ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2014 ( *1 )

«Δημόσιες συμβάσεις — Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Λόγοι αποκλεισμού συμμετοχής — Άρθρο 45 — Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος — Υποχρεωτική δήλωση για το πρόσωπο που ορίζεται ως “τεχνικός διευθυντής” — Παράλειψη καταθέσεως της δηλώσεως με την προσφορά — Αποκλεισμός από τον διαγωνισμό χωρίς δυνατότητα συμπληρώσεως της παραλείψεως αυτής»

Στην υπόθεση C‑42/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία), με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Cartiera dell’Adda SpA

κατά

CEM Ambiente SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Vajda (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαΐου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Cartiera dell’Adda SpA, εκπροσωπούμενη από τον S. Soncini, avvocato,

η CEM Ambiente SpA, εκπροσωπούμενη από τους E. Robaldo, P. Ferraris και F. Caliandro, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Pignataro‑Nolin και τον A. Tokár,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1177/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ L 314, σ. 64, στο εξής: οδηγία 2004/18).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Cartiera dell’Adda SpA (στο εξής: Cartiera dell’Adda) και της CEM Ambiente SpA (στο εξής: CEM Ambiente), με αντικείμενο απόφαση της δεύτερης, ως αναθέτουσας αρχής, περί αποκλεισμού από διαδικασία επιλογής της προσωρινής ενώσεως επιχειρήσεων (στο εξής: ATE), την οποία αποτελούσαν η Cartiera dell’Adda και η Cartiera di Cologno Monzese SpA (στο εξής: CCM), εκ των οποίων η δεύτερη εταιρία ενεργούσε ως εντολέας της ATE, λόγω μη καταθέσεως με την προσφορά της ATE δηλώσεως σχετικής με το πρόσωπο που οριζόταν ως τεχνικός διευθυντής της CCM.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, ως «δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών» ορίζονται, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, οι δημόσιες συμβάσεις, πλην των δημόσιων συμβάσεων έργων ή προμηθειών, που έχουν ως αντικείμενο την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Στο σημείο 16 του παραρτήματος ΙΙ Α της οδηγίας αυτής προβλέπονται οι «Αποχετεύσεις και διάθεση απορριμμάτων· εγκαταστάσεις υγιεινής και συναφείς υπηρεσίες».

4

Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, το οποίο επιγράφεται «Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων»:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

5

Το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, το οποίο επιγράφεται «Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος», προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 3 τα εξής:

«1.   Αποκλείεται της συμμετοχής σε δημόσια σύμβαση, ο υποψήφιος ή προσφέρων, εις βάρος του οποίου υπάρχει οριστική καταδικαστική απόφαση, γνωστή στην αναθέτουσα αρχή, για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που απαριθμούνται κατωτέρω:

[...]

Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και υπό την επιφύλαξη του κοινοτικού δικαίου, τους όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

Μπορούν να προβλέπουν παρέκκλιση από την υποχρέωση του πρώτου εδαφίου για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, οι αναθέτουσες αρχές, οσάκις απαιτείται, ζητούν από τους υποψηφίους ή τους προσφέροντες να υποβάλλουν τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και μπορούν, εφόσον αμφιβάλλουν ως προς την προσωπική κατάσταση των εν λόγω υποψηφίων/προσφερόντων, να απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές για να λάβουν τις πληροφορίες που θεωρούν απαραίτητες για την προσωπική κατάσταση των υποψηφίων ή των προσφερόντων. Όταν οι πληροφορίες αφορούν έναν υποψήφιο ή προσφέροντα εγκατεστημένο σε κράτος άλλο από εκείνο της αναθέτουσας αρχής, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες, τα αιτήματα αυτά αφορούν τα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των διευθυντών επιχείρησης, ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου του υποψηφίου ή του προσφέροντος.

[...]

3.   Οι αναθέτουσες αρχές δέχονται ως επαρκή απόδειξη του ότι ο οικονομικός φορέας δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 σημεία α), β), γ), ε) και στ):

α)

για την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 σημεία α), β) και γ), την προσκόμιση αποσπάσματος ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμου εγγράφου που εκδίδεται από την αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης του προσώπου αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις.

[...]

Σε περίπτωση που το οικείο κράτος δεν εκδίδει έγγραφο ή πιστοποιητικό, ή που αυτό δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 σημεία α), β) ή γ), αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από ένορκη βεβαίωση του ενδιαφερόμενου ή, στα κράτη μέλη όπου δεν προβλέπεται η ένορκη βεβαίωση, από υπεύθυνη δήλωση ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού οργανισμού του κράτους καταγωγής ή προέλευσης.»

6

Το άρθρο 51 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Συμπληρωματική τεκμηρίωση και πληροφορίες», προβλέπει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογή των άρθρων 45 έως 50.»

Το ιταλικό δίκαιο

7

Το άρθρο 38, παράγραφοι 1 και 2, του νομοθετικού διατάγματος 163, περί θεσπίσεως του κώδικα δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών κατ’ εφαρμογή των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (decreto legislativo n. 163 — Codice dei contratti pubblici relativi a lavori, servizi e forniture in attuazione delle direttive 2004/17/CE e 2004/18/CE), της 12ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 100, της 2ας Μαΐου 2006, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 163/2006), ορίζει τα εξής:

«1.   Αποκλείονται της συμμετοχής σε διαδικασίες αναθέσεως παραχωρήσεων και δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και αδυνατούν να αναλάβουν υπεργολαβικώς έργο και να συνάψουν σχετικές συμβάσεις τα πρόσωπα:

[...]

b)

εις βάρος των οποίων εκκρεμεί διαδικασία εφαρμογής ενός από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του νόμου 1423 της 27ης Δεκεμβρίου 1956 προληπτικά μέτρα ή τα οποία αφορά ένας από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 10 του νόμου 575 της 31ης Μαΐου 1965 λόγους αποκλεισμού· ο αποκλεισμός και η απαγόρευση ισχύουν εάν η εκκρεμής διαδικασία αφορά τον δικαιούχο ή τον τεχνικό διευθυντή, εάν πρόκειται για ατομική επιχείρηση· [...]

c)

εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου, αμετάκλητη καταδικαστική ποινική διάταξη ή απόφαση εκτελέσεως της ποινής κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, κατά το άρθρο 444 του κώδικα ποινικής δικονομίας, για σοβαρά αδικήματα απτόμενα του επαγγελματικού ήθους επί ζημία του Δημοσίου ή της Κοινότητας· συνιστά σε κάθε περίπτωση λόγο αποκλεισμού η καταδίκη, με απόφαση περιβληθείσα ισχύ δεδικασμένου, για ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της δωροδοκίας, της απάτης, της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως αυτά ορίζονται από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 45, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ κοινοτικές πράξεις· ο αποκλεισμός και η απαγόρευση ισχύουν εάν η απόφαση ή η διάταξη έχουν εκδοθεί εις βάρος του δικαιούχου ή του τεχνικού διευθυντή, εάν πρόκειται για ατομική επιχείρηση· [...]

[...]

2.   Ο υποψήφιος ή ο προσφέρων βεβαιώνει ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προσκομίζοντας σχετική δήλωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κωδικοποιημένο κείμενο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων περί διοικητικών εγγράφων, του διατάγματος 445 του προέδρου της Δημοκρατίας της 28ης Δεκεμβρίου 2000, με την οποία δηλώνει υπεύθυνα όλες τις ποινές που του έχουν επιβληθεί συναφώς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν έχουν καταχωριστεί στο ποινικό μητρώο. [...]»

8

Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006:

«Εντός των ορίων που θέτουν τα άρθρα 38 έως 45, οι αναθέτουσες αρχές καλούν, εφόσον είναι αναγκαίο, τους προσφέροντες να συμπληρώσουν ή να εξηγήσουν το περιεχόμενο των πιστοποιητικών, εγγράφων ή δηλώσεων που έχουν υποβάλει.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η CEM Ambiente κίνησε, με προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού, διαδικασία αναθέσεως με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως χάρτου και χαρτονιών, προερχομένων από χωριστή συλλογή αστικών στερών αποβλήτων για την περίοδο από 1ης Απριλίου 2011 έως 31 Μαρτίου 2014. Η σύμβαση αυτή έπρεπε να συναφθεί με τον προσφέροντα που θα κατέβαλε τις υψηλότερες τιμές για την απόσυρση των προβλεπόμενων ποσοτήτων των εν λόγω υλικών, βάσει των λεπτομερών κανόνων που περιέχονταν στη σχετική με την εν λόγω διαδικασία συγγραφή υποχρεώσεων.

10

Πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων, της οποίας αντίγραφο επισυνάφθηκε στη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, προβλέπει στο άρθρο της 8 σειρά λόγων αποκλεισμού από τη συμμετοχή στη διαδικασία αναθέσεως. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ελλείψεις ή παρατυπίες σχετικές με έγγραφα και/ή υπεύθυνες δηλώσεις προς απόδειξη της τηρήσεως των γενικών και ειδικών προϋποθέσεων, εξαιρουμένων των αμιγώς τυπικών παρατυπιών, οι οποίες μπορούν να διορθωθούν και οι οποίες δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της προσφοράς.

11

Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η CEM Ambiente απέκλεισε την ATE από την εν λόγω διαδικασία αναθέσεως, για τον λόγο ότι η προσφορά της ενώσεως αυτής δεν περιείχε δήλωση του Α. Galbiati, που οριζόταν ως τεχνικός διευθυντής της CCM, με την οποία να βεβαιώνει ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του ποινική διαδικασία ούτε έχει εκδοθεί εις βάρος του καταδικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου, όπως προβλέπει το άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006. Αφού αποκλείστηκε από την εν λόγω διαδικασία επιλογής και ο μόνος άλλος προσφέρων, η CEM Ambiente κήρυξε άκαρπο τον διαγωνισμό και κίνησε νέα διαδικασία αναθέσεως.

12

Έχοντας λάβει γνώση της αποφάσεως περί αποκλεισμού της ATE από την πρώτη διαδικασία επιλογής, η CCM απέστειλε στη CEM Ambiente δήλωση με την οποία διευκρίνισε ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του Α. Galbiati κανένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο αυτό κωλύματα. Στη συνέχεια επισήμανε, επίσης, ότι ο Α. Galbiati είχε εκ παραδρομής δηλωθεί ως τεχνικός διευθυντής ενώ ήταν απλώς μέλος του διοικητικού συμβουλίου της CCM, χωρίς καμία εξουσία εκπροσωπήσεως. Κατά συνέπεια, δεν απαιτούνταν καμία σχετική με αυτόν υπεύθυνη δήλωση δυνάμει του άρθρου 38 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006.

13

Ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους της CEM Ambiente επί των ανωτέρω εγγράφων, η Cartiera dell’Adda και η CCM άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως περί αποκλεισμού της ATE από την πρώτη διαδικασία αναθέσεως και την ανάκληση της προκηρύξεως περί κινήσεως νέας διαδικασίας. Με απόφαση της 25ης Μαΐου 2011, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή αυτή, απορρίπτοντας εντούτοις το αίτημα περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως.

14

Στις 23 Ιουνίου 2011, η CEM Ambiente προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Consiglio di Stato. Την επομένη η Cartiera dell’Adda ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

15

Με την απόφασή του της 31ης Μαρτίου 2012, το Consiglio di Stato δέχθηκε την έφεση της CEM Ambiente, εκτιμώντας ότι η μη προσκόμιση δηλώσεως όπως η επίμαχη, πρέπει να συνεπάγεται τον αποκλεισμό της προσφέρουσας επιχειρήσεως από τη διαδικασία επιλογής, τουλάχιστον όταν, όπως εν προκειμένω, η ειδική διάταξη (lex specialis) προβλέπει ως κύρωση για τη μη υποβολή της συγκεκριμένης δηλώσεως τον αποκλεισμό από τη διαδικασία αυτή. Κατά την εκτίμησή του, η επίμαχη διαδικασία δεν αφορούσε την υποχρέωση συμπληρώσεως ή διορθώσεως ελλιπούς ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματικού εγγράφου, αλλά απλώς και μόνον την παράλειψη προσκομίσεως υποχρεωτικής δηλώσεως.

16

Στο πλαίσιο της δίκης με αντικείμενο την εκτέλεση της αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Cartiera dell’Adda κατέθεσε, στις 26 Ιουνίου 2012, υπόμνημα με το οποίο, αφενός, εκτιμούσε ότι η ισχύς δεδικασμένου που είχε η εν λόγω απόφαση του Consiglio di Stato προσέκρουε στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 και, αφετέρου, ζητούσε την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

17

Με διάταξη της 28ης Ιουνίου 2012, το αιτούν δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι είχε ασκηθεί ενώπιόν του και αγωγή αποζημιώσεως λόγω της καθυστερήσεως εκτελέσεως της αποφάσεώς του της 25ης Μαΐου 2011, αποφάσισε τη συνέχιση της δίκης σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας. Το ποσό της αποζημιώσεως που ζητεί η Cartiera dell’Adda υπερβαίνει τα εννέα εκατομμύρια ευρώ.

18

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία εθνικής διατάξεως για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/18, κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να αποκλείσει από διαδικασία αναθέσεως προσφέροντα ο οποίος παρέλειψε να δηλώσει, με την αίτηση συμμετοχής του, ότι δεν έχει ασκηθεί δίωξη ούτε έχει επιβληθεί ποινή, κατά την έννοια της εν λόγω εθνικής διατάξεως, εις βάρος προσώπου που ορίζεται ως τεχνικός διευθυντής του, ακόμη και αν ο εν λόγω προσφέρων μπορεί να αποδείξει, αφενός, ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε εκ παραδρομής στο πρόσωπο αυτό και, αφετέρου, ότι τούτο πληροί εν πάση περιπτώσει τις προϋποθέσεις υποβολής της απαιτούμενης δηλώσεως.

19

Στο πλαίσιο της αποφάσεώς του περί παραπομπής, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τις διευκρινίσεις ή τα συμπληρωματικά στοιχεία που κρίνει αναγκαία ισχύει μόνο στις περιοριστικώς προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις, με αποτέλεσμα η εν λόγω αναθέτουσα αρχή να μη μπορεί να διεξαγάγει ελεύθερα τη διαδικασία εάν έχει παραλειφθεί η υποβολή δηλώσεων.

20

Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, προβάλλοντας ιδίως τις αποφάσεις Kühne & Heitz (C‑453/00, EU:C:2004:17), Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178), Kempter (C‑2/06, EU:C:2008:78), και Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506), ότι απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, όπως η απόφαση του Consiglio di Stato της 31ης Μαρτίου 2012, μπορεί να μην εφαρμοστεί στο μέτρο που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο έλεγχος των προϋποθέσεων συμμετοχής σε δημόσιους διαγωνισμούς πρέπει να αφορά την ουσία, δηλαδή πρέπει να εξακριβώνεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής στους διαγωνισμούς αυτούς, και όχι μόνο την τυπική πληρότητα των διοικητικών εγγράφων που περιέχονται στις εμπροθέσμως υποβληθείσες προσφορές. Συμπερασματικά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 συνάδει με το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντίκειται στο δίκαιο [της Ένωσης] ερμηνεία, κατά την οποία, εάν επιχείρηση μετέχουσα σε διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού παρέλειψε να δηλώσει, με την αίτηση συμμετοχής της, ότι δεν έχει ασκηθεί ή επιβληθεί εις βάρος του τεχνικού διευθυντή της αντιστοίχως καμία δίωξη ή ποινή, από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του [νομοθετικού διατάγματος 163/2006], η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποφασίσει τον αποκλεισμό της εν λόγω επιχειρήσεως έστω και αν η τελευταία απέδειξε αρκούντως ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε στο πρόσωπο αυτό απλώς εκ παραδρομής;

2)

Αντίκειται στο δίκαιο [της Ένωσης] ερμηνεία, κατά την οποία, εάν επιχείρηση μετέχουσα σε διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού απέδειξε λυσιτελώς και αρκούντως ότι ουδεμία δίωξη ή ποινή ασκήθηκε ή επιβλήθηκε αντιστοίχως εις βάρος των προσώπων εκείνων που υποχρεούνται να υποβάλουν τις κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, [του νομοθετικού διατάγματος 163/2006], δηλώσεις, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποφασίσει τον αποκλεισμό της εν λόγω επιχειρήσεως λόγω μη συμμορφώσεώς της προς ειδική διάταξη νόμου (lex specialis) βάσει της οποίας προκηρύχθηκε ο δημόσιος διαγωνισμός;»

22

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της παρούσας υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου απορρίφθηκε.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

23

Η CEM Ambiente και η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται στο πλαίσιο αιτήσεως εκτελέσεως αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου και αγωγής αποζημιώσεως λόγω της καθυστερήσεως εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, η οποία εντούτοις μεταρρυθμίστηκε με την απόφαση του Consiglio di Stato της 31ης Μαρτίου 2012 που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, με αποτέλεσμα το αιτούν δικαστήριο να μη μπορεί πλέον, στο πλαίσιο εξετάσεως της ανωτέρω αιτήσεως και αγωγής, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αποκλεισμού της ATE από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία επιλογής. Εκ των ανωτέρω συνάγουν ότι τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα είναι υποθετικού χαρακτήρα και συνεπώς απαράδεκτα.

24

Οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν, επίσης, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα εμπίπτουν σε διαφορετικό πραγματικό πλαίσιο από εκείνο που διαπίστωσε το Consiglio di Stato με την απόφασή του της 31ης Μαρτίου 2012. Συγκεκριμένα, το πραγματικό γεγονός στο οποίο στηρίζεται το πρώτο ερώτημα, ότι δηλαδή είχε εκ παραδρομής αποδοθεί στον Α. Galbiati η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή, δεν διαπιστώθηκε από το δικαστήριο αυτό. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο παρέλειψε να επισημάνει ότι οι αποδείξεις που επικαλείται είχαν προσκομιστεί εκπρόθεσμα.

25

Περαιτέρω, η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αλλά την εξέταση του πραγματικού πλαισίου της υποθέσεως της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε να διακριβωθεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις συμπληρώσεως ατελούς εγγράφου, γεγονός το οποίο απέκλεισε το Consiglio di Stato.

26

Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εάν εκτιμούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η απάντηση στα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί. Εξάλλου, τα εθνικά δικαστήρια είναι ελεύθερα να ασκούν την ευχέρεια αυτή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας κρίνουν σκόπιμο (απόφαση Bericap Záródástechnikai, C‑180/11, EU:C:2012:717, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27

Το Δικαστήριο έχει συναφώς αποφανθεί ότι η ύπαρξη κανόνα του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αναιρεί την ευχέρεια των πρώτων δικαστηρίων να υποβάλλουν στο Δικαστήριο σχετικά με τις εν λόγω εκτιμήσεις ερωτήματα απτόμενα της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαστήριο μη αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό πρέπει να είναι ελεύθερο, όταν κρίνει ότι η νομική εκτίμηση που διατυπώθηκε από ανώτερο δικαστήριο θα μπορούσε να το οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης, να θέτει στο Δικαστήριο τα ζητήματα τα οποία το απασχολούν (βλ. αποφάσεις Elchinov, C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψεις 25 και 27, καθώς και Interedil, C‑396/09, EU:C:2011:671, σκέψη 35).

28

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση του Consiglio di Stato της 31ης Μαρτίου 2012, ακόμη και αν έχει την ισχύ δεδικασμένου βάσει του εθνικού δικαίου, δεν μπορεί να εμποδίσει το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, εάν εκτιμά ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί να είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

29

Όσον αφορά, δεύτερον, τον φερόμενο υποθετικό χαρακτήρα των προδικαστικών ερωτημάτων πρέπει να υπομνησθεί ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου που προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το Δικαστήριο, είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Η άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου τότε μόνον είναι δυνατή, όταν προδήλως προκύπτει ότι η αιτούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Genil 48 και Comercial Hostelera de Grandes Vinos, C‑604/11, EU:C:2013:344, σκέψη 26).

30

Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικής φύσεως. Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας, κατά την οποία η Cartiera dell’Adda επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να αποζημιωθεί για την προκληθείσα καθυστέρηση εκτελέσεως της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 2011, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της CEM Ambiente περί αποκλεισμού της ATE από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία επιλογής. Συνεπώς, ουδόλως προκύπτει ότι τα ερωτήματα αυτά, τα οποία αφορούν τη συμβατότητα της εν λόγω αποφάσεως περί αποκλεισμού με το δίκαιο της Ένωσης, δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπροσθέτως, παρά την απόφαση του Consiglio di Stato της 31ης Μαρτίου 2012, δεν μπορεί να συναχθεί εκ των προτέρων ότι η διαφορά αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου.

31

Τρίτον, όσον αφορά τις προβαλλόμενες στη σύνοψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης ανακρίβειες και παραλείψεις, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως προκύπτει και από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο καθορισμός του πραγματικού πλαισίου της διαφοράς που οδήγησε στην υποβολή των εν λόγω ερωτημάτων εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το δε Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συναφούς εκτιμήσεως του εθνικού δικαστηρίου (βλ., συναφώς, απόφαση van Delft κ.λπ., C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 114).

32

Τέλος, τέταρτον, από το γράμμα των υποβληθέντων ερωτημάτων προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει το εν λόγω πραγματικό πλαίσιο, αλλά να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης που του είναι αναγκαίο για την επίλυση της ενώπιόν του εκκρεμούσης διαφοράς.

33

Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί της ουσίας

34

Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι καίτοι στο γράμμα των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου δεν γίνεται καμία αναφορά στο άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, από την ίδια την απόφαση περί παραπομπής, και ιδίως από την εισαγωγική παράγραφο των υποβληθέντων ερωτημάτων, προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί η συμβατότητα του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 με το εν λόγω άρθρο 45.

35

Αφετέρου, μόνον το δεύτερο ερώτημα παραπέμπει στη μη τήρηση, εκ μέρους επιχειρήσεως μετέχουσας σε διαγωνισμό, διατάξεως περιλαμβανόμενης στα έγγραφα του διαγωνισμού, όπως η προκήρυξη του διαγωνισμού και η συγγραφή υποχρεώσεων, τα οποία αφορούν την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία αναθέσεως. Εντούτοις, ο λόγος αποκλεισμού που παρατίθεται στα δύο ερωτήματα είναι ο ίδιος και περιλαμβάνεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, στο άρθρο 8 της συγγραφής υποχρεώσεων.

36

Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι αντίκειται στον αποκλεισμό επιχειρήσεως από διαδικασία αναθέσεως για τον λόγο ότι η επιχείρηση αυτή δεν τήρησε την προβλεπόμενη στα έγγραφα του διαγωνισμού υποχρέωση να επισυνάψει στην προσφορά της, επί ποινή αποκλεισμού, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ούτε έχει επιβληθεί ποινή εις βάρος του προσώπου που ορίζεται στην προσφορά αυτή ως τεχνικός διευθυντής της εν λόγω επιχειρήσεως εάν, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών, η δήλωση αυτή κοινοποιήθηκε στην αναθέτουσα αρχή ή αποδείχθηκε ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε εκ παραδρομής στο πρόσωπο αυτό.

37

Όσον αφορά το ζήτημα εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η σύμβαση αυτή αποτελεί δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής και παρατίθεται ειδικότερα στο σημείο 16 του παραρτήματος II A της εν λόγω οδηγίας.

38

Αντιθέτως, η CEM Ambiente είναι της γνώμης ότι ο εν λόγω διαγωνισμός έχει ως αντικείμενο σύμβαση αγοραπωλησίας κινητών ή, λαμβανομένης υπόψη της παράλληλης υποχρεώσεως επεξεργασίας αποβλήτων, αποτελεί, το πολύ, παραχώρηση υπηρεσιών. Συνεπώς, δεν εμπίπτει σε καμία περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18.

39

Πρώτον, εάν υποτεθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 45 της οδηγίας αυτής προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 2 σειρά λόγων αποκλεισμού ενός προσφέροντος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη προσωπική κατάσταση. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ποια έγγραφα πρέπει να δέχονται οι αναθέτουσες αρχές ως επαρκή απόδειξη του γεγονότος ότι ο συγκεκριμένος προσφέρων δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εν λόγω παραγράφων 1 και 2, πλην των καταστάσεων που προβλέπονται στην ίδια παράγραφο 2, στοιχεία δʹ και ζʹ.

40

Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης αμφισβητείται η συμβατότητα με τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2004/18 των λόγων αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 και της υποχρεώσεως υποβολής της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού «υπεύθυνης δηλώσεως». Ούτε υποστηρίζεται ότι ο αποκλεισμός διαγωνιζομένου λόγω μη τηρήσεως εκ μέρους του της εν λόγω υποχρεώσεως είναι, αυτός καθαυτόν, αντίθετος προς την οδηγία αυτή. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της στερήσεως από τον εν λόγω διαγωνιζόμενο της δυνατότητας συμπληρώσεως, μετά την κατάθεση της προσφοράς του, της παραλείψεως συνυποβολής της εν λόγω δηλώσεως, είτε κοινοποιώντας τη δήλωση αυτή στην αναθέτουσα αρχή είτε αποδεικνύοντας ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε εκ παραδρομής στο οικείο πρόσωπο.

41

Συναφώς δεν αμφισβητείται ότι από τα έγγραφα του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμού προκύπτει, αφενός, ότι η «υπεύθυνη δήλωση» του άρθρου 38 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 σχετικά με το οριζόμενο ως τεχνικό διευθυντή της οικείας επιχειρήσεως πρόσωπο έπρεπε να επισυναφθεί στην υποβληθείσα από την εν λόγω επιχείρηση προσφορά επί ποινή αποκλεισμού από τη διαδικασία του διαγωνισμού και, αφετέρου, ότι ήταν δυνατή η εκ των υστέρων διόρθωση μόνον αμιγώς τυπικών παρατυπιών, οι οποίες δεν ήταν καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της προσφοράς.

42

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ελέγχει αυστηρώς αν τηρήθηκαν τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη να αποκλείσει από τον διαγωνισμό επιχείρηση που δεν προσκόμισε ορισμένο έγγραφο ή στοιχείο του οποίου η υποβολή επιβαλλόταν από τα έγγραφα του εν λόγω διαγωνισμού επί ποινή αποκλεισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Manova, C‑336/12, EU:C:2013:647, σκέψη 40).

43

Αυτή η αυστηρή υποχρέωση που βαρύνει τις αναθέτουσες αρχές προκύπτει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την υποχρέωση διαφάνειας που απορρέει από αυτή, στις οποίες υπόκεινται οι εν λόγω αρχές δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας 2004/18.

44

Πράγματι, αφενός, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να έχουν όλοι οι προσφέροντες τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διατύπωση των όρων των προσφορών τους και συνεπάγεται, ως εκ τούτου, ότι οι προσφορές αυτές υποβάλλονται με τους ίδιους όρους για όλους τους προσφέροντες. Αφετέρου, η υποχρέωση διαφάνειας έχει ως σκοπό να αποκλείσει τον κίνδυνο ευνοιοκρατίας και καταχρήσεως εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και τρόποι διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, κατά τρόπο ώστε, πρώτον, να παρέχουν σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και κανονικά επιμελείς προσφέροντες τη δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο και, δεύτερον, να καθιστούν δυνατό τον εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής αποτελεσματικό έλεγχο του αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν την εν λόγω σύμβαση (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, C‑496/99 P, EU:C:2004:236, σκέψεις 108 έως 111).

45

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, δεν αντιτίθεται στον αποκλεισμό προσφέροντος λόγω του γεγονότος ότι δεν επισύναψε στην προσφορά του υπεύθυνη δήλωση για το πρόσωπο που ορίζεται ως τεχνικός διευθυντής στην προσφορά αυτή. Ειδικότερα, στο μέτρο που η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι η παράλειψη αυτή δεν συνιστά αμιγώς τυπική παρατυπία, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εν λόγω προσφέροντα να συμπληρώσει εκ των υστέρων την παράλειψη αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών.

46

Περαιτέρω, υπό τις περιστάσεις αυτές, το άρθρο 51 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και τα έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 45 έως 50 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει στην ανωτέρω αρχή να δέχεται οιεσδήποτε διορθώσεις παραλείψεων οι οποίες, κατά τις ρητές διατάξεις των εγγράφων του διαγωνισμού, πρέπει να συνεπάγονται τον αποκλεισμό του οικείου προσφέροντος.

47

Δεύτερον, εάν υποτεθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση συνιστά παραχώρηση υπηρεσιών πρέπει να υπομνησθεί ότι, εάν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης οι συμβάσεις παραχωρήσεως υπηρεσιών δεν διέπονταν από καμία από τις οδηγίες με τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης ρύθμισε τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, οι δημόσιες αρχές που συνήπταν τέτοιου είδους συμβάσεις όφειλαν να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ και ειδικότερα τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας (βλ., συναφώς, αποφάσεις Parking Brixen, C‑458/03, EU:C:2005:605, σκέψεις 46 έως 49, και Wall, C‑91/08, EU:C:2010:182, σκέψη 33), σε περίπτωση που η συγκεκριμένη παραχώρηση υπηρεσιών είχε βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη της σημασίας της και του τόπου εκτελέσεώς της (βλ., συναφώς, απόφαση Ordine degli Ingegneri della Provincia di Lecce κ.λπ, C‑159/11, EU:C:2012:817, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Στο μέτρο που η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση έχει τέτοιο ενδιαφέρον, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η υποχρέωση διαφάνειας που απορρέει εξ αυτής επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 και 44 της παρούσας αποφάσεως, να τηρεί τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη να αποκλείσει από τον διαγωνισμό επιχείρηση η οποία δεν προσκόμισε ορισμένο έγγραφο ή στοιχείο του οποίου η υποβολή επιβαλλόταν από τα έγγραφα του εν λόγω διαγωνισμού επί ποινή αποκλεισμού.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αποκλεισμός ενός προσφέροντος όπως η Cartiera dell’Adda από διαγωνισμό όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και με την υποχρέωση διαφάνειας, ως θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ.

50

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, καθώς και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η υποχρέωση διαφάνειας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στον αποκλεισμό επιχειρήσεως από διαδικασία αναθέσεως για τον λόγο ότι η επιχείρηση αυτή δεν τήρησε την προβλεπόμενη στα έγγραφα του διαγωνισμού υποχρέωση να επισυνάψει στην προσφορά της, επί ποινή αποκλεισμού, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ούτε έχει επιβληθεί ποινή εις βάρος του προσώπου που ορίζεται στην προσφορά αυτή ως τεχνικός διευθυντής της εν λόγω επιχειρήσεως, ακόμη και εάν, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών, η δήλωση αυτή κοινοποιήθηκε στην αναθέτουσα αρχή ή αποδείχθηκε ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε εκ παραδρομής στο πρόσωπο αυτό.

Επί των δικαστικών εξόδων

51

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 45 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1177/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, καθώς και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η υποχρέωση διαφάνειας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στον αποκλεισμό επιχειρήσεως από διαδικασία αναθέσεως για τον λόγο ότι η επιχείρηση αυτή δεν τήρησε την προβλεπόμενη στα έγγραφα του διαγωνισμού υποχρέωση να επισυνάψει στην προσφορά της, επί ποινή αποκλεισμού, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ούτε έχει επιβληθεί ποινή εις βάρος του προσώπου που ορίζεται στην προσφορά αυτή ως τεχνικός διευθυντής της εν λόγω επιχειρήσεως, ακόμη και εάν, μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση των προσφορών, η δήλωση αυτή κοινοποιήθηκε στην αναθέτουσα αρχή ή αποδείχθηκε ότι η ιδιότητα του τεχνικού διευθυντή αποδόθηκε εκ παραδρομής στο πρόσωπο αυτό.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.