Υπόθεση C‑657/13

Verder LabTec GmbH & Co. KG

κατά

Finanzamt Hilden

(αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf για την έκδοση προδικαστικής απόφασης)

«Προδικαστική παραπομπή — Φορολογία — Ελευθερία εγκατάστασης — Άρθρο 49 ΣΛΕΕ — Περιορισμοί — Είσπραξη του φόρου επί της λανθάνουσας υπεραξίας σε δόσεις — Διαφύλαξη της ισόρροπης κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών — Αναλογικότητα»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Μαΐου 2015

  1. Προδικαστικά ερωτήματα — Παραδεκτό — Όρια — Υποθετικά ερωτήματα

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Ελευθερία εγκατάστασης — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής

    (Άρθρο 49 ΣΛΕΕ)

  3. Ελευθερία εγκατάστασης — Περιορισμοί — Φορολογική νομοθεσία — Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων μιας εταιρίας που βρίσκεται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους προς άλλο κράτος μέλος — Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τον προσδιορισμό της λανθάνουσας υπεραξίας των στοιχείων αυτών και την είσπραξη του αναλογούντος φόρου σε δέκα ετήσιες δόσεις — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολογητικός λόγος — Διαφύλαξη της ισόρροπης κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών — Προϋπόθεση — Αναλογικότητα

    (Άρθρο 49 ΣΛΕΕ)

  1.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 29, 30)

  2.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 32-35)

  3.  Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο αυτό η φορολογική ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει, σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων από μια εταιρία που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού σε μόνιμη επιχειρηματική εγκατάστασή της που βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, αφενός, τον προσδιορισμό της λανθάνουσας υπεραξίας των στοιχείων αυτών που έχει δημιουργηθεί στο πρώτο αυτό κράτος μέλος και, αφετέρου, τη φορολόγηση της υπεραξίας αυτής και την είσπραξη του αναλογούντος φόρου σε δέκα ετήσιες δόσεις.

    Η φορολογική αυτή ρύθμιση συνιστά βέβαια περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, υπό την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, εφόσον ο προσδιορισμός της υπεραξίας αυτής και η φορολόγησή της δεν θα πραγματοποιούνταν σε περίπτωση ανάλογης μεταβίβασης εντός της ημεδαπής, αφού η υπεραξία αυτή δεν φορολογείται πριν αποκομιστεί το σχετικό όφελος.

    Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενους από το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω φορολογική ρύθμιση είναι κατάλληλη να διαφυλάσσει την ισόρροπη κατανομή των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, δεδομένου ότι αφορά την περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και όχι στο οικείο κράτος μέλος και το εισόδημα της οποίας απαλλάσσεται από τον φόρο στο οικείο κράτος μέλος.

    Επομένως, ο προσδιορισμός της λανθάνουσας υπεραξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία έχει δημιουργηθεί εντός του πεδίου της φορολογικής δικαιοδοσίας του οικείου κράτους μέλους πριν από τη μεταβίβαση αυτή, και η φορολόγηση της υπεραξίας αυτής αποσκοπούν στη διασφάλιση της φορολόγησης της υπεραξίας αυτής, η οποία έχει δημιουργηθεί εντός του πεδίου της φορολογικής δικαιοδοσίας του εν λόγω κράτους μέλους, μολονότι δεν έχει αποκομιστεί το όφελος από την υπεραξία αυτή. Η φορολόγηση του εισοδήματος από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, το οποίο αποκομίζεται μετά από τη μεταβίβαση αυτή, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του άλλου κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση αυτή.

    Η είσπραξη του φόρου επί των λανθανουσών υπεραξιών σε δέκα ετήσιες δόσεις, αντί για την άμεση είσπραξή του, αποτελεί μέτρο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει της επίτευξης του σκοπού της διαφύλαξης της ισόρροπης κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών.

    (βλ. σκέψεις 37, 39-40, 46, 47, 51-53 και διατακτ.)