23.3.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 86/11


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Berlin (Γερμανία) στις 15 Ιανουαρίου 2013 — Daniel Unland κατά Land Berlin

(Υπόθεση C-20/13)

2013/C 86/19

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgericht Berlin

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Daniel Unland

Καθού: Land Berlin

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το Ευρωπαϊκό πρωτογενές και/ή παράγωγο δίκαιο, εν προκειμένω, ειδικότερα, η οδηγία 2000/78/ΕΚ (1), την έννοια γενικής απαγορεύσεως αδικαιολόγητης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας, ώστε να περιλαμβάνει επίσης εθνικούς κανόνες περί της μισθοδοσίας των δικαστών ομόσπονδου κράτους;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: προκύπτει από την ερμηνεία του εν λόγω ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου ότι εθνική ρύθμιση, κατά την οποία το ποσό του βασικού μισθού δικαστού κατά την είσοδό του στο δικαστικό σώμα και η μεταγενέστερη αύξηση του εν λόγω βασικού μισθού εξαρτάται από την ηλικία του, συνιστά άμεση ή έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και στο δεύτερο ερώτημα: απαγορεύει η ερμηνεία του εν λόγω πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου να δικαιολογείται αυτή η εθνική διάταξη λόγω της επιδιωκόμενης από τον νομοθέτη επιβραβεύσεως της επαγγελματικής πείρας και/ή των κοινωνικών ικανοτήτων;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και στο τρίτο ερώτημα: επιτρέπει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου, ενόσω δεν εφαρμόζεται δίκαιο περί μισθοδοσίας μη εισάγον διακρίσεις, άλλο έννομο αποτέλεσμα από αυτό της αναδρομικής αμοιβής αυτών που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση σύμφωνα με το ανώτατο μισθολογικό κλιμάκιο του βαθμού τους;

Προκύπτει η έννομη συνέπεια της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων από το ίδιο το ευρωπαϊκό πρωτογενές και/ή παράγωγο δίκαιο, εν προκειμένω, ειδικότερα, από την οδηγία 2000/78/ΕΚ, ή απορρέει η αξίωση μόνον από την κατά το δίκαιο της Ενώσεως ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση πλημμελούς μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου;

5)

Απαγορεύει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου να εξαρτά εθνική διάταξη την ύπαρξη δικαιώματος (αναδρομικής) πληρωμής ή αποζημιώσεως από την προϋπόθεση ότι οι δικαστές το διεκδίκησαν σε εύθετο χρόνο;

6)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 1 έως 3: προκύπτει από την ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου ότι μεταβατικός νόμος με τον οποίο οι προϋπάρχοντες δικαστές κατατάσσονται σε κλιμάκιο του νέου συστήματος αποκλειστικώς βάσει του ποσού του βασικού μισθού που λάμβαναν σύμφωνα με το παλαιό (εισάγον διακρίσεις) δίκαιο περί μισθοδοσίας κατά την κρίσιμη για τη μεταβατική περίοδο ημερομηνία, και σύμφωνα με τον οποίο η περαιτέρω εξέλιξη στα ανώτερα κλιμάκια θα υπολογισθεί στη συνέχεια, ανεξάρτητα από τη συνολικώς κτηθείσα πείρα του δικαστή, αποκλειστικώς βάσει των περιόδων της κτηθείσας πείρας μετά από την έναρξη ισχύος του μεταβατικού νόμου, συνιστά –μέχρι την εκάστοτε επίτευξη του ανωτάτου μισθολογικού κλιμακίου– διαιώνιση της υφισταμένης διακρίσεως λόγω ηλικίας;

7)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και στο ερώτημα 6: εμποδίζει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου να δικαιολογείται αυτή η απεριορίστως συνεχιζόμενη άνιση μεταχείριση λόγω του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στο να μη προστατεύεται με τον μεταβατικό νόμο (μόνο) το μέχρι την κρίσιμη για τη μετάβαση στο νέο σύστημα ημερομηνία υφιστάμενο κεκτημένο των προϋπαρχόντων δικαστών, αλλά (και) η προσδοκία του κατά το παλαιό δίκαιο περί μισθοδοσίας βιοτικού εισοδήματος που προβλεπόταν ότι θα παρέχεται σ’ αυτούς στον εκάστοτε βαθμό, οι δε νέοι δικαστές να αμείβονται καλύτερα από τους προϋπάρχοντες δικαστές;

Μπορεί να δικαιολογηθεί η συνεχιζόμενη δυσμενής διάκριση των προϋπαρχόντων υπαλλήλων λόγω του ότι η εναλλακτική ρύθμιση (ατομική κατάταξη και των προϋπαρχόντων υπαλλήλων ανάλογα με τις περιόδους εμπειρίας) θα συνδεόταν με αυξημένες διοικητικές δαπάνες;

8)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 7 όσον αφορά τη δικαιολόγηση: επιτρέπει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου, ενόσω δεν εφαρμόζεται και για τους προϋπάρχοντες δικαστές δίκαιο περί μισθοδοσίας μη εισάγον διακρίσεις, άλλο έννομο αποτέλεσμα από αυτό της αναδρομικής και συνεχούς μισθοδοτήσεως των προϋπαρχόντων δικαστών σύμφωνα με το ανώτατο μισθολογικό κλιμάκιο του βαθμού τους;

9)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 1 έως 3 και αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 6: προκύπτει από την ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου ότι ρύθμιση στο πλαίσιο μεταβατικού νόμου, η οποία παρέχει στους ήδη εν υπηρεσία δικαστές που κατά τον χρόνο της μεταβάσεως είχαν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, από συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο και μετά, ταχύτερη μισθολογική εξέλιξη απ’ ό,τι στους ήδη εν υπηρεσία κατά την κρίσιμη για τη μεταβατική περίοδο ημερομηνία αλλά νεότερους δικαστές, συνιστά άμεση ή έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας;

10)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 9: εμποδίζει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου τη δικαιολόγηση αυτής της άνισης μεταχειρίσεως λόγω του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού να μη προστατεύεται το μέχρι την κρίσιμη για την μετάβαση στο νέο σύστημα ημερομηνία υφιστάμενο κεκτημένο, αλλά αποκλειστικώς η προσδοκία του κατά το παλαιό δίκαιο περί μισθοδοσίας βιοτικού εισοδήματος που προβλεπόταν ότι θα παρέχεται στον εκάστοτε βαθμό;

11)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 10 όσον αφορά τη δικαιολόγηση: επιτρέπει η ερμηνεία του ευρωπαϊκού πρωτογενούς και/ή παραγώγου δικαίου, ενόσω δεν εφαρμόζεται και για τους προϋπάρχοντες δικαστές δίκαιο περί μισθοδοσίας μη εισάγον διακρίσεις, άλλο έννομο αποτέλεσμα από αυτό της αναδρομικής και συνεχούς εξασφαλίσεως για όλους τους ήδη εν υπηρεσία δικαστές της αυτής μισθολογικής εξελίξεως όπως για τους αναφερομένους στο ερώτημα 9 ευνοουμένους δικαστές;


(1)  Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).