει από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της κύριας δίκης, ή όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας, η λύση της οποίας δεν είναι προφανής (βλ., συναφώς, προμνησθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 30).

68

Κατόπιν τούτου, πρέπει να επισημανθεί ότι, κρίνοντας, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ότι, όσον αφορά τη διαφωνία σχετικά με την προσωρινή προστασία των φερόμενων ως εμπιστευτικών πληροφοριών, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, κατ’ αρχήν, να συμπεράνει ότι δεν συντρέχει fumus boni juris μόνον όταν ελλείπει προδήλως ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων πληροφοριών, διότι, άλλως, θα παραβλεπόταν ο εγγενώς παρεπόμενος και προσωρινός χαρακτήρας της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν είχε την πρόθεση να αποκλίνει από τα όσα διαπιστώθηκαν στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Ομοίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σημειώνοντας, στη σκέψη 67 της διατάξεως αυτής, ότι, χωρίς να θίγεται η ουσία των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή, η βασιμότητα των οποίων θα εξεταστεί από τον δικαστή που θα κρίνει επί της ουσίας, δεν ήταν δυνατόν να συναχθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι δεν συντρέχει προδήλως fumus boni juris, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου υπογράμμισε απλώς την ανάγκη, προκειμένου περί υποθέσεως σχετικής με ενδεχόμενη δημοσίευση εμπιστευτικών πληροφοριών, να μην προδικάζεται η έκβαση της υποθέσεως αυτής επί της ουσίας κατά το στάδιο εξετάσεως μιας αιτήσεως για λήψη προσωρινών μέτρων.

69

Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στήριξε τη συγκεκριμένη ανάλυση του fumus boni juris σε ειδικές σκέψεις που αντιστοιχούν πράγματι στους κανόνες σε σχέση με την απόδειξη και το βάρος αποδείξεως, οι οποίοι εξετέθησαν στους συλλογισμούς που περιέχονται στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και επιβεβαιώθηκαν στη σκέψη 67 της παρούσας διατάξεως.

70

Πράγματι, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του όγκου των πληροφοριών τις οποίες αφορούν οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη απορρίπτοντας τις περισσότερες από τις εν λόγω αιτήσεις ήγειρε περίπλοκα ζητήματα, η επίλυση των οποίων απαιτούσε επισταμένη εξέταση μη δυνάμενη να πραγματοποιηθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

71

Επιπλέον, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ουδόλως προέβη σε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, καθόσον έκρινε ότι το γεγονός ότι ο σύμβουλος ακροάσεων αναγνώρισε τον απόρρητο χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών, τόσο της κατηγορίας I όσο και της κατηγορίας II, αποδυνάμωνε τη συλλογιστική του τελευταίου, κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές είχαν καταστεί ευρέως γνωστά δεδομένα επειδή είχαν ανταλλαγεί μεταξύ των μελών της συμπράξεως κρυστάλλων αυτοκινήτων, ούτε καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι η Pilkington είχε γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές στα άλλα μέλη της εν λόγω συμπράξεως σήμαινε προδήλως ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν προσβάσιμες, αν όχι στο ευρύ κοινό, τουλάχιστον σε ορισμένους εξειδικευμένους κύκλους. Πράγματι, εκ πρώτης όψεως, τα συμπεράσματα αυτά, με τα οποία ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απάντησε στα ειδικά επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή, φαίνονται λογικά και δεν αποδεικνύουν, κατ’ αρχήν, καμία πλάνη περί το δίκαιο.

72

Στο μέτρο που ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου συνήγαγε επίσης από την ίδια αυτή περίσταση, στην προαναφερθείσα σκέψη 69, ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν συνολικώς ως προδήλως στερούμενες απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα, πρέπει, εντούτοις, να υπογραμμισθεί ότι ο σύμβουλος ακροάσεων οφείλει να εξετάζει κάθε πληροφορία μεμονωμένα και ότι το πόρισμά του για μία πληροφορία δεν έχει συνεπώς καμία συνέπεια, κατ’ αρχήν, στην εκ μέρους του εκτίμηση των υπολοίπων πληροφοριών. Ωστόσο, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι το συμπέρασμα αυτό δεν ήταν απολύτως αναγκαίο για τη συλλογιστική που ακολούθησε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου και δεν τεκμηριώνει, σε κάθε περίπτωση, την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία ο τελευταίος υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι απέκλινε από τα απαιτούμενα ως προς τον βαθμό αποδεικτικής βεβαιότητας, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και επιβεβαιώθηκαν στη σκέψη 67 της παρούσας διατάξεως, ή καθότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

73

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν αντέστρεψε επίσης το βάρος αποδείξεως ούτε καθόσον έκρινε, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα ειδικά και επισταμένα επιχειρήματα της Pilkington που συνοψίζονται στις σκέψεις 63 έως 65 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως δεν ήταν εντελώς αλυσιτελή προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι πληροφορίες των κατηγοριών I και II εξακολουθούσαν να είναι απόρρητες ως εκ της φύσεώς τους, παρά το γεγονός ότι ανάγονταν σε χρόνο προγενέστερο των πέντε ετών, ούτε καθόσον επισήμανε ότι δεν μπορούσε «προδήλως να αποκλειστεί» ότι ο εξαιρετικός κανόνας του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, με τις παρατηρήσεις αυτές, διαπίστωσε απλώς ότι τα προαναφερθέντα επιχειρήματα κρίνονταν, εκ πρώτης όψεως, ως μη στερούμενα σοβαρής βάσεως, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 67 της παρούσας διατάξεως νομολογία.

74

Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της προϋποθέσεως περί fumus boni juris και ότι, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

75

Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο τρίτο τμήμα αυτής ουδόλως συνιστούν λόγους αναιρέσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

76

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Pilkington.

 

Για τους λόγους αυτούς, ο αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.