Υπόθεση C‑625/13 P

Villeroy & Boch AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναίρεσης – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής για μπάνια – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο – Συντονισμός τιμών πώλησης και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Ενιαία παράβαση – Απόδειξη – Πρόστιμα – Πλήρης δικαιοδοσία – Εύλογη προθεσμία – Αναλογικότητα»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 26ης Ιανουαρίου 2017

  1. Αναίρεση–Λόγοι–Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών–Απαράδεκτο–Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων–Αποκλείεται, πλην της περίπτωσης παραμόρφωσης του περιεχομένου τους–Έλεγχος, από το Δικαστήριο, της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως–Εμπίπτει

    (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  2. Αναίρεση–Λόγοι–Ανεπαρκής αιτιολογία–Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως–Υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να δικαιολογεί τις αποκλίνουσες λύσεις στις οποίες καταλήγει με διαφορετικές αποφάσεις του οι οποίες αφορούν την ίδια απόφαση της Επιτροπής–Δεν υφίσταται

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

  3. Συμπράξεις–Απαγόρευση–Παραβάσεις–Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση–Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης–Προϋποθέσεις–Πρακτικές και παραβατικές ενέργειες εντασσόμενες σε ένα συνολικό σχέδιο–Εκτίμηση–Ανάγκη να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των μετεχουσών επιχειρήσεων–Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  4. Αναίρεση–Λόγοι–Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων–Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο–Απαράδεκτο

    (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 169 § 2)

  5. Αναίρεση–Λόγοι–Ανεπαρκής αιτιολογία–Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

  6. Ένδικη διαδικασία–Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας–Προϋποθέσεις–Εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο–Τρόπος εξέτασης

    [Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 48 § 2]

  7. Ανταγωνισμός–Διοικητική διαδικασία–Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση–Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της–Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως–Απόδειξη μέσω αρκετών ενδείξεων και συμπτώσεων από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη και το χρονικό διάστημα μια διαρκούς συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού–Επιτρέπεται

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  8. Ανταγωνισμός–Διοικητική διαδικασία–Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση–Τρόπος αποδείξεως–Έγγραφη απόδειξη–Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου–Κριτήρια–Δηλώσεις άλλων επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

  9. Ανταγωνισμός–Κανόνες της Ένωσης–Παραβάσεις–Καταλογισμός–Μητρική εταιρία και θυγατρικές–Ενιαία οικονομική οντότητα–Κριτήρια εκτιμήσεως–Τεκμήριο περί ασκήσεως καθοριστικής επιρροής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας επί των θυγατρικών της, των οποίων κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου τους–Μαχητό τεκμήριο–Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας–Δεν συντρέχει–Παραβίαση της αρχής in dubio pro reo και της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege–Δεν συντρέχει

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

  10. Ανταγωνισμός–Επιχείρηση–Έννοια–Οικονομική ενότητα–Καταλογισμός των παραβάσεων–Μητρική εταιρία και θυγατρικές–Αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των εμπλεκομένων εταιριών–Υποχρέωση της Επιτροπής να καθορίσει το ποσοστό που οφείλει έκαστος των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενων–Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

  11. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Ύψος–Καθορισμός–Δικαστικός έλεγχος–Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης–Περιεχόμενο–Υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου της αποφάσεως επιβολής προστίμου–Δεν υφίσταται–Προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία–Δεν συντρέχει

    (Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  12. Αναίρεση–Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου–Έλεγχος της εκτίμησης από την Επιτροπή της σοβαρότητας της παράβασης για τον καθορισμό του ποσού προστίμου–Δεν εμπίπτει–Έλεγχος περιοριζόμενος στην εξακρίβωση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου συνεκτιμήσεως των ουσιωδών παραγόντων αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και του συνόλου των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά του επιβληθέντος προστίμου

    (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3)

  13. Αναίρεση–Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου–Αμφισβήτηση, για λόγους επιείκειας, της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης–Δεν εμπίπτει–Αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής για λόγους αναγόμενους σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας–Επιτρέπεται

    (Άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  14. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Καθορισμός–Μη τήρηση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας–Παράβαση που δεν δικαιολογεί αφ’ εαυτής τη μείωση του ύψους του προστίμου

    (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 38, 39, 96, 107, 135, 138)

  2.  Η υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να φθάνει μέχρι του σημείου να του επιβάλλει να δικαιολογεί τη λύση που δέχθηκε σε μια υπόθεση σε σχέση με αυτή που δέχθηκε σε άλλη υπόθεση της οποίας επελήφθη, έστω και αν αυτή αφορά την ίδια απόφαση της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 42, 61)

  3.  Επιχείρηση που έχει μετάσχει σε ενιαία και σύνθετη παράβαση με ενέργειές της, οι οποίες ενέπιπταν στην έννοια της κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής και απέβλεπαν στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί συνεπώς να είναι συνυπαίτια, ως προς όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για ενέργειες στις οποίες προέβησαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Αυτό ισχύει όταν αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη δική της συμπεριφορά στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι τελούσε εν γνώσει των παραβατικών εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

    Εξάλλου, το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναφέρεται γενικώς σε όλες τις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες, είτε στις οριζόντιες σχέσεις είτε στις κάθετες, νοθεύουν τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά, ανεξαρτήτως της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται οι εμπλεκόμενοι, όπως και το γεγονός ότι οι όροι των επίμαχων διακανονισμών αφορούν μόνον την εμπορική συμπεριφορά της μίας εξ αυτών.

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα, ότι μια εταιρία έχει μετάσχει σε ενιαία παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η οποία κάλυπτε συγκεκριμένη επικράτεια, εφόσον η εταιρία γνώριζε για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες στην επικράτεια αυτή, ενέργειες οι οποίες αποτελούσαν μέρος του συνολικού σχεδίου που αποσκοπούσε στον περιορισμό του ανταγωνισμού, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρία δεν είχε ακολουθήσει η ίδια τέτοιες πρακτικές.

    (βλ. σκέψεις 56, 59, 60)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 69, 70, 130)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 72, 73, 137)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 86, 87)

  7.  Η ύπαρξη αντίθετης στον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει, στις περισσότερες περιπτώσεις, να συνάγεται από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων ή ενδείξεων, οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξήγησης, απόδειξη παραβίασης των κανόνων του ανταγωνισμού. Επομένως, όσον αφορά ειδικότερα παράβαση εκτεινόμενη σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόδειξη της συμμετοχής εταιρίας στην παράβαση επί ορισμένη περίοδο δεν αποκλείει τη διαπίστωση της συμμετοχής αυτής κατά την εν λόγω περίοδο, εφόσον η διαπίστωση στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία, λαμβανομένου συναφώς υπόψη του γεγονότος ότι η εταιρία αυτή δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως.

    (βλ. σκέψη 111)

  8.  Η Επιτροπή μπορεί να στοιχειοθετήσει επαρκώς κατά νόμο τη συμμετοχή επιχειρήσεως σε παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στηριζόμενη όχι μόνο στην αίτηση επιείκειας επιχειρήσεως που μετέσχε στη σύμπραξη, αλλά και σε χειρόγραφο πρακτικό αντίθετης στον ανταγωνισμό σύσκεψης, το οποίο έχει καταρτισθεί από εκπρόσωπο της εταιρίας την ημέρα της σύσκεψης και το οποίο δεν συμπίπτει χρονικά με την υποβολή από την εταιρία αυτή αίτησης επιείκειας βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, αλλά με τα πραγματικά περιστατικά. Εφόσον υφίσταται τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο, δεν απαιτούνται άλλες συγκλίνουσες αποδείξεις.

    (βλ. σκέψη 134)

  9.  Η πάγια νομολογία κατά την οποία, στην ειδική περίπτωση που η μητρική εταιρία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, υφίσταται μαχητό τεκμήριο περί του ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της, με συνέπεια να μπορεί να της καταλογιστεί η αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά της θυγατρικής, δεν συνιστά ούτε προσβολή του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ούτε παραβίασε των αρχών in dubio pro reo και nullum crimen, nulla poena sine lege. Συγκεκριμένα, το τεκμήριο άσκησης αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της, σε περίπτωση που η πρώτη κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της δεύτερης, δεν ισοδυναμεί με τεκμήριο ενοχής των εταιριών αυτών, οπότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας ούτε παραβιάζεται η αρχή in dubio pro reo. Όσον αφορά την αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege, αυτή επιτάσσει να ορίζει ο νόμος σαφώς τις παραβάσεις και τις ποινές που αυτές επισύρουν, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διάταξης και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις επάγονται την ποινική ευθύνη του.

    (βλ. σκέψεις 146, 147, 149)

  10.  Μολονότι από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει πλείονες εταιρίες στην καταβολή προστίμου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, καθόσον οι εταιρίες αυτές αποτελούσαν μέρος της ιδίας επιχειρήσεως, τόσο το γράμμα της διατάξεως αυτής όσο και ο σκοπός που επιδιώκεται με τον μηχανισμό της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης δεν καθιστούν δυνατό να γίνει δεκτό ότι η εξουσία αυτή επιβολής κυρώσεων περιλαμβάνει, εκτός του καθορισμού των εξωτερικών σχέσεων των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, και τον καθορισμό των ποσοστών που οφείλουν οι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτες στο πλαίσιο των εσωτερικών σχέσεών τους.

    Αντιθέτως, ο σκοπός του μηχανισμού της αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης συνίσταται στο ότι αποτελεί επιπλέον νομικό μέσο που διαθέτει η Επιτροπή για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της δράσης της στον τομέα της είσπραξης των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι ο μηχανισμός αυτός ελαττώνει, για την Επιτροπή ως δικαιούχο της αξίωσης που αντιστοιχεί στα πρόστιμα αυτά, τον κίνδυνο αφερεγγυότητας, στοιχείο που συμβάλλει στην επίτευξη του αποτρεπτικού σκοπού που επιδιώκεται εν γένει με το δίκαιο του ανταγωνισμού.

    Ο καθορισμός, όμως, όσον αφορά την εσωτερική σχέση μεταξύ των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, των ποσοστών που αυτοί οφείλουν δεν αφορά τον διττό σκοπό αυτό. Πρόκειται, πράγματι, για μια διαφορά που ανακύπτει σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά το οποίο δεν υφίσταται πλέον, καταρχήν, συμφέρον της Επιτροπής, καθόσον της έχει καταβληθεί το σύνολο του προστίμου από έναν ή περισσότερους εκ των εν λόγω συνοφειλετών. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να καθορίσει τα ποσοστά αυτά.

    (βλ. σκέψεις 151-153)

  11.  Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ο έλεγχος νομιμότητας που επιβάλλεται από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

    Προς εκπλήρωση των επιταγών ενός ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, υπό την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όσον αφορά το πρόστιμο, ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί, όμως, με αυτεπάγγελτο έλεγχο, και η διαδικασία διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Απόκειται καταρχήν στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών.

    Η έλλειψη αυτεπάγγελτου ελέγχου του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η τήρηση της αρχής αυτής δεν προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο σαφώς οφείλει να απαντά στους προβαλλόμενους λόγους και να ασκεί έλεγχο των πραγματικών και των νομικών ζητημάτων, υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να προβαίνει εξαρχής σε πλήρη εξέταση της δικογραφίας.

    (βλ. σκέψεις 178-182)

  12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 183, 187-189)

  13.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 184, 192)

  14.  Στον τομέα του ανταγωνισμού, η προσβολή του δικαιώματος στην εύλογη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία οφείλεται στη μεγάλη χρονική διάρκεια της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας, δεν είναι ικανή αφ’ εαυτής να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση λόγω της επίμαχης παραβάσεως.

    (βλ. σκέψη 190)