ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα σε βάρος της Λευκορωσίας — Δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων — Εξαιρέσεις — Καταβολή επαγγελματικών αμοιβών σχετικών με την παροχή νομικών υπηρεσιών — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής — Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Ενδεχόμενο να ασκεί επιρροή η παράνομη προέλευση των κεφαλαίων — Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση C‑314/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Λιθουανία) με απόφαση της 3ης Μαΐου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Užsienio reikalų ministerija,

Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba

κατά

Vladimir Peftiev,

BelTechExport ZAO,

Sport-Pari ZAO,

BT Telecommunications PUE,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο V. Peftiev, η BelTechExport ZAO, η Sport-Pari ZAO και η BT Telecommunications PUE, εκπροσωπούμενοι από τις V. Vaitkutė Pavan και E. Matulionytė, advokatės,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και τη J. Nasutavičienė,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Κωνσταντινίδη και την A. Steiblytė,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 765/2006 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2006, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τη Λευκορωσία (ΕΕ L 134, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 84/2011 του Συμβουλίου, της 31ης Ιανουαρίου 2011 (ΕΕ L 28, σ. 17), και με τον κανονισμό (ΕΕ) 588/2011 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2011 (ΕΕ L 161, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 765/2006).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Užsienio reikalų ministerija (Υπουργείου Εξωτερικών) και της Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba (υπηρεσίας διερευνήσεως οικονομικού εγκλήματος υπαγομένης στο Υπουργείο Εσωτερικών), αφενός, και των V. Peftiev, BelTechExport ZAO, Sport-Pari ZAO και BT Telecommunications PUE (στο εξής: οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης), αφετέρου, σχετικά με περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος των δεύτερων.

Το νομικό πλαίσιο

3

Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 765/2006 έχει ως εξής:

«Στις 24 Μαρτίου 2006 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Λευκορωσία δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της στον [Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ)] για τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών, εκτίμησε ότι οι προεδρικές εκλογές της 19ης Μαρτίου 2006 χαρακτηρίστηκαν από ευρείας κλίμακας νοθεία και καταδίκασε τις αρχές της Λευκορωσίας για τη σύλληψη, την ημέρα εκείνη, ειρηνικών διαδηλωτών που ασκούσαν το νόμιμο δικαίωμα του συνέρχεσθαι για να διαμαρτυρηθούν για τον τρόπο διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών. Συνεπώς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα εις βάρος των υπευθύνων για την παράβαση των διεθνών εκλογικών κανόνων.»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 765/2006 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που ανήκουν στον πρόεδρο Λουκασένκο και σε ορισμένους άλλους αξιωματούχους της Λευκορωσίας, καθώς και στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στις οντότητες και στους φορείς που συνδέονται με αυτούς, όπως έχουν καταχωρισθεί στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού.

5

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 765/2006, απαγορεύεται η διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I ή η προς όφελός τους χρήση.

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 765/2006 ορίζει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στους [διαδικτυακούς] τόπους του παραρτήματος II μπορούν να επιτρέψουν την αποδέσμευση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή τη διάθεση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων, υπό τους όρους που αυτές θεωρούν κατάλληλους, αφού διαπιστώσουν ότι τα κεφάλαια ή οι λόγω οικονομικοί πόροι:

α)

είναι αναγκαία για την κάλυψη των βασικών αναγκών προσώπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα Ι Α και των εξαρτώμενων από αυτά μελών της οικογένειάς τους, περιλαμβανομένων των πληρωμών για είδη διατροφής, ενοικίου ή ενυπόθηκου δανείου, φαρμάκων και ιατρικής θεραπείας, φόρων, ασφαλίστρων και τελών σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας·

β)

προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και την κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών· [...]

[...]»

7

Κατά το παράρτημα II του κανονισμού 765/2006, αρμόδια αρχή όσον αφορά τη Λιθουανία είναι το Užsienio reikalų ministerija.

8

Κατά το σημείο 3 του εγγράφου του Συμβουλίου που φέρει τον τίτλο «Βέλτιστες πρακτικές της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] για την αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων», ως είχε στις 24 Απριλίου 2008 (έγγραφο 8666/1/08 REV 1, στο εξής: βέλτιστες πρακτικές), οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να θεωρούνται μη εξαντλητικές συστάσεις γενικού χαρακτήρα για την αποτελεσματική εφαρμογή περιοριστικών μέτρων, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο της Ένωσης και την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία. Δεν είναι νομικώς δεσμευτικές και δεν πρέπει να νοούνται ως συστάσεις για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξεως μη συμβατής με το δίκαιο της Ένωσης ή με τις εθνικές νομοθεσίες, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την προστασία δεδομένων.

9

Στον τίτλο Γ, κεφάλαιο VII, των βέλτιστων πρακτικών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξαιρέσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα», περιλαμβάνονται τα σημεία 54 και 55 των πρακτικών αυτών, τα οποία έχουν ως εξής:

«54

Το τμήμα αυτό αφορά μόνο την εφαρμογή των λεγόμενων “ανθρωπιστικών” εξαιρέσεων, οι οποίες θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες των χαρακτηρισθέντων προσώπων, και δεν ασχολείται με άλλες εξαιρέσεις (π.χ. για δικαστικά έξοδα ή έκτακτες δαπάνες).

55

Ενώ θα ενεργεί σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των κανονισμών, η αρμόδια αρχή θα λαμβάνει υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα κατά την έγκριση εξαιρέσεων για την κάλυψη βασικών αναγκών.»

10

Στο κεφάλαιο VIII του τίτλου Γ των βέλτιστων πρακτικών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθοδήγηση κατά την εξέταση αιτήσεων εξαιρέσεων», τα σημεία 57 και 59 έως 61 των πρακτικών αυτών προβλέπουν ότι:

«57

Τα πρόσωπα και οι οντότητες που έχουν χαρακτηριστεί μπορούν να ζητούν άδεια να χρησιμοποιούν τα δεσμευμένα κεφάλαια ή τους δεσμευμένους οικονομικούς [τους] πόρους για να ικανοποιήσουν παραδείγματος χάρη τις απαιτήσεις πιστωτή. [...]

[...]

59

Ένα πρόσωπο ή μια οντότητα που επιθυμεί να θέσει κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους στη διάθεση προσώπου ή οντότητας που έχει χαρακτηριστεί οφείλει να ζητά σχετική άδεια. Κατά την εξέταση των αιτήσεων αυτών οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υπόψη τυχόν στοιχεία που αποδεικνύουν το αιτιολογημένο της αίτησης, και αν οι σχέσεις του αιτούντος με το χαρακτηρισθέν πρόσωπο ή την χαρακτηρισθείσα οντότητα είναι τέτοιες ώστε να δημιουργείται η υπόνοια πιθανής συνεργασίας μεταξύ τους για την καταστρατήγηση των μέτρων δέσμευσης.

60

Κατά την εξέταση των αιτήσεων παροχής άδειας για τη χρησιμοποίηση δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή για τη διάθεσή τους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω έρευνα κρίνουν κατάλληλη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μεταξύ άλλων διαβουλεύσεις με οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος έχει συμφέρον στην υπόθεση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν επίσης τυχόν όρους ή εγγυήσεις προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος χρησιμοποίησης των αποδεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων για σκοπούς ασυμβίβαστους προς τον σκοπό της εξαίρεσης. Μπορεί, φερ’ ειπείν, οι άμεσες τραπεζικές μεταφορές να είναι προτιμότερες από πληρωμές τοις μετρητοίς.

Θα πρέπει επίσης να εξετάζεται, οσάκις απαραίτητο, η επιβολή προϋποθέσεων ή ορίων (π.χ. όσον αφορά την ποσότητα ή την αξία επαναπώλησης κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που μπορούν να καθίστανται διαθέσιμα κάθε μήνα), κατά την παροχή άδειας, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στους κανονισμούς. Όλες οι άδειες πρέπει να παρέχονται εγγράφως και πριν από τη χρησιμοποίηση ή τη διάθεση των οικείων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων.

61

Οι κανονισμοί υποχρεώνουν τις αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν τον αιτούντα και άλλα κράτη μέλη σχετικά με την έγκριση της αίτησης. [...]»

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Βάσει του κανονισμού 588/2011 και της αποφάσεως 2011/357/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/639/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα εις βάρος ορισμένων αξιωματούχων της Λευκορωσίας (ΕΕ L 161, σ. 25), οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης περιελήφθησαν στον κατάλογο των προσώπων στην περίπτωση των οποίων έχουν εφαρμογή περιοριστικά μέτρα ισχύοντα εντός των κρατών μελών της Ένωσης.

12

Με σκοπό να προσβάλουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά, απευθύνθηκαν σε λιθουανικό δικηγορικό γραφείο το οποίο άσκησε προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [υποθέσεις BelTechExport κατά Συμβουλίου, T‑438/11 (ΕΕ 2011, C 290, σ. 15), Sport-Pari κατά Συμβουλίου, T‑439/11 (ΕΕ 2011, C 290, σ. 15), BT Telecommunications κατά Συμβουλίου, T‑440/11 (ΕΕ 2011, C 290, σ. 16), και Peftiev κατά Συμβουλίου, T‑441/11 (ΕΕ 2011, C 290, σ. 17).

13

Στις 3 Αυγούστου 2011 το δικηγορικό γραφείο εξέδωσε στο όνομα των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης τέσσερα τιμολόγια για την παροχή νομικών υπηρεσιών, βάσει των οποίων οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης κατέβαλαν τα οικεία ποσά στον τραπεζικό λογαριασμό του εν λόγω δικηγορικού γραφείου. Τα καταβληθέντα ποσά, όμως, δεσμεύθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου, κατ’ εφαρμογήν των περιοριστικών μέτρων που έχει επιβάλει η Ένωση.

14

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του κανονισμού 765/2006, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης ζήτησαν, μεταξύ της 2ας και της 6ης Δεκεμβρίου 2011, από το Užsienio reikalų ministerija και την Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba να μην εφαρμόσουν τα μέτρα δεσμεύσεως των χρηματοοικονομικών πόρων καθόσον αυτοί ήταν αναγκαίοι για την καταβολή αμοιβών για τις επίμαχες νομικές υπηρεσίες.

15

Με αποφάσεις που εξέδωσε στις 4 Ιανουαρίου 2012, το Užsienio reikalų ministerija αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης περί εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006. Στις αποφάσεις αυτές διευκρινίζεται ότι «ελήφθη υπόψη το σύνολο των νομικών και πολιτικών περιστάσεων». Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εξέταση της διοικητικής υποθέσεως, το Užsienio reikalų ministerija γνωστοποίησε ότι έχει στη διάθεσή του στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τα κεφάλαια των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης που προορίζονταν για την καταβολή αμοιβών για τις νομικές υπηρεσίες που παρέσχε το δικηγορικό γραφείο είχαν αποκτηθεί παρανόμως.

16

Στις 19 Ιανουαρίου 2012 η Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba εξέδωσε τις αποφάσεις στις οποίες επισημαίνει ότι αδυνατούσε να δεχθεί τα αιτήματα περί εφαρμογής της εξαιρέσεως που είχαν υποβάλει οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης, λαμβανομένης υπόψη της απορριπτικής αποφάσεως του Užsienio reikalų ministerija.

17

Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (διοικητικό πρωτοδικείο της περιφέρειας του Βίλνιους), ζητώντας από το εν λόγω δικαστήριο να ακυρώσει τις από 4 Ιανουαρίου 2012 αποφάσεις του Užsienio reikalų ministerija και τις από 19 Ιανουαρίου 2012 αποφάσεις της Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba και να υποχρεώσει τα καθών να εξετάσουν εκ νέου τις αιτήσεις τους και να εκδώσουν αιτιολογημένες αποφάσεις βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.

18

Με απόφαση της 27ης Αυγούστου 2012, το Vilniaus apygardos administracinis teismas δέχθηκε στο σύνολό της την προσφυγή των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης και ανέπεμψε τις αιτήσεις τους στο Užsienio reikalų ministerija και στη Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba με σκοπό την εκ νέου εξέτασή τους.

19

Το Užsienio reikalų ministerija άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Vilniaus apygardos administracinis teismas ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Λιθουανίας), ζητώντας την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και την έκδοση νέας. Η Finansinių nusikaltimų tyrimo tarnyba άσκησε επίσης αναίρεση με τα ίδια αιτήματα.

20

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το Užsienio reikalų ministerija, επικαλούμενο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, διατείνεται ότι διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως να αποφασίσει αν θα δεχθεί το αίτημα περί εφαρμογής της επίμαχης εξαιρέσεως ή όχι. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί το ότι πρόκειται για ζητήματα πολιτικού χαρακτήρα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις των κρατών μελών με άλλα κράτη, δηλαδή εμπίπτουν σε τομέα εντός του οποίου οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να διαθέτουν ευρεία ελευθερία δράσεως.

21

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, πάντως, με γνώμονα τις βέλτιστες πρακτικές και τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι κατά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να διασφαλίζεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος. Επισημαίνει συναφώς ότι η μόνη δυνατότητα ακυρώσεως των περιοριστικών μέτρων συνίσταται στην άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πλην όμως η άσκηση αυτή προϋποθέτει απαραιτήτως την εκπροσώπηση από δικηγόρο, κατά τα άρθρα 43 και 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει τέλος ότι, σε υποθέσεις τέτοιας φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει ενδελεχώς τις αιτήσεις δικαστικής αρωγής που έχουν υποβάλει οι προσφεύγοντες και τις δέχεται οσάκις αυτό κρίνεται αναγκαίο.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 [...] την έννοια ότι η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της εξαιρέσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο αυτό του εν λόγω κανονισμού διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως για να αποφανθεί επί της εφαρμογής της εξαιρέσεως αυτής;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, σε ποια κριτήρια πρέπει να στηριχθεί η αρχή αυτή και ποια κριτήρια είναι δεσμευτικά για αυτήν οσάκις αποφαίνεται επί της εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 [...];

3)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 [...] την έννοια ότι η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής, κατά την εξέταση αιτήματος εφαρμογής της εξαιρέσεως, δύναται ή υποχρεούται ιδίως να λάβει υπόψη το ότι οι προσφεύγοντες, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, σκοπούν στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (εν προκειμένω στην άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας), πλην όμως οφείλει και να μεριμνά, σε περίπτωση που δεχθεί το αίτημα εφαρμογής της εξαιρέσεως στην προκειμένη περίπτωση, έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη του σκοπού της προβλεπόμενης κυρώσεως και να μην καταστρατηγηθεί η εξαίρεση (για παράδειγμα, το ποσό που θα καταβληθεί για την παροχή νομικής προστασίας δεν πρέπει να είναι προδήλως δυσανάλογο της σπουδαιότητας των νομικών υπηρεσιών που έχουν παρασχεθεί);

4)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 [...] την έννοια ότι ένας από τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή ενδέχεται να είναι ο παράνομος χαρακτήρας της κτήσεως των κεφαλαίων των οποίων η χρήση προβάλλεται για την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

23

Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 έχει την έννοια ότι, οσάκις αποφαίνεται επί αιτήματος εφαρμογής της εξαιρέσεως υποβληθέντος κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή προκειμένου να ασκηθεί προσφυγή με αντικείμενο την αμφισβήτηση της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η Ένωση, η αρμόδια εθνική αρχή διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως ή, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ερωτά ποια είναι τα στοιχεία και τα κριτήρια που πρέπει να λάβει υπόψη η αρχή αυτή.

24

Διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία αποφαίνεται επί αιτήματος αποδεσμεύσεως δεσμευμένων κεφαλαίων, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, η αρμόδια εθνική αρχή εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, οφείλει να τηρεί τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), σύμφωνα με το άρθρο του 51, παράγραφος 1.

25

Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 σκοπεί να καταστήσει πλέον ευχερή την πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες, πρέπει συνεπώς να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με όσα επιτάσσει το άρθρο 47 του Χάρτη. Το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, περί δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. Το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου προβλέπει ειδικώς ότι σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

26

Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, υπό την έννοια ότι η δέσμευση κεφαλαίων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερεί από τα πρόσωπα των οποίων τα κεφάλαια δεσμεύθηκαν την αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

27

Εν προκειμένω πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 43, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προσφυγή όπως αυτή την οποία άσκησαν οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η οποία μνημονεύεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου μπορεί να υπογράφεται μόνον από δικηγόρο.

28

Η κατά το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου απαίτηση επιβλήθηκε διότι ο δικηγόρος θεωρείται αρωγός της δικαιοσύνης, ο οποίος καλείται να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας (βλ., σχετικώς, αποφάσεις AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 24, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42, και Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑422/11 P και C‑423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 23). Το Δικαστήριο έχει εξάλλου κρίνει ότι, καθόσον, βάσει του Οργανισμού του Δικαστηρίου ή του Κανονισμού Διαδικασίας του, δεν προβλέπεται καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από την απαίτηση αυτή, η κατάθεση δικογράφου υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον προσφεύγοντα δεν αρκεί για την άσκηση προσφυγής (βλ. διάταξη Correia de Matos κατά Κοινοβουλίου, C‑502/06 P, EU:C:2007:696, σκέψη 12).

29

Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι, οσάκις αποφαίνεται επί αιτήματος εξαιρέσεως από τη δέσμευση των κεφαλαίων ή των οικονομικών πόρων, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, η αρμόδια εθνική αρχή δεν διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως, αλλά οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της σεβόμενη τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη και, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αναγκαίο της εκπροσωπήσεως από δικηγόρο για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος προς αμφισβήτηση της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων.

30

Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αφ’ εαυτής η άρνηση εφαρμογής της εξαιρέσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 δεν θίγει ουσιωδώς το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ακόμη και αν οι οφειλόμενοι στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει τις νομικές υπηρεσίες χρηματοοικονομικοί πόροι περιέλθουν σε αυτό μετά την άρση του μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην προκείμενη ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα θα ευδοκιμήσει, μολονότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μη γίνει δεκτό. Επιπλέον, το κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτεί από επαγγελματία παρέχοντα νομικές υπηρεσίες να φέρει τον κίνδυνο ή την οικονομική επιβάρυνση αυτή, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 προβλέπει εξαίρεση από τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων για να διασφαλισθεί η καταβολή αμοιβών επαγγελματιών και η κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών.

31

Όσον αφορά την ένσταση της Λιθουανικής Κυβερνήσεως ότι οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης μπορούσαν να ζητήσουν την παροχή της δικαστικής αρωγής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο προκειμένου να τύχουν της συνδρομής δικηγόρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, ο νομοθέτης της Ένωσης καθιέρωσε συνεπές σύστημα το οποίο διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη, ανεξαρτήτως της δεσμεύσεως των κεφαλαίων. Οσάκις πρέπει να του παρασχεθούν οι νομικές υπηρεσίες των οποίων έχει ανάγκη, πρόσωπο διαλαμβανόμενο στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού δεν πρέπει να θεωρείται ότι χρήζει δικαστικής αρωγής εξαιτίας της δεσμεύσεως αυτής, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να ζητήσει προς τούτο την αποδέσμευση ορισμένων εκ των δεσμευμένων κεφαλαίων ή πόρων εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή. Επομένως, αντιβαίνει στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, αφ’ εαυτό η ενδεχόμενη άρνηση της αρμόδιας εθνικής αρχής να εγκρίνει την αποδέσμευση κεφαλαίων για τον λόγο ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να ζητήσει την παροχή δικαστικής αρωγής.

32

Όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια εθνική αρχή οσάκις αποφαίνεται επί αιτήματος εξαιρέσεως, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 προβλέπει περιορισμούς της χρήσεως των κεφαλαίων, δεδομένου ότι αυτά πρέπει να προορίζονται αποκλειστικά για την καταβολή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και την κάλυψη δαπανών σχετικών με την παροχή νομικών υπηρεσιών.

33

Τέλος, για να ελέγξει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη χρήση των αποδεσμευόμενων κεφαλαίων, η εθνική αρχή μπορεί να λάβει υπόψη τις συστάσεις που προβλέπονται στον τίτλο Γ, κεφάλαιο VII, των βέλτιστων πρακτικών, περί εξαιρέσεων ανθρωπιστικού χαρακτήρα, και οι οποίες έχουν εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίπτωση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης αιτήματος εξαιρέσεως, δεδομένου ότι αυτό σκοπεί στην παροχή αποτελεσματικής ένδικης προστασίας διά της ασκήσεως προσφυγής στρεφομένης κατά των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν στους αναιρεσίβλητους της κύριας δίκης. Κατά τις βέλτιστες πρακτικές, η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να καθορίσει τις προϋποθέσεις που κρίνει κατάλληλες για να διασφαλίσει, ιδίως, ότι δεν θα παραβλεφθεί ο σκοπός για την επίτευξη του οποίου επιβλήθηκε η οικεία κύρωση και ότι δεν θα καταστρατηγηθεί η χορηγούμενη εξαίρεση. Μεταξύ άλλων, η αρχή αυτή μπορεί να δώσει προτεραιότητα στις άμεσες τραπεζικές μεταφορές αντί των πληρωμών τοις μετρητοίς.

34

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 έχει την έννοια ότι, οσάκις αποφαίνεται επί αιτήματος εξαιρέσεως υποβληθέντος κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή προκειμένου να ασκηθεί προσφυγή με αντικείμενο την αμφισβήτηση της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η Ένωση, η αρμόδια εθνική αρχή δεν διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως, αλλά οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της σεβόμενη τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη και το γεγονός ότι είναι απαραίτητη η εκπροσώπηση από δικηγόρο για την άσκηση της προσφυγής αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Η αρμόδια εθνική αρχή δύναται να ελέγχει αν τα κεφάλαια των οποίων ζητείται η αποδέσμευση προορίζονται αποκλειστικά για την καταβολή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και για την κάλυψη δαπανών σχετικών με την παροχή νομικών υπηρεσιών. Δύναται επίσης να καθορίζει τις προϋποθέσεις που κρίνει κατάλληλες για να διασφαλίσει, ιδίως, ότι δεν θα παραβλεφθεί ο σκοπός για την επίτευξη του οποίου επιβλήθηκε η οικεία κύρωση και ότι δεν θα καταστρατηγηθεί η χορηγούμενη εξαίρεση.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

35

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 έχει την έννοια ότι ένας από τους λόγους οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή ενδέχεται να είναι ο παράνομος χαρακτήρας της κτήσεως των κεφαλαίων των οποίων ζητείται η χρήση για την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής.

36

Όπως επισημαίνουν οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι δυνατή η κατάσχεση ή η δήμευση των κεφαλαίων που αποκτήθηκαν παράνομα κατ’ εφαρμογήν διαφόρων ρυθμίσεων τόσο του δικαίου της Ένωσης όσο και του εθνικού δικαίου.

37

Οι ρυθμίσεις αυτές είναι ανεξάρτητες του κανονισμού 765/2006, κατ’ εφαρμογήν του οποίου δεσμεύθηκαν τα κεφάλαια των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός δεν σκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για την παράνομη απόκτηση κεφαλαίων, αλλά, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 1, στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε βάρος των προσώπων εκείνων που κρίθηκαν υπεύθυνα για την παράβαση διεθνών εκλογικών κανόνων κατά τις εκλογές που διενεργήθηκαν στη Λευκορωσία στις 19 Μαρτίου 2006.

38

Η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των αναιρεσίβλητων της κύριας δίκης πρέπει, επομένως, να διενεργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 765/2006, ο οποίος προβλέπει τους όρους της δεσμεύσεως αυτής κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, καθώς και το νομικό καθεστώς που ισχύει στην περίπτωση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων αυτών.

39

Επομένως, προκειμένου περί εξαιρέσεως από τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων προκειμένου να καταβληθεί αμοιβή για την παροχή νομικών υπηρεσιών, η εξαίρεση αυτή πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, στο οποίο δεν γίνεται καμία νύξη για την προέλευση και την ενδεχομένως παράνομη κτήση των κεφαλαίων.

40

Ως εκ τούτου, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία η δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στηρίζεται στον εν λόγω κανονισμό, τυχόν εξαίρεση από τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων προκειμένου να καταβληθεί αμοιβή για την παροχή νομικών υπηρεσιών πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην οποία δεν γίνεται καμία νύξη για την προέλευση και την ενδεχομένως παράνομη κτήση των κεφαλαίων.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2006, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τη Λευκορωσία, όπως έχει τροποποιηθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 84/2011 του Συμβουλίου, της 31ης Ιανουαρίου 2011, και με τον κανονισμό (ΕΕ) 588/2011 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2011, έχει την έννοια ότι, οσάκις αποφαίνεται επί αιτήματος εξαιρέσεως υποβληθέντος κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή προκειμένου να ασκηθεί προσφυγή με αντικείμενο την αμφισβήτηση της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια εθνική αρχή δεν διαθέτει απόλυτη εξουσία εκτιμήσεως, αλλά οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της σεβόμενη τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το γεγονός ότι είναι απαραίτητη η εκπροσώπηση από δικηγόρο για την άσκηση της προσφυγής αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αρμόδια εθνική αρχή δύναται να ελέγχει αν τα κεφάλαια των οποίων ζητείται η αποδέσμευση προορίζονται αποκλειστικά για την καταβολή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και για την κάλυψη δαπανών σχετικών με την παροχή νομικών υπηρεσιών. Δύναται επίσης να καθορίζει τις προϋποθέσεις που κρίνει κατάλληλες για να διασφαλίσει, ιδίως, ότι δεν θα παραβλεφθεί ο σκοπός για την επίτευξη του οποίου επιβλήθηκε η οικεία κύρωση και ότι δεν θα καταστρατηγηθεί η χορηγούμενη εξαίρεση.

 

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 765/2006, όπως έχει τροποποιηθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό 84/2011 και με τον κανονισμό 588/2001, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία η δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων στηρίζεται στον εν λόγω κανονισμό, τυχόν εξαίρεση από τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων προκειμένου να καταβληθεί αμοιβή για την παροχή νομικών υπηρεσιών πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην οποία δεν γίνεται καμία νύξη για την προέλευση και την ενδεχομένως παράνομη κτήση των κεφαλαίων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.