Υπόθεση C‑20/13

Daniel Unland

κατά

Land Berlin

(αίτηση του Verwaltungsgericht Berlin

για την έκδοση προδικαστικής απόφασης)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρα 2, 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 6, παράγραφος 1 — Άμεση διάκριση λόγω ηλικίας — Βασικός μισθός των δικαστών — Μεταβατικό καθεστώς — Νέα κατάταξη και μεταγενέστερη εξέλιξη — Διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης — Δικαιολογητικοί λόγοι»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2015

  1. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Πεδίο εφαρμογής – Αποδοχές των δικαστών – Εμπίπτουν

    (Άρθρο 153 § 5 ΣΛΕΕ· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1, στοιχείο γʹ)

  2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι ο βασικός μισθός ενός δικαστή καθορίζεται, κατά την πρόσληψή του, αποκλειστικά και μόνο βάσει της ηλικίας του – Δεν επιτρέπεται – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 6 § 1)

  3. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που καθορίζει τους όρους της νέας κατάταξης, στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογικού καθεστώτος, των δικαστών που υπηρετούσαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος της νέας αυτής νομοθεσίας – Ρύθμιση που προβλέπει ότι το νέο μισθολογικό κλιμάκιο καθορίζεται μόνο βάσει του ύψους του βασικού μισθού που καταβαλλόταν υπό το παλαιό μισθολογικό καθεστώς, το οποίο βασιζόταν σε διάκριση λόγω ηλικίας – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση – Ρύθμιση που αποσκοπεί στην προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 6 § 1)

  4. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που καθορίζει τους όρους μισθολογικής εξέλιξης, στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογικού καθεστώτος, των δικαστών που υπηρετούσαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος της νέας αυτής νομοθεσίας – Ρύθμιση που προβλέπει ότι στους δικαστές που κατά την ημερομηνία μετάβασης στο νέο καθεστώς είχαν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία παρέχεται δυνατότητα ταχύτερης μισθολογικής εξέλιξης, εφόσον έχουν φθάσει σε ορισμένο μισθολογικό κλιμάκιο, απ’ ό,τι στους υπηρετούντες κατά την κρίσιμη για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς ημερομηνία δικαστές νεότερης ηλικίας – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση – Σκοποί που επιδιώκονται με τη σχετική ρύθμιση και δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 6 § 1)

  5. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Παραβίαση της απαγόρευσης αυτής από την εθνική ρύθμιση που αφορά τις αποδοχές των δικαστών – Συνέπειες – Υποχρέωση αναδρομικής χορήγησης στους δικαστές που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που τους έχουν καταβληθεί πράγματι και των αποδοχών που αντιστοιχούν στο υψηλότερο κλιμάκιο του βαθμού τους – Δεν υφίσταται – Συνδρομή των προϋποθέσεων γένεσης ευθύνης του οικείου κράτους – Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου

    (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)

  6. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να προβάλει πριν από τη λήξη του οικείου οικονομικού έτους οποιαδήποτε αξίωση για χρηματικές παροχές που δεν απορρέουν άμεσα από τον νόμο – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

  1.  Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι οι αποδοχές των δικαστών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

    Μολονότι δηλαδή το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ προβλέπει μια εξαίρεση από την αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, καθόσον δεν της επιτρέπεται να επεμβαίνει, μεταξύ άλλων, στον τομέα των αμοιβών, ο όρος «αμοιβές», κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, πρέπει να διακρίνεται από τον ίδιο όρο που χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, διότι ο τελευταίος αυτός όρος αποτελεί μέρος των όρων απασχόλησης και δεν αφορά άμεσα τον καθορισμό του ύψους των αμοιβών.

    (βλ. σκέψεις 26, 27, 29, διατακτ. 1)

  2.  Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά η εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι ο βασικός μισθός ενός δικαστή καθορίζεται, κατά την πρόσληψή του, αποκλειστικά και μόνο βάσει της ηλικίας του.

    Πράγματι, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι η εν λόγω εθνική νομοθεσία ενέχει διάκριση κατά την έννοια των άρθρων 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, καθόσον η κατάταξη των δημοσίων υπαλλήλων, κατά την πρόσληψή τους, σε κλιμάκιο του βασικού μισθού με βάση την ηλικία τους βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει ο εν λόγω νόμος.

    Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία αυτή αποσκοπεί στην επιβράβευση της επαγγελματικής πείρας και/ή των κοινωνικών δεξιοτήτων των δικαστών δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή.

    (βλ. σκέψεις 34-36, διατακτ. 2)

  3.  Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά η εθνική νομοθεσία η οποία καθορίζει τους όρους της νέας κατάταξης, στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογικού καθεστώτος, των υπηρετούντων ήδη δικαστών προβλέποντας ότι το μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο κατατάσσονται πλέον οι δικαστές αυτοί καθορίζεται μόνο βάσει του ύψους του βασικού μισθού που λάμβαναν υπό το παλαιό μισθολογικό καθεστώς, το οποίο όμως βασιζόταν σε διάκριση λόγω ηλικίας του δικαστή, εφόσον για τη διαφορετική μεταχείριση την οποία συνεπάγεται η νομοθεσία αυτή μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογητικός λόγος ο σκοπός της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων.

    (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 3)

  4.  Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτά η εθνική νομοθεσία η οποία καθορίζει τους όρους μισθολογικής εξέλιξης, στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογικού καθεστώτος, των υπηρετούντων ήδη δικαστών προβλέποντας ότι στους υπηρετούντες ήδη δικαστές που κατά την ημερομηνία μετάβασης στο νέο καθεστώς είχαν συμπληρώσει ορισμένη ηλικία παρέχεται δυνατότητα ταχύτερης μισθολογικής εξέλιξης, εφόσον έχουν φθάσει σε ορισμένο μισθολογικό κλιμάκιο, απ’ ό,τι στους υπηρετούντες ήδη κατά την κρίσιμη για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς ημερομηνία δικαστές νεότερης ηλικίας, καθόσον για τη διαφορετική μεταχείριση την οποία συνεπάγεται η νομοθεσία αυτή μπορεί να προβληθεί δικαιολογητικός λόγος στηριζόμενος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

    Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη καθώς και οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης όταν επιλέγουν όχι μόνο να επιδιώξουν έναν συγκεκριμένο σκοπό μεταξύ διαφόρων σκοπών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και όταν καθορίζουν τα μέτρα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

    Ορισμένοι σκοποί, όπως οι επιδιωκόμενοι με την επίμαχη νομοθεσία, δηλαδή η επιδίωξη να ευθυγραμμιστεί η καμπύλη της διαγραμματικής εξέλιξης των αποδοχών των δικαστών προς την αντίστοιχη καμπύλη των αποδοχών των δημόσιων υπαλλήλων, η οποία έχει ήδη εκσυγχρονιστεί, η επιδίωξη να καταστεί ελκυστικότερο το δικαστικό λειτούργημα, με την παροχή ιδίως της εγγύησης για ταχύτερη εξέλιξη του εισοδήματος στην αρχή της σταδιοδρομίας, καθώς και η επιδίωξη να διασφαλιστεί αφενός ότι κανείς από τους υπηρετούντες ήδη δικαστές δεν θα υποστεί άμεση απώλεια μισθού ούτε θα ζημιωθεί επί του συνόλου της σταδιοδρομίας του και αφετέρου ότι όλοι οι δικαστές θα φθάνουν, στο 49ο έτος της ηλικίας τους, στο τελευταίο μισθολογικό κλιμάκιο, δικαιολογούν καταρχήν, αντικειμενικά και λογικά, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

    (βλ. σκέψεις 56-58, 66, διατακτ. 4)

  5.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 68, 69, διατακτ. 5)

  6.  Βλ. το κείμενο της απόφασης.

    (βλ. σκέψεις 71, 72, διατακτ. 6)