31.8.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 252/19


Αναίρεση που άσκησε στις 3 Ιουνίου 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 20 Μαρτίου 2013 στην υπόθεση T-92/11, Jørgen Andersen κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-303/13 P)

2013/C 252/29

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: L. Armati, T. Maxian Rusche)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Jørgen Andersen, Βασίλειο της Δανίας, Danske Statsbaner (DSB)

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 20ής Μαρτίου 2013, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Μαρτίου 2013, επί της υποθέσεως Τ-92/11, Jørgen Andersen κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2011/3/ΕΕ (1) της 24ης Φεβρουαρίου 2010 της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσίας δημοσίων μεταφορών μεταξύ του υπουργείου μεταφορών της Δανίας και της Danske Statsbaner [κρατική ενίσχυση C 41/08 (πρώην ΝΝ 35/08)], και

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα του πρώτου βαθμού στα δικαστικά έξοδα,

επικουρικώς,

να κρίνει αβάσιμο τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε στον πρώτο βαθμό και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξεταστούν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό,

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και του δεύτερου βαθμού.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή προβάλλει ένα και μόνο λόγο αναιρέσεως, ήτοι την παράβαση των άρθρων 108, παράγραφοι 2 και 3, 288 και 297, παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, επειδή το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τον κανονισμό 1370/2007 (2) αναδρομικά.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αξιολόγηση της επίδικης κρατικής ενισχύσεως βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 δεν είχε ως συνέπεια την αναδρομική εφαρμογή του αλλά συνάδει προς την αρχή της άμεσης εφαρμογής, βάσει της οποίας διάταξη του δικαίου της Ένωσης εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος της επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεως η οποία ανέκυψε υπό την ισχύ του προγενέστερου κανόνα.

Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνει, αναφορικά με την αναδρομικότητα, μεταξύ οριστικά διαμορφωμένης έννομης καταστάσεως (επί της οποίας ο νέος κανόνας δεν εφαρμόζεται) και μη οριστικώς διαμορφωμένων καταστάσεων οι οποίες ανεφύησαν μεν υπό την ισχύ του παλαιού κανόνα, αλλά η διαμόρφωσή τους συνεχίζεται (επί των οποίων εφαρμόζεται ο νέος κανόνας).

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από κράτος μέλος κατά παράβαση της υποχρεώσεως ενημερώσεως και της υποχρεώσεως standstill αποτελεί οριστικά διαμορφωμένη έννομη κατάσταση και όχι προσωρινή. Προκύπτει από τη νομοθεσία και τη νομολογία περί ανακτήσεως παράνομης κρατικής ενισχύσεως ότι ο δικαιούχος τέτοιας ενισχύσεως δεν δύναται να θεωρηθεί ότι την έλαβε οριστικά πριν η Επιτροπή την εγκρίνει και οριστικοποιηθεί η σχετική εγκριτική απόφαση. Λαμβανομένου υπόψη του υποχρεωτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει κρατική ενίσχυση δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη προσδοκία ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης παρά μόνο εάν χορηγήθηκε κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο.

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιφάσκει προφανώς και ευθέως προς την προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου επί του ίδιου ζητήματος.


(1)  ΕΕ L 7, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1191/69 και (ΕΟΚ) 1107/70 (ΕΕ L 315, σ. 1).