Υπόθεση C‑529/13

Georg Felber

κατά

Bundesministerin für Unterricht, Kunst und Kultur

(αίτηση του Verwaltungsgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6, παράγραφοι 1 και 2 — Διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας — Υπαλληλική υπόθεση — Συνταξιοδοτικό καθεστώς — Εθνική ρύθμιση που αποκλείει την αναγνώριση του χρόνου σπουδών που διανύθηκε πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 2015

  1. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Πεδίο εφαρμογής – Σύνταξη γήρατος – Μελλοντικό όφελος σε χρήμα που παρέχεται από τον εργοδότη στους εργαζόμενους λόγω της εργασίας τους – Εμπίπτει

    (Άρθρο 157 § 2 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 3 §§ 1, στοιχείο γʹ, και 3)

  2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας – Αποκλεισμός της αναγνωρίσεως των περιόδων σχολικής εκπαιδεύσεως του δημοσίου υπαλλήλου πριν από την ηλικία των 18 ετών για τη χορήγηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεώς του – Δικαιολόγηση αντλούμενη από την επίτευξη θεμιτού σκοπού απτόμενου της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας – Πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 §§ 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6 § 1)

  1.  Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1, στοιχείο γʹ, και 3, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 13, να νοηθεί ως μη καλύπτον τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προστασίας των οποίων τα πλεονεκτήματα δεν εξομοιούνται με αμοιβή, κατά την έννοια που δόθηκε στον ορισμό αυτό για την εφαρμογή του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    Η έννοια της «αμοιβής», κατά το άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μελλοντικά, αρκεί να παρέχονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του δευτέρου.

    Το ποσό της συντάξεως εξαρτάται από τις περιόδους υπηρεσίας και τις εξομοιούμενες περιόδους καθώς και από τις αποδοχές που ελάμβανε ο δημόσιος υπάλληλος. Η σύνταξη συνιστά μελλοντική εις χρήμα παροχή, καταβαλλόμενη από τον εργοδότη στους υπαλλήλους του, ως άμεση συνέπεια της σχέσεως εργασίας τους. H σύνταξη αυτή θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως αμοιβή η οποία εξακολουθεί να καταβάλλεται στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως η οποία διαρκεί μετά την έναρξη της καταβολής της συντάξεως στον υπάλληλο. Βάσει αυτού, η εν λόγω σύνταξη συνιστά αμοιβή κατά το άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 20, 21, 23)

  2.  Τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την αναγνώριση του χρόνου σπουδών που διήνυσε ένας υπάλληλος πριν από την ηλικία των 18 ετών για τους σκοπούς της χορηγήσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος και του υπολογισμού του ποσού της συντάξεώς του, στον βαθμό που, αφενός, δικαιολογείται αντικειμενικώς και ευλόγως από θεμιτό σκοπό απτόμενο της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    Πράγματι, μολονότι η προαναφερθείσα ρύθμιση θεσπίζει διαφορετική μεταχείριση βάσει του κριτηρίου της ηλικίας, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, εντούτοις, αυτή η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται, ενδεχομένως, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αποκλεισμός της αναγνωρίσεως των περιόδων σχολικής εκπαιδεύσεως που έχουν διανυθεί πριν από την ηλικία των 18 ετών είναι πρόσφορος προς επίτευξη του θεμιτού σκοπού που συνίσταται στην υιοθέτηση πολιτικής απασχολήσεως επιτρέπουσας σε όλα τα μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων την έναρξη καταβολής εισφορών στην ίδια ηλικία, την κτήση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος και, επομένως, στη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων.

    Επιπλέον, η προαναφερθείσα εθνική ρύθμιση έχει προφανώς συνοχή από απόψεως της προβληθείσας από το αιτούν δικαστήριο δικαιολογίας, ήτοι ότι αποκλείονται από τον υπολογισμό της συντάξεως οι περίοδοι κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος δεν καταβάλλει εισφορές στο συνταξιοδοτικό καθεστώς.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών στην επιλογή όχι μόνον της επιδιώξεως ενός συγκεκριμένου σκοπού στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και στον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, μέτρο όπως το προαναφερθέν είναι πρόσφορο προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του σκοπού αυτού.

    (βλ. σκέψεις 27, 28, 35, 37, 39, 40 και διατακτ.)


Υπόθεση C‑529/13

Georg Felber

κατά

Bundesministerin für Unterricht, Kunst und Kultur

(αίτηση του Verwaltungsgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6, παράγραφοι 1 και 2 — Διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας — Υπαλληλική υπόθεση — Συνταξιοδοτικό καθεστώς — Εθνική ρύθμιση που αποκλείει την αναγνώριση του χρόνου σπουδών που διανύθηκε πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 2015

  1. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Πεδίο εφαρμογής — Σύνταξη γήρατος — Μελλοντικό όφελος σε χρήμα που παρέχεται από τον εργοδότη στους εργαζόμενους λόγω της εργασίας τους — Εμπίπτει

    (Άρθρο 157 § 2 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 3 §§ 1, στοιχείο γʹ, και 3)

  2. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας — Αποκλεισμός της αναγνωρίσεως των περιόδων σχολικής εκπαιδεύσεως του δημοσίου υπαλλήλου πριν από την ηλικία των 18 ετών για τη χορήγηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεώς του — Δικαιολόγηση αντλούμενη από την επίτευξη θεμιτού σκοπού απτόμενου της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας — Πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 §§ 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6 § 1)

  1.  Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1, στοιχείο γʹ, και 3, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 13, να νοηθεί ως μη καλύπτον τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προστασίας των οποίων τα πλεονεκτήματα δεν εξομοιούνται με αμοιβή, κατά την έννοια που δόθηκε στον ορισμό αυτό για την εφαρμογή του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    Η έννοια της «αμοιβής», κατά το άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μελλοντικά, αρκεί να παρέχονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του δευτέρου.

    Το ποσό της συντάξεως εξαρτάται από τις περιόδους υπηρεσίας και τις εξομοιούμενες περιόδους καθώς και από τις αποδοχές που ελάμβανε ο δημόσιος υπάλληλος. Η σύνταξη συνιστά μελλοντική εις χρήμα παροχή, καταβαλλόμενη από τον εργοδότη στους υπαλλήλους του, ως άμεση συνέπεια της σχέσεως εργασίας τους. H σύνταξη αυτή θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως αμοιβή η οποία εξακολουθεί να καταβάλλεται στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως η οποία διαρκεί μετά την έναρξη της καταβολής της συντάξεως στον υπάλληλο. Βάσει αυτού, η εν λόγω σύνταξη συνιστά αμοιβή κατά το άρθρο 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 20, 21, 23)

  2.  Τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει την αναγνώριση του χρόνου σπουδών που διήνυσε ένας υπάλληλος πριν από την ηλικία των 18 ετών για τους σκοπούς της χορηγήσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος και του υπολογισμού του ποσού της συντάξεώς του, στον βαθμό που, αφενός, δικαιολογείται αντικειμενικώς και ευλόγως από θεμιτό σκοπό απτόμενο της πολιτικής απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    Πράγματι, μολονότι η προαναφερθείσα ρύθμιση θεσπίζει διαφορετική μεταχείριση βάσει του κριτηρίου της ηλικίας, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, εντούτοις, αυτή η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται, ενδεχομένως, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αποκλεισμός της αναγνωρίσεως των περιόδων σχολικής εκπαιδεύσεως που έχουν διανυθεί πριν από την ηλικία των 18 ετών είναι πρόσφορος προς επίτευξη του θεμιτού σκοπού που συνίσταται στην υιοθέτηση πολιτικής απασχολήσεως επιτρέπουσας σε όλα τα μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων την έναρξη καταβολής εισφορών στην ίδια ηλικία, την κτήση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος και, επομένως, στη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων.

    Επιπλέον, η προαναφερθείσα εθνική ρύθμιση έχει προφανώς συνοχή από απόψεως της προβληθείσας από το αιτούν δικαστήριο δικαιολογίας, ήτοι ότι αποκλείονται από τον υπολογισμό της συντάξεως οι περίοδοι κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος δεν καταβάλλει εισφορές στο συνταξιοδοτικό καθεστώς.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως των κρατών μελών στην επιλογή όχι μόνον της επιδιώξεως ενός συγκεκριμένου σκοπού στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και στον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, μέτρο όπως το προαναφερθέν είναι πρόσφορο προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του σκοπού αυτού.

    (βλ. σκέψεις 27, 28, 35, 37, 39, 40 και διατακτ.)